Αυτοκτονεί η σημερινή ποίηση; (του Θανάση Μαρκόπουλου)

0
1325

του Θανάση Μαρκόπουλου (*)

 

Ούτε εντελώς γυμνή
ούτε σκεπασμένη
αινιγματικά μισόγυμνη
σαν τη γυναίκα
να ενθαρρύνει

(Γιάννης Κουβαράς, «Ποίηση»,
Δωρητής σώματος, 1985)

Ο Κώστας Κουτσουρέλης είναι ένας ενδιαφέρων πνευματικός άνθρωπος της εποχής μας. Γεννημένος στην Αθήνα το 1967, σπούδασε νομικά και για ένα διάστημα έζησε στη Γερμανία. To έργο του είναι πολύπλευρο: ποιητικές συλλογές και ανθολογίες, έργα για τη σκηνή, δοκίμια, μελέτες και μεταφράσεις. Στα κριτικά και δοκιμιακά του κείμενα κινείται γύρω από την ελληνική και ξένη λογοτεχνία και σκέψη, ενώ από το 2013 διευθύνει την εξαμηνιαία επιθεώρηση Νέο Πλανόδιον. Ανάμεσα στα τελευταία του βιβλία περιλαμβάνονται το δοκίμιο Κ.Π. Καβάφης (2013), ο δραματικός μονόλογος Γράμμα στον Οδυσσέα Ελύτη (2014), η μετάφραση της Ηλιόπετρας του Οκτάβιο Πας (2007, 2015), ο μονόλογος Κρέων και η σάτιρα Λάμπρου Λαρέλη Vita Poetica (2016), ενώ το 2017 κυκλοφόρησε η ποιητική σύνθεση Νύχτα. Για τους ΄Υμνους στη νύχτα του Novalis (2011) τιμήθηκε με το Βραβείο Άρη Αλεξάνδρου και το Βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης από τα γερμανικά (2012).

Με την παρούσα έκδοση Η τέχνη που αυτοκτονεί ο Κουτσουρέλης, που και στο παρελθόν είχε ασχοληθεί επανειλημμένα με το θέμα στην Καθημερινή (23-6-2013), στα περιοδικά Book Press (από 9-9-2017 έως 22-9-2018) και Νέο Πλανόδιον (2, 2014) αλλά και στη σάτιρα Λάμπρου Λαρέλη Vita Poetica, παρεμβαίνει δραστικά στον ποιητικό χώρο με ένα εκτεταμένο δοκίμιο, στο οποίο πραγματεύεται αυτό που ο ίδιος αποκαλεί στον υπότιτλο αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας. Η περίπτωση θυμίζει παλαιότερες απόψεις του Νάσου Βαγενά, που επίσης διαπιστώνει «κρίση του ελεύθερου στίχου», μόνο που εκείνος την περιορίζει στο επίπεδο του ρυθμού, προτείνοντας ως θεραπεία την «επαναμάγευση» του ποιητικού λόγου, την οποία βλέπει στο μπόλιασμα του ελεύθερου στίχου με τρόπους της έμμετρης παράδοσης [Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, 2012 (2002), σ. 119-135]. Το εγχείρημα όμως του Κουτσουρέλη είναι συστηματικότερο και πληρέστερο, μια και οι παράμετροι που διερευνά είναι περισσότερες και πιο σύνθετες. Και εικονοκλαστικό θα έλεγα, όπως και το προηγούμενό του για τον Καβάφη, στο οποίο υποστήριζε σε γενικές γραμμές ότι ο Αλεξανδρινός ποιητής είναι υπερτιμημένος.

Το δοκίμιο ανοίγει με έναν πρόλογο, που, κάτω από τον τίτλο «Προσφώνηση όχι ακριβώς ενθαρρυντική», προϊδεάζει για μια θεώρηση ηπίως αποθαρρυντική. Αντίθετα, ο επίλογος, με τον τίτλο «Αποφώνηση όχι ακριβώς απαισιόδοξη», υποδηλώνει ένα μέλλον ηπίως αισιόδοξο. Έξυπνος τρόπος να ανοίξει και να κλείσει ένα κείμενο, αλλά ευφημιστικός, νομίζω, μια και δε φαίνεται να συνάδει με τον απόλυτο τρόπο διατύπωσης του τίτλου και της κεντρικής άποψης του δοκιμίου. Τα ενδιάμεσα έντεκα κεφάλαια πραγματεύονται το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας, ενώ ένα δωδέκατο προτείνει τρόπους εξόδου από την κρίση: 1. Σε τοπίο θολό, 2. Ιλιγγιώδη νούμερα, μίζερα ρεκόρ, 3. Όταν η κριτική συνθηκολογεί, 4. Ο μαρασμός της ποιητικής παιδείας α΄, 5. Ο μαρασμός της ποιητικής παιδείας β΄, 6. Ένας λογοτεχνικός κόσμος φτωχός, 7. Οι μονόλογοι του Ναρκίσσου, 8. Μεσσίας και παρίας μαζί, 9. Maudits, πλην comme il fault, 10. Στον φιλντισένιο πύργο, 11. Υπερασπίζοντας, και πάλι, την ποίηση, 12. Προσανατολισμοί. Ένα αντιμανιφέστο.

Όπως φαίνεται κι από τους τίτλους των κεφαλαίων, ο δοκιμιογράφος, επικαλούμενος και στατιστικά στοιχεία της αγοράς, διαπιστώνει την περιορισμένη απήχηση που έχει στο αναγνωστικό κοινό η ποίηση του καιρού μας. Σύμφωνα μ’ αυτά, η ενλόγω τέχνη κατέληξε να είναι ασήμαντη κι ανυπόληπτη, ανίκανη να ασκήσει οποιαδήποτε επίδραση στον κοινωνικό χώρο, εξέλιξη που θα αποδοθεί κυρίως στους ίδιους τους δημιουργούς.

Σε μια πρώτη, γενική τοποθέτηση ο Κουτσουρέλης εκφράζει την άποψη ότι ο ρομαντισμός καταρχήν, αντιμαχόμενος τον διαφωτισμό, εξώθησε τους ποιητές να δουν την τέχνη τους σαν θρησκεία και τον εαυτό τους σαν κοσμικό ιερέα, υπερτονίζοντας έτσι τον εγωκεντρισμό τους, αμαρτία που βαραίνει και τους επιγόνους. Ο συμβολισμός κατόπιν είναι αυτός που κατεξοχήν διέρρηξε τη σχέση της ποίησης με το ευρύτερο κοινό, ενώ ο μοντερνισμός, παρότι εγκατέλειψε τις ακρότητες της  πρωτοπορίας, υιοθέτησε ωστόσο μια γλώσσα λίγο πολύ ερμητική.

Στα βασικά κεφάλαια της εργασίας ο δοκιμιογράφος, παίρνοντας υπόψη και τη διεθνή εμπειρία, θα υποστηρίξει πως η ποίηση από πρωτεύον λογοτεχνικό είδος κατάντησε ενασχόληση περιθωριακή. Αυτό καταδεικνύεται από την εμπορική της κίνηση, η οποία είναι αμελητέα συγκριτικά με άλλα είδη γραφής, όπως η πεζογραφία. Σημαντικό ρόλο στη συγκεκριμένη κατάληξη παίζει ο εκδοτικός πληθωρισμός και η ανυπαρξία ουσιαστικού, κριτικού λόγου, στον βαθμό που ο μεγάλος αριθμός συλλογών και η εμπλοκή τους στο εμπορικό κύκλωμα αμβλύνουν τα αξιολογικά κριτήρια και επιβάλλουν τις δημοσιογραφικού τύπου παρουσιάσεις των ποιητικών βιβλίων. Περισσότερο όμως στην απαξίωση της ποίησης συμβάλλουν οι ίδιοι οι ποιητές, γιατί συχνά δεν έχουν την απαιτούμενη παιδεία, την οποία μονάχα η καλή γνώση της παράδοσης, έμμετρης και μη, θα μπορούσε να τους προσφέρει, αλλά και γιατί η θεματολογία τους είναι περιορισμένη. Ως προς τα θέματα λόγος γίνεται για μια γραφή του «ατμοσφαιρικού συναισθηματισμού» (σ. 58), που φέρνει στο ποίημα θολές διαθέσεις και ασαφείς εικόνες, έτσι που να μην αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης το αντίκρισμά τους στον πραγματικό κόσμο. Λόγος επίσης γίνεται και για μια ποίηση του «γριφώδους διανοητισμού», η οποία συναρτάται με τη λογιότητα του ποιητή, τάση που πρωτίστως απαντά στους ακαδημαϊκούς κύκλους (σ. 62).

 

Οι σύγχρονοι ποιητές, διατείνεται ο συντάκτης, έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, όπως την κληρονόμησαν από τους ρομαντικούς, αλλά ταυτόχρονα είναι αποκομμένοι από το κοινό ή και το εχθρεύονται, γιατί δήθεν δεν τους καταλαβαίνει και δεν τους έχει σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ο σημερινός ποιητής βλέπει ως προδρόμους τους καταραμένους Γάλλους ποιητές του 19ου αιώνα αλλά και τους αριστοκράτες του μοντερνισμού. Όντας όμως μικροαστός, δεν μπορεί να τους φτάσει, γιατί «δεν έχει την αυτοπεποίθηση ούτε του αριστοκράτη, που έχει πίσω την ισχύ της τάξης του, ούτε την αποκοτιά του περιθωριακού, που δεν έχει τίποτε να χάσει» (σ. 79).

Ενγνώσει του γεγονότος ότι η περιληπτική απόδοση των διαλαμβανομένων αδικεί την εμπεριστατωμένη προσέγγιση του δοκιμιογράφου, συνοψίζω τα σημερινά προβλήματα της ποίησης, όπως τα βλέπει εκείνος: εκδοτικός πληθωρισμός και απαξίωση του ποιητικού βιβλίου, υποχώρηση της γλωσσικής και τεχνικής παιδείας των ποιητών, συρρίκνωση της θεματολογίας και των ποιητικών ειδών, εσωστρέφεια, αυταρέσκεια, ναρκισσισμός, αποθάρρυνση της κριτικής αποτίμησης, της καλαισθητικής ευαισθησίας και της επαφής με το ευρύτερο κοινό (σ. 84). Η βασική ευθύνη πέφτει, κατά τη γνώμη του, στους ίδιους τους δημιουργούς, γιατί καλλιεργούν μια ποίηση εσωστρεφή και αυτοαναφορική, άρρυθμη και ερμητική, την οποία ο αναγνώστης της γενικής, ουμανιστικής παιδείας αδυνατεί να παρακολουθήσει.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του κύριου μέρους ο Κουτσουρέλης αναλαμβάνει να προτείνει τρόπους εξόδου από το αδιέξοδο, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξος (12). Η ποίηση πρέπει να ξαναγίνει αυτό που ήταν άλλοτε, μια τέχνη λαϊκή, ταπεινή, τερπνή, χρήσιμη, ακριβής, απαιτητική, άμεση, πλήρης και ακηδεμόνευτη, μόνο που, για να συμβεί αυτό, απαιτείται και μια γενικότερη αλλαγή στις λοιπές τέχνες, στις επιστήμες, στην ίδια την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η προσπάθεια  του Κουτσουρέλη είναι ενδιαφέρουσα από κάθε άποψη. Πρώτα πρώτα για την τόλμη της να ταράξει τα νερά, τόλμη που θα έβρισκε δικαίωση, αν γινόταν η αφετηρία ενός γόνιμου διαλόγου, ζητούμενο προφανώς του όλου εγχειρήματος∙ ύστερα, για την εμβριθή πραγμάτευση του θέματος και την τεκμηριωμένη ενγένει στήριξη∙ και τέλος για την οξυδέρκεια της ματιάς και την ένταση του λόγου, όπως αρμόζει σε κείμενο-μανιφέστο, παρεμβατικό σε ένα μείζον, καλλιτεχνικό ζήτημα της εποχής μας.

Παρ’ όλα αυτά και θέλοντας να συμβάλει κανείς κατά τις δυνάμεις του στον διάλογο που ανοίγει το ενδιαφέρον αυτό δοκίμιο, θα μπορούσε να κάνει ορισμένες παρατηρήσεις και να επισημάνει πλευρές που ενδεχομένως διέφυγαν την προσοχή του δοκιμιογράφου μπροστά στην ευρύτητα του θέματος και στη ζέση του κριτικού του λόγου.

Καταρχήν νομίζω πως το θέμα της ποίησης αντιμετωπίζεται μονάχα ή σχεδόν μονάχα στο επίπεδο του λεγόμενου εποικοδομήματος. Ξέρουμε όμως, από τη μαρξιστική τουλάχιστον κοινωνιολογία, ότι το εποικοδόμημα έχει αυτονομία απλώς σχετική κι όχι απόλυτη, πως επηρεάζεται και σε τελευταία ανάλυση καθορίζεται από τις επιστημονικές και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, πέρα ασφαλώς από τις εξελίξεις στο ίδιο το επίπεδο της τέχνης. Δεν είναι ο φροϋδισμός λ.χ. στη βάση του υπερρεαλισμού; Αυτή η διάσταση έχω τη γνώμη πως δεν προσεγγίζεται παρά μονάχα στην περίπτωση των «μικροαστών» ποιητών του καιρού μας. Αλλά και μονάχα στον χώρο της τέχνης να μείνουμε, πιστεύει κανείς στ’ αλήθεια πως μετά τα καλλιτεχνικά κινήματα των αρχών του 20ού αιώνα, που έφεραν το ελεύθερο ποίημα και τον ερμητισμό, μπορεί να αγνοήσει ένας δημιουργός τις κατακτήσεις του παρελθόντος; Ειλικρινά δεν μπορώ να το φανταστώ. Και σε κάθε περίπτωση, βλέποντας εκ των υστέρων τις εξελίξεις, δε θα έπρεπε να δεχτούμε πως, αν έγιναν έτσι τα πράγματα στην Ιστορία, ήταν γιατί δεν μπορούσαν να γίνουν αλλιώς;

Ακόμα, υποβαθμίζεται, πιστεύω, ο χαρακτήρας των σύγχρονων κοινωνιών. Προφανώς και η κοινωνία του δημοτικού τραγουδιού και του Παλαμά δεν έχει καμιά σχέση με αυτήν των ημερών μας. Οι σημερινές ως πιο σύνθετες έχουν και μεγαλύτερες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Σε μια πολυδιασπασμένη από κάθε άποψη κοινωνία, σε μια εποχή που οι τεχνολογικές και οι επιστημονικές εξειδικεύσεις καλπάζουν και οι ιδεολογίες έχουν καταρρεύσει πριμοδοτώντας την ιδιώτευση, δε βλέπω πώς μπορεί ο ποιητικός λόγος να έχει την καθολικότητα του δημοτικού ή του παλαμικού λόγου. Και σε κάθε περίπτωση μήπως υπερεκτιμούμε την απήχηση που άλλοτε είχε η ποίηση; Ο Σαχτούρης, λ.χ., μας παραδίδει ότι μια από τις καλύτερες συλλογές του, Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952), πούλησε μόλις πέντε αντίτυπα [περ. Μανδραγόρας 60 (Απρίλιος 2019) 81].

Ύστερα, ακούμε συχνά τους δημιουργούς, ποιητές και πεζογράφους, ιδίως τους πρώτους, να λένε πως δεν επιλέγουν οι ίδιοι τα θέματα, αλλά αυτά εκείνους. Γιατί τα ποιήματα δε γράφονται κατά παραγγελία ή κι αν γράφονται, δεν είναι αυτός ο κανόνας. Συνεπώς η θεματολογία δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να το καθορίσει προγραμματικά, γιατί συνδέεται κατεξοχήν με τον ψυχισμό και τις διαθέσεις του ποιητικού υποκειμένου.

Ως προς τη φόρμα θα είχε κανείς να πει πολλά. Ασφαλώς και υπάρχουν ποιήματα με λιγότερες ή περισσότερες, ερμηνευτικές δυσχέρειες. Αλλά αυτό ενμέρει μόνο μπορεί να  οφείλεται στον δημιουργό, γιατί μπορεί να οφείλεται και στην παιδεία του αναγνώστη.  Όπως κι αν είναι, έναν βαθμό σκοτεινότητας η ποίηση του μοντερνισμού δεν μπορεί να τον αποφύγει, μόνο που ταυτόχρονα θα πρέπει να αφήνει προσβάσεις στον αναγνώστη, για να μπορεί να μπαίνει στο κείμενο. Η κατανόηση δε γίνεται να μην είναι βασική συνιστώσα του ποιήματος. Πολύ καλά το είπε, κατά τη γνώμη μου, ο Γιάννης Κουβαράς στο μότο που προτάσσω.

Είναι αλήθεια επίσης ότι πολλοί από τους γράφοντες ποίηση στις μέρες μας πάσχουν από την άποψη της τεχνικής κι εδώ βέβαια τα περιθώρια βελτίωσης είναι πολλά. Παλαιότερα όμως δεν υπήρχαν φαινόμενα απαιδευσίας; Θα πείτε ότι σήμερα είναι πολύ περισσότερα. Ασφαλώς, αλλά είναι και πολύ περισσότεροι οι ασχολούμενοι με τη γραφή. Και δεν ξέρω τι γνώμη έχει ο συντάκτης, αλλά από τις συλλογές που φτάνουν στα χέρια μου, δείγμα που σαφώς και δεν είναι αντιπροσωπευτικό, διαπιστώνω πως υπάρχουν νέοι ποιητές εξαιρετικοί από κάθε άποψη. Αυτοί άλλωστε, οι καλύτεροι κάθε εποχής, δε  δίνουν και τον τόνο σε κάθε τέχνη; Ωστόσο ούτε κι αυτών τα κυκλοφοριακά μεγέθη είναι ενθαρρυντικά.

Σκέφτομαι και κάτι άλλο. Μπορεί σε επίπεδο αγοράς να υστερεί η ποίηση, αλλά σε επίπεδο ανάγνωσης και επιρροής διαπρέπει. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο διαδίκτυο, για να διαπιστώσει την ευρύτητα του φαινομένου. Καθώς στον χώρο αυτόν ευνοείται η μικρή φόρμα, είναι άπειρα τα δημοσιευόμενα κείμενα όχι μόνον αναγνωρισμένων, παλαιότερων ποιητών, Ελλήνων και ξένων, αλλά και νεότερων έως πολύ νεότερων. Φυσικά κυκλοφορούν και πολλά κείμενα κακής ποιότητας λόγω της εύκολης δημοσίευσης και της χαμηλής συνειδητότητας  των δημιουργών τους, αλλά και σε ποια μορφή τέχνης δε συμβαίνει αυτό; Ακόμα, αν δει κανείς τους στίχους των έντεχνων τραγουδιών, θα διαπιστώσει το υψηλό αισθητικό τους επίπεδο, που αγγίζει πολλές φορές, ενόλω ή ενμέρει, τα όρια της ποίησης. Αυτό είναι τυχαίο ή μήπως είναι η επιρροή της ποίησης που παίζει τον σημαντικό της ρόλο, πράγμα που δείχνει ότι η απήχησή της είναι πολύ μεγαλύτερη από τις κυκλοφοριακές της επιδόσεις; Και δε συνυπολογίζω την επιδραστικότητα και τη διεισδυτικότητά της στα κάθε είδους κείμενα που γράφονται σήμερα. Φυσικά και η ίδια η ποίηση καλό θα ήταν να αξιοποιήσει τις διδαχές του τραγουδιού, όπως ζητάει κι ο δοκιμιογράφος, προφανώς υπονοώντας και την παλαμική αντίληψη για την ποίηση-τραγούδι.

Και μια κι αγγίξαμε το τραγούδι και το διαδίκτυο, πιστεύω πως, τηρουμένων των αναλογιών, ό,τι συμβαίνει με την κίνηση των ποιητικών βιβλίων συμβαίνει και με τη δισκογραφία. Όσο πιο μεγάλη είναι η κυκλοφοριακή στενότητα, τόσο πιο εκτεταμένη είναι η διάδοση της μουσικής, κάτι που σημαίνει ότι ο απώτερος στόχος της, όπως και κάθε τέχνης, η επικοινωνία με το κοινό, ευοδώνεται αποτελεσματικότερα μέσω του You Tube, με αναπόφευκτο τίμημα βέβαια, και δυστυχώς, τη βιοποριστική καχεξία των δημιουργών.

Κι αν τέλος οι ποιητές «αυτοπροσώπως» οδήγησαν την τέχνη τους στην ανυποληψία κι αν «ο εχθρός του ποιητή σήμερα είναι ο εαυτός του» (σ. 93), τότε πώς γίνεται η προτεινόμενη λύση να περιλαμβάνει οπωσδήποτε κι άλλους παράγοντες, όπως είναι «οι ανάλογες ζητήσεις στο πεδίο των λοιπών τεχνών, του στοχασμού, των επιστημών, της ίδιας της κοινωνίας και της πολιτικής» (σ. 108); Μάλιστα ο Κουτσουρέλης επικαλείται στο σημείο αυτό και τη “σοφή” άποψη του Έζρα Πάουντ ότι «όταν κάτι πάει στραβά στις τέχνες, δεν πάει στραβά μόνον σ’ αυτές», για να συμπεράνει εντέλει ότι «γενική πρέπει να είναι και η επιζητούμενη μεταβολή» (ό.π.). Γι’ αυτό, επανέρχομαι, η κρίση της σημερινής ποίησης, στον βαθμό που υπάρχει, δεν οφείλεται μονάχα στους ποιητές, αλλά σε περισσότερους και πιο σύνθετους παράγοντες, που συναρτώνται με τον χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών. Κι ως προς αυτό ποιος θα μπορούσε να έχει αντίρρηση;

(*) O Θανάσης Μαρκόπουλος είναι ποιητής.

info: Κώστας Κουτσουρέλης, Η τέχνη που αυτοκτονεί.Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας, Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2019

Προηγούμενο άρθροΜικροί ντετέκτιβ – αστυνομικά για παιδιά (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΔιαστάσεις του χωροχρόνου (του Μάριου Μιχαηλίδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ