γράφει η Μαρία Μούρτου-Παραδεισοπούλου (*)
Οι όροι «αυθεντικότητα» και «αυτονομία» έχουν μια μακρά ιστορία διαξιφισμών και εννοιολογικών μεταμορφώσεων πίσω τους. Αυτό ισχύει τόσο όσον αφορά το περιεχόμενο των εννοιών καθ’ αυτών, όσο και τη μεταξύ τους σχέση.
Το επίδικο του βιβλίου του Νίκου Ερηνάκη, Αυθεντικότητα και Αυτονομία (εκδόσεις Κείμενα), είναι διττό. Αφενός, βασικό ζητούμενό του αποτελεί η ανάλυση και κατανόηση των εν λόγω εννοιών και της μεταξύ τους σχέσης, όπως αυτές έχουν συγκροτηθεί στη φιλοσοφική σκέψη. Αφετέρου, επιδιώκεται η ριζική ανασυγκρότησή τους, λαμβάνοντας ως σημεία αναφοράς τη δημιουργία, τη φαντασία και την ελευθερία.
Σε αυτό το πλαίσιο, τίθενται μια σειρά ερωτημάτων: Τι είμαστε και τι θα θέλαμε να γίνουμε; Γιατί θα θέλαμε και πώς μπορούμε να γίνουμε αυτό; Τι καθιστά έναν προσωπικό και συλλογικό βίο καλό και πώς αυτός είναι δυνατό να διεξαχθεί;
Το βιβλίο εκκινεί από μια ανασκόπηση των εννοιών της αυθεντικότητας και της αυτονομίας, όπως αυτές γίνονται αντιληπτές στη σύγχρονη αναλυτική φιλοσοφική παράδοση. Η πλειοψηφία των σύγχρονων μελετητών είτε τις ταυτίζει παντελώς, είτε θεωρεί την αυθεντικότητα απαραίτητη προϋπόθεση της αυτονομίας. Ο Ερηνάκης προβαίνει στον ξεκάθαρο διαχωρισμό τους, και συγκεκριμένα σε έναν ποιοτικό διαχωρισμό: η αυτονομία γίνεται κατανοητή ως μια έννοια που ανήκει στη σφαίρα του ηθικά σωστού, ενώ η αυθεντικότητα ανήκει στη σφαίρα του ηθικά καλού.
Πώς εκλαμβάνει, ωστόσο, ο συγγραφέας τις έννοιες αυτές; Όσον αφορά την αυτονομία, αυτή αναπτύσσεται εις βάθος, κυρίως στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου κυριαρχούν οι φιγούρες των Kant, Mill, Beauchamp και Childress. Εκεί, δίνεται έμφαση στον αρνητικό προσδιορισμό της έννοιας, τοποθετώντας δηλαδή στον πυρήνα της τον μη-καταναγκασμό, ενώ ταυτόχρονα θέτει την ορθολογικότητα ως τον θετικό της πόλο.
Σχετικά με την αυθεντικότητα, δεσπόζον είναι το αίτημα και η απόπειρα της «ανασημασιοδότησής» της. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η αυθεντικότητα θα έπρεπε να προσεγγίζεται ως μια έννοια για την οποία θα έπρεπε να υπάρχουν θετικοί προσδιορισμοί. Μπορεί να επιτευχθεί κατά τη διάρκεια ποικίλλων διαφορετικών διεργασιών του προσώπου, συνειδητών ή ασυνειδήτων, από τη στιγμή που αυτές είναι δημιουργικές, και όχι απαραιτήτως μόνο μέσα από αυτές που είναι ορθολογικές ή (ανα)στοχαστικές».[1] Το ενδιαφέρον, εν προκειμένω, είναι ότι ο συγγραφέας, αναδεικνύοντας τα αδιέξοδα στα οποία υποπίπτουν οι θεωρήσεις που τοποθετούν στον πυρήνα της αυθεντικότητας τον ορθολογισμό και τον —ορθολογικό η μη—αναστοχασμό— προβαίνει σε μια καίρια αντικατάσταση: αντικαθιστά τον ορθολογισμό με τη δημιουργικότητα. Η ανατροπή αυτή συμβαίνει υπό το πρίσμα φαντασίας. Ο Kant, στην “Κριτική της Κριτικής Δύναμης”, αναφέρει ότι «είναι η φαντασία […] δημιουργική και κινητοποιεί την ικανότητα των νοητικών ιδεών».[2] Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερηνάκης λαμβάνει σαν ουσιώδες και διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου την ικανότητά του να φαντάζεται, και σε δεύτερο —λογικό και χρονικό— επίπεδο, την ικανότητά του για ορθό λόγο. Η αυθεντικότητα, λοιπόν, η οποία σε κάθε περίπτωση διακρίνεται από την καθαρή παρόρμηση, νοηματοδοτείται μέσα από ένα θετικό και ένα αρνητικό πρόσημο. Ταυτίζεται, δηλαδή, με τις δημιουργικές διαδικασίες του ανθρώπου και την ταυτόχρονη μη εξωτερική παράκαμψη αυτών.
Από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου αποτελεί το έκτο κεφάλαιο, για τη σχέση της αυθεντικότητας με τον λεγόμενο «αληθινό εαυτό». Εκεί, η αυθεντικότητα αποσυνδέεται από τον «αληθινό εαυτό», έναν εαυτό που ο δρών/η δρούσα καλείται να εκφράσει. Έτσι, ο συγγραφέας αποφεύγει το αδιέξοδο του ποιος είναι τελικά ο δομημένος εαυτός τον οποίο πρέπει να ανακαλύψει και αποκαλύψει ο άνθρωπος μέσω της αυθεντικότητας. Τοποθετεί λοιπόν την αυθεντικότητα σε αξιολογικά ουδέτερη θέση: «Προκειμένου οι στάσεις ενός ανθρώπου να είναι αυθεντικές χρειάζονται μόνο να είναι δικές του […], δεν χρειάζεται να εκφράζουν μία συγκεκριμένη υποβόσκουσα οντότητα, ήτοι έναν συγκεκριμένο, αληθινό εαυτό, ούτε να γεννιούνται από μια τέτοια οντότητα».[3]
Ο εαυτός, σε κάθε περίπτωση, απορρίπτεται ως ένα ήδη διαμορφωμένο, αμετάβλητο, τέλειο «είναι» και συλλαμβάνεται περισσότερο σαν κίνηση, γεγονός που υποδηλώνει την επιρροή του συγγραφέα από τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου. Ο εαυτός νοείται και εκείνος ως μια δημιουργική διαδικασία, σαν κάτι που μπορεί να προκύψει —αλλά δεν είναι αναγκαίο ότι θα προκύψει. Η κίνηση της έννοιας του εαυτού εδώ, θυμίζει το νιτσεϊκό, «θέλουμε να γίνουμε αυτό που είμαστε […] αυτοί που δημιουργούν οι ίδιοι τον εαυτό τους».[4]
Η συνεισφορά του βιβλίου είναι, λοιπόν, πολλαπλή, θα περιοριστώ ωστόσο σε τρία σημεία. Σε ένα πρώτο επίπεδο, το βιβλίο συμβάλλει στη θεωρητική συζήτηση περί των εννοιών, με μια διεξοδική και σε βάθος ανάλυση της γενεαλογίας τους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρων και γόνιμος είναι ο συγκερασμός που λαμβάνει χώρα μεταξύ των δύο διαφορετικών «παραδόσεων» της φιλοσοφίας, δηλαδή της αγγλο-σαξονικής (αναλυτικής) και της ηπειρωτικής φιλοσοφίας.
Δεύτερον, τονίζεται ιδιαίτερα η κοινωνική διάσταση των εννοιών. Ο Ερηνάκης, από τη μια πλευρά, καταφάσκει τη σημασία της διαλεκτικής εσωτερικής-εξωτερικής επιρροής για την αυθεντικότητα: «Το πρόσωπο δημιουργεί ακατάπαυστα […] με τη συνεχή δημιουργική ανατροφοδότηση με την κοινωνική πραγματικότητά του».[5] Υπό αυτό το πρίσμα, από την άλλη πλευρά, εισάγεται η τετράδα εννοιών ισο-αυθεντικότητα/ ισο-αυτονομία, συν-αυθεντικότητα/ συν-αυτονομία. Η εισαγωγή αυτή είναι απαραίτητη για την ολοκληρωμένη συγκρότηση των εννοιών, καθώς αυτές ρητά γίνονται αντιληπτές πάντοτε μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο και σε σχέσεις με άλλους, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να υπονομεύεται η (αξίωση στην) αυθεντικότητα και αυτονομία καθενός εκ των μελών του κοινωνικού συνόλου.
Τέλος, και για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του ίδιου του συγγραφέα, το βιβλίο προσθέτει δημιουργικά στη φιλοσοφική σκέψη, αφού ο Ερηνάκης τολμά —και επιτυγχάνει— τον μετασχηματισμό των εννοιών, ιδίως εκείνης της αυθεντικότητας. Διαχωρίζοντάς τη ρητά από την αυτονομία, και αποσυνδέοντας την από την ορθολογικότητα, τη μετασχηματίζει, τοποθετώντας στον πυρήνα της τις «δημιουργικές διαδικασίες», η οποίες τελικώς ανατρέχουν στην ίδια την επιθυμία τους ανθρώπου. Η ανασυγκρότηση των εννοιών οδηγεί τον συγγραφέα να προτείνει και τον τρόπο της συνύπαρξής τους: «Μέσα από την αυτονομία, μπορεί να φτάσει κανείς να κατέχει μια στάση, αλλά είναι μέσω της αυθεντικότητας που η στάση αυτή μπορεί να είναι πραγματικά δική του».[6]
Έτσι, ο αναγνώστης παρακολουθεί τη δυναμική εκδίπλωση των εννοιών, και αντιλαμβάνεται την αυθεντικότητα να εδράζεται στις διαδικασίες και πράξεις του ανθρώπου, αντί να αγκιστρώνεται από έναν δομημένο —ίσως και δοσμένο— εαυτό. Η τοποθέτηση της δημιουργικότητας στον πυρήνα της αυθεντικότητας επιτρέπει να ιδωθεί ο ίδιος ο εαυτός σαν δημιούργημα. Όπως το θέτει ο Ερηνάκης, «Η ζωή δεν έχει να κάνει με το να βρεις τον εαυτό σου. Η ζωή έχει να κάνει με το να δημιουργήσεις τον εαυτό σου».[7] Και αυτή άλλωστε, σύμφωνα με την άποψή μας, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από μια ζωή που να αξίζει να ζει κανείς.
(*) Η Μαρία Μούρτου-Παραδεισοπούλου είναι υποψ. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Southampton
[1] Ερηνάκης, Νίκος, Αυθεντικότητα και Αυτονομία, Αθήνα: Κείμενα, 2020, σ. 65.
[2] Kant, Immanuel, [1790], Κριτική της Κριτικής Δύναμης, μτφρ. Κ. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα: Ιδεόγραμμα, 2002, σ. 250.
[3] Ερηνάκης, Αυθεντικότητα και Αυτονομία, ό.π., σ. 270.
[4] Nietzsche, F, [1882], Η Χαρούμενη Επιστήμη, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Πανοπτικόν, 2010, αφορισμός 335.
[5] Ερηνάκης, Αυθεντικότητα και Αυτονομία, ό.π., σ. 26.
[6] Στο ίδιο, σ. 192.
[7] Στο ίδιο, σ. 230.
Νίκος Ερηνάκης, Αυθεντικότητα και Αυτονομία, εκδόσεις Κείμενα