της Δήμητρας Ρουμπούλα
Μια από τις μεγάλες χαρές του βιβλιόφιλου είναι η ανακάλυψη ενός νέου καλού συγγραφέα – είτε αυτός είναι πρωτοεμφανιζόμενος είτε έμπειρος συγγραφέας του οποίου τα βιβλία δεν είχε διαβάσει. Ενδεικτική περίπτωση είναι η Σίγκριτ Νιούνεζ, Αμερικανίδα με ρίζες από τον Παναμά και τη Γερμανία, καθηγήτρια δημιουργικής γραφής. Το έβδομο μυθιστόρημα της, «Ο φίλος», που λέει πολλά για την απώλεια και το πένθος αλλά κυρίως για τη λογοτεχνία και τη διδασκαλία της, την ανάγνωση, τη συγγραφή και τους συγγραφείς, τιμημένο με πολλές διακρίσεις, ανάμεσά τους και το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας ΗΠΑ 2018, είναι το πρώτο έργο της που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, χάρη στις εκδόσεις Gutenberg, στη σειρά Aldina και σε εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου.
Ποια είναι η μαγεία στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα το οποίο ισορροπεί ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δοκιμιακή γραφή και έχει κεντρίσει την προσοχή όπου έχει κυκλοφορήσει; Η ιστορία του είναι σκόπιμα διφορούμενη. Αρκετοί είναι οι φίλοι που αναφέρονται στις σελίδες του, αλλά τρεις είναι οι σημαντικοί: η ανώνυμη αφηγήτρια, ο ανώνυμος λογοτεχνικός μέντοράς της και ένας σκύλος. Η αφήγηση προσπαθεί να επεξεργαστεί τις αιτίες και τις συνέπειες της αυτοκτονίας του μέντορα μέσα από τη συγγραφή μιας εκτεταμένης, γεμάτης «ενοχές» επιστολής της πρωταγωνίστριας – αφηγήτριας προς αυτόν.
Ο σκύλος είναι ο μόνος φίλος που έχει όνομα: Απόλλων, ένας Μεγάλος Δανός στη ράτσα του, ισόβιος φίλος του μέντορα και τελικά της αφηγήτριας που τον κληρονομεί. Με το όνομα του «πιο Έλληνα από όλους του θεούς», ο σκύλος είναι έξυπνος, πιστός και του αρέσει η …ανάγνωση. Όταν ο μέντορας αυτοκτονεί, ο σκύλος βυθίζεται σε κατάθλιψη, θυμίζοντας την ιστορία του Χάτσικο. Τα ουρλιαχτά του ενοχλούν την τρίτη σύζυγο του εκλιπόντα, η οποία ζητά από την αφηγήτρια να τον υιοθετήσει, λέγοντάς της ότι ο ίδιος είχε πει κάποτε να της δώσει τον Απόλλωνα αν του συμβεί κάτι. Εκείνη δέχεται απρόθυμα να πάρει τον τεράστιο μολοσσό στο μικροσκοπικό της διαμέρισμα στο Μανχάταν, προσφέροντάς της τελικά μια απροσδόκητη παρηγοριά, ζεστασιά και ενδιαφέρουσες σκέψεις στην άγονη ζωή της. Δεν θα τον εγκαταλείψει, όσο κι αν αυτό σημαίνει παραβίαση των όρων μίσθωσης.
Η Νιούνεζ μετατρέπει επιδέξια αυτή την απλή και δυνητικά αστεία ιστορία σε έναν συγκινητικό, διεισδυτικό στοχασμό γύρω από την απώλεια, το πένθος, τη μνήμη, του τι σημαίνει να είσαι σήμερα συγγραφέας και για διάφορες μορφές αγάπης και φιλίας, συμπεριλαμβανομένων και αυτής μεταξύ ανθρώπων και κατοικίδιων. Μπορεί ο σκύλος να παίζει σημαντικό ρόλο στην υποτυπώδη πλοκή του, το μυθιστόρημα όμως αφορά κυρίως τη συγγραφή και τους συγγραφείς, την ανάγνωση και τη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Η αφηγήτρια σε πρώτο πρόσωπο είναι συγγραφέας και καθηγήτρια δημιουργικής γραφής. Αυτό το διπλό επάγγελμα μοιραζόταν κι αυτός που πενθεί, ένας διακεκριμένος συγγραφέας, γοητευτικός καθηγητής λογοτεχνίας και αμετανόητος γυναικάς, με αμέτρητες σχέσεις κυρίως με φοιτήτριες, ανάμεσά τους και η αφηγήτρια η οποία είχε στα φοιτητικά της χρόνια μια σύντομη ερωτική σχέση μαζί του και έκτοτε μια βαθιά φιλία. Η τελευταία σχολιάζει την αλλαγή στο ήθος των πανεπιστημίων (και τον νέο πουριτανισμό), από την εποχή που η τάξη ήταν «το πιο ερωτικό μέρος», όπως έλεγε ο αυτόχειρας φίλος της, συμφωνώντας με τον Τζορτζ Στάινερ περί ερωτισμού, καλυμμένου ή δηλωμένου, στις αίθουσες διδασκαλίας, μέχρι τη σημερινή εποχή του MeToo, όταν μαθητές της φοβούνται να συμπεριλάβουν σκηνές σεξ στα μυθιστορήματα που γράφουν.
Επειδή ο νεκρός φίλος δεν άφησε σημείωμα πριν αυτοκτονήσει, η αφηγήτρια μπορεί μόνο να εικάσει τους λόγους. Στο τελευταίο email που της έστειλε δεν υπήρχαν σχετικές ενδείξεις, ενώ στην τελευταία συνομιλία τους που αφορούσε τις γυναίκες πρόσφυγες από την Καμπότζη στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του 1980 οι οποίες είχαν φτάσει στην τύφλωση από το πολύ κλάμα, ενθυμούμενες της ωμότητες των Ερυθρών Χμερ, έδειξε ότι ήταν δυστυχισμένος. Μάλλον επειδή ως μεσήλικας είχε χάσει την ελκυστικότητά του. «Νομίζω πως προτιμώ μια ζωή σε μέγεθος νουβέλας», τον θυμάται να λέει. Ο μέντορας, όπως τον γνωρίζουμε μέσα από τα μάτια της αφηγήτριας, πίστευε ότι ο ρομαντισμός μεταξύ καθηγητών και φοιτητών είναι ζωτικής σημασίας για τις δημιουργικές προσπάθειες. «Σε εσένα η αρχή μιας ερωτικής σχέσης συνέπιπτε με μια μαγική έκρηξη παραγωγικότητας. Ήταν μια από τις δικαιολογίες σου για να απατάς», του απευθύνεται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τερματίζοντας τη ζωή του, έσωσε τον εαυτό του από τη μοίρα που είχε ο καθηγητής / ήρωας του Τζ. Μ. Κούτσι στην «Ατίμωση», ένα από τα αγαπημένα τους βιβλία. «Γλίτωσε την ατίμωση» και το MeToo. Αν ίσχυε, διακήρυττε, αυτό που πίστευε ο Μπαλζάκ ο οποίος «θρηνούσε ύστερα από μια παθιασμένη νύχτα επειδή είχε μόλις χάσει ένα βιβλίο», τότε «οι καλόγεροι θα ήταν οι πιο δημιουργικοί άνθρωποι του κόσμου».
Όπως η Σούζαν Σόνταγκ, γράφει η Νιούνεζ, αυτός ο άνθρωπος ήταν σε παθολογικό βαθμό ανίκανος να μείνει μόνος, σημαντικό μειονέκτημα για έναν συγγραφέα. «Ο Χένρι Τζέιμς δεν είπε τυχαία ότι όποιος θέλει να είναι συγγραφέας θα πρέπει να γράψει στο λάβαρό του μια λέξη: μοναξιά». Είναι η συγγραφή ένα επάγγελμα που απαιτεί θυσίες ή μια πορεία καριέρας προς τη φήμη και την περιουσία; Αναρωτιέται ρητορικά, φέρνοντας παράδειγμα τον Τζέιμς Πάτερσον, ο οποίος «από μια μετριοφροσύνη εξίσου τεράστια με την επιτυχία του, πιστεύει ότι η ίδια επιτυχία είναι στο χέρι, ναι, του καθενός». Με λεπτή ειρωνεία, η Νιούνεζ αποδομεί έναν από τους πλουσιότερους συγγραφείς στον κόσμο που μοιάζει σαν να λέει «Τι περιμένεις; Μπορείς κι εσύ να γράψεις ένα μπεστ σέλερ».
«Ο φίλος» πλημμυρίζει με καυστικά πορτρέτα από τα εργαστήρια γραφής πολλών πεζογράφων που υποστηρίζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τη δουλειά τους. Η αφηγήτρια από τη μια «σκοτώνει» τον κρυφό έρωτά της, τον άνθρωπο που την επηρέασε στη λογοτεχνική διαδρομή της, και από την άλλη, είτε απομυθοποιεί διάσημους συγγραφείς, είτε αντίθετα συμπλέει με άλλους των οποίων οι απόψεις την βρίσκουν σύμφωνη. Σε κάθε περίπτωση, ένας μαθητής της παραπονιέται για το πρόγραμμα που απαιτεί πολλά μαθήματα ανάγνωσης: «Δεν θέλω να διαβάζω ό,τι γράφουν οι άλλοι, θέλω οι άνθρωποι να διαβάσουν ό,τι γράφω εγώ».
Η γραφή της Νιούνεζ είναι εξαιρετικά έξυπνη και πνευματώδης. «Τώρα είναι απλώς άλλο ένα νεκρό λευκό αρσενικό», ακούστηκε στο μνημόσυνο του νεκρού φίλου. Η απάντησή της είναι: «Εάν η ανάγνωση όντως αυξάνει την ενσυναίσθηση, όπως μας λένε διαρκώς, τότε φαίνεται πως η γραφή αφαιρεί ένα μέρος της». Μπορεί όμως η γραφή να προσφέρει πραγματική κάθαρση; Το μνημόσυνο του εκλιπόντα θα αμβλύνει τις αναμνήσεις της αφηγήτριας; Μήπως αυτοκτόνησε για τη μειωμένη αποδοχή του έργου του κι όχι μόνο για την απώλεια της ανδρικής γοητείας του; «Ο φίλος» είναι ένα πολυδιάστατο βιβλίο, πυκνό σε ιδέες και θέματα. Ανάμεσά τους είναι η επίδραση της μυθοπλασίας στις μέρες μας. Είναι αδιανόητο, γράφει, να συμβεί κάτι σαν αυτό που οδήγησε τον Λίνκολν να πει στη Χάριετ Μπίτσερ Στόου (Η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά): Ώστε εσύ λοιπόν είσαι η κυριούλα που έγραψε το βιβλίο χάρη στο οποίο ξέσπασε αυτός ο μεγάλος πόλεμος. Επιπλέον, το λεγόμενο συγγραφικό μπλοκάρισμα, το κύρος των συγγραφέων που έχει πέσει χαμηλά, οι αντιπαλότητες και οι ζηλοφθονίες στον λογοτεχνικό κόσμο, το κυνήγι της φήμης και του πλούτου μέσω της γραφής, τα ευπώλητα και αυτοεκδόσεις που σημαίνουν «το θάνατο της λογοτεχνίας», μπαίνουν περίτεχνα και με οξυδέρκεια στο κείμενο του «Φίλου».
Ο Απόλλων, στο μεταξύ, ξαπλωμένος στο σπίτι, μεταφέρει αυτό το βιβλίο και σε μια άλλη διάσταση. Η αφηγήτρια αναρωτιέται τι πραγματικά γνωρίζουμε για τον πόνο και το άγχος των ζώων. Αυτά «δεν αυτοκτονούν», γράφει. Ο σκύλος βγάζει την αφηγήτρια από τον εαυτό της και το διαμέρισμά της, την κάνει πιο ανθρώπινη, όπως λένε οι Αβορίγινες («οι σκύλοι κάνουν τους ανθρώπους ανθρώπινους»). Ανακαλύπτει ότι τον ηρεμεί όταν διαβάζει δυνατά, ασχέτως αν κάποια φορά τον πιάνει να έχει κομματιάσει το βιβλίο του αγαπημένου της Νορβηγού συγγραφέα Κάρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, γνωστού για το εξάτομο αυτοβιογραφικό «Ο αγώνας μου». Ο καθένας βρίσκει κάτι που να τον αφορά στα «Γράμματα σ΄ ένα νέο ποιητή» του Ρίλκε. Συλλογιζόμενη τον περίφημο ορισμό του για τον έρωτα, αποφασίσει ότι αυτός αντανακλά και τη δική της περίπτωση: «Τι είμαστε εμείς, ο Απόλλων κι εγώ, αν όχι δύο μοναξιές που προστατεύουν, συμπληρώνουν, περιορίζουν και σέβονται η μία την άλλη;»
«Ο φίλος» ξεκινά με ένα προκλητικό απόφθεγμα του Νίκολσον Μπέικερ: «Το ερώτημα που κάθε μυθιστόρημα προσπαθεί ουσιαστικά να απαντήσει είναι: Αξίζει να ζεις;» Καθώς η αφηγήτρια καλείται να αντιμετωπίσει πολλαπλές απώλειες, το συναρπαστικό μυθιστόρημα της Νιούνεζ καταλήγει: «Αυτό που μας λείπει – ό,τι χάνουμε και ό,τι πενθούμε – δεν μας κάνει άραγε, βαθιά μέσα μας, αυτό που είμαστε αληθινά;».
Στη μορφή του, το μυθιστόρημα θολώνει τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας, αυτοβιογραφίας και δοκιμίου. Εδώ βρίσκεται η καινοτομία του. Η φωνή του φέρει τον οικείο τόνο της αυτοβιογραφίας που μαρτυρά κάποιον με καλά εξοπλισμένο, στοχαστικό και λαμπρό μυαλό. Η πληθώρα συγγραφέων και τάσεων που πλημμυρίζει τις σελίδες επιβεβαιώνει το εύρος και το βάθος των γνώσεων και της έρευνας της Νιούνεζ: Από τη Γουλφ έως τον Κούντερα και τον Ζορζ Σιμενόν τον οποίο ειρωνεύεται για την ατάκα του σχετικά με το συγγραφικό επάγγελμα («Δεν είναι επάγγελμα αλλά ένα κάλεσμα της δυστυχίας») – «…ήταν ο πιο ευπώλητος συγγραφέας στον κόσμο. Μιλάμε για μπόλικη δυστυχία». Από τον Φλομπέρ, τον Φρόϋντ και τον Μπέκετ ως τη Φλάνερι Ο΄Κόνορ, την Κρίστα Βολφ και τη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, με την οποία κλείνει σχεδόν το βιβλίο της, αναφερόμενη στη ντοκιμαντερίστικη μυθοπλασία της και την άποψή της ότι «δεν ζούμε πια στον κόσμο του Τσέχοφ και η μυθοπλασία δεν φτάνει και πολύ καλά στην πραγματικότητά μας». Αλλά τα βασικά συστατικά του μυθιστορήματος είναι εδώ, με τη μορφή μιας απλής ιστορίας και ισχυρών χαρακτήρων. Η πλοκή του κάνει ζιγκ-ζαγκ στο δρόμο του πραγματικού και του επινοημένου, με μια ασάφεια – κλειδί για την επιτυχία αυτού του τύπου μεταμοντέρνας μυθοπλασίας. Παράλληλα, καθώς δεν λείπει το χιούμορ, ο σαρκασμός και η υποδόρια ειρωνεία, το μυθιστόρημα είναι διασκεδαστικό, τρυφερό, γοητευτικό, έξυπνο και κυρίως ανεπιτήδευτο. Τόσο αναγνώσιμο που σε προκαλεί να επανέλθεις στις σελίδες του.
Sigrid Nunez, Ο φίλος, μετφρ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Gutenberg, σελ. 244
Βρες το εδώ