της Φαίης Μακαντάση (*)
Όταν τέλειωσα το βιβλίο, το οποίο το διάβασα απνευστί, μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη: «Όταν σε καλούν να φτιάξεις ένα πορτρέτο δεν πρέπει να φέρεσαι σαν κόλακας κομμωτής. Πρέπει να αγκαλιάζεις παράφορα και ελεύθερα χωρίς καλούς τρόπους τη μορφή για να βρεις τα θεϊκά της στοιχεία».
Αυτό κάνουν με επιτυχία και οι συγγραφείς επιχειρώντας μέσα από το βιβλίο τους να σκιαγραφήσουν, να σμιλέψουν, να αποδώσουν το πορτρέτο της ελληνικής κοινωνίας ευρύτερα. Και φυσικά η πανδημία ήταν απλά μια αφορμή για να περιγράψουν με εναργή και δυνατό τρόπο μια σειρά από υπολανθάνοντα ή μη ζητήματα που ανέκυπταν από αυτήν και διογκώθηκαν επαρκώς για να αντιληφθούμε τη σημασία τους.
Και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από την συγγραφική πορεία και των δύο συγγραφέων. Από την πλούσια, πολυετή αρθρογραφία του Αντώνη Ζαΐρη στον ελληνικό Τύπο και τα βιβλία του Γιώργου Σταμάτη. Το βιβλίο λειτουργεί -για να δανειστώ μια έννοια από τη θεωρία παιγνίων- σαν μια απεικόνιση παιγνίου στην εκτεταμένη μορφή, δηλαδή μια δενδροειδή απεικόνιση που παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη και τον πάει αφενός, σε άλλα αναγνώσματα ημεδαπής ή αλλοδαπής παραγωγής που πιθανότατα αγνοούσε και αφετέρου του κάνει ένα πέρασμα από τα σημαντικά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας τα οποία εμφανίζουν στρατηγική αλληλεξάρτηση και τα οποία οι συγγραφείς έχουν αποδώσει με ένα γνώριμο, από την πολυετή τους εμπειρία στις επιχειρήσεις, εργαλείο στρατηγικού σχεδιασμού -την ανάλυση SWOT (ένα αρκτικόλεξο που στα ελληνικά αποδίδει τα δυνατά σημεία και τις αδυναμίες, τις ευκαιρίες και απειλές).
Τέτοια ζητήματα είναι α)ο ενισχυμένος ρόλος της ηγεσίας, β)το δυϊκό ζήτημα του λαϊκισμού σε όλες του τις εκφάνσεις –επιστημονικός, παραεπιστημονικός και οικονομικός– και της ανεπαρκούς παιδείας που επιτρέπει στον λαϊκισμό να ευδοκιμεί, γ) ο ενισχυτικός παράγων των κοινωνικών δικτύων, δ) το διαχρονικό πρόβλημα της πόλωσης και της βίας στην ελληνική κοινωνία, ε) το επικαιροποιημένο δίπολο προόδου-συντήρησης και στ) η μεγάλη αδράνειά της ελληνικής κοινωνίας στο να προχωρήσει σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Οι κρίσεις, κατά τους συγγραφείς, γενικά προκύπτουν μεν με αφορμή τυχαία γεγονότα, αλλά μπορούν να αποτελέσουν τον καταλύτη για σημαντικές αλλαγές και εξυγίανση των «ασθενειών» και των «παθογενειών» που επικρατούν σταδιακά. Και με αυτόν τον τρόπο μας προτρέπουν και αποσκοπούν –με το βιβλίο αυτό– να αντιμετωπίσουμε και αυτήν την κρίση της πανδημίας.
Θα ξεχωρίσω 2: α) την ηγεσία και β) τις μεταρρυθμίσεις
Ηγεσία
Ένα από τα βασικά στοιχεία που ανέδειξε η πανδημία είναι η σημασία που έχει η αποτελεσματική ηγεσία την περίοδο μιας κρίσης. Αποτμένει ένα ερώτημα: ποιος τύπος ηγεσίας είναι πιο αποτελεσματικός, το παραδοσιακό πρότυπο ή το πιο νεωτερικό; Αλλά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι θεσμοί και το σύστημα δεν δουλεύουν στον αυτόματο πιλότο όπως συμβαίνει στη βόρεια Ευρώπη (η Σουηδία, δηλώνουν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες στην έρευνα της διαΝΕΟσις «Τι Πιστεύουν οι Έλληνες» ότι έχει το καλύτερο μοντέλο διακυβέρνησης), ο ρόλος της ηγεσίας είναι ακόμα πιο σημαντικός. Μετά από 10 έτη οικονομικής κρίσης που αφενός, μας όπλισε με «αντοχή» επιβίωσης σε δύσκολους καιρούς και αφετέρου, μας έμαθε ότι εύκολες, μαγικές και ανέξοδες λύσεις δεν υπάρχουν, η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας αντέδρασε στην πανδημία με αναπάντεχη ωριμότητα. Σε αυτό συνετέλεσε καθοριστικά και η γενικότερη εικόνα της πολιτικής, επιστημονικής και θεσμικής ηγεσίας του τόπου. Μην ξεχνάμε ότι στην προαναφερθείσα έρευνα της διαΝΕΟσις για το πως ζουν οι Έλληνες στην πανδημία είχαμε ιστορικά καταγεγραμμένο ένα από τα υψηλότερα ποσοστά (86%) που έλεγαν ότι τα πράγματα πάνε προς την σωστή κατεύθυνση και υπήρχε μια επικυριαρχία θετικών συναισθημάτων–τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση.
Γράφουν οι ερευνητές: Τα κύρια χαρακτηριστικά της ηγεσίας ήταν ακριβώς αυτό που είχαν ανάγκη οι πολίτες: «γείωση» στην πραγματικότητα και «όριο», αίσθημα ασφαλείας, «παρουσία» (η αίσθηση, δηλαδή ότι «είμαι κοντά σας»), αναγνώριση των δυσκολιών και των συνθηκών που ζουν οι πολίτες, «φιλότιμο» (ίσως το πιο ισχυρό κίνητρο για την ελληνική κουλτούρα) και ελπίδα, με αισιοδοξία και όραμα για το μέλλον.
Πάντα όμως το ζήτημα παραμένει πως μετατρέπεις τη διαχειριστική εμπιστοσύνη σε θεσμική εμπιστοσύνη. Έχω την αίσθηση ότι αυτό το διάστημα αποτέλεσε μια ευχάριστη παρένθεση, όσο οξύμωρο και εάν ακούγεται, καθότι ο θάνατος καραδοκούσε.
Μεταρρυθμίσεις
Η πιο διαδεδομένη στον δημόσιο διάλογο αντίληψη για τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα λέει ότι: οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας δεν ευδοκιμούν, το πολιτικό σύστημα δεν τις θέλει, ότι τα συμφέροντα –μικρά και μεγάλα– τις πολεμάνε και τελικά δεν προχωρούν. Και όσες τελικά προχωρούν, προχωρούν εξαιτίας της πολιτικής βούλησης και του «θράσους» ενός μεμονωμένου, πεφωτισμένου, «πολιτικά αυτοκτονικού» πολιτικού που θυσιάζοντας το προσωπικό του πολιτικό κεφάλαιο σπρώχνει τη χώρα μπροστά. Σίγουρα υπάρχουν πολλά παραδείγματα που ταιριάζουν σε αυτήν τη μάλλον μεσσιανική περιγραφή, όμως όπως αποκαλύπτεται ξεκάθαρα από το πρόσφατο βιβλίο της διαΝΕΟσις για τις «10 Μεταρρυθμίσεις που Άλλαξαν την Ελλάδα», αυτό δεν συνιστά μια καλή αποτύπωση της γενικής πραγματικότητας.
Το ομότιτλο κεφάλαιο του βιβλίου λειτουργεί συμπληρωματικά ιδιαίτερα στο κομμάτι των μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με την ελληνική οικονομία. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Η παρούσα κατάστασή της θυμίζει αυτό που ο Bruno Amable περιγράφει ως «μεσογειακό μοντέλο καπιταλισμού», το οποίο περιλαμβάνει έναν δυϊσμό στην αγορά εργασίας (με υψηλή εργασιακή προστασία μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις και ελάχιστη ή καθόλου στις υπόλοιπες), οι δημόσιες δαπάνες κατευθύνονται κυρίως στην ελάφρυνση των επιπτώσεων της φτώχειας και στις συντάξεις ενώ η πραγματική δημιουργία ευκαιριών μέσω δημοσίων δαπανών για την παιδεία υποτιμάται και η κοινωνική πρόνοια είναι μέτρια, μεγάλος συγκεντρωτισμός και μη ανεπτυγμένος χρηματοπιστωτικός τομέας και μεγάλος βαθμός παρεμβατικότητας του κράτους στις αγορές αγαθών. Το μοντέλο αυτό αποτελεί μια ξεκάθαρη παγίδα φτώχειας, από την οποία απαιτούνται σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές για να εξέλθουμε, με πρώτη από όλες την υιοθέτηση ενός νέου παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου. Δεν θα σας κουράσω με το τι περιλαμβάνει αυτό, σας παραπέμπω στα κείμενα της διαΝΕΟσις στο www.dianeosis.org
Το μεγάλο ερώτημα εδώ είναι το πώς αυτές οι αλλαγές και οι ευρύτερες μεταρρυθμίσεις θα αποκτήσουν την απαραίτητη κοινωνική συναίνεση, αν όχι ώθηση, που θα οδηγήσει το πολιτικό σύστημα να τις προωθήσει. Και εδώ βλέπουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν αποκτήσει μια θετική συνυποδήλωση προϊόντος του χρόνου (6/10 είναι υπέρ, διαΝΕΟσις 2022). Χρειάζεται λοιπόν μια κρίσιμη μάζα πραγματικά προοδευτικών πολιτών. Πολιτών, δηλαδή, που προσπαθούν να ενημερώνονται, να ζυγίζουν τα υπέρ και τα κατά και εν τέλει να προκρίνουν την αλλαγή των κακώς κειμένων, λαμβάνοντας υπόψη πως θα αντιμετωπιστούν οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν σε μια αβίαστα σχεδιασμένη αλλαγή.
Συνεπώς, οι μεταρρυθμίσεις είναι θέμα της συλλογικής ευφυΐας: πως αντιλαμβάνεται η κοινωνία το πρόβλημα και πως το αντιμετωπίζει.
Καταλήγοντας, θα έλεγα ότι συστήνω ανεπιφύλακτα αυτό το βιβλίο σε όλους όσοι επιζητούν να διαβάσουν μια κριτική, αλλά συνάμα ενθαρρυντική, θεώρηση της ελληνικής πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την κρίση της πανδημίας. Κάθε κρίση αποτελεί μεν ένα σημαντικό πρόβλημα διαχείρισης, αλλά ταυτόχρονα και μια ευκαιρία εξέλιξης. Δεν έχω διαβάσει πουθενά πρόσφατα πιο γλαφυρή και καλά τεκμηριωμένη περιγραφή των ευκαιριών και δυνατοτήτων προσαρμογής, βελτίωσης και τελικά εξέλιξης που ανοίγονται για την ελληνική κοινωνία την περίοδο που βιώνουμε. Μια σειρά δοκιμίων που ξεκινούν από μια προσπάθεια χαρτογράφησης κάποιων ζητημάτων που προέκυψαν από την πανδημία και κάποιων θεμελιωδών προβλημάτων της ελληνικής –κι όχι μόνο– κοινωνίας, αλλά καταλήγουν να είναι ένα μανιφέστο ενάντια στον ανορθολογισμό, στον λαϊκισμό, στη βία και στην στασιμότητα ενός σαθρού κατεστημένου.
Για να δανειστώ τις λέξεις από τον τίτλο και τον υπότιτλο του βιβλίου: Η πορεία προς την αβεβαιότητα είναι εξ ορισμού μεγάλη και σε αυτήν θα χρειαστεί να μετασχηματιστούμε πολλές φορές προχωρώντας μπροστά και ας προηγείται πάντα το προηγούμενο.
Υ.Γ. Με υπογράμμιση είναι χωρία από το βιβλίο.
(*) Η Δρ. Φαίη Μακαντάση είναι Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις