της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
Φώκνερ = Αισχύλος + Βίβλος + το μπλουζ των μαύρων. Αυτή είναι η βασική πολιτισμική σύσταση της γραφής του Γουίλιαμ Φώκνερ (1897 – 1962), σύμφωνα με τους Γάλλους συντάκτες του περιοδικού Magazine littéraire.
Κι ακόμη, θα έλεγα, σφοδρότητα, τρομακτική διαύγεια και βακχεία διονυσιακής παραφοράς στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Φώκνερ «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μία εξαιρετική μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Το βιβλίο αυτό, έργο του 1936, γεννήθηκε όπως κι ο συγγραφέας του μέσα από τα καυτά σπλάχνα της γης του Αμερικανικού Nότου. Όσα θα μοιραστεί εδώ ο νομπελίστας (1949) πλάθουν μία επική ιστορία που φαίνεται να ξεκινά μία Κυριακή του 1833 στην φανταστική, επινοημένη από τον Φώκνερ, κομητεία Γιοκναπατόφα του Μισισιπί.
Ο Τόμας Σάτπεν, ο άνδρας που καταφθάνει έφιππος εκείνο το πρωινό στο χωριό (μετέπειτα πόλη) Τζέφερσον, είναι ένας άνδρας με παρελθόν και κυρίως ένας άνδρας με σχέδιο για το μέλλον. Μένοντας για λίγο σε δηλωτικές αναλογίες παίρνω τα πράγματα από την αρχή.
Ο πρώτος τίτλος του βιβλίου, πριν την έκδοση και πριν αλλάξει γνώμη ο Φώκνερ, ήταν το «Σκοτεινό Σπίτι». Ο οίκος Σάτπεν, δηλαδή, για να φωτίσουμε τις επιρροές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που εμπνέουν σημαντικά τον κεντρικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, τον «πατριάρχη» Τόμας Σάτπεν στο πρότυπο ενός Αγαμέμνονα του Οίκου των Ατρειδών.
Ο Τόμας Σάτπεν, λοιπόν, έχει πλάνο για τη ζωή του. Θέλει να αποκτήσει περιουσία. Να γίνει μεγαλοκτηματίας με φυτεία, σκλάβους κι έναν γιό για να τον κληρονομήσει. Σε όλη αυτή την στρεβλή επιδίωξη επιτυχίας ακόμα και η λαχτάρα του για τον διάδοχο είναι προμελετημένη και καθοριστικής σημασίας για το σχέδιο που έχει καταστρώσει μεταχειριζόμενος μέσα κι ανθρώπους. Διαφθείροντας και «εργαλειοποιώντας». Κάνοντας τον βιβλικό, σπαραξικάρδιο θρηνητικό αντίλαλο «υιέ μου, υιέ μου, Αβεσσαλώμ!» του Βασιλιά Δαυίδ από την Παλαιά Διαθήκη να δονεί κάθε σελίδα. Αδικοχαμένοι γιοι, όμως, στο βιβλίο του Φώκνερ, που διαβάζεται και αλληγορικά, υπάρχουν πολλοί. Τουλάχιστον όσοι χάθηκαν κατά τον αμερικανικό εμφύλιο.
Έτσι, ο Σάτπεν (όνομα ομόηχο με το φρούριο Σάμτερ των αρχών του αμερικανικού εμφυλίου) διαλέγει τη γη της Γιοκναπατόφα, τη «διαιρεμένη γη» στη γλώσσα των Ινδιάνων Τσίκασο, για να δημιουργήσει τη δυναστεία του. Μαζί του δημιουργεί και ο Φώκνερ τη διαιρετική τομή του έργου του. Τον γεωγραφικό και ψυχικό διαχωρισμό της χώρας σε Βορρά και Νότο που οδήγησε από το 1861 έως και το 1865 στην θηριώδη σύγκρουση Βόρειων (Ένωση) και Νότιων (Συνομοσπονδία).
Η ιστορία, άλλωστε, του Τόμας Σάτπεν και της οικογένειας του φτάνει μέχρι και το 1910, όπου δυο φοιτητές στην Νέα Αγγλία, στη Μασαχουσέτη, συζητούν πάνω από ένα γράμμα. Ο ένας, ο νότιος Κουέντιν Κόμσον (ήρωας και στο «Βουή και μανία») διηγείται στον Βόρειο συμφοιτητή του, Σριβ, όσα δραματικά συνέβησαν στους Σάτπεν.
Ο Κουέντιν, όμως, που έχει θεωρηθεί και alter ego του συγγραφέα, είναι μόνο ένας από τους αφηγητές του βιβλίου. Όπως διαβάζουμε: «Το σώμα του ήταν μία άδεια αίθουσα, όπου αντιλαλούσαν ηχηρά ηττημένα ονόματα ∙ δεν ήταν ένα πλάσμα, μία οντότητα ο Κουέντιν, ήταν πολιτεία ολόκληρη».
Στην μακρόπνοη, απαιτητική φωκνερική αφήγηση συνεισφέρουν επίσης η δεσποινίς Ρόζα, κουνιάδα του Σάτπεν και ο παππούς του Κουέντιν, στενός του φίλος. Η αφήγηση που είναι πολλαπλής εστίασης, αναδρομική κι όχι γραμμική, γίνεται παροντική από το έκτο κεφάλαιο και μετά. Μέχρι τότε ο Φώκνερ επιλέγει αφηγηματικό flashback με εσωτερικό μονόλογο αλλά και πλάγια φωνή. Θα πρέπει να φανταστούμε αυτό το βιβλίο σαν ένα καλειδοσκόπιο, όπου κάθε χαρακτήρας έχει την δική του εκδοχή, την προσωπική του αλήθεια.
Ίσως μόνο οι αναγνώστες στο τέλος μπορούν να έχουν μία κάποια βεβαιότητα για τα γεγονότα, τη ροή τους και τα αίτια της οικογενειακής τραγωδίας. Παρόλο που στο βιβλίο υπάρχει παράρτημα με πρόσωπα και χρονολογίες ικανό να λύσει απορίες που ο Φώκνερ δεξιοτεχνικά και με μεγάλη μαεστρία προκαλεί, μην βιαστείτε να το συμβουλευτείτε.
Προχωρήστε την ιστορία ανά κεφάλαιο, αναζητώντας την άνω τελεία και την παύλα, όσο το δυνατόν πιο συγκεντρωμένοι και απερίσπαστοι, χωρίς την υποβοήθηση της χρονογραμμής και της γενεαλογίας και θα ανταμειφθείτε. Πίσω στο παράρτημα υπάρχουν αποκαλύψεις, που μόνο αν επιτρέψετε να σας φανερωθούν στην ώρα τους, αποδίδουν το λογοτεχνικό πολλαπλάσιο.
«Ο συνήθως δαιδαλώδης λόγος του Φώκνερ θα μπορούσε να θυμίζει αποτύπωση εγκεφαλικών νευρώνων την ώρα της σκέψης ή την ώρα που βιώνουμε συγκινήσεις […] και είναι μία εικόνα εκπληκτική αυτή […] συνειδητή εικόνα αποκάλυψης» […] «ο σκοπός […] είναι πάντα η κατανόηση. Όχι η έξοδος από τον λαβύρινθο – γιατί έξοδος δεν υπάρχει […]», σημειώνει στον μεστό πρόλογό της η μεταφράστρια.
Καθώς η ιστορία ξετυλίγεται, προβάλει το μέγα-θέμα του βιβλίου. Το φυλετικό ζήτημα. Για να φτάσουμε εκεί, όμως, στη δουλεία και την κτηνώδη μεταχείριση των μαύρων, ο Φώκνερ επιδίδεται σε αυτό που είπα να ονομάσω «εφαρμοσμένα μαθηματικά του αίματος».
Κλασματικές διαιρέσεις έτοιμες να αποφανθούν πόσο λευκός και πόσο μαύρος γεννιέται κανείς. Και κατ’ επέκταση, ποια είναι η αξία του σ’ αυτή τη ζωή. Μεγέθη που αλλάζουν αν μιλάμε για γυναίκες, παιδιά ή μιγάδες με 1/8 νέγρικου αίματος. Για αιμομιξία ή για επιμιξία.
Γιατί, φυσικά, ο Σάτπεν τα καταφέρνει. Αποκτά γη, έπαυλη, δούλους, την ευυπόληπτη σύζυγο Έλεν και δύο παιδιά, τον Χένρι και την Τζούντιθ. Το σχέδιο υλοποιείται. Τα σαθρά θεμέλια του ,όμως, θα έρθουν να τα κλονίσουν η τραγική ειρωνεία της μοίρας, τα ηθικά οφειλόμενα κι ο εμφύλιος πόλεμος. Τότε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ένας κύκλος αίματος ανοίγει.
Όταν ζητήθηκε από την Τόνι Μόρρισον (εδώ παλαιότερο HerStory) να μιλήσει σε συνέδριο με θέμα τον Φώκνερ και τις γυναίκες στο έργο του, εκείνη κατέληξε στο να διαβάσει τελικά απόσπασμα από ένα δικό της βιβλίο, την «Αγαπημένη». Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πληρέστερη απάντηση, σκέφτομαι.
Ενώ η αρχική μου πρόθεση σ’ αυτό το HerStory ήταν να εστιάσω στους γυναικείους χαρακτήρες του «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!», να δούμε δηλαδή πως σκιαγραφούνται η Ρόζα και η Έλεν, η Τζούντιθ και η Κλάιτι, η Γιουλάλια και η Μίλι, όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο αποφάσισα να ακολουθήσω ένα άλλο μονοπάτι. Τις φωνές, τις αναμνήσεις των παιδιών.
Αν, ωστόσο, μπορούσα να απομονώσω λίγες γραμμές του βιβλίου ενδεικτικές για τις αντιλήψεις των ανδρών για τη γυναίκα εκείνης της εποχής θα διάλεγα το παρακάτω απόσπασμα (σελ. 154):
«Ένας νέος με το υπόβαθρο του Χένρι, ένας νεαρός άντρας που έχει μεγαλώσει και ζει σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου το άλλο φύλο χωρίζεται σε τρεις πολύ σαφείς κατηγορίες, με χάσμα (οι δύο απ’ αυτές) μεταξύ τους, το οποίο μπορεί να υπερπηδηθεί μόνο μία φορά και μόνο προς μία κατεύθυνση – είναι οι κυρίες, οι γυναίκες και τα θηλυκά∙ οι παρθένες που κάποια μέρα παντρεύονταν οι κύριοι, οι εταίρες στις οποίες πήγαιναν τις ημέρες της σχόλης τους στις πόλεις και οι σκλάβες, τα κορίτσια και οι γυναίκες στις οποίες στηριζόταν η πρώτη κάστα και σε ορισμένες περιπτώσεις όφειλαν ακόμα και το γεγονός της παρθενίας τους∙»
Υπεραπλούστευση, φυσικά, που δεν καθιστά την γυναίκα τίποτα άλλο παρά αντικείμενο προς χρήση. Σε όποια κάστα κι αν ανήκει. Αυτό είναι, όμως, το επιβεβλημένο από την πατριαρχία καθεστώς. Η γραφή του Φώκνερ μας συστήνει γυναίκες σαφώς εξουσιαζόμενες αλλά ωστόσο περήφανες, μυστικοπαθείς, καρτερικές και στον πυρήνα τους δυνατές κι αδιάσπαστες. Ακόμα κι όταν τα ζεύγη των ηρωίδων που σχημάτισα παραπάνω δεν καταφέρνουν θα εξαιρεθούν από τις «τρεις πολύ σαφείς κατηγορίες».
Επιστρέφοντας στα παιδιά, τόσο η Ρόζα Κόλντφιλντ, η αδελφή δηλαδή της Έλεν της γυναίκας του πατέρα Σάτπεν, όσο και ο ίδιος ο Τόμας Σάτπεν εμφανίζονται να έχουν δύσκολα, δυσλειτουργικά, τραυματικά παιδικά χρόνια.
Επιλέγω δύο αποσπάσματα:
- Ρόζα , σελ. 203
«Ήμουν δεκατεσσάρων τότε, δεκατεσσάρων στα χρόνια, αν μπορεί να τα πεις κανείς χρόνια αυτά μέσα στον απάτητο διάδρομο που ονομάζω παιδική ηλικία, όπου δεν υπήρχε ζωή αλλά μάλλον μία άλλη προβολή της σκοτεινής μήτρας ∙ κι εγώ, κυοφορούμενη και ολοκληρωμένη, όχι γερασμένη, απλώς υπερώριμη ελλείψει καισαρικής, ελλείψει εκείνης της ψυχρής λαβίδας του άγριου χρόνου γύρω από το κεφάλι μου, που κανονικά έπρεπε να με ξεριζώσει από κει και να με ελευθερώσει, να περιμένω όχι το φως αλλά την καταδίκη που αποκαλούμε γυναικεία νίκη, δηλαδή: να υπομένουμε και μετά πάλι να υπομένουμε, χωρίς νόημα και χωρίς ελπίδα ανταμοιβής – κι ύστερα να υπομένουμε κι άλλο ∙»
Η Ρόζα δεν σταματά, συνεχίζει σ’ ένα από τα πιο ωραία σημεία του βιβλίου που θα αδικηθεί φρικτά αν μεταφερθεί ολόκληρο εδώ. Με σημερινή γνώση αυτό που περιγράφεται από τον Φώκνερ είναι η υφαρπαγή της παιδικής ηλικίας, η αντιστροφή των ρόλων, η γονεοποίηση.
Ένα αγόρι τώρα ο Τόμας Σάτπεν (γιατί έρχεται η στιγμή που μαθαίνουμε το παρελθόν του) σε ένα ακόμα flashback εξιστόρησης συνειδητοποιεί ή μάλλον απλώς διακρίνει τα παρακάτω:
- για τον Τόμας, σελ. 316- 317
«Έτσι του συνέβη. Έμαθε τη διαφορά όχι μόνο ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους αλλά κι ότι υπάρχει διαφορά κι από λευκό σε λευκό, κι ότι η διαφορά δεν μετριόταν με το πόσα αμόνια σήκωνες ή αν μπορούσες να βγάλεις τα μάτια του αλλουνού ή πόσο ουίσκι μπορούσες να πιείς και μετά να σηκωθείς και να βγεις περπατώντας από το δωμάτιο. Ακόμα νόμιζε πως το μόνο που είχε σημασία είναι πού σε είχαν σπείρει και πώς»
Ακραία φτώχεια, φυλετικές και ταξικές συνθήκες-δηλητήριο που θα δράσουν στο οικογενειακό (και συλλογικό) σώμα και αίμα χρόνια μετά οδηγώντας στην καταστροφή.
Βασανισμένα παιδιά, όμως, υπάρχουν αρκετά στο έργο του Φώκνερ μαρτυρώντας γνωστές κι ομολογημένες επιδράσεις από τον Ντίκενς. Ο Κουέντιν Κόμσον (στο «Βουή και Μανία), ο Τσαρλς Μπον στο βιβλίο αυτό, αλλά και οι Τζο Κρίστμας (από το «Φως τον Αύγουστο) και Ισαάκ Μακάσλιν (από τις ιστορίες του «Πορεύου, Μωυσή») είναι επίσης χαρακτήρες που μπορούν να διαβαστούν με την σκέψη μας στα παιδικά δικαιώματα.
«Κι είπε ο παππούς σου «Άφετε τα παιδιά έλθειν προς με»: αλλά τι εννοούσε Εκείνος μ’ αυτό; γιατί αν εννοούσε πως τα παιδιά πρέπει να έχουν την ανοχή των άλλων για να Τον πλησιάζουν, τι κόσμο έχει πλάσει; ή αν πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους για Τον πλησιάσουν, τι σόι παράδεισος είναι τότε ο δικός Του;»
Κι όλα αυτά, στην αλλιώτικα στοιχειωμένη γη του Αμερικανικού Νότου. «Στο καλοκαίρι του Μισισιπί και της γλυσίνας, τη μυρωδιά του πούρου, τις αλλοπρόσαλλες πτήσεις των πυγολαμπίδων», γιατί ο Φώκνερ ξεκίνησε ως ποιητής. «Εκεί όπου χρειάστηκαν κάθε φορά δύο νέγροι για να φύγει από τη μέση ένας Σάτπεν».
Η στήλη θα συνεχίσει με Φώκνερ, ώστε να δημιουργήσει ένα μικρό Faulkner series των φυλών και των φύλων. Επόμενο βιβλίο «Φως τον Αύγουστο».
William Faulkner, Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Gutenberg
Βρες το εδώ