της Κατερίνας Σχινά
O Μπερνάρντο Ατσάγα γράφει σε μικρή, «μειονοτική» γλώσσα και δεν εννοεί να την προδώσει. Έχει πει πολλές φορές ότι θυμάται τι δεκαετίες του 70 και του 80, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία, σαν μια έρημο μέσα στην οποία ήταν δύσκολο να δικαιολογήσει το γιατί έγραφε στα βασκικά και για ποιον. Να γράφεις για μια κοινωνία σε αναβρασμό που μάλλον ρέπει προς τα πολιτικά φυλλάδια παρά προς την ποίηση ή το μυθιστόρημα, δεν είναι αυτονόητο, όμως ο Ατσάγα δεν πτοήθηκε, παρόλο που γύρω από τα βασκικά μαινόταν μια μάχη, και μάλιστα άγρια. Οι υπέρμαχοι του φρανκικού καθεστώτος επιτιμούσαν τους Βάσκους που επέμεναν να μιλάνε τη γλώσσα τους δημόσια, θεωρώντας την συνώνυμη της ανυπακοής και της εξέγερσης· οι εφημερίδες αναφέρονταν στην βασκική σαν «γλώσσα χωριάτικη», ανίκανη να ανταποκριθεί στον στοχασμό· ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, την καταδίκαζε ως «ξεπερασμένη μορφή έκφρασης» και οι Ισπανοί συγγραφείς την θεωρούσαν γλώσσα χωρίς λογοτεχνική παράδοση», παραβλέποντας ότι το πρώτο βιβλίο στα βασκικά χρονολογείται από το 1545. Όμως ο Ατσάγα θα αδιαφορήσει για όλα αυτά τα στερεότυπα, θα ειρωνευτεί την ύποπτη αφέλεια με την οποία η κριτική ανήγαγε την «προφορικότητα» της γραφής του στα παραμύθια που άκουγε από τη Βάσκα γιαγιά του –λες και μόνο τα παιδιά των Βάσκων έχουν το προνόμιο να ακούνε παραμύθια, θα πει – και θα αντιπαλέψει τη μονοδιάστατη αντίληψη που βλέπει την χρήση της βασκικής ως ένδειξη λυσσαλέου εθνικισμού και τον χρήστη της ως «συνεργάτη της ΕΤΑ».
Φέρνω στον νου μου το μυθιστόρημά του Ο γιος του Ακκορντεονίστα που κυκλοφόρησε πριν από δέκα περίπου χρόνια σε μετάφραση Στράτου Ιωαννίδη και πάλι από τις εκδόσεις ‘Εκκρεμές’, ένα μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να αγκαλιάσει τη βασκική εμπειρία στο σύνολό της, βουκολική και αστική, προνεωτερική και εκσυγχρονιζόμενη, βαριά σημαδεμένη από την πρόσφατη ιστορία, ενώ η αφήγηση διαστίζεται από τη θλίψη για τον θάνατο του παλιού κόσμου, ένα από τα συμπτώματα του οποίου είναι η σταδιακή απίσχνανση και εν τέλει ο αφανισμός της γλώσσας.. Το βιβλίο αρχίζει παραθέτοντας λίγους στίχους από το ποίημα «Θάνατος και ζωή των λέξεων»: “Έτσι πεθαίνουν οι αρχαίες λέξεις: σαν χιονονιφάδες/ που αφού κοντοσταθούν στον αέρα,/ πέφτουν στο έδαφος/ δίχως έναν γογγυσμό. Θα έπρεπε να πούμε:/ σωπαίνοντας”. Οι στίχοι αυτοί επαναλαμβάνονται παραλλαγμένοι, εμπλουτισμένοι, και σε άλλα σημεία του βιβλίου, συμπυκνώνοντας την αγωνία του συγγραφέα μπροστά στο ψυχομαχητό της μητρικής του γλώσσας. Γράφει: «Τα ονόματα που έδιναν» (οι κάτοικοι της μικρής, πράσινης, βουκολικής κοιλάδας κοντά στο Σαν Σεμπαστιάν που ο συγγραφέας ονομάζει Ιρουάιν) «στις διάφορες κατηγορίες μήλων – espuru, gezeta, domentxa – ή στις πεταλούδες – inguma, txoleta, mitxirrika – εξαφανίζονταν ταχύτατα: έπεφταν σαν χιονονιφάδες και διαλύονταν μόλις άγγιζαν το νέο έδαφος του παρόντος. Και όταν δεν ήταν τα ονόματα, ήταν οι διαφορετικές σημασίες τους, οι αποχρώσεις που είχαν πάρει με το πέρασμα των αιώνων. Και σε κάποιες περιπτώσεις, δεν ήταν μόνον οι λέξεις ή οι παραδοχές: ήταν και η ίδια η γλώσσα που έσβηνε»..
Όμως η κάθε γλώσσα είναι ένας ξεχωριστός τρόπος έκφρασης του καθημερινού βιώματος, και κάθε βίωμα παίρνει διαφορετική απόχρωση ανάλογα με τη γλώσσα που το περιγράφει. Στο βιβλίο του Σπίτια και Τάφοι –μια σειρά από φαινομενικά ανεξάρτητες ιστορίες οι οποίες, αν και διαφορετικές, σχηματίζουν ένα σύμπαν, ένα μεγάλο μωσαϊκό που μοιάζει να διαστέλλεται στον χρόνο παρακολουθώντας τους χαρακτήρες από παιδιά ή νέους ως το τέλος τους, σχεδόν – η γλώσσα, ή μάλλον οι γλώσσες, γιατί και τα γαλλικά παίζουν σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής, λειτουργεί ως χαρακτηρολογικό γνώρισμα. Για τον Ατσάγα η γλώσσα είναι μοίρα, αλλά και επιλογή.
Στις ιστορίες που συνθέτουν το μυθιστόρημα Σπίτια και τάφοι (δυο σημεία ανάμεσα στα οποία ξετυλίγεται, οργιαστικά πολύχρωμη η ζωή), ιστορίες γραμμένες με έναν ρεαλισμό που ξεχειλίζει από ποίηση χωρίς να αποφεύγει την αλήθεια, τη σκληρότητα ή και την καταγγελία ακόμα, η ραχοκοκαλιά είναι η φιλία, ο έρωτας, ο θάνατος, η συντροφικότητα, χωρίς να μένουν στην άκρη άλλα πάθη όπως η εκδίκηση, η μνησικακία και το μίσος. Τρεις φίλοι που συναντιούνται παιδιά, χωρίζουν, ξαναβρίσκονται, αλλάζουν, και γύρω τους ένας θίασος από ολοζώντανα πρόσωπα μιας κοινωνίας που μεταβαίνει εκούσα άκουσα από την προνεωτερικότητα στη σύγχρονη εποχή, μετρώντας απώλειες. Ξεκινώντας από το 1970 και τελειώνοντας το 2017, οι ιστορίες του μιλούν για το τέλος του καθεστώτος του Φράνκο, τη νέα εποχή, τα πολιτικά και εργατικά κινήματα, τον περιβαλλοντισμό, τη διαφθορά, την καταστολή, τις τεχνικές εξελίξεις. Και βέβαια για τη φύση, μεγαλειώδη και επιβλητική, Ωστόσο, παρότι οι περιγραφές του Ατσάγα είναι αναπόφευκτο να μετατονιστούν καθώς μεταφέρονται από τα βασκικά στα ισπανικά και από εκεί στα ελληνικά, η χάρη της μετάφρασης του Κώστα Αθανασίου μας βυθίζει σε σκηνές που περιγράφονται με τέτοια ακρίβεια και ομορφιά ώστε τις βλέπουμε, ακούμε τους ήχους, νιώθουμε την εγγύτητά τους, τη δροσιά του νερού και τη φρεσκάδα του ανέμου. Βυθιζόμαστε στο τοπίο, στο δάσος, στο φανταστικό χωριό Ουγκάρτε, ένα εσωτερικό τοπίο, μείξη πραγματικότητας και συναισθήματος που αντικαθιστά την επίσης φανταστική κωμόπολη Ομπάμπα των προηγούμενων βιβλίων του Ατσάγα, στα νερά του καναλιού που περνάει ανάμεσα απ’ τα σπίτια. Σ’ αυτό το χωριό θα βρεθεί ο πρωταγωνιστής του πρώτου αφηγήματος, ο μικρός Ελιάς, μέσα στο φως του καλοκαιριού μετά από τα σκοτάδια ενός οικοτροφείου στη Νότια Γαλλία. Το παιδί, παρά την τρυφερότητα των συγγενών που το υποδέχονται και την αβίαστη θερμότητα των ανθρώπων που το περιβάλλουν, αρνείται να μιλήσει, σκαλίζει μόνο ένα κομμάτι ξύλο, πάντοτε σιωπηλός, προκαλώντας ανησυχία σε δικούς και ξένους. Όμως θα δημιουργήσει φιλίες, θα παρασύρει τους φίλους του στην παράξενη ναυπηγική του, και θα ξαναβρεί τη λαλιά του όταν γίνεται μάρτυρας μιας βίαιης σκηνής: ένα αγριογούρουνο έχει παγιδευτεί στα αφρισμένα νερά του ποταμού που κατεβαίνει από το βουνό· τραυματισμένο, αιμορραγώντας, το ζώο παλεύει να σωθεί κολυμπώντας μανιασμένα. Ένας χωριανός ετοιμάζεται να το πυροβολήσει για να το λυτρώσει από την αγωνία του και τότε το παιδί επιτέλους κραυγάζει «μ’ όλες τις φλέβες του λαιμού του φουσκωμένες ‘Μην πυροβολήσεις!’». Τολμώ να δω σ’ αυτή τη σκηνή μια μεταφορά: Ο Ελιάς ξαναβρίσκει τη χαμένη φωνή του μπροστά στον κίνδυνο που αντιμετωπίζει το αγριογούρουνο, ένα ζώο ταυτισμένο με τα βουνά της Γκιπούθκοα όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας, ένα ζώο συνδεδεμένο με τον γενέθλιο τόπο. Τη φωνή του τη βρίσκει ο συγγραφέας μέσα από τη γλώσσα των βουνών του, την αρχέγονη γλώσσα του τόπου του.
Μπερνάρντο Ατσάγα, Σπίτια και τάφοι, μετάφραση Κώστας Αθανασίου, εκδόσεις ‘Εκκρεμές’.
Βρες το εδώ