Ατραγούδιστα πεδία (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

8
1117

Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου(*)

Τώρα, τον καιρό της πανδημίας, που ο χάρτης των πιθανών μετακινήσεών μας έχει εκ των πραγμάτων περιοριστεί αισθητά, συνειδητοποιούμε τη σημασία του περιεχομένου των χαρτών μας, τόσο στο φυσικό πεδίο όσο και σ’αυτό του μυαλού μας, των βιωμάτων μας και των επεξεργασμένων αντιλήψεών μας για τον Κόσμο. Ως φυσική συνέπεια αυτής της συνειδητοποίησης προκύπτει μια διερώτηση, που χρόνια έχω στο μυαλό μου με τον ένα ή άλλο τρόπο, μα πρώτη φορά αποκτά τόση διαύγεια: μήπως τα πεδία των ουσιαστικών συναναστροφών και επεξεργασιών μας στον καιρό της “κανονικότητας”- όπου υποτίθεται πως τίποτα δεν μας περιορίζει, ότι “ο ουρανός είναι το όριο”- είναι το ίδιο περιορισμένα όπως κατ’αναλογία τώρα με την πανδημία; Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

                                                                              *

Κάθε καλοκαίρι, εν όψει των διακοπών, έρχονται ξανά στην επικαιρότητα τα βιβλία με τις αστυνομικές ιστορίες του Γιάννη Μαρή- είτε ως κανονικά βιβλία που κυκλοφορούν στο εμπόριο είτε ως ένθετα κυριακάτικων εφημερίδων. Δεν είναι τυχαίο. Πολλοί από μας τα αγαπούν γιατί μας παραπέμπουν σε μια μυθική παιδική ηλικία, της δικής μας και μιας καινούριας, μεταπολεμικής Αθήνας. Πέρα απ’ αυτά όμως, μπορούν άραγε να λειτουργήσουν ως βιβλία μύησης στην ουσία της τότε ζωής; Είναι με αυτή την έννοια το αντίστοιχο των έργων του Ζωρζ Σιμενόν για τη Γαλλία της ίδιας περίπου εποχής;

Καμμία σχέση. Σε αντίθεση με την επιφανειακή προσέγγιση της τότε ζωής στα βιβλία του Μαρή, σε κάθε αστυνομικό του Σιμενόν το πρώτο κεφάλαιο εισάγει τον αναγνώστη βαθιά στην ιδιοπροσωπία της πόλης, της περιοχής, της κοινωνικής τάξης, ακόμα και των δωματίων με τις συγκεκριμένες ταπετσαρίες και των χώρων όπου βιώνεται η υπόθεση, γενικότερα του συνολικού πεδίου εμπλοκής στο συγκεκριμένο κάθε φορά βιβλίο- ασχέτως αν στη συνέχεια το μυθιστόρημα εξελίσσεται στη βάση της ίδιας φόρμουλας που ακολουθεί σταθερά ο συγγραφέας προκειμένου να διεκπεραιώνει με ταχύτητα τη συγγραφή των βιβλίων του, αλλά και για να τα κάνει ευκολότερα, ανετότερα για τους αναγνώστες που δεν ενδιαφέρονται να εμβαθύνουν περισσότερο. Επιπροσθέτως, το έργο του Σιμενόν ολοκληρώνεται και απογειώνεται με τα περίφημα romans durs, αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως το «Μπλε δωμάτιο» ή το «Ένας ξένος στο σπίτι», με τα οποία έχουμε μία ουσιαστική ανάδειξη των πτυχών της διαχρονικής ανθρώπινης περιπέτειας, συνδυασμένη με μια μυθιστορηματική ανθρωπολογία της Γαλλίας κυρίως των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.

Δεν είναι στις προθέσεις μας, αλίμονο, να υποτιμήσουμε το έργο του Γιάννη Μαρή, ενός συγγραφέα απολύτως επιτυχημένου για την Ελλάδα στο πεδίο που ο ίδιος είχε επιλέξει, μα να αναδείξουμε ένα ζήτημα: πόσο έχουν “τραγουδηθεί”, αναδειχθεί επί της ουσίας,  οι ζωές- ατομικές και συλλογικές- του πρόσφατου παρελθόντος της ελληνικής κοινωνίας; Σε σχέση με την αναφορά με την οποία ξεκινήσαμε, έχει αναδειχθεί για παράδειγμα με τον τρόπο των roman dur η αστική ζωή των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στην Ελλάδα; Υπάρχει βέβαια ο κόσμος των κωμωδιών του ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου (οι καλλίτερες από αυτές τις πολύτιμες ταινίες υπήρξαν παράλληλα μεγάλες θεατρικές επιτυχίες), οι ταινίες του Κακογιάννη όπως η “Στέλλα”, η ταινία “Δράκος” του Νίκου Κούνδουρου (κάθε φορά που την βλέπω, μου φαίνεται ότι ο αναστατωμένος χαρακτήρας που υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος είναι ο “τρελός λαγός” της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη), σημαντικές αιχμές στον τομέα της λογοτεχνίας όπως “Η χαμένη Άνοιξη” του Στρατή Τσίρκα, η εξαίσια, φίνα μουσική του Μάνου Χατζιδάκι με τους λεπτούς συμβολισμούς της, και ασφαλώς και άλλες πολύτιμες εξαιρέσεις, μα όλα αυτά συνιστούν ένα σύνολο πολύ ποιοτικών θραυσμάτων σε σχέση με την ένταση, τη μεστότητα και τη συνεκτικότητα του σύμπαντος του λαϊκού τραγουδιού της ίδιας εποχής: οι λεγόμενες «λαϊκές τάξεις» έχουν τραγουδηθεί πολύ πιο δυνατά και ουσιαστικά από τον αποκαλούμενο «αστικό κόσμο».

 

Αφανή πεδία

Είναι πολλά τα πεδία στην Ελλάδα που δεν έχουν τραγουδηθεί, δεν έχουν εξερευνηθεί με τον τρόπο της λογοτεχνίας, της μουσικής, του δοκιμίου, της ιστορικής έρευνας. Για κάποιον που δεν τα έχει ζήσει, με το πέρασμα των γενεών- αν παραβλέψουμε την προφορική ιστορία- θα είναι σαν αυτές οι ατομικές και συλλογικές εμπειρίες να μην έχουν υπάρξει ποτέ. Αναφέρουμε χωρίς αξιολόγηση και κατάταξη κάποια τέτοια χαρακτηριστικά πεδία, κάπως σαν να ανοίγουμε τον χάρτη της χώρας και αποτυπώνουμε με γκρι τις αχαρτογράφητες περιοχές:

        Οι Έλληνες στη Γερμανία ή στην Αυστραλία

        Ο πολιτισμός τού για πολλές γενιές απόδημου Ελληνισμού (η Μελβούρνη για παράδειγμα είναι από τις πολυπληθέστερες πόλεις του Ελληνισμού)

        Οι Έλληνες φοιτητές παλαιότερα στην Ιταλία και σχετικά πρόσφατα στην Αγγλία, και η όποια ώσμωσή τους με τον εκεί πολιτισμό

        Οι ποικιλοτρόπως εξελισσόμενες επαρχιακές πόλεις και η ζωή σ’ αυτές

        Τα νησιά των διακοπών πριν και μετά το καλοκαίρι

        Η επίδραση του τουρισμού στις ζωές μας

Το ζήτημα δεν είναι μόνο ότι μια πλειάδα συμπολιτών μας βλέπουν πως οι ζωές, οι εμπειρίες τους, ο τρόπος που βίωσαν την ανθρώπινη περιπέτεια, είναι άφαντες στις κυρίαρχες διηγήσεις ή ότι όλοι εμείς οι υπόλοιποι στερούμαστε πολύτιμες γωνίες θέασης των πραγμάτων. Το θέμα των Ελλήνων εργατών στη Γερμανία για πολλές μεταπολεμικές δεκαετίες, για παράδειγμα, κατάλληλα ερευνημένο, θα έβαζε στη θέση που τους αξίζει διάφορα αγοραία τσιτάτα που μας ταλαιπωρούν ad nauseam και συσκοτίζουν τη σκέψη μας, αυτά του τύπου “ η έννοια του βιομηχανικού εργάτη είναι αδιανόητη για τον έλληνα” ή “με πιάνει τρόμος στην ιδέα ότι θα γίνουμε γκαρσόνια της Ευρώπης”- ένα τσιτάτο που έχει άγνοια του τι σημαίνει η ζωή του γκαρσονιού σε σχέση με αυτή του βιομηχανικού εργάτη. Για να πάμε αλλού, το βιβλίο “Η συνείδηση της πετραίας γης” του Μανώλη Γλέζου συνιστά μια σπάνια εξαίρεση από την (συχνά υψηλής ποιότητας) ποίηση της βίωσης των νησιών στον καιρό των διακοπών, καθώς αναφέρεται με βαθύ ποιητικό τρόπο στη διαχρονική φυσική υπόσταση των Κυκλάδων.

                                                                           *

 Δεν είναι μόνο οι τόποι – οι επαρχιακές πόλεις, τα νησιά, οι ευρωπαϊκές πόλεις – με τη συναφή ζωή τους, ατομική και συλλογική, που εμφανίζονται ως «μαύρες τρύπες» στις διάφορες εκδοχές της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Υπάρχουν επί πλέον κρίσιμα ζητήματα και χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής που είναι άφαντα, ανεπεξέργαστα: ένα από αυτά είναι ο τρόπος που η ελληνική κοινωνία εν μέσω της φρίκης του “κυλώνειου άγους” του μεταπολεμικού κυνηγητού για πολιτικούς λόγους του μισού πληθυσμού της χώρας και της αντίστοιχης γενικευμένης πολιτικής σκοτεινιάς (εδώ η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη κατάφερε κάτι θαυμαστό: “να κάνει το πτώμα γεγονός αναστάσιμο”, όπως σε άλλο επίπεδο, λιγότερο μαζικό, το έργο του Μίλτου Σαχτούρη μετουσίωσε τη φρίκη της μετεμφυλιακής ατμόσφαιρας σε διαχρονική υψηλή ποίηση), πέρασε στη φάση της κοινωνίας της κατανάλωσης. Τεράστιο συναφές θέμα είναι η διαδρομή της θέσης της γυναίκας αυτή την περίοδο, στο σπίτι και έξω απ’αυτό, σε συνδυασμό με τα μεταλλασσόμενα σεξουαλικά ήθη για άνδρες και γυναίκες. Επίσης, μια πολύ ιδιαίτερη περίοδος, πλούσια σε βιώματα και υψηλό φρόνημα, αυτή του φοιτητικού κινήματος κατά της δικτατορίας, με πρωταγωνιστές νέα παιδιά που διακινδύνευαν τα πάντα ενώ κατά τα άλλα φοιτούσαν σε πανεπιστημιακές σχολές οι οποίες εκείνη την εποχή εξασφάλιζαν απολύτως ένα εξαιρετικό επαγγελματικό μέλλον, έμεινε ανέγγιχτη από τη λογοτεχνία και το τραγούδι.

Το θέατρο βέβαια είχε βέβαια μια σχετικά ισχυρή συμβολή στη διαπραγμάτευση ζητημάτων της μεταλλασσόμενης ελληνικής κοινωνίας, με έργα όπως του Ιάκωβου Καμπανέλλη (“Ο δρόμος περνάει από το σπίτι” όπως παίχτηκε πρόσφατα, τόσα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμά του, είναι ένα στιβαρό έργο, μακριά από μια ρηχή «ηθογραφία») ή του Δημήτρη Κεχαΐδη με το εμβληματικό “Τάβλι”, μεταξύ άλλων), αλλά και τις πολύ διεισδυτικές κωμωδίες των Ρέππα- Παπαθανασίου, για να αναφέρουμε μόνο κάποιους από έναν μεγάλο αριθμό πολύ αξιόλογων δημιουργών. Σε μικρότερο βαθμό ενδεχομένως από το θέατρο, ο  ελληνικός κινηματογράφος έχει κι αυτός τη συνεισφορά του, το ίδιο και αρκετές ποιοτικές σειρές της τηλεόρασης κυρίως της πρόσφατης μεν παρελθούσας δε εποχής, όπως βεβαίως και ιδιαιτέρως το ελληνικό τραγούδι ποικιλοτρόπως, το οποίο παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει εδώ και καιρό για διάφορους λόγους, καταφέρνει ακόμα να παραμένει ένα από τα ζωντανά κύτταρα του πολιτισμού στην Ελλάδα.

Το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά προκύπτουν αρκετά αποσπασματικά ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν με δυναμισμό και πληρότητα συμβάλλοντας στην επί της ουσίας αυτοσυνειδησία της ελληνικής κοινωνίας, σε σχέση με το ποια είναι πραγματικά, τί είναι αυτά που την εμπνέουν και αυτά που την εμποδίζουν, και το προς τα πού θα ήθελε και θα μπορούσε να κατευθυνθεί. Συχνά η αποσπασματικότητα συνδυάζεται με μια έμφαση σε μία απομονωμένη συγκεκριμένη πτυχή της παθολογίας της ελληνικής κοινωνίας: ο “Κυνόδοντας” του Γιώργου Λάνθιμου και οι ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη (από το “Σπιρτόκουτο” ως τη “Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς”) με έμφαση στα στοιχεία τοξικότητας των σχέσεων στο εσωτερικό της ελληνικής οικογένειας είναι εξαιρετικά έργα, μα ημιτελή από δημιουργική άποψη καθώς με τη μονομερή έμφαση συσκοτίζεται η συνολική, πολυπαραμετρική λειτουργία τόσο της οικογένειας καθ’ εαυτής, όσο και της κοινωνίας στο πλαίσιο αναφοράς της οποίας λειτουργεί η οικογένεια. Παρεμπιπτόντως, έχει ενδιαφέρον ότι οι ταινίες του Οικονομίδη είναι από τις πολύ λίγες πλέον όπου πρωταγωνιστεί το χτισμένο περιβάλλον των πόλεών μας, κάτι που εδώ και πολλά χρόνια είναι σχεδόν εξαφανισμένο από πλείστες όσες κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές παραγωγές. Με την ευκαιρία έχει τη σημασία του να αναφέρουμε ότι το ποδήλατο, κυρίαρχο μεταφορικό μέσο και απόλυτα συνδεδεμένο με την εικόνα των ελληνικών επαρχιακών πόλεων των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, είναι άφαντο πρακτικά σε κάθε είδους προσέγγιση – ενδεχομένως επειδή στην Αθήνα δεν είχε την ίδια διάδοση – κι αυτό το έχει κατατάξει οριστικά στον «πολιτισμό των φαντασμάτων».

Σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης των πεδίων

Φυσικά δεν είναι απαραίτητο να μιλήσουμε για όλα. Κάποια πράγματα απλά μπορεί να μην έχουν ενδιαφέρον: η ενέργεια που διαθέτουν να είναι χαμηλή, συγκεκριμένου σκοπού, και έτσι να μη μπορούν να πάνε πιο πέρα από την εποχή τους, ούτε να μπορούν να νοηματοδοτήσουν με φρέσκο τρόπο την Ιστορία της κοινωνίας. Πολλά από τα έργα του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ) μετά τη Μεταπολίτευση ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, των δημιουργημάτων που δεν αφήνουν ίχνη. Ούτε είναι αυτοσκοπός να μιλήσεις για όλα, να τραγουδήσεις γι’ αυτά με οποιοδήποτε τίμημα: οι βιντεοταινίες της δεκαετίας του 1970 «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» δεν είναι παρά είναι καρικατούρες της υπαρξιακής περιπέτειας της εφηβείας στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχει λοιπόν μόνο το θέμα των τεράστιων αχαρτογράφητων περιοχών, μα και ο τρόπος της προσέγγισής τους. Υπάρχουν κριτήρια για τον τρόπο: πολύ συνοπτικά, αυτό που αντιπαλεύει τη ρηχότητα μιας προσέγγισης είναι το βάθος, αυτό είναι που συνδέει το έργο με τον πυρήνα της διαχρονικής ανθρώπινης περιπέτειας. Αξίζει να αναφέρουμε μια πρακτική που ισχύει στον κόσμο της πραγματικότητας των διεθνών εκδόσεων, σε σχέση με αυτό το θέμα: υπάρχει λοιπόν μια αγοραία φήμη ότι για να κυκλοφορήσουν βιβλίο «ξένου» συγγραφέα οι μεγάλοι εκδότες του αγγλοσαξονικού κόσμου, πρέπει το βιβλίο να αναδεικνύει τον εξωτισμό της χώρας προέλευσης του συγγραφέα ή να αναφέρεται στα βάσανα του πληθυσμού στα πλαίσια της γεωπολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, και μετά από συζητήσεις με ανθρώπους του χώρου στο Λονδίνο, αν κάτι τέτοιο ισχύει, δεν είναι παρά ένα από τα πολλά φίλτρα που υπάρχουν για την αξιολόγηση των εκατοντάδων χιλιάδων προς έκδοση βιβλίων που τους κατακλύζουν. Ένα τέτοιο φίλτρο δεν έχει σχέση με θεωρίες συνομωσίας περί μιας πολιτικής «ήπιου ιμπεριαλισμού»/ soft imperialism/, η οποία επιβάλλει πρότυπα δια του αποκλεισμού εναλλακτικών προσεγγίσεων. Οι εκδότες προτιμούν απλώς αυτά με τα οποία είναι περισσότερο εξοικειωμένοι οι αναγνώστες τους. Στην περίπτωση όμως που προκύψει ένα βιβλίο εξαιρετικού βάθους και ποιότητας, ανεξαρτήτως της χώρας προέλευσής του, αυτό εκδίδεται και ενδεχομένως θριαμβεύει. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι «Ο θεός των μικρών πραγμάτων» της Ινδής Αρουντάτι Ρόι.

Βεβαίως, δεν είναι εύκολο «να σκάψεις βαθιά».  Όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα ταμπού, οι «ιερές αγελάδες» πεδίων της σκέψης (άλλο ένα αχαρτογράφητο πεδίο το πώς προκύπτουν), οι αγκυλώσεις και οι περιορισμοί των δομών της κοινωνίας, οι προσκολλήσεις μιας παρελθούσας φάσης, όχι μόνο δεν επιτρέπουν τη διαυγή θέαση του παρόντος, μα προσφέρουν και μια εύκολη φωλιά καταφυγής και στρουθοκαμηλισμού. Το να κοιτάξεις σε μέχρι τώρα άψαχτες περιοχές μπορεί να φαίνεται ερεθιστικό ακόμα και ριψοκίνδυνο σε σχέση με τις εύθραυστες ισορροπίες σου – για τα επί μέρους άτομα, μα και την κοινωνία συνολικά. Υπάρχουν και άλλα, πιο περίπλοκα ζητήματα που επηρεάζουν τα πράγματα: παρά την κυρίαρχη αγοραία αίσθηση του «χύμα» που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, είναι πολλές οι περιχαρακώσεις και τα «κουτιά» στα οποία περιορίζουν τις ζωές τους ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων με πλήρη άγνοια των εμπειριών των άλλων «κουτιών». Αυτό έχει αποφασιστική επίπτωση στον τρόπο πρόσληψης του Όλου της κοινωνίας. Πώς να γράψουν ή να τραγουδήσουν για κάτι που δεν διανοούνται καν ότι υπάρχει;

                                                                             *

Οπωσδήποτε, όπου οι εγχώριες προσεγγίσεις είναι ανύπαρκτες ή ανεπαρκείς, ευτυχώς μπορούμε να επωφεληθούμε από “δάνειες εμπειρίες” ή μάλλον “δάνειες επεξεργασίες”, από άλλες χώρες ή και άλλες εποχές. Σε σχέση μ’ αυτό: διαβάζοντας τα μυθιστορήματα της «Comédie Humaine» που αφορούν τη γαλλική κοινωνία και γράφηκαν τον 19ο αιώνα από τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ, έβλεπα ολοζώντανες μπροστά μου πτυχές της ζωής στην Ελλάδα των μέσων του 20ου αιώνα. Ή διαβάζοντας τα έργα ενός ξεχωριστού Άγγλου συγγραφέα, του J.G. Ballard για την παθολογία της μεσαίας τάξης την Αγγλίας την εποχή του καταναλωτισμού, με όλες τις διαφορές μεταξύ των κοινωνιών των δύο χωρών, μπορεί να βρεθούν κάποια στοιχεία και για τα ισχύοντα καθ’ ημάς.

Υπάρχει όμως και η όψη της “δάνειας εμπειρίας” ως καρικατούρας: όταν ονόματα διανοητών του εξωτερικού συνδυασμένα με κάποιες σκόρπιες φράσεις από το έργο τους- με πλήρη αποκοπή από τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκε και λειτούργησε αυτό στη χώρα προέλευσης, μα και από την προϊστορία  των ιδεών με τις οποίες είναι συσχετισμένο- χρησιμοποιούνται εδώ κι εκεί “ως θεραπεία για κάθε νόσο”. Η περίπτωση της παρουσίας του Μισέλ Φουκώ στα διανοητικά πεδία της χώρας μας είναι χαρακτηριστική- και δεν αναφέρομαι βεβαίως σε στιβαρούς μελετητές του έργου του, μα στην αγοραία χρήση του. Και δεν είναι παρά ένα όνομα από τα πολλά του ευρωπαϊκού διανοητικού χώρου που κυκλοφορούν εδώ ως καρικατούρες της πραγματικής τους υπόστασης.

Έχει ενδιαφέρον σ’ αυτά τα πλαίσια ότι η “αμερικάνικη σκέψη”- αναφέρομαι συγκεκριμένα στις ΗΠΑ – είναι σχεδόν ανύπαρκτη ή περιθωριακή στη χώρα μας. Οι ΗΠΑ κάθε άλλο παρά τυχαία χώρα είναι. Για το καλό και το κακό βρίσκονται στην αιχμή των εξελίξεων για πάρα πολλές δεκαετίες και σε πολλά πεδία: από τον μοντερνισμό ως οργάνωση της κοινωνίας στην εποχή του καταναλωτισμού, τη βιολογία – εκεί ανακαλύφθηκε το DNA -, τη θεμελίωση και ανάπτυξη της ηλεκτρονικής εποχής στην οποία όλοι ζούμε τώρα, και άλλα πολλά. Ο γκουρού της ηλεκτρονικής εποχής Marshall McLuhan, ο δεινός μελετητής του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος και των προοπτικών του, Mike Davis (ένα από τα χαρακτηριστικά βιβλία του είναι “Ο πλανήτης των παραγκουπόλεων”), ο εναλλακτικός, καινοτόμος διανοητής George Kaffentzis, είναι απλά κάποιοι από έναν γαλαξία κριτικών διανοητών αιχμής, η σκέψη των οποίων δεν έχει καν αγγίξει τις ελληνικές θεωρήσεις- με την έννοια του μπολιάσματος του κύριου σώματος των όποιων συζητήσεων και ερευνών που αποσκοπούν στην κατανόηση της λειτουργίας του σύγχρονου κόσμου.

Με δεδομένες αυτές τις συνθήκες, είναι επόμενο να επικρατεί μία απόλυτη σύγχυση στα πνευματικά πράγματα της χώρας. Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι ότι διάφορες θεωρητικές επιχειρηματολογίες χρησιμοποιούν έννοιες μετέωρες, που δεν ορίζονται (κι ας έχει γράψει ο Μπρωντέλ: “ Μπορείς να χρησιμοποιείς όποιες λέξεις θέλεις, αρκεί να τις ορίζεις”), συχνά με αντικρουόμενο περιεχόμενο μέσα στο ίδιο το κείμενο.

Οπότε;

Το παρόν κείμενο δεν είναι παρά μια πρώτη απόπειρα ιχνηλάτησης ενός αφανούς πεδίου, οπότε, εκ των πραγμάτων, απέχει πολύ από την πληρότητα. Με αυτή την έννοια έχει σημασία να τονιστεί ότι η αναφορά σε ονόματα δημιουργών είναι μόνο ενδεικτική, προκειμένου να υπάρξουν κάποια παραδείγματα για τα επιχειρήματά μας. Ο κατάλογος των σοβαρών ανθρώπων στην Ελλάδα που αγωνίζονται προκειμένου να δημιουργήσουν με αυθεντικό τρόπο, είναι πολύ μεγάλος. Έτσι κι αλλιώς, το θέμα του κειμένου μας δεν είναι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, μα η ανάδειξη μιας “μαύρης τρύπας” στην ατομική και συλλογική αυτογνωσία μας.

Κατά την εκτίμησή μας, το πρόβλημα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό, με την αριστοτελική έννοια: σε όλες σχεδόν τις μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ελλάδα, τα ζητήματα δεν συζητούνται ανοιχτά και με διαυγή αναγνώριση της κατάστασης, μα με θολό και υπόγειο τρόπο. Η κυρίαρχη αυτή σοβαρή στρέβλωση δεν μπορεί να μην επηρεάζει τα πάντα.

Μαζί όμως με αυτό, υπάρχει μία αδιαπραγμάτευτη, κομβική υπαρξιακή ανάγκη, που συνδέεται με τον τρόπο που αξιολογούμε και αφομοιώνουμε τον κόσμο, αυτό που οι παλαιότεροι αποκαλούσαν «είδηση του κόσμου», για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Χρήστου Μαλεβίτση από το κείμενό του για τη σχέση του Γκαίτε με το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.

Αν για το πολιτικό ζήτημα η κατεύθυνσή μας πρέπει να είναι πια ξεκάθαρη, γιατί οι καιροί δεν μας αφήνουν περιθώρια, για το υπαρξιακό ζήτημα ισχύει ότι ζώντας μια ζωή χωρίς συνείδηση του κόσμου, θα μοιάζουμε με “μια μονίμως ανεπίδοτη επιστολή, ένα γράμμα σε φάκελο χωρίς όνομα παραλήπτη, χωρίς όχι μόνο να δούμε ποτέ το πρόσωπο του Θεού, μα ακόμα χειρότερα: χωρίς καν να διανοούμαστε ότι υπάρχει το πρόσωπο του Θεού”, όπως ωραία το γράφει ο Giorgio Agamben.

————————————————————————————————————————–

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας.  Από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων».

Προηγούμενο άρθροΤο παιδί ως ήρωας στο έργο της Καλλιόπης Σφαέλλου (της Μένης Πουρνή)
Επόμενο άρθροΟι απαρχές του ελληνικού θεάτρου (του Αλέξανδρου Κατσιγιάννη)

8 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Fiorina Zaglakidou Το κείμενο που δημοσίευσες χθες στο περιοδικό ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ είναι από τα πληρέστερα που έχεις δημοσιεύσει. Κατ’ αρχάς το θέμα ότι δεν έχουν γραφεί μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες που να περιγράφουν την μετεμφυλιακή ζωή στην Αθήνα ή την επαρχία νομίζω ότι εξηγείται από την άνοδο της μεσαίας τάξης εκείνη την εποχή και το γεγονός ότι αυτή η μεσαία τάξη δεν έβγαζε παραμύθι. Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο η μεγάλη κοινωνική διαφορά, όπως την έζησα εγώ ήταν ανάμεσα στην φτώχεια και τον πλούτο. Γράφτηκαν ένα σωρό με θέμα τον γάμο της πλούσιας κοπέλας με τον φτωχό νέο που γινόταν διευθυντής εργοστασίου ή εφοπλιστής χωρίς να έχει τα σχετικά εφόδια. Σ’ αυτή τη ζυγαριά η μεσαία τάξη δεν είχε θέση.Ήταν απασχολημένη με τα δικά της καθημερινά προβλήματα με εφόδια την μόρφωση ή την προπολεμική εμπειρία στα προπολεμικά επαγγέλματα. Σπούδαζε τα παιδιά της, μετανάστευε πιο δύσκολα,αλλά με την ελπίδα ότι θα αξιοποιούσε τη μόρφωση ή τις ικανότητες της. Και τα νέα παιδιά δημιουργούσαν τις δικές τους μικτές παρέες ακούγοντας Χατζηδάκη και Θεοδωράκη και διαβάζοντας Ρίτσο,Σεφέρη και Ελύτη που τους ανακάλυψαν μετά τα βραβεία Νόμπελ γιατί στο σχολείο τους αγνοούσαν.Αργότερα πολιτικοποιήθηκαν, διεκδίκησαν, πάντοτε καπελωμένοι από τα κόματα που έβγαιναν μπροστά. Ύστερα ήρθε η επταετία και αμέσως μετά η κατάλυση των πνευματικών αξιών, οι φιλίες έγιναν “σχέσεις” και ξεκίνησε ο ευτελισμός της Τέχνης του θεάτρου και του κινηματογράφου, Ο κάθε ημιμαθής έγινε ποιητής αραδιάζοντας ασύνδετες λέξεις, Ο κινηματογράφος αντικαταστάθηκε από τις άθλιες βιντεοταινίες και η ζωή συνεχίστηκε με τα ατέλειωτα δάνεια και ήρθε η οικονομική κρίση και σήμερα η υγειονομική κρίση και εξαφανίστηκε πάλι η Μεσαία τάξη.Όπως γράφεις “..Δεν υπάρχει λοιπόν το θέμα των τεράστιων αχαρτογράφητων περιοχών “.
    3

    • Κρατάω από τα πολλά ενδιαφέροντα που γράψατε κυρία Φιορίνα Ζαγκλακίδου, το “χωρίς προσόντα”…Εκτιμώ ότι αυτο είναι κρίσιμο κλειδί ερμηνείας για πολλά εκείνης της περιόδου…

  2. Πολύ ωραίο και ενδιαφέρον κείμενο. Χάρηκα πολύ που αναφέρονται δύο συγγραφείς, ο Γιάννης Μαρής και ο Σιμενόν. Ο Γιάννης Μαρής όντως δεν μένει πάρα πολύ στην περιγραφή της τότε Αθήνας αλλά παρόλο αυτά μέσα από τους διαλόγους, τις κινήσεις των χαρακτήρων μπορεί κάποιος να καταλάβει πολλά για την εποχή του.

    Θα πρόσθετα και δυο ακόμη αστυνομικούς συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με την εκτενή περιγραφή μιας πόλης ή χώρας (σίγουρα και αυτοί δεν ασχολούνται πολύ με αυτό καθώς μετά εμβαθύνουν στην πλοκή, στους χαρακτήρες κτλ.).

    Ο ένας είναι ο Ζαν Κλωντ Ιζζό που ασχολείται εκτενώς με την περιγραφή της Μασσαλίας καθώς και με την πολιτική ζωή της Γαλλίας της δεκαετίας του ’90 που μοιάζει πολύ με την δική μας πολιτική ζωή της οικονομικής κρίσης (ρατσισμός, μετανάστες (μουσουλμάνοι), εκδιώξεις, διαφθορά κτλ.).

    Ο άλλος είναι ο Maurice Attia ο οποίος και αυτός ασχολείται αρκετά με την περιγραφή μιας Αλγερίας (ειδικά στο βιβλίο του Μαύρο Αλγέρι) που ζει τον πόλεμο, τον φόβο, τον ρατσισμό κτλ.

    Τέλος συμφωνώ και με το τελευταίο κομμάτι σας που αναφέρεται στον Νέο Ελληνικό κινηματογράφο καθώς και στις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου και Οικονομίδη. Σίγουρα οι ταινίες τους δεν αποτυπώνουν πάντα με απόλυτο ρεαλισμό την σύγχρονη κοινωνία της Ελλάδος, όπως και οι ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου δείχνουν μια πιο ωραιοποιημένη εικόνα της τότε Ελλάδος (αποσιωπούνται πολλά πράγματα όπως ο κοινωνικός ρατσισμός, η θέση της γυναίκας) ενώ στον “Δράκο” του Κούνδουρου τα προβλήματα της τότε κοινωνίας είναι στο πρώτο πλάνο. Παρόλο αυτά ακόμη και η ωραιοποίηση είναι σημαντική για εμάς γιατί αν δεν υπήρχαν έστω και αυτές οι ταινίες δεν θα υπήρχε καμία οπτική αναφορά της τότε εποχής.

    Υπάρχει επίσης και ένα πολύ ενδιαφέρον κανάλι με πλάνα εποχής από ιδιώτες: https://www.youtube.com/c/AylonFilmArchives/videos?fbclid=IwAR3X-mKzJpgzYAjttB552WVDYxt55eQYp8NFptGy4D0Ohy7CBT-dtJxoTxw

    • Πολύ ενδιαφέροντα σχόλια- από τη σκοπιά μάλιστα του σκηνοθέτη. Πολύτιμα τα γαλλικά βιβλία που μνημονεύετε σε σχέση με τα θέματά μας.
      ————-
      Ένα ζήτημα που προκύπτει σε σχέση με τα “ατραγούδιστα πεδία” είναι ότι δεν αφορούν μόνο το παρελθόν- αξίζει να αναρωτηθούμε ποιά είναι τα πεδία αυτά σήμερα, όπως και το γιατί μένουν ατραγούδιστα, γιατί αγνοούνται.

      • Υπάρχουν σίγουρα θέματα όπως αναφέρατε που δεν έχουν την απαραίτητη ενέργεια για να συζητηθούν. Αλλά πιστεύω ότι πολλά θέματα δεν γίνονται αντικείμενο συζήτησης για τους παρακάτω λόγους:

        1) Υπάρχει ο φόβος να συζητηθούν γιατί θεωρούνται ταμπού.
        2) Δεν έχουν ενδιαφέρον για ένα μεγάλο μέρος του κοινού.
        3) Η προσέγγισή τους είναι πολύ πιο δύσκολη και χρονοβόρα από ότι είναι σε άλλα πιο ευκολοχώνευτα θέματα.
        4) Τα επαναλαμβανόμενα θέματα είναι μια πετυχημένη συνταγή, έχουν κοινό έτοιμο που τα “αγκαλιάζει” πάντα.

        Οπότε κάποιος που ψάχνει θέματα είτε για να γράψει ένα βιβλίο, να κάνει ένα ντοκιμαντέρ ή ακόμα και μια διάλεξη αμέσως ακόμα και υποσυνείδητα σκέφτεται τους παραπάνω λόγους και πολλές φορές καταλήγει να καταπιάνεται πάλι με ένα θέμα που έχει πολλές φορές εξερευνηθεί με τον φόβο μην αποτύχει η ερευνά του και να μην έχει την εκτίμηση και την αποδοχή του κοινού.

        • Τα αναδεικνύετε και τα κατατάσσετε εξαιρετικά. Προσθέτω μόνο τα εξής:
          1. Μία δημιουργική ανάδειξη των αιτίων (γιατί αυτά τα συγκεκριμένα ταμπού και όχι άλλα;) θα ήταν ένα καταπληκτικό έργο από μόνο του.
          2. Πέρα από τις όποιες τρέχουσες προτιμήσεις του “κοινού”, υπάρχει το κρίσιμο θέμα της εποπτείας των δημιουργών (τί εμπειρίες έχουν έξω από το κουτί τους;) αλλά και των ουσιαστικών υπαρξιακών αναγκών τους (ποιός είναι ο λόγος που τους παρακινεί;)

  3. Πολύτιμο κείμενο, που μας υποδεικνύει δημιουργικά την ανάγκη βίωσης της αυθεντικότητας του κόσμου. Εντυπωσιακή αλλά και χαρακτηριστική των δυνατοτήτων τεκμηρίωσης ενός πολιτισμού με τρόπο που να προάγει την ίδια την αυθεντικότητα της βιωμένης εμπειρίας, είναι και η περίπτωση της τηλεοπτικής σειράς της Ιταλικής τηλεόρασης “Il commissario Montalbano” («Επιθεωρητής Μονταλμπάνο»). Πρόκειται για αναφορά που «δανείζομαι» για τον σκοπό αυτής της σύντομης επικοινωνίας από το https://drive.google.com/file/d/1TRr3G2Jwm2KsD-nBm_NTxLjnQhJaWavL/view.

Γράψτε απάντηση στο Δημήτρης Παναγόπουλος Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ