Γιούλη Αναστασοπούλου.
Τον σκεφτόταν το βράδυ πριν γυρίσει στη γυναίκα του. Κάθε βράδυ που έφευγε σκεφτόταν τον τρόπο που εκείνος επιστρέφει σπίτι του. Με ποιο πόδι ακουμπάει το πλατύσκαλο, με τι ρυθμό διασχίζει την αυλή και πως ανεβαίνει τα εξωτερικά σκαλιά. Αν τα γονατά του σχηματίζουν μια ορθή γωνία με τους αστραγάλους καθώς χοροπηδούν στα μοσχομυριστά πλακάκια, με τι διάθεση προτάσσονται οι ώμοι ενώ το σώμα γέρνει για να δρασκελίσει το κατώφλι. Πως συναντά η κοιλιά τον αέρα του δωματίου, και πως εισπνέει ο πνεύμονας την πρώτη ανάσα της σπιτικής οσμής· αν τρεμουλιάζει ακόμα ο αφαλός καθώς το κορμί τραντάζεται στην επαφή με τη μοκέτα. Τα στήθη μήπως ορθώνονται στη φωνή της, αν ξυπνούν οι ρόγες και τσαλακώνουν το πουκάμισο που του είχε σιδερώσει λίγο πριν για να μην τους καταλάβουν.
Μήπως περιμένει λανθάνουσα μια κίνηση στο υπογάστριο με αφορμή κάποια εικόνα που επεξεργάζεται ο αμφιβληστροειδής, και ποιο είναι το ερέθισμα. Αν το ερέθισμα είναι το ηχόχρωμα της φωνής, ή το μισάνοιχτό φανελάκι της γυναίκας του. Αν τα πόδια στέκονται αντικριστά στα πόδια της στο τραπέζι του φαγητού και μήπως ακουμπούν οι μύτες των παπουτσιών ή χειρότερα μήπως συναντιούνται τα ακροδάχτυλα. Πώς πλαταγίζουν οι γλώσσες τους στο μεσημεριανό φαγητό και πως ακουμπούν τα μαλλιά στους ώμους, αν τα βαραίνει η υγρασία ή τα αλαφρώνει το αεράκι που φυσάει από τη μισάνοιχτη πόρτα. Αν κολλάνε οι σταγόνες του ιδρώτα στο λαιμό και το σβέρκο και αν λαμπυρίζουν οι δικές της πριν κατρακυλήσουν στη γούβα της κλείδας και στο δελτοειδή μυ.
Και αν έτσι ξεδιψούν, γλείφοντας ο ένας τις σταγόνες του άλλου, διαβάζοντας φιλήσυχα την εφημερίδα, όπως τους επιτρέπει η οικειότητα της συμβίωσής τους σε εκείνο το μεγάλο σπίτι που εγκλωβίζεται ο απογευματινός αέρας και μπορείς να ξαπλώσεις επάνω του, καθώς εξατμίζεται η πρωινή αύρα γεμίζοντας διάφανα ασπράκια το πάτωμα.
Και πού κρύβεται η δική της οσμή; Αφού την αποχαιρετά, πού την κρύβει ή πού πάει η ίδια και τρυπώνει;
Να ένοιωθε οικεία στο μαξιλάρι του; Όχι, δεν θα μπορούσε να συναγωνιστεί τα ισχυρά απορρυπαντικά του σπιτιού· ή μήπως κάτω από το πιάτο στη ζεστή πορσελάνη; Εκεί δεν θα την έβρισκε κανείς. Όχι. Ίσως στο χαρτοφύλακα, στις πρώτες δέκα άδειες σελίδες. Αν κρυβόταν εκεί θα την περνούσαν για παλιά αλληλογραφία.
Όχι. Το αποφασίζει. Η οσμή της κρύβεται στα παπούτσια· στις κάλτσες, στις καλοπλεγμένες ίνες, στο φθαρμένο σημείο της φτέρνας. Η οσμή της κρύβεται στις διαδρομές.
Όλα αυτά δεκτά σκέφτεται. Δικαιολογεί τη δίψα και την πείνα. Δεν μπορεί όμως να του συγχωρήσει την προδοσία των ευχάριστα γερμένων ώμων.