του Ανδρέα Κάραγιαν (*), μια προσωπική ανάγνωση
Μέρος Α΄, Ο πύργος
Ομολογώ ότι στην αρχή ο τίτλος με σύγχισε και με αποξένωσε. Το αντανακλαστικό μου μου είπε μμμμ Αθαλάσσα : ίδρυμα για ψυχοπαθείς. Μια αρνητική αίσθηση. Τι θέλει να πει αυτός και ασχολείται με την Αθαλάσσα όπως την ξέρουμε, δηλαδή με τους …τρελούς; Χαμένος χρόνος. Ύστερα όμως έγινε η έκλαμψη, όπως και για τον Παύλο στον δρόμο προς τη Δαμασκό. Αθαλάσσα ! Μα τι υπέροχη λέξη γεμάτη με το φως των άλφα και το σύριγμα των σίγμα. Αθαλάσσα. Ένας πύργος που περιστοιχίζεται από κύματα. Όπως και ο πύργος που συναντά ο Δάντε στη Λίμπο (in Limbo) και όπου ζουν όλοι αυτοί που δεν ήταν ούτε για την Κόλαση ούτε για τον Παράδεισο, αλλά αυτοί που είναι διαφορετικοί από τους άλλους, αυτοί που ακούνε τα τραγούδια των πουλιών, που γητεύονται από τα φίδια, που μετράνε τα αστέρια και ζουν τους διάφορους μύθους ή αυτοί που σαγηνεύονται από την Παναγία που δεν είναι πια μόνον η Παναγία αλλά και η Ίσιδα και όλες οι μητρικές θεότητες. Ο συγγραφέας της Αθαλάσσας είχε δύο δρόμους μπροστά του, είτε τον δρόμο του ρεαλισμού να μας δώσει δηλαδή το Ίδρυμα των ψυχοπαθών, να εντρυφήσει στους σκοτεινούς δαιδάλους της ψυχής, στα άδυτα μυστήριά της ή να μας οδηγήσει στο δρόμο του παραμυθιού. Αν ήταν ο σκοπός του να ακολουθήσει τον πρώτο δρόμο για μένα θα ήταν κουραστικός και χαμένος χρόνος. Ο δεύτερος όμως δρόμος απογειώνει το βιβλίο και η πραγματικότητα παίρνει μια μυθική διάσταση. Η Αθαλάσσα είναι ο χώρος όπου ζουν όσοι δεν ανήκουν στη ρεαλιστική πραγματικότητα (η επιστροφή του Πλούτωνα το τονίζει, ύστερα ο Απόστολος Παύλος άνετα θα μπορέσει να μεταμορφωθεί σε Ιούδα για να κρίνει τον Χριστό). Σε αυτόν τον μυθικό κόσμο παρελαύνει το κορίτσι που φορά τα κίτρινα παπούτσια, μια χαμένη “πριγκίπισσα” σε έναν κόσμο που δεν μπορεί να την κατανοήσει και έρχεται ο “πρίγκιπας”, ο Ισίδωρος που πιστεύει στον έρωτα παρά το ότι τραγουδά τον θάνατο στα ποιήματα που απαγγέλλει (αλλά ο έρως και ο θάνατος δεν είναι οι δύο όψεις μιας μαγεμένης ψυχής;) για να την αφυπνίσει. Οι ιστορίες αυτές, ιστορίες ” καθημερινής τρέλας” δημιουργούν ανθρώπους μοναδικούς, που η κοινωνία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Όπως λέει και ο Πλούτωνας “όποιος βγει αποδωμέσα πρέπει να γίνει αυτός που οι άλλοι θέλουν και όχι αυτός που θέλει ο ίδιος να είναι”. Φυσικά δεν λείπει και η ειρωνεία και το χιούμορ, όπως το γράμμα στον Θεό.
Ο συγγραφέας θα μπορούσε άνετα να χρησιμοποιήσει στους διαλόγους την κυπριακή διάλεκτο δίνοντας και ένα couleur locale, αλλά αυτό θα αφαιρούσε από τη “μυθική” υπόσταση του βιβλίου . Φυσικά όπως και σε κάθε “παραμύθι” υπάρχει μια σκοτεινή πλευρά. Ο ήρωας μας ο Ισίδωρος όπως και όλοι οι ήρωες θα περάσει από την Κόλαση, αυτή τη σκοτεινή πλευρά όπου βρίσκονται οι “γυμνοί” που ζουν τη δική τους πραγματικότητα πέραν από κάθε ανθρώπινη, όπως τουλάχιστον εμείς την καθορίζουμε, αξιοπρέπεια .
Το ωραίο εξώφυλλο με τον γλυκό χρωματισμό του και την σουρεαλιστική λεπτομέρεια από έναν πίνακα της Νίτσας Χατζηγεωργίου όπως και η πραγματικά άψογη εκδοτική αισθητική του βιβλίου τονίζουν την παραμυθένια και σουρεαλιστική πραγματικότητα των ανθρώπων που ζουν και αναπνέουν στο δικό τους κόσμο. Τον κόσμο της ΑΘΑΛΑΣΣΑΣ.
Μέρος Β ‘, Η πτώση
Μετά που οι τρόφιμοι θα μπουν σε πειρασμό από τις γυμνές γυναίκες του καμπαρέ, τον πρώτο πειρασμό που συναντούν έξω από τον προστατευτικό τους πύργο (μα έτσι δεν άρχισε και η ιστορία της ανθρωπότητας, από έναν πειρασμό) το κλίμα αλλάζει. Ο συγγραφέας μπαίνει στον δικό του πύργο, στη δικιά του Αθαλάσσα. Εξωτερικά γεγονότα κλυδωνίζουν τον μικρόκοσμο επικίνδυνα. Όπως λέει και ο Πλούτωνας, απογοητευμένος που ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι καταστρέφοντας έτσι τη μαγεία του μύθου: ” Δύσκολα θα βρούμε τέτοιο παραμύθι δάσκαλε. Μια συνηθισμένη ιστορία αγάπης, αυτό μένει μόνο”. Ο Ισίδωρος γίνεται ο παρατηρητής της Ιστορίας, η Ανθούλα μπαίνει στη σκιά, γίνεται ” μια συνηθισμένη ιστορία αγάπης”, μένουν τα κίτρινα παπούτσια μόνον που εξακολουθούν να λάμπουν. Θα κούραζε η πολιτική παράθεση των γεγονότων αν δεν γινόταν από τους ίδιους τους “τρόφιμους ” ο κάθε “τρόφιμος” γίνεται ένα “σύμβολο” που εκφράζει μια πραγματικότητα. Τα πολιτικά γεγονότα του 68 παρελαύνουν στον ονειρικό κόσμο του Ισίδωρου (που διατηρεί πάντα την “πριγκιπική” του αξιοπρέπεια και αριστοκρατικότητα) και βλέπει τον εαυτό του να χορεύει μαζί με την Ανθούλα γυμνοί ( η Ανθούλα φοράει πάντα τα κίτρινα γοβάκια της ) στολισμένοι με λουλούδια. Το βαρύ πολιτικό κλίμα που ακολουθεί καταφέρνει ο συγγραφέας να το διακωμωδήσει (με ωραία και πετυχημένη σάτιρα) με το να έχει τον “τρόφιμο” Μακάριο που σχολιάζει τις πράξεις του “πραγματικού Μακαρίου.” Μην ακούτε κανένα” λέει” εγώ είμαι ο Μακάριος και είμαι καλά….Με έχουν κλεισμένο εδωμέσα για να μην μπορώ να προσφέρω στον λαό μου!” Αλήθεια πού σταματά η λογική και πού αρχίζει η τρέλα; Τα σύνορα αρχίζουν να θολώνουν. Διάφορα άλλα παραμύθια εμπλέκονται στο αρχικό όπως η ιστορία της Τασούλας με την εγκυμοσύνη της. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου εισβάλλει η Άκρατος βία με τον Μιχάλη Πίκλα. Η είσοδος του κακού δίνει ένα καινούργιο “νεύρο” στην ιστορία και μια καινούργια ένταση που απορροφά τον αναγνώστη. Το απόλυτο κακό εξασκεί μια παράξενη γοητευτική -απωθητική ενέργεια – δύναμη. Το κακό πέραν από κάθε ηθικό κώδικα. Ο Ισίδωρος ως άλλος “ιππότης” θα πρέπει τελικά να αντιμετωπίσει το κακό όπως ο Άγιος Γεώργιος με τον Δράκοντα. Στο παραμύθι μας ο Πίκλας είναι ο δράκοντας που σαρώνει κάθε ηθική και ανθρωπιστική αξία, σκορπίζει την καταστροφή και ταυτίζεται με το πραξικόπημα. Ο Πίκλας λέει κάπου στον Ισίδωρο: “Οφείλω να σου πω ότι τους δασκάλους δεν τους χωνεύω”. Το απόλυτο “Κακό” γνωρίζει ότι με τη γνώση και τον ανθρωπισμό θα καταστραφεί. Το τραγούδι της Ανδρονίκης είναι ακόμη μια καταθλιπτική νότα που προεικάζει τα τρομακτικά πολιτικά γεγονότα που θα ακολουθήσουν. Ένα κλου του βιβλίου μας δίνει ο Ισίδωρος, ότι αυτή η κοινωνία των “τρελών” δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την “υγιή” κοινωνία. Ο Ισίδωρος αναρωτιέται για την έννοια του Καλού και του Κακού και την έννοια της απόλυτης ελευθερίας. Τα “ρούχα” και τα διάφορα παραφερνάλια που κουβαλάμε μάς καθορίζουν. Ο Δαμιανός πιστεύει ότι οι “γυμνοί” στο Ίδρυμα που αρνούνται τα ρούχα ίσως ζουν την “απόλυτη ελευθερία” . Αυτό μου θυμίζει τον Άγιο Φραγκίσκο που πετάει τα ρούχα του στην έρημο και τρέχει γυμνός απελευθερωμένος, ακόμη και η Ανθούλα πετάει επιτέλους τα κίτρινα βαμμένα με το αίμα του “κακού” παπούτσια της και οδεύει προς τη δική της απελευθέρωση. Ένα χαρακτηριστικό κεφάλαιο είναι η περιγραφή του ονείρου του Ισίδωρου της 19ης Νοεμβρίου 1973 όπου το Πολυτεχνείο συναντά τον Αλιέντε στη Χιλή , ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ τον Κυριάκο Μάτση και εδώ έχουμε την πιο συγκλονιστική στιγμή του βιβλίου, όταν ο Ισίδωρος ρωτά τον Μάτση ” μα εσύ δεν σκοτώθηκες από τους Άγγλους;” Τότε “ο Κυριάκος χαμογελά” . Αυτό το χαμόγελο σκίζει τα σωθικά και φέρνει δάκρυα στα μάτια. Ο Κυριάκος Μάτσης χαμογελά από το βασίλειο των νεκρών. Μα άραγε ο κόσμος των νεκρών είναι τόσο μακρινός και απροσπέλαστος όπως και ο κόσμος των ζωντανών; Ο Πλούτωνας αντιμετωπίζει τον Άρμστρονγκ ” γιατί χαλάσατε την ομορφιά, γιατί…
Όντως γιατί χαλάσαμε την ομορφιά, γιατί;…
Ακολουθεί μια πιο ρεαλιστική καταγραφή των γεγονότων της εισβολής και της καταστροφής μιας πτέρυγας του ιδρύματος. Αυτό όμως δεν εμποδίζει το γκραν φινάλε του βιβλίου, όπου όπως σε κάθε παραμύθι ο πρίγκιπας θα πάρει την πριγκίπισσα και θα φύγουν για άλλες μαγικές χώρες και εμείς θα τους ευχηθούμε, όπως τελειώνει και το κάθε παραμύθι, να ζήσουν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.
(*) Ο Ανδρέας Κάραγιαν είναι ζωγράφος και συγγραφέας
Κώστας Λυμπουρής, ΑΘΑΛΑΣΣΑ, Το Ροδακιό
Βρες το εδώ