του Γιάννη Στρούμπα
Ιστορίες που πραγματεύονται, ως επί το πλείστον, τη σχέση των ανθρώπων με τον χρόνο συγκεντρώνει η Μαρία Στασινοπούλου στη συλλογή αφηγημάτων της Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο. Ήρωες, συχνά ηλικιωμένοι, αναμετρούνται με την τέταρτη διάσταση σε μια ποικιλία στάσεων, σκέψεων και συναισθημάτων. Η συγγραφέας θέτει ως μότο στη συλλογή της την οδηγία «Κοίτα να είσαι σύντομος και να μην επιμένεις σε τίποτα» του Διονύσιου Σολωμού. Με το μότο αυτό ο χρόνος παύει να μετρά απλώς το εύρος της επίγειας ανθρώπινης παρουσίας και μετατρέπεται σε στοιχείο αξιολόγησης του μηνύματος, κατ’ επέκταση και της αποτελεσματικότητας του λογοτεχνικού κειμένου: η σύντομη αποτύπωση, πόσο μάλλον όταν δεν αποπνέει απολυτότητα, ισχυρογνωμοσύνη, αδιαλλαξία κι εγωισμό, ευνοεί την αμεσότητα, την ευθυβολία του μηνύματος. Η υιοθέτηση της συγκεκριμένης στάσης ερμηνεύει και την επιλογή του κειμενικού είδους από τη Στασινοπούλου, δηλαδή τα ευσύνοπτα διηγήματα.
Η αντοχή στον χρόνο ενδύεται με εκφάνσεις ποικίλων αποχρώσεων. Στα ζωντανά της χρώματα περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις άρνησης της γήρανσης. Η εβδομηντάχρονη ηρωίδα σε μία από τις ιστορίες του τόμου απευθύνει το αυθόρμητο «Α να χαθείτε, άσχετοι!» στους δημοσιογράφους που αποκαλούν γυναίκα εξηντάρα «γερόντισσα» και «γιαγιά». Με την άρνηση της γήρανσης συνυπάρχει, ωστόσο, η συγκαταβατικότητα απέναντι στον χρόνο: «Ερατώ μου, τα παιδιά μεγαλώνουν, εμείς απλώς γερνάμε». Η αποδοχή εδώ των γηρατειών οφείλεται στην αντιμετώπισή τους ως φυσιολογικής εξέλιξης. Η συμφιλίωση με τον χρόνο επιφέρει και τη συμφιλίωση με τον εαυτό, με κέρδος την ηπιότητα, την άρνηση της πίκρας. Η πραγμάτευση, επιπλέον, της Στασινοπούλου αναφορικά με μια «ρεαλιστική» στάση απέναντι στον χρόνο και στη φθορά του είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, καθώς καταδεικνύει ότι ο «ρεαλισμός» της άρνησης εξωραϊσμού του χρόνου είναι εντέλει άκρως υποκειμενικός. Η αφηγήτρια μοιάζει αντικειμενική, οπωσδήποτε αυτοϋπονομευτική και ίσως αυτοσαρκαστική, όταν χαρακτηρίζει το εβδομηνταπεντάχρονο σαρκίο της ως «κωλόγρια». Ο συνομιλητής της όμως τη βλέπει «θεά» και της προσφέρει έναν εναλλακτικό «ρεαλισμό», όταν επισημαίνει ότι η συνομήλικη της αφηγήτριας μάνα του είναι τόσο καταβεβλημένη από τον χρόνο, ώστε να μοιάζει «θεια» του. Το χιουμοριστικό σχόλιο, με την έκπληξη που προκαλεί, φέρνει το χαμόγελο στον αιφνιδιασμένο, εμβρόντητο αναγνώστη.
Η θυμοσοφική στάση απέναντι στον χρόνο εντάσσεται στις εσώτερες διεργασίες με τις οποίες η Στασινοπούλου τον συσχετίζει. Δι’ αυτών η συγγραφέας σκιαγραφεί τον ψυχισμό και τις αξίες των ηρώων. Ο ενδόμυχος πόθος του Σύριου πρόσφυγα να ανοίξει, κάποια στιγμή στο μέλλον, μαγαζί στην πατρίδα του, διασταυρώνεται με το σχόλιο «Το έχει ήδη ανοίξει η λαχτάρα του»: ιδού πώς και μόνο το κίνητρο λειτουργεί λυτρωτικά, παρέχει όραμα, ανανεώνει τη ζωή, και γλυκαίνει σαν διαπίστωση, καθιστώντας τον χρόνο όχι αντίπαλο αλλά σύμμαχο. Παράλληλα, η παγιωμένη σε βάθος χρόνου συμπεριφορά εξακολουθεί να επηρεάζει τους ήρωες, παρά την ενδιάμεση αλλαγή της κατάστασής τους. Ο νέος καθηγητής Πανεπιστημίου στην Εθνική Βιβλιοθήκη δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα την ιδιότητά του. Κι όταν ο υπάλληλος τού υποδεικνύει ότι οι θέσεις στις οποίες κάθεται προορίζονται μόνο για καθηγητές Πανεπιστημίου, αυθόρμητα αλλάζει θέση, κινούμενος με την κεκτημένη ταχύτητα της πρότερης φοιτητικής του ιδιότητας. Ο παντοδύναμος χρόνος δεν είναι, λοιπόν, μόνο ο τροφοδότης της συνήθειας αλλά και ο ρυθμιστής ψυχικών αντιδράσεων.
Όταν η εμμονή στην πρότερη κατάσταση δεν είναι προϊόν συνήθειας και κίνησης ασυναίσθητης, μπορεί να δηλώνει την αντισυμβατικότητα εκείνη που αντιτάσσεται σε εξελίξεις αρνητικές. Στις περιπτώσεις αυτές, όπου ο χρόνος οδηγεί σε παρακμή, η άρνηση της παρακολούθησής του και της ενσωμάτωσης σε ένα προβληματικό παρόν συνιστά αντίδραση κι αντίσταση στον ξεπεσμό. Γι’ αυτό και η ιδιόρρυθμη ηρωίδα της χιπ-χοπ αισθητικής, αποκρούοντας με το ενδυματολογικό της στιλ και τη στάση της έναν κόσμο παντοιοτρόπως ρυπαρό, τον αποτελειώνει στη δική της αποτίμησή του με τη ρητή της κατάδειξη της νοσηρότητας στην οποία έχει περιέλθει το φυσικό περιβάλλον, στην εικόνα του ποταμού της αμερικανικής μεγαλούπολης: «Εδώ ρίχνουν τα σκατά τους οι Αμερικάνοι».
Η εκρηκτική αντίσταση στη διολίσθηση του κόσμου εμπεριέχει τον αιφνιδιασμό λόγω της απρόσμενης δυναμικής αντίδρασης. Η αναγνωστική κινητοποίηση εδώ διέρχεται από την έκπληξη, μια έκπληξη την οποία η Στασινοπούλου την ενεργοποιεί τεχνηέντως σε πολλαπλά επίπεδα. Ο 95χρονος πελάτης του αγγειοχειρουργού, δυσκολευόμενος να συμβιβαστεί με τη συστηματική λήψη του Σαλοσπίρ για να μην πάθει έμφραγμα, ρωτά αγωνιωδώς: «Ισοβίως, γιατρέ;». Η έκπληξη του ηλικιωμένου εντοπίζεται στο πρώτο επίπεδο. Σε δεύτερο ακολουθεί η έκπληξη του αφηγητή για τον ασθενή, και σε τρίτο η έκπληξη του αναγνώστη. Απαιτητικότερη είναι η πραγμάτευση της έκπληξης που προκύπτει από τον διάλογο του τεχνίτη οικιακών μαστορεμάτων με την πελάτισσά του. Η είσοδος του τεχνίτη στην οικία του πελάτη για την εκτίμηση των απαιτούμενων εργασιών, συνοδεύεται από την απολογία της ηρωίδας για το ατακτοποίητο σπίτι: «Συγγνώμη που είμαστε σαν γύφτοι». Στην απολογία αυτή ο τεχνίτης απαντά «φλεγματικά» «Εμείς είμαστε γύφτοι»! Η Στασινοπούλου μεταβαίνει από την αμηχανία της ακαταστασίας, την εκφερόμενη διά της παροιμιακής φράσης που λέγεται αυθόρμητα και προσκρούει στο φλέγμα του τσιγγάνου τεχνίτη συναντώντας την καταγωγή του, στην αρχική έκπληξη και την αμηχανία της διατύπωσης ενός προσβλητικού στερεότυπου. Αποκεί και μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών, η έκπληξη ανάγεται στο απαιτητικότερο πεδίο όχι μιας απλώς απρόσμενης κατάστασης, αλλά της αντιστροφής των συνθηκών: ο τσιγγάνος τεχνίτης αποδεικνύεται από τους πιο συνεπείς τεχνίτες στην ανακαίνιση του σπιτιού, ενώ οι «νοικοκυραίοι» πελάτες του χαρακτηρίζονται γενικώς από ανίατη ακαταστασία.
Οι απρόσμενες μεταπτώσεις της Στασινοπούλου συχνά εκφέρονται με τρόπο χιουμοριστικό. Η ιστορία του μικρού μαθητή της Α΄ Δημοτικού συμπυκνώνει όχι μόνο τη μεταβολή της επιδιωκόμενης κατάστασης διά της ανατροπής των στοχεύσεων, αλλά παρέχει και το έδαφος απ’ όπου μπορούν να φυτρώσουν ποικίλες προεκτάσεις, σχολιαζόμενες τόσο από τον αφηγητή μα και αναπτυσσόμενες στη σκέψη του αναγνώστη. Ο μικρός μαθητής της Α΄ Δημοτικού, λοιπόν, επιστρέφει από το σχολείο στο σπίτι, μεταφέροντας εκεί κάθε βρισιά που μαθαίνει από τους συμμαθητές του. Η Στασινοπούλου δεν χάνει την ευκαιρία να σχολιάσει με καυστικό χιούμορ ότι στο «Είσαι μαλάκας, μαλάκα» «το κατηγορούμενο επιβεβαιώνει την προσφώνηση», καθώς πράγματι η κλητική προσφώνηση «μαλάκα» συμπίπτει με το κατηγορούμενο «μαλάκας», επομένως η ιδιότητα επιβεβαιώνεται εμφαντικά! Παράλληλα, η μητέρα του μικρού, ψυχολόγος στο επάγγελμα και ανερχόμενο μέλος της υψηλής κοινωνίας, δέχεται τα βέλη της αφηγήτριας, καθώς υπονοείται ότι, παρά την επαγγελματική της ιδιότητα, δεν κατορθώνει να απομακρύνει το μικρό της παιδί από το ακατάσχετο υβρεολόγιο στο οποίο διαρκώς επιδίδεται. Το μεγάλο σχόλιο, ωστόσο, που υπερβαίνει ακόμη και την ίδια τη συγγραφέα, βρίσκεται στο όνομα του μικρού. Ο «Κωνσταντίνος», και όχι Κώστας ή Κωστής ή Ντίνος, διαρρηγνύει το αυτοκρατορικό περικάλυμμα του βασιλικού του, γαλαζοαίματου κι αριστοκρατικού ονόματος, όταν αποδεικνύεται αθυρόστομος σαν λαϊκός λιμενεργάτης! Έτσι προκύπτει όχι μόνο πως «Η μαθητεία έχει πολλούς δρόμους», σύμφωνα και με τον τίτλο του αφηγήματος, αλλά και πως τα αριστοκρατικά σαλόνια δεν κατακτώνται διά των μεγαλοπρεπών ονομάτων («Κωνσταντίνος»!), μα διά της ευπρέπειας και του γενικότερου χρηστού ήθους.
Το κοινωνικό σχόλιο της Στασινοπούλου δυναμώνει τη φωνή του εκφραζόμενο διά αντιστροφών. Ο περιζήτητος γαμπρός Βασίλης δεν λέει να παντρευτεί, καθώς ελέγχει πάντα στις υποψήφιες νύφες τη μάνα τους! Η αφηγήτρια αμφισβητεί την τακτική και ανατρέπει, στρέφοντας το σχόλιο στους πατεράδες: «Η φαλλοκρατική παιδεία του τον εμπόδιζε να δει πόσοι ανεύθυνοι, βολεμένοι και αναβλητικοί μπαμπάδες υπάρχουν γύρω μας». Πλάι στις αντιστροφές, η συγγραφέας αναδεικνύει καταστάσεις διά της αντιθετικής τους συνύπαρξης. Έτσι, στο ίδιο κοινωνικό πλαίσιο δεν ζει μόνο ο θείος Αριστείδης με την υφέρπουσά του σεξουαλική αθυροστομία, η οποία αποκαλύπτεται μόνο μετά το ξύπνημά του από τη νάρκωση εγχείρισης· ζει και το «υπόδειγμα ενάρετης κόρης», η οποία, στα ύστερά της, χάνει τα λογικά της και στους καμβάδες κεντά πέη με πολύχρωμες κλωστές! Χιουμοριστικά στην πρώτη περίπτωση, τραγικά στη δεύτερη, η Στασινοπούλου παρουσιάζει τον καταπιεσμένο ανθρώπινο ψυχισμό και μιλά για τα απωθημένα με συγγραφική κομψότητα, χωρίς να τα κατονομάζει.
Αντίστροφα, η κατονομασία συμπερασμάτων μπορεί να οδηγεί σε αποφθεγματικές διαπιστώσεις, οι οποίες υπηρετούν εξίσου δραστικά τις στοχεύσεις της συγγραφέα. «Στη μνήμη επιβιώνει η ζωή», λοιπόν. Γιατί η γιαγιά μπορεί να ταξίδεψε για τον άλλο κόσμο, όμως η ανάμνησή της τη διατηρεί ολοζώντανη στο μυαλό των δικών της. Στο οξύμωρο του «γλυκού» θανάτου, λόγω της κυρίαρχης μνήμης, αντιπαραβάλλεται η πικρή ζωή. Η «καρφιτσωμένη χρόνια τώρα στην κορνίζα του παραθύρου της» ηρωίδα, παρά την αδιάλειπτη παρουσία της, δεν ελέγχει τις εξελίξεις, γεγονός που καθιστά την προσκόλλησή της στο παράθυρο τραγικά ειρωνική.
Πραγματευόμενη τον χρόνο, η Στασινοπούλου υποδεικνύει στάσεις που απαλύνουν τον πόνο της φθοράς, κυρίως διά θυμοσοφικών προσεγγίσεων, σπιρτόζικων σχολίων και μιας νηφάλιας ύπαρξης, συμβιβασμένης με την αξία του κάθε της σταδίου. Η πρόταση της συγγραφέα, ωστόσο, απαιτεί δύναμη ψυχής για να καταστεί εφαρμόσιμη στην πράξη. Η λογοτέχνιδα επιχειρεί να βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή, αναθέτοντας στους αναγνώστες της προς επίλυση «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο». Η ίδια η επιλογή του όρου «ασκήσεις», ωστόσο, είναι αποκαλυπτική και των δυσχερειών του εγχειρήματος: στις «ασκήσεις» πολλοί ανταποκρίνονται και τις λύνουν, μα πολλοί άλλοι δεν οδηγούνται στη λύση, και η «αντοχή στον χρόνο» δεν επιτυγχάνεται. Η Στασινοπούλου σαφώς το γνωρίζει, γι’ αυτό και το πραγματεύεται σε τμήμα των κειμένων της. Η λογοτεχνική πραγμάτευση όμως και η αισθητική της απόλαυση, παραμένουν πάντα παρακαταθήκες καθάρσεως, λύτρωσης, ανακούφισης.
Μαρία Στασινοπούλου, Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο, Κίχλη, Αθήνα 2021.
Βρες το εδώ