του Χρίστου Κυθρεώτη
Στο πρώτο του βιβλίο, τη βραβευμένη νουβέλα «Καρυότυπος», ο Άκης Παπαντώνης καταπιάστηκε στο πλαίσιο μιας βαθιά προσωπικής αφήγησης με το ζήτημα της στοργικότητας – της έλλειψης και της παρουσίας της, αλλά και της εγγραφής της στη βιολογική μας μοίρα. Πέντε χρόνια αργότερα, επιστρέφει επιχειρώντας κάτι ανάλογο με επίκεντρο τη μνήμη. Το «Ρηχό νερό, σκιές» (εκδόσεις Κίχλη, σελ. 163) είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, τα επιμέρους κεφάλαια του οποίου συνδέονται στενά όχι τόσο σε επίπεδο πλοκής, όσο χωροχρονικά, αφού όλες οι ιστορίες λαμβάνουν χώρα στο Πρίπιατ τον Απρίλιο του 1986, μέσα σε διάστημα τεσσάρων ημερών – λίγο πριν και λίγο μετά το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ. Σε αυτό το μεγάλο και δραματικό φόντο κοντράρονται οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων του Παπαντώνη, παράγοντας λεπτή τραγική ειρωνεία, αλλά διατηρώντας το βάρος, τη σημασία και τη μεταξύ τους συνάφεια – που δεν είναι απλώς χωροχρονική, όπως προαναφέρθηκε, αλλά πρωτίστως θεματική.
Βασικός καμβάς μέσα στον οποίον πλέκει ο συγγραφέας τα νήματα του μυθιστορήματος είναι το θέμα της μνήμης, συλλογικής και ατομικής. Η προβληματική της συλλογικής μνήμης προετοιμάζεται ήδη με έναν οιονεί εξωκειμενικό τρόπο, δεδομένου ότι το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ αποτελεί μια κομβική στιγμή της, ειδικά για ανθρώπους της ηλικιακής γενιάς του συγγραφέα. Μέσα στο ίδιο το κείμενο, πάντως, ως μεγάλο φάντασμα της συλλογικής μνήμης προβάλλει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που ρίχνει τη σκιά του στις ζωές των ηρώων του δεκάδες χρόνια μετά τη λήξη του, φωτίζοντας αυτό που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον Παπαντώνη: την τομή της συλλογικής μνήμης με την ατομική, τον τρόπος με τον οποίον η μεγάλη Ιστορία διαμορφώνει, παραβιάζει και ενίοτε κακοποιεί τη μικρή. Από τη συνάντηση των δύο παράγεται ένα αποτέλεσμα – κάποια πράγματα τα καταπίνει η συλλογική μνήμη, εντάσσοντάς τα στο μεγάλο, ομοιόμορφο αφήγημά της, και κάποια άλλα τα διασώζει η ατομική μνήμη, περιφρουρώντας τα έστω και ως χαλάσματα. Είναι αυτή η δεύτερη πλευρά που απασχολεί κατά βάση τον συγγραφέα: μετάλλια τιμής, φωτογραφίες, σπαράγματα ημερολογίων, φάρμακα των οποίων η ημερομηνία λήξης έχει παρέλθει εδώ και δεκαετίες, όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα σπαρακτικό παζλ, θυμίζοντας στον αναγνώστη πως πίσω από τη μεγάλη Ιστορία υπάρχουν πάντα οι μικρές ιστορίες, ένας πυρήνας ατομικής μνήμης που αντιστέκεται στην ομογενοποίηση, την ισοπέδωση και τη λήθη.
Από αυτή την τομή του συλλογικού με το ατομικό αναδεικνύεται, εξάλλου, μέσα στο μυθιστόρημα και το ζήτημα της διαγενεακής μνήμης. Εγγόνια που γίνονται φορείς των αναμνήσεων των παππούδων τους, ανακαλώντας τις με έναν τρόπο βιωματικό, σαν να πρόκειται για δικές τους˙ παιδιά που επαναλαμβάνουν τις ιστορίες των γονιών τους ή βιώνουν ανάλογες εμπειρίες και συναισθήματα˙ ήρωες που μοιάζουν έρμαια μιας μοίρας που δεν είναι αποκλειστικά δική τους. Όλα αυτά φαίνεται να απασχολούν έντονα τον Παπαντώνη, που κατ’ αναλογίαν με το θέμα του πρώτου του βιβλίου, καταπιάνεται εδώ με την προβληματική της «κληρονομικότητας» της μνήμης: με το πώς είναι δυνατόν η μνήμη των προγόνων να «κληρονομείται», να επηρεάζει και να διαμορφώνει άμεσα τη μνήμη και τη ζωή των απογόνων τους. Η ερμηνεία προς την οποία κλίνει δεν είναι, νομίζω, ούτε επιστημονική, ούτε μαγική – αυτό στο οποίο μοιάζει να καταλήγει είναι πως οι άνθρωποι έχουν συχνά την τάση να κατανοούν (ή και να διαμορφώνουν) όσα τους συμβαίνουν με βάση αφηγηματικά υποδείγματα. Η ίδια η μνήμη είναι ένα σύνολο τέτοιων υποδειγμάτων, τα οποία, συχνά ασυναίσθητα, οι ήρωες του Παπαντώνη ακολουθούν, ακόμα και αν τα κατασκευάζουν ως «μοίρα».
Όλα τα παραπάνω, ο συγγραφέας τα υπηρετεί διατηρώντας το χαμηλόφωνο, λεπταίσθητο ύφος του προηγούμενου βιβλίου του, οδηγώντας το όμως εδώ σε ελαφρώς λυρικότερες αποχρώσεις, μέσα από μια αλληλουχία μεταφορών και ευφυών λεκτικών σχημάτων, που συνολικά οικοδομούν μια ατμοσφαιρική αφήγηση, ταιριαστή με το φόντο των ιστοριών του. Με δεδομένο ότι και το επίπεδο της σύνθεσης κινείται σε απαιτητικότερα επίπεδα, αφού ο Παπαντώνης κουρδίζει με εντυπωσιακό τρόπο την έξοχη ατμόσφαιρα, τις επιμέρους ιστορίες του και το βαθύ σκάψιμο στο θέμα του, μπορεί σαφώς να υποστηριχθεί ότι το «Ρηχό νερό, σκιές» βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τον «Καρυότυπο», φανερώνοντας την εξέλιξη του συγγραφέα του κατά την πενταετία που μεσολάβησε. Επιπλέον, τα συγγενικά από διάφορες απόψεις βιβλία του διαμορφώνουν ένα άτυπο δίπτυχο, που παραμένει ίσως ανοιχτό σε περαιτέρω ανάπτυξη και ολοκλήρωση.
info: Άκης Παπαντώνης, Ρηχό νερό, σκιές, Κίχλη