της Μαρίας Ν. Ψάχου
Ως Αζτέκοι στις Αζόρες (1985) οι ποιητικοί ήρωες του Σπύρου Λ. Βρεττού, από την πρώτη κιόλας συλλογή του εξόριστοι διεκδικητές της προσωπικής τους ουτοπίας, η οποία χαρτογραφεί και τα όρια των συλλογικών προσδοκιών των κρίσιμων δεκαετιών του ΄80 και του ΄90, ξανοίχτηκαν νέοι Σε μαύρο πλου ( 1988). Ωριμάζοντας θα ατενίσουν με Ακίνητα Μάτια (1992) την Τραγωδία (1995) των σύγχρονων πολιτικών και προσωπικών αδιεξόδων που ο ποιητής θα αποδώσει καίρια ανανεώνοντας την μυθική μέθοδο. Βιώνοντας ως Ανιστόρητο (1999), λόγω της «μονοδιάστατης και αλαζονικής πολλές φορές, ερμηνείας»[1] του, το γεγονός της Ι/ιστορικής πραγματικότητας ρεαλιστικά και ειρωνικά προσδιορισμένο ως Πράξη Απλή (2003), που Συνέβη (2007) και συμβαίνει γύρω μας, κομίζει ως πολύτιμο κεκτημένο της βίωσής του τα Δεδομένα (2012), έκφραση της σύγχρονης ατομικής και συλλογικής εμπειρίας που η ποίησή του έχει τη δύναμη να αναδείξει και τα οποία θα οδηγήσουν νομοτελειακά πλέον στις Διαπραγματεύσεις (2019) μιας νέας συμφωνίας επιβίωσης. Επί της ουσίας ποιητικές απόπειρες ερμηνείας και διαχείρισης των σύνθετων και πολύπτυχων κρίσεων του παρόντος, όπως αυτό διαπλέκεται με το ιστορικό παρελθόν στον προσωπικό ποιητικό μύθο του Σ. Λ. Βρεττού που αναπτύσσεται πολύπτυχα και στην πλέον πρόσφατη ποιητική του συλλογή η οποία λειτουργεί ως η κιβωτός της μέχρι τώρα ποιητικής του δημιουργίας. Είναι φανερό πως ένα ενδιαφέρον ποιητικό σώμα στοιχειοθετείται άτυπα μέσα από τη συνανάγνωση των τίτλων των ποιητικών συλλογών του, οι οποίοι δεν περιορίζονται στη συνόψιση ή την συμβατική περιγραφή του θέματος τους, αλλά προϊδεάζουν ελκυστικά για την ποιητική ηθική των αναζητήσεων του ποιητή. Καθοδηγούν στη διαλεκτική της ανέλιξης της ποιητικής του διαδρομής καταγράφοντας τους αναβαθμούς της στοχαστικής του περιπέτειας για την «ποιητική υπέρβαση» της «ιστορικής ακινησίας»[2] που αποτελεί βασικό αίτημα της ποίησης του.
Με τις Διαπραγματεύσεις, την πλέον πρόσφατη συλλογή του, επανεγγράφοντας τολμηρά με τον τίτλο τους έναν όρο της επικοινωνιολογίας, τον οποίο αξιοποιεί τόσο η νομική επιστήμη όσο και η πολιτική και η Ιστορία και ενισχύει ιδεολογικά η ψυχολογία, στον χώρο της ποίησης επιβεβαιώνει τη δύναμη της ποιητικής τέχνης να μετουσιώνει κάθε ανθρώπινο αίτημα σε ποιητικό γεγονός, επιτυγχάνοντας την αναγωγή του επικαιρικού συμβάντος σε καθολικό ζήτημα υπαρξιακής διερώτησης, χτίζοντας μέσα από τη διεισδυτική προσπέλαση στο ατομικό καθημερινό βίωμα τον καθολικό ποιητικό μύθο της αλήθειας της κοινής ανθρώπινης μοίρας. Ταυτόχρονα, όπως φανερώνεται από το σύνολο των θεματικών και ιδεολογικών αναφορών που παραπέμπουν τόσο σε προηγούμενες συλλογές του όσο και στο πεζογραφικό του έργο, αποδεικνύει τη διαλεκτική που συνέχει την γραφή του στις πρωτεϊκές μεταμορφώσεις της μέσα στο χρόνο, αλλά και τη δύναμη του οράματός του που ξεδιπλώνεται αναστοχαστικά βαθαίνοντας τις ρίζες του πολύκλωνου δέντρου της ποίησής του.
Οι Διαπραγματεύσεις, όπως όλες οι ποιητικές συλλογές του Σ.Λ. Βρεττού, αποτελούν μια ποιητική σύνθεση με ενδιαφέρον ειδολογικό, αισθητικό και ιδεολογικό. Συνιστούν μιαν ολότητα ποιημάτων που οργανώνονται σε τρεις ενότητες οι οποίες συνέχονται δομικά και ιδεολογικά από τους διακριτικούς δεσμούς τόσο της ανατροπής των καθορισμένων και αυτονόητων δεδομένων που αφορούν στην προσπέλαση της αλήθειας, όσο και της ανάγκης διαχείρισης της ασάφειας, της ρευστότητας και του αόριστου της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, που αποτελεί κυρίαρχη συνθήκη της εποχής και του ποιητικού σύμπαντος του ποιητή. Κάθε αίτημα, κάθε προσδοκία απαιτεί μιαν ακόμα διαπραγμάτευση για τη διεκδίκηση του απροσπέλαστου απόλυτου, της χαμένης ουτοπίας των μεγάλων προσδοκιών και της ομορφιάς των μικρών στιγμών της πολύτιμης καθημερινότητας. Ο «Ανακριτής και το γεγονός», οι «Συνεχείς Διαπραγματεύσεις» και η «Μικρή Ερωτική Ιστορία», οι τρεις ενότητες της συλλογής, αποτελούν επί της ουσίας τις διαφορετικές πτυχές μιας ποιητικής και ταυτόχρονα ανθρώπινης περιπέτειας διαπραγματεύσεων. Ξετυλίγονται μέσα από ποιητικά συμβάντα ευφυώς επινοημένα συχνά και ως μυθοπλαστικές μεταμορφώσεις της πραγματικότητας από τον τολμηρό ποιητικό αφηγητή, άλλοτε πρωτοπρόσωπο και άμεσο, με το ρίγος της βιωμένης εμπειρίας εμφανές κι άλλοτε τριτοπρόσωπο αντικειμενικό φορέα της αλήθειας, ο οποίος αναπτύσσει μια σχέση διαρκούς οικείωσης και ανοικείωσης με τον ποιητή και τα πρόσωπα που κινούνται γύρω του ως προσωπεία του. Συντίθεται έτσι ένας πολυφωνικός ποιητικός λόγος, με έντονη τη δραματικότητα και ως έκφραση θεατρικότητας, αλλά και τη συχνή διαλογική ανάπτυξη του στοχασμού που λειτουργεί ως μέσο πρωτογενούς ψυχογραφικής αποτύπωσης και ερμηνευτικής αποκάλυψης των ποιητικών προσωπείων φωτίζοντας σε βάθος, μέσω αυτών, σκέψεις και ευαισθησίες που στοιχειοθετούν την ταυτότητα της σύγχρονης Ιστορικής, πολιτικής και επί της ουσίας υπαρξιακής αγωνίας. Κατεξοχήν πολιτικός και υπαρξιακός ποιητής άλλωστε ο Σ. Λ. Βρεττός, με εναργή ιστορική συνείδηση, επαναπροσδιορίζει με το έργο του, με τον πλέον αντιπροσωπευτικό τρόπο στη σύγχρονη ποίησή μας, τη σχέση πολιτικού και υπαρξιακού μέσω της τέχνης κάνοντας όπως χαρακτηριστικά δηλώνει στο ποίημά του «Ο πειρασμός του γλύπτη» το πάθος για την τέχνη μου/πάθος για τη ζωή μου[3] και προτείνοντας την ανανεωμένη θεώρηση της πολιτικής στάσης ως έκφρασης ιστορικότητας[4] και υπαρξιακού αναστοχασμού, που επίσης αποκτά ευρύτερη προοπτική συνδυασμένος αξεδιάλυτα με το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό γεγονός. Άλλωστε, όπως ο ίδιος αναφέρει, αν ο ποιητής καταγράψει «τον ιστορικό χαρακτήρα των γεγονότων, όχι ως ένας απλός θεατής μα ως “κοινωνικός παρατηρητής”», αν δει το γεγονός ως ένα σύγχρονο μύθο προσδίδοντάς του στοιχεία διαχρονικότητας μέσω της υπαρξιακής διάστασής του, θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην επιτακτική ανάγκη «να γίνει η ποίηση αντιπροσωπευτική της εποχής της».[5]
Στην πρώτη ενότητα της συλλογής μπαίνει το κυρίαρχο ζήτημα, οντολογικό, με προεκτάσεις γνωσιολογικές και πολιτικές, της προσπέλασης και της ερμηνείας της ύπαρξης και της ανάγκης για γνώση, της ανάγκης του ευαισθητοποιημένου ανθρώπου να διεισδύσει στο μυστήριο που ζει και να ψηλαφήσει ό,τι συγκεχυμένα χτίζεται γύρω του, συχνά ανεπαισθήτως και χωρίς αιδώ, να αναγνωρίσει και να ξεδιαλύνει το γεγονός, ιστορικό, πολιτικό, ψυχικό, ατομικό ή συλλογικό, που μας καθορίζει προσωπικά και συλλογικά και έτσι να προσπελάσει την αλήθεια. «Ώρα λοιπόν να αντιληφθώ τον κόσμο./ Και έπεσα στο γεγονός./ Μήτε σκοτάδι μήτε φως,/ αλλά το γεγονός εκεί, με τη δική του αύρα./ Μονάχα απ΄ το θολό περίγραμμα/που άλλαζε σχήμα διαρκώς/ μάντευα τι γινόταν» [6] θα ομολογήσει ένα από τα πρόσωπα της ποίησής του. Με έναν πρωτότυπο και ευρηματικό τρόπο που δηλώνεται στο προλογικό εισαγωγικό σημείωμα της α΄ ενότητας, το οποίο θυμίζει σκηνοθετικές παρατηρήσεις, διαφωτιστικό μέσα από την αλληγορία του, αποκαλύπτεται ότι η διερεύνηση παίρνει τη μορφή ανάκρισης, επιλογή απότοκη της νομικής σκέψης βέβαια, αλλά και διότι η κρισιμότητα του θέματος ενδεχομένως την υπαγορεύει ως το αισθητικό σύστοιχο του περιεχομένου, οπωσδήποτε με λανθάνουσες προθέσεις ειρωνικού ερμηνευτικού αυτοσχολιασμού. Ο ποιητικός χρόνος είναι ποιοτικά προσδιορισμένος από τον καβαφικό απόηχο της 15ης Μαρτίου, ημέρας που συνέβη το γεγονός που διερευνάται και παραπέμπει στην ιστορική αλληγορία του καβαφικού ποιήματος «Μάρτιαι ειδοί», υπαινισσόμενος το μοιραίο γεγονός της ζωής μας για το οποίο αδιαφορήσαμε και το οποίο μας καθόρισε. Ο ποιητής, άλλοτε σε ρόλο ανακριτή, ειρωνικά αποταυτισμένος από τον τριτοπρόσωπο ποιητικό αφηγητή ο οποίος σκηνοθετεί την ανάκριση, διεξάγει την έρευνα διαλεύκανσης του περίφημου γεγονότος και συνακόλουθα της κατάκτησης της αλήθειας, δεχόμενος τους μάρτυρες, ενδιαφέροντα ποιητικά προσωπεία του, όσους «είχαν πειστεί ότι πραγματικά διεξαγόταν έρευνα επίσημη»,[7] στον απροσδόκητο χώρο ενός δωματίου ξενοδοχείου που συνορεύει με ένα δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται ένα ζευγάρι τον διάλογο των οποίων ακούει, για τη ακρίβεια κρυφακούει, πλαισιωμένον όχι τυχαία από την υποβλητική, ατμοσφαιρική μουσική υπόκρουση του Μπολερό του Ραβέλ. Στο ποιητικό σύμπαν του Σ. Λ. Βρεττού άλλωστε η διακαλλιτεχνική ώσμωση, τόσο με την τέχνη της μουσικής, αλλά και της ζωγραφικής και της γλυπτικής, είναι καθοριστική για τη διεύρυνση της αισθητικής πρόσληψης του ποιητικού λόγου. Ακολουθούν πέντε καταθέσεις μαρτύρων-αρχετυπικών μορφών της ανθρώπινης κοινωνίας και εγκιβωτισμένος ο διάλογος του ερωτευμένου ζευγαριού, μια ακόμα μαρτυρία ζωής, άτυπη κατάθεση αυθεντικής εμπειρίας. Δυο παράλληλες ιστορίες σε ένα ιδιότυπο ποιητικό μονόπρακτο επάλληλων μονολόγων, χαράσσουν στη συμβολική τους αλληγορία περιγράμματα του γεγονότος που μας ορίζει, με αξιοπρόσεχτη, πάντα στο τέλος του κάθε ποιήματος, μαρτυρία την Σημείωση του ανακριτή, ένα σχόλιο δίκην αντιστικτικού υπομνηματισμού που φωτίζει τα λεγόμενα και κατοχυρώνει την επικοινωνία που συντελείται ανάμεσα σε όλους μας, όσους ζουν μέσα στο ποίημα, αλλά και την κοινωνία των αναγνωστών. Κάθε μαρτυρία και μια ερμηνευτική, εισηγητική πρόταση, κι όλες μαζί, υποθέσεις εργασίας, καρδιακοί κραδασμοί εσωτερικής αγωνίας της κρυμμένης πανεποπτικής ματιάς του ποιητή. Η σκέψη του κυρίως αισθητικά καλλιεργημένου, η προσέγγιση του καλλιτέχνη-δημιουργού, η θέση του περιώνυμου ανδρός, του Καίβαρ εν προκειμένω- το όνομα του μάρτυρα αντλημένο με ένα παιχνίδι λεξιμαγείας, οικείο και προσφιλές στην ποίηση του Σ. Βρεττού, από το όνομα του Καίσαρα που χρησιμοποιεί ο Κ.Π. Καβάφης στο ποίημά του «Μάρτιαι Ειδοί» (Καίσαρ/Καίβαρ), η φωνή του φτωχού δανειολήπτη, εκφραστή της σύγχρονης ιστορικής πραγματικότητας, ελληνικής και όχι μόνο, αλλά και του αόριστου μάρτυρα, που επίσης ενσαρκώνει σύγχρονα ανθρώπινα πρόσωπα δοσμένα στην προσωπική και ιδεολογική τους περιπέτεια κατάκτησης αυτοσυνειδησίας και αξιακού προσανατολισμού στη θραυσματική πραγματικότητα, δίνουν τις εκδοχές του γεγονότος. Εκδοχές διατυπωμένες μέσα από έλλογες ή άλογες λεκτικές εικαστικές συνθέσεις ζωγραφικής πνοής, καλλιτεχνικής ποιητικής ευαισθησίας ή ρεαλιστικά υπαινικτικών συνδηλώσεων. Στο πιθανό ενδεχόμενο που δίνεται με την ανοιχτού τύπου διατύπωση της ευθείας διερώτησης του ανακριτή: «Είναι ο πόλεμος το γεγονός;»[8] όπου ο πόλεμος λογίζεται «ως τάχα ισοδύναμος με τη μεγάλη Ιστορία» [9] έχει προηγηθεί η δήλωση του πρώτου μάρτυρα: « Όταν συνέβη αυτό το γεγονός/κοιτούσα μα δεν έβλεπα./Ζητήματα αισθητικής κατείχαν το μυαλό μου./Άσε που πίσω από το γεγονός, στο βάθος πέρα, / κάποιος περνούσε με άλογο/ελευθερώνοντας πουλιά/ . . ./Όμως αυτό που αποκαλούμε γεγονός,/κι εγώ περνιέμαι μάρτυράς του,/είχε χαθεί με τα πουλιά./Είχε χαθεί στον κουρνιαχτό./Και ήταν λες και τίποτα δεν ήταν ορατό/ή λες και όλα έγιναν ένα μεγάλο βλέμμα./Μα επειδή ενίοτε γυμνάζω την αφή,/ψηλάφισα σαν άπιστος τον ξεσκισμένο τον καιρό/κι ενώπιον Σας καταθέτω ως εύρημα/ετούτο το κουμπί από το ξήλωμα της Ιστορίας».[10] Η πολιτική εκκίνηση στην απάντηση του ερωτήματος είναι φανερή στην πρώτη μαρτυρία, κι όχι βέβαια τυχαία. Το ξήλωμα της Ιστορίας κι η αλληγορία της απελευθέρωσης των πουλιών υπογραμμίζουν μια πτυχή του γεγονότος της σύγχρονης πολιτικής, συλλογικής και ατομικής, πραγματικότητας-Ιστορίας. «Μάλλον θα ΄το λεγα συμβάν ερωτικό»[11] θα καταθέσει ο δημιουργός – μάρτυρας, υπονοώντας και τη βαθιά σχέση δημιουργού και δημιουργήματος προτάσσοντας τον καθοριστικό ρόλο της τέχνης στη ζωή, ενώ σε μιαν άλλη εκδοχή, πιο προσωπική ίσως, που επεμβαίνει ανατρεπτικά στην αλήθεια του μύθου, σχεδόν ακυρώνοντας την ισχύ του στο παρόν, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν δεδομένα, στο ποίημα «Ο Μάρτυς Καίβαρ στις 15 του Μηνός» με παρενθετικό υπότιτλο (Μάρτιαι Ειδοί): «για μένα γεγονός/είναι αυτό που ουδέποτε συνέβη/και ούτε με απειλεί./Και για εσάς/εκείνο που γλιστράει και χάνεται/ στις λέξεις των μαρτύρων».[12] Μήπως όμως το γεγονός είναι ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά που πασχίζει να αντέξει ή να ενταχθεί, ή τουλάχιστον να μην ενοχλεί μέσα σε ένα κόσμο φαινομενικά όμορφο και ειρωνικά χαρακτηρισμένο λαμπρό: «Τι άλλο τώρα να σας πω εκτός απ΄ ότι νόμιζα/πως όλοι τους εγύρευαν εμένα/ και πάσχιζα ο κακόμοιρος/να μην συμβώ εγώ σαν γεγονός,/να μην συνθλίψω εγώ την ομορφιά,/μην είμαι εγώ ο υπαίτιος/που τέτοιο οικοδόμημα λαμπρό/το πάρει ο γλυκός αέρας»[13] ομολογεί ο φτωχός δανειολήπτης μάρτυρας διερωτώμενος ωστόσο «κι η ομορφιά σε τι χρειάζεται αν είναι μοναχή της;». [14] Για τον αόριστο μάρτυρα τι άλλο θα μπορούσε πιθανόν να είναι το γεγονός παρά το αποτύπωμα της ζωής που ζήσαμε, πραγματικότητα και ανεκπλήρωτα, άθροισμα μικρών καθημερινών συμβάντων με πολλαπλά σημαινόμενα αλήθειας και προσωπικής αυταπάτης, κρυμμένα στο βάθος των λέξεων που τα διασώζουν αλώβητα κι ίσως εξαγνισμένα από τη φθορά. Δεν είναι χωρίς νόημα η ευχή του ανακριτή: «Μακάρι να συνέβαινε μέσα στη λέξη του κι ο πόλεμος./Μακάρι να συνέβαινε έξω από τη λέξη της η αλήθεια».[15]
Η συμβολή του διαλόγου του ερωτευμένου ζευγαριού στην διερεύνηση του γεγονότος φέρνει στο προσκήνιο δυναμικά τον έρωτα τόσο ως έκφραση της βαθιάς επαφής και ουσιαστικής ταύτισης της ετερότητας όσο και ως τη ρυθμιστική δύναμη της ζωής που δεν ζητά «πολλά, αλλά τα πάντα»,[16] αλλά και την μικροϊστορία, τις μικρές προσωπικές ιστορίες των απλών ανθρώπων ως το κατεξοχήν γεγονός. «Να είναι αυτοί το γεγονός;»[17] διερωτάται ο ανακριτής και η ανατροπή που επιφυλάσσει για όλο του το ποιητικό οικοδόμημα, με τη σημείωση του τέλους «Πρέπει να σημειώσουμε ότι έχει διατυπωθεί και η ακόλουθη άποψη: Ο άνθρωπος που παρίστανε τον ανακριτή, απλώς παρακολουθούσε το ζευγάρι. Στον ερωτικό λόγο που άκουγε σκέφτηκε να αντιπαραθέσει τις μαρτυρίες. Τις έγραψε ο ίδιος.»,[18] ενισχύει αυτή την άποψη. Ο μονόλογος του θα συμπληρώσει τον προβληματισμό: «Δεν θέλω να ανακρίνω πια /αλλά να ακούω./Λέξεις να έρχονται από μακριά/ή έστω από δίπλα./Μια γλώσσα έτοιμη παρακαλώ/και όχι να πρέπει εγώ να τη συνθέτω./Να πάψω πια να θεωρώ/ότι το γεγονός το άγνωστο,/το πιο άγνωστο απ΄όλα,/κατάντησε να είναι η γλώσσα μου/καθώς δεν πρόλαβε ποτέ τη σκέψη μου/ακέρια να την καταγράψει».[19] Τελικά, ομολογεί, «ενδέχεται ούτε κι ο έρωτας να είναι γεγονός./Πιο γεγονός κι από αυτόν/ενδέχεται να είναι η ποίηση που τον στοιχειώνει./Οπότε παύει εντελώς στα ξαφνικά/το τώρα να είναι τώρα/και γίνεται πριν απ΄τον έρωτα/ή απ΄το ποίημα μετά».[20] Εν τέλει το γεγονός που ορίζει τη ζωή μας, ιστορικό- πολιτικό, ερωτικό ή ποιητικό, ουσιαστικά αποκαλύπτει και στοχεύει στην κατάκτηση της προσωπικής και συλλογικής αλήθειας, στην ανάγκη βαθύτερης οντολογικής προσπέλασης στο προσωπικό αίτημα αυτογνωσίας και πλήρωσης.
Στην ενότητα «Συνεχείς διαπραγματεύσεις» -ο επιθετικός προσδιορισμός αποδίδει όχι μόνο την ένταση ή τη διάρκεια όσο κυρίως το επώδυνο και ατελέσφορο αποτέλεσμά τους, την για διαφορετικούς λόγους «ήττα όλων»[21] -έρχονται στο προσκήνιο ειδικότερα θέματα που τελούν σε αντιστικτική διαλεκτική με τους βασικούς ιδεολογικούς άξονες που ορίζουν οι ποιητικές καταθέσεις των 5 μαρτύρων και ο διάλογος του ερωτευμένου ζευγαριού. Η έμφαση στις επιπτώσεις των πολιτικών πράξεων και η ποιητική μυθοποίηση της σύγχρονης πραγματικότητας όπως του ανελέητου δανεισμού στο ποίημα «Διαπραγματεύσεις για το δάνειο μιας χώρας» ή «Λήξη προγράμματος», «Πολιτικό θρίλερ» αλλά και το εξίσου επίκαιρο, τραγικών επιπτώσεων, ζήτημα της πολιτικής ρευστότητας και ασάφειας, των κλειστών συνόρων και των ασαφών ορίων ολόγυρα μας στον πάσχοντα κόσμο της κάθε λογής προσφυγιάς στο ποίημα «Ραμμένα Χείλη», θέμα ιδιαιτέρως προσφιλές για τον Σ.Λ. Βρεττό που θα τον απασχολήσει και στο διήγημά του «Το ρεπορτάζ» από τη συλλογή Ένας αόριστος άνθρωπος,[22] επιβεβαιώνουν την ποιητική θέση σύμφωνα με την οποία «ένα ιστορικό ζήτημα μπορεί να γίνει τόσο πολυσήμαντο, ώστε να εκχωρηθεί στη δικαιοπραξία της ποίησης»,[23] η οποία αναλαμβάνει να διεκδικήσει την χαμένη μας ανθρωπιά. Το ποίημα «Τραπέζι για τον ξένο»[24]είναι αντιπροσωπευτικό. Ποιήματα ποιητικής που εστιάζουν στη σχέση δημιουργού και δημιουργήματος και αποκαλύπτουν τη βαθιά, σχεδόν ερωτική ταύτισή τους, μαζί με ποιήματα που πραγματεύονται την ανθρώπινη επικοινωνία μέσα από την ερωτική σχέση, το κράτος του έρωτα και τον σφετερισμό της εξουσίας της αγάπης, ολοκληρώνουν τον γειωμένο οντολογικό στοχασμό που διαλέγει να μιλήσει με την γλώσσα της ρεαλιστικής αλληγορίας, της κυριολεκτικής αναλογίας.
Στο θέμα του έρωτα θα επανέλθει με την «Μικρή Ερωτική Ιστορία», μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και ειδολογικά ενότητα ποιημάτων σε πεζό, που για τον Μπωντλέρ, μετρ του είδους, υλοποιούν «το θαύμα μιας ποιητικής πρόζας, μιας μουσικής χωρίς ρυθμό και δίχως ρίμα, αρκετά εύκαμπτης και ασυνάρμοστης προκειμένου να προσαρμόζεται στα λυρικά κινήματα της ψυχής, στους κλυδωνισμούς της ονειροφαντασίας, στα ξέφρενα τινάγματα της συνείδησης».[25] Μέσα από μικρές ιστορίες υπαινικτικής αλληγορίας, με έντονη θεατρικότητα, άλλοτε τριτοπρόσωπη γραφή κι άλλοτε ευθύ λόγο, φωτίζεται πολύπλευρα το θέμα του έρωτα το οποίο σ΄ αυτή τη συλλογή λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα οντολογικής ανάγκης, τονίζοντας ιδιαίτερα τον υπαρξιακό αυτοπροσδιορισμό του προσώπου μέσω του αγαπημένου άλλου και της ουσιαστικής συνάντησής τους που δεν είναι δεδομένη: «Γιατί με έστειλες να σε βρω; της λέει./ Γιατί δεν ήξερα εάν υπάρχω, του απαντάει».[26] Στο ποίημα με τον πολύ ιδιαίτερο τίτλο « Ο άνθρωπος είναι γυναίκα», με λανθάνουσα την επιτελεστική χρήση της γλώσσας και στόχο την αποδόμηση της αντίθεσης των έμφυλων χαρακτηριστικών της ταυτότητας των προσώπων, προβάλλει ως νομοτέλεια τη βαθιά ταύτιση των αγαπημένων, αξιοποιώντας γι΄αυτό και το σύμβολο του καθρέφτη ως συμβόλου αποκάλυψης της αλήθειας, αλλά και ως τρόπου κατάκτησης εσωτερικής πληρότητας, επιστρέφοντας στη μήτρα της ζωής και αναγνωρίζοντας στον έρωτα δύναμη αναγεννητική: « Οπισθοχωρείς μέσα στο τίποτα. Γυρίζεις και κοιτάς προς τα πίσω, εκεί όπου είναι ο μεγάλος καθρέφτης. Αυτός από τον οποίο βγήκες. Στον καθρέφτη βλέπεις τη γυναίκα και δεν αμφιβάλλεις για την αλήθεια της».[27] Στην περίφημη «Θεωρία των μικρών αποστάσεων του ρίγους» μέσα από μια ευφυή σύλληψη συνομιλίας ποιητικού αφηγητή – γλώσσας αναδεικνύει το μέτρο της αλήθειας των αισθημάτων που γεννούν το ρίγος του γνήσιου αγαπητικού πάθους. Οικοδομεί έτσι την προσωπική ερωτική μυθολογία του δίνοντας πνευματική διάσταση στη σωματική φύση της ψηλαφώντας «Τα δακτυλικά αποτυπώματα της φωνής» στο ομότιτλο ποίημα και αναδεικνύοντας τη διαλεκτική των αισθήσεων με προεξάρχουσα την αφή[28] ως τον κατεξοχήν ερωτικό λόγο: « Γιατί και η φωνή από την αφή κατάγεται, που παραμένει σταθερά η πρώτη των αισθήσεων. Πρώτη η αφή των δαχτύλων και ακολουθεί η αφή των χειλιών σαν μιλούν και προπαντός σαν φωνάζουν για να ακουστούν από αυτήν που βρίσκεται μακριά. Γι΄αυτό και βλέπουμε κάποιες φορές, όσοι έχουμε την ικανότητα να δούμε, τη φωνή σαν αφή να εκστομίζεται, μην πω και σαν όραση να προχωρά».[29]
Η ποίηση του Σ.Λ. Βρεττού και στις Διαπραγματεύσεις αξιοποιεί τις ποιητικές διαστάσεις της αφηγηματικότητας κρύβοντας αριστοτεχνικά μέσα σε κάθε ποίημά του μιαν ιστορία, εμπλουτισμένη με όρους προσωπικού λυρισμού στην σύνθεση της εικαστικής της σύλληψης και απόδοσης, ανανεωμένου και εμπλουτισμένου με στοιχεία υπαινικτικού ρεαλισμού, πινελιές που ζωντανεύουν με το χρώμα του αισθήματος την στοχαστική προσέγγιση της πραγματικότητας που αναδεικνύεται ως το αεί Ι/ιστορικό γεγονός. Διασπά τα όρια του χρόνου και συνενώνει τις διαφορετικές βαθμίδες του, αναζητώντας την αλήθεια του αύριο στο χθες και το σήμερα, με σταθερή ορίζουσα τον άνθρωπο και την δοκιμαζόμενη ανθρωπιά ως αίτημα και κατάκτηση. Επιπλέον διεκδικεί τη διάσωση του ιστορικού παρόντος στον ποιητικό χρόνο, μέσα στον οποίο λανθάνει μια νέα διάσταση του χρόνου που διεμβολίζει τα όρια και διαφυλάττει στο διηνεκές το γεγονός που μας ορίζει, ατομικό και συλλογικό, περνώντας το στην εποπτεία του μύθου που λειτουργεί ως η πλέον ισχυρή αλήθεια χάρη στο βάθος και τη δύναμη της ποιητικής ερμηνείας που τον συνθέτει. Το ποίημα αποτελεί έτσι ένα παλίμψηστο στοχαστικής αναζήτησης και ποιητικής κατάθεσης όσων έχουν εγγραφεί στο βυθό του. Ο ποιητικός λόγος χρησμικός, συχνά διλημματικός συστήνει το γεγονός της ζωής μας ως πράξη απλή και σύνθετη ταυτόχρονα και προσκαλεί ελκυστικά στην προσπέλασή του.
Ο Σ.Λ. Βρεττός και με τις Διαπραγματεύσεις του οριοθετεί ποιητικά το χάρτη της ζωής των σύγχρονων ανθρώπων και των πραμάτων τους. Διεκδικητής και απολογητής της χαμένης ουτοπίας που αναζητείται ανοίγει δρόμους για να «έχει και το φως/ μια αιτία».[30]
info: Σπύρου Λ. Βρεττού, Διαπραγματεύσεις, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2019
[1] Σπύρου Λ. Βρεττού, Η «ιστορική ακινησία» και η ποιητική της υπέρβαση, εφημ. Η Αυγή, 25/1/2004
[2] Ο.π.
[3] Σπύρος Λ. Βρεττός, Τα Δεδομένα, Γαβριηλίδης, 2012,σ.11
[4]Σ. Λ. Βρεττός, Ο «φόβος» της πολιτικής ποίησης, εφημ. Η κυριακάτικη Αυγή ( αναγνώσεις), Ο ποιητής ως πολίτης του ιστορικού παρόντος, επιμ. Κ. Βούλγαρης, Λ. Καζαντζάκη, τχ.66, 21/3/2004
http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2008/05/blog-post_2062.html
[5] Ο. π.
[6] Σπύρος Λ. Βρεττός, Διαπραγματεύσεις, Γαβριηλίδης, 2019,σ. 12.
[7] Ο. π., σ. 9.
[8] Ο. π., σ. 11
[9] Ο. π., σ. 21.
[10] Ο. π., σ. 11.
[11] Ο. π., σ. 13.
[12] Ο. π., σ. 15.
[13] Ο. π., σ. 18.
[14] Ο. π., σ. 17.
[15] Ο. π., σ. 19.
[16] Ο. π., σ. 23.
[17] Ο.π., σ. 16.
[18]Ο. π., σ. 27.
[19] Ο. π., σ. 22.
[20] Ο. π., σ. 25.
[21]Ο. π., σ. 35.
[22] Σ.Λ. Βρεττός, Ένας αόριστος άνθρωπος, Γαβριηλίδης, 2016, σ.9-20
[23] Μίμης Σουλιώτης, Βαθιά Επιφάνεια, Κέδρος 1992, σ.20.
[24] Είναι ενδιαφέρουσα η επικοινωνιακή ανταπόκρισή του με το εκκλησιαστικό ιδιόμελο ποίημα «Δος μοι τούτον τον ξένον» του Γεωργίου Ακροπολίτου, λογίου 13ου αι.
[25] Charles Baudelaire, Μικρά ποιήματα σε πεζό, Εισαγωγή- Μετάφραση-Σημειώσεις Ζ.Δ. Αϊναλής, oposito, Αθήνα 2018, σ.12.
[26] Σπύρος Λ. Βρεττός, Διαπραγματεύσεις, Γαβριηλίδης, 2019, σ. 52.
[27] Ο.π., σ.55.
[28] Για την ιδιαίτερη σημασία της αφής έχει κάνει ήδη λόγο και στο διήγημά του «Η πτώση»: « Στα μάτια είναι η αφή κι εγώ τόσο καιρό το πάλευα με χέρια» (Σ.Λ. Βρεττός, Ένας αόριστος άνθρωπος, Γαβριηλίδης, 2016, σ.27)
[29] Σπύρος Λ. Βρεττός, Διαπραγματεύσεις, Γαβριηλίδης, 2019,σ.59.
[30] Ο.π., σ. 26.