Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Το μεταμοντέρνο παιχνίδι, είτε για την ποίηση μιλάμε είτε για την πεζογραφία, μπορεί να προκύψει, όπως όλοι πολύ καλά ξέρουμε, μέσω πολλαπλών εκδοχών. Κι όταν το μεταμοντέρνο δεν ακολουθεί τη γραμμή του anything goes, αλλά συνομιλεί εκ βαθέων με τη μοντερνιστική παράδοση (εξ ου και πολλοί πιστεύουν πως το μεταμοντέρνο αποτελεί το ύστερο στάδιο του μοντερνισμού), ο βαθμός περιπλοκότητας των κειμένων μπορεί επίσης να αυξάνει σημαντικά. Τα λέω όλα αυτά με αφορμή την ποιητική συλλογή του Βασίλη Αμανατίδη Εσύ: τα στοιχεία που κυκλοφόρησε στα μέσα περίπου της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Νεφέλη. Τη διαβάζω με κάποια χρονική καθυστέρηση κι εκείνο που διακρίνω στις σελίδες της είναι μια απογύμνωση του μεταμοντέρνου παιχνιδιού, μια εσκεμμένη απίσχναση της τροπικότητάς του.
Ο Αμανατίδης έχει δημοσιεύσει επτά ποιητικά και δύο πεζογραφικά βιβλία. Τόσο στα μεν όσο και στα δε χρησιμοποιεί τις όποιες ρεαλιστικές του εικόνες εντελώς προσχηματικά: άλλοτε με την αναγωγή προσώπων και πραγμάτων σε μια σφαίρα που κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας -και επί της οποίας κυριαρχεί ένας παρωδιακά κανιβαλικός λόγος- και άλλοτε με τον ρεαλισμό και την καθημερινότητα να λειτουργούν ως έναυσμα για ένα πλέγμα αντανακλάσεων και αντικατοπτρισμών, όπου η διαδικασία της ποιητικής ή της αφηγηματικής σύνθεσης προβάλλει ως έργο εν προόδω. Ο αγώνας για το στήσιμο ενός συνδετικού ή μυθοπλαστικού ιστού συνιστά έτσι ένα ως εξ ορισμού ασταθές και μεταβαλλόμενο πλαίσιο, όπου τα πάντα μοιάζουν έτοιμα να αναπροσδιοριστούν και να επανεγκατασταθούν από την αρχή. Μια γλωσσική διάχυση σε επάλληλους και αδιάκοπα διευρυνόμενους κύκλους, χωρίς καμία προοπτική κατάληξης ή ολοκλήρωσης. Προς την κατεύθυνση αυτή συμβαίνει και κάτι άλλο: υιοθετούνται εμπρόθετα αναληθοφανείς διάλογοι και σχεδιάζονται τερατόμορφες ανθρώπινες φιγούρες με μια εμφανώς υπερρεαλιστική διάσταση στη σκηνοθεσία τους. Παράλληλα σημειώνονται αιφνιδιαστικές μετατοπίσεις στον χώρο και στον χρόνο (κάτι στο οποίο επιμένει ο Αμανατίδης από την πρώτη του εμφάνιση), καθώς και πυκνές παρεμβολές του αφηγητή στα δρώμενα: δρώμενα των οποίων το σχήμα αλλάζει ανάλογα με την οπτική γωνία της διαταραγμένης σύλληψής τους – αν και τα κομμάτια στα οποία σκορπίζεται η πραγματικότητα μέσα από μια τέτοια διαταραχή ανάγονται πάντοτε σε ένα καινούργιο σύνολο.
Κανένα από τα προηγούμενα στοιχεία δεν μοιάζει ξένο στο Εσύ: τα στοιχεία, με τη διαφορά πως ήδη από τον τίτλο έχουμε προειδοποιηθεί για μια γενναία ελάττωση ή περιστολή της έντασης. Η παράξενη και απροσδόκητη στιχοποιία, τα λεκτικά παιχνίδια, οι λέξεις που μετατρέπονται σε φράσεις, οι φράσεις που καταλήγουν σε παραλλαγές ή επαναλήψεις μίας και μοναδικής λέξης, οι συνεχείς διασπάσεις και επαναδιασπάσεις της στιχουργικής ενότητας, ολόκληρο με δυο λόγια το μεταμοντέρνο οπλοστάσιο του Αμανατίδη, θα δώσουν το παρών και στο ανά χείρας βιβλίο, αλλά αφτιασίδωτα και αποκλιμακωμένα, σαν ο ποιητής να επιδιώκει να τα δουλέψει και να τα οργανώσει στη στοιχειακή τους μορφή.
Σημαίνει άραγε αυτή η εσωτερική στροφή και κάποια έκπτωση; Σηματοδοτεί η αποφόρτιση της μεταμοντέρνας υπερθέρμανσης κι ένα πάγωμα ή μιαν ακινησία του ποιητικού λόγου; Το ακριβώς αντίθετο, θα έλεγα. Πρόκειται για μια arte povera υψηλών υλικών που προφυλάσσει τον Αμανατίδη από τον πληθωριστικό κίνδυνο ο οποίος είχε αρχίσει να τον απειλεί τόσο ως πεζογράφο όσο και ως ποιητή. Όπως γράφει κι ο ίδιος:
η ομορφιά
φεύγει πάντα μπροστά
με ποδήλατο
να τη
δες
πάει