της Ουρανίας Παπακώστα
Το ηλεκτρονικό ρολόι στο καντράν του αυτοκινήτου έδειχνε 6:55 π.μ. Ο οδηγός σήκωσε αργά το βλέμμα του προς τον εσωτερικό καθρέφτη. Στην επιφάνειά του αντικατοπτριζόταν η παιδική χαρά με την κόκκινη στριφογυριστή τσουλήθρα. Τόσο νωρίς το πρωί, ήταν συνήθως άδεια. Εκείνο το πρωινό μόνο ένας ηλικιωμένος κύριος καθόταν σ΄ ένα από τα παγκάκια της, αγκαλιά με έναν μικρό κανελί σκύλο. Το όχημα ήταν παρκαρισμένο εδώ και λίγη ώρα σε μια άνετη θέση που είχε αδειάσει, από κάποιον που μόλις είχε φύγει για δουλειά. Ο οδηγός ξερόβηξε και πέρασε τα μακριά δάχτυλά του μέσα από τα λιγοστά μαύρα μαλλιά του κι έπειτα έτριψε τα μάτια του. Το βλέμμα του ήταν κουρασμένο. Είχε δουλέψει όλη την χθεσινή νύχτα.
Ο ήχος του κινητού διέκοψε την ησυχία της στιγμής. Στην οθόνη αναβόσβηνε ένα γυναικείο όνομα.
Το άφησε για ώρα να χτυπάει, πριν το σηκώσει βαρύθυμα.
<<Καλημέρα. Σταμάτα να φωνάζεις. Σταμάτα είπα! Ηρέμησε! Όχι δεν θα προλάβω να έρθω σπίτι. Όχι είπα. Έχω δουλειά. Δουλειά ναι. Καλημέρα>>. Έκλεισε νευριασμένα το τηλέφωνο ενώ η γυναίκα του μιλούσε ακόμη.
Το ηλεκτρονικό ρολόι έδειξε 7:00 π.μ. ακριβώς. Η πίσω πόρτα των επιβατών ξαφνικά άνοιξε και μέσα στο αμάξι μπήκε μια ηλικιωμένη κυρία. Τα μαλλιά της ήταν γκρι, πιασμένα σ΄ έναν πρόχειρο κότσο και τα ρούχα της φαίνονταν ακριβά αλλά αταίριαστα μεταξύ τους. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και γαλανά αλλά έμοιαζαν θαμπά, σαν έναν διάφανο παραπέτασμα να έπεφτε μπροστά τους.
<<Ξεκινήστε σας παρακαλώ, βιάζομαι πολύ>> είπε με σπασμένη φωνή.
Ο οδηγός, αφού την κοίταξε ερευνητικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια, έβαλε μπροστά την μηχανή.
<Ξέρετε, θα ήθελα να οδηγήσετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε, δεν έχω πολύ χρόνο>> του είπε με παράπονο.
<<Δεν μου είπατε όμως πού πάμε>>, απάντησε με σχετική αδιαφορία εκείνος.
<<Ναι, ναι. Έχετε δίκιο. Να, συνεχίστε όλο ευθεία, όλο ευθεία σε αυτόν τον δρόμο, μέχρι να βρούμε στην γωνία το παντοπωλείο της Macey’s>> είπε η ηλικιωμένη με αγωνία στην φωνή.
Ο οδηγός την κοίταξε ξανά μέσα από τον καθρέφτη συνοφρυωμένος.
<<Το παντοπωλείο αυτό έχει κλείσει εδώ και χρόνια κυρία>> είπε κάπως απότομα.
<<Ω μα ναι, με συγχωρείτε, έχετε δίκιο, σας παρακαλώ συνεχίστε ευθεία και θα σας πω που να στρίψετε>>.
<<Αρκεί να μου το πείτε εγκαίρως>> απάντησε εκείνος χαμηλόφωνα.
<<Ξέρετε, ο γιος μου είναι άρρωστος με πυρετό, τον έχω αφήσει στο σπίτι της αδερφής μου να τον προσέχει γιατί εγώ λείπω όλη την μέρα στην δουλειά, είμαι δακτυλογράφος σ΄ ένα λογιστικό γραφείο>> είπε η ηλικιωμένη που κοιτούσε νευρικά έξω από το παράθυρο.
<<Πολύ λυπάμαι γι΄ αυτό>> είπε ο οδηγός και την κοίταξε ξανά μέσα από τον καθρέφτη.
<<Να εδώ, στρίψτε δεξιά>> ψιθύρισε εκείνη σαν να μην ήταν εντελώς σίγουρη, αλλά ο οδηγός είχε ήδη αρχίσει να παίρνει την στροφή πριν τελειώσει την φράση της.
<<Εντάξει, πάμε σωστά>>. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης κατάφερε να ξεγλιστρίσει από τα σφιχτά χείλη της. Κοίταξε προς το μέρος του.<< Πολύ καθαρό διατηρείτε το ταξί σας πάντως, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για πολλούς συναδέλφους σας>>.
<<Ευχαριστώ>> απάντησε μ΄ ένα μειδίαμα εκείνος. <<Ξέρετε, η αγάπη για την καθαριότητα είναι κάτι που κληρονόμησα από την μητέρα μου, είναι φανατική με την καθαριότητα>>.
<<Α μάλιστα, μάλιστα>> είπε η ηλικιωμένη και χάθηκε πάλι στις σκέψεις της.
<<Να ο γιος μου, ήταν ασθενικό παιδί από μικρός, βράδια ολόκληρα ξενυχτούσα στο προσκεφάλι του, πήγαινα ξάγρυπνη στην δουλειά. Μα πώς θα μπορούσα να κάνω αλλιώς; Είμαι ό,τι έχει και δεν έχει στον κόσμο. Το ίδιο κι αυτός για μένα>>.
Ο οδηγός συνέχισε την πορεία του ανέκφραστος. Σαν να μην τον άγγιζαν καθόλου αυτά που άκουγε.
Το φανάρι κοκκίνησε και το ταξί φρέναρε μαλακά λίγο πριν την διάβαση. Σχεδόν αμέσως μόλις σταμάτησε, η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και μέσα μπήκε φουριόζος ένας νεαρός άντρας, ατημέλητος και με κοιλίτσα. <<Καλημέρα φίλε! Εδώ λίγο πιο κάτω να με πας αν βολεύει, με άφησε το αμάξι σήμερα κι έχω αργήσει για την δουλειά.>>
Ο οδηγός γράπωσε με τις χούφτες του το τιμόνι και χωρίς να τον κοιτάξει του είπε αποφασιστικά <<Βγες σε παρακαλώ από το ταξί μου, εξυπηρετώ ήδη την κυρία.>>
Ο νεαρός άνδρας του αντιγύρισε έκπληκτος <<Ρε φίλε είσαι σοβαρός; Λίγα μέτρα πιο κάτω θα μ΄αφήσεις, δεν νομίζω η κυρία να έχει πρόβλημα, έχετε πρόβλημα κυρία μου, ε έχετε;>>
Με μια γρήγορη κίνηση ο οδηγός άπλωσε το χέρι του και τον έπιασε με βία από τον γιακά. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά του <<Βγες τώρα από το ταξί μου! Εξαφανίστηκες!>>
Ο ανεπιθύμητος επιβάτης γούρλωσε τα μάτια ψελλίζοντας κάποιες ακατάληπτες λέξεις απορίας και θυμού και βγήκε από το όχημα. Το φανάρι έγινε πράσινο. Η ηλικιωμένη κυρία συνέχισε να μιλά.
<<Να εδώ, στρίψτε ξανά δεξιά σας παρακαλώ. Και αν μπορείτε κάνετε λίγο πιο γρήγορα. Η αδερφή μου ακούστηκε στο τηλέφωνο πολύ τρομαγμένη. Μπορεί να χρειαστεί να πάμε τον Χρήστο στο νοσοκομείο>>.
Ο οδηγός έστριψε ξανά δεξιά, υπακούοντας στις εντολές της ηλικιωμένης κυρίας.
<<Περαστικά εύχομαι στον γιο σας. Θα πρέπει να τον αγαπάτε πολύ>>.
<<Αχ και να ξέρατε. Όταν μας εγκατέλειψε ο πατέρας του, ήμουν έξι μηνών έγκυος. Πόσες θυσίες έκανα για να τον μεγαλώσω…>> είπε και τα μάτια της βούρκωσαν.
<<Είμαι σίγουρος πως εκείνος θα σας το ξεπληρώσει όταν μεγαλώσει>>.
Το ταξί μετά από δυο στροφές, έφτασε λίγο πριν την παιδική χαρά με την κόκκινη στριφογυριστή τσουλήθρα. Ο οδηγός άρχισε να κόβει ταχύτητα μέχρι που ακινητοποίησε το όχημα.
Η ηλικιωμένη κυρία, ήταν βουρκωμένη με το βλέμμα στραμμένο στο κενό. Η μηχανή έσβησε.
<<Φτάσαμε>>.
Εκείνη φαινόταν βυθισμένη σ΄ ένα δικό της κόσμο. Μόλις είδε την παιδική χαρά ανασκουμπώθηκε. <<Ναι, φτάσαμε. Να σας πληρώσω>>. Άνοιξε την τσάντα της κι έχωσε το χέρι της βαθιά μέσα για να βρει το πορτοφόλι. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Η τσάντα ήταν άδεια.
Ο οδηγός, που παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις της προσεκτικά, γύρισε ολόκληρο το σώμα του προς το μέρος της και την κοίταξε. <<Σταματήστε επιτέλους να ψάχνετε, δεν υπάρχει τίποτα εκεί>> είπε με ένταση στην φωνή του και την επόμενη στιγμή είχε βγει από το ταξί κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Το χτύπημα της πόρτας, έκανε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που κρεμόταν μ΄ ένα σχοινάκι από πολύχρωμες γυαλιστερές χάντρες από τον εσωτερικό καθρέφτη, να πέσει μεμιάς στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Η φωτογραφία εικόνιζε ένα μικρό αγόρι να γελά μέσα στην αγκαλιά μιας εντυπωσιακής μελαχρινής γυναίκας, στο όμορφο σαλόνι ενός μεσοαστικού σπιτιού. Είχε γραμμένο στο πίσω μέρος της: ”Χ. 1976”.
Η ηλικιωμένη κυρία είχε πάρει μια έκφραση αγωνίας που έκανε το πρόσωπό της να φαίνεται πιο μικροσκοπικό απ΄ ότι ήταν ήδη και τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα από τον φόβο, κάνοντας το μπλε της ίριδας να μοιάζει με ολοστρόγγυλη παγωμένη λίμνη.
Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα της ενώ εκείνη τραβήχτηκε προς τα πίσω. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που πίστεψε πως θα κάνει τα τύμπανα των αυτιών της να σπάσουν. Τον κοίταξε με τρόμο μέχρι που εκείνος σήκωσε το χέρι του. Με αργές κινήσεις της το έτεινε για να την βοηθήσει να βγει. Μετά από λίγο και με κάποιο δισταγμό, του έδωσε το χέρι της κι εκείνος το κράτησε σφιχτά. Η ηλικιωμένη βγήκε με δυσκολία έξω από το ταξί και στάθηκε μπροστά του.
Εκείνος τότε έσκυψε από πάνω της και της είπε με σταθερή και με ήρεμη φωνή:
<<Ο Χρήστος είμαι μαμά. Φτάσαμε στο σπίτι. Καλό μεσημέρι και θα τα πούμε αύριο την ίδια ώρα>>.
Μόλις τελείωσε την φράση του, της έδωσε ένα στοργικό φιλί στο μέτωπο.
Η ηλικιωμένη κοίταξε τον οδηγό και έπειτα την είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας. Εκεί, μια άλλη ηλικιωμένη κυρία με μια μακριά σφιχτοπλεγμένη πλεξούδα από άσπρα μαλλιά, κοιτούσε προς το μέρος τους. Ήταν ακόμη με την νυχτικιά της, και είχε ρίξει στους ώμους της ένα χοντρό καφέ, μάλλινο παλτό.
<<Πήγαινε μητέρα. Μην αφήνεις την θεία Γιάννα να σε περιμένει τόση ώρα μέσα στο κρύο>> είπε ο οδηγός κι έδειξε με το χέρι του την είσοδο του σπιτιού.
Η ηλικιωμένη κυρία, αφού τον κοίταξε για λίγο σαστισμένη, άρχισε να προχωράει με μικρά βήματα προς στην κατεύθυνση που της είχε υποδείξει, χωρίς να τον χαιρετίσει.
Ο οδηγός, μπήκε ξανά στο ταξί, κρέμασε την φωτογραφία που είχε πέσει, και ξεκίνησε για την πρώτη κούρσα της ημέρας.