της Ελένης Κεχαγιόγλου
Ένας εδουαρδιανός σούπερ σταρ
O Χόρχε Λουίς Μπόρχες συμπεριέλαβε το μυθιστόρημα του Άρνολντ Μπέννετ (1867-1931) Θαμμένος ζωντανός: Μια ιστορία του καιρού μας (1908) ‒που εκδόθηκε πρόσφατα από τη σειρά sub rosa των Εκδόσεων Πατάκη‒, στη σειρά «Biblioteca personal», που διηύθυνε για τις εκδόσεις Hyspamérica της Αργεντινής. Σκόπευε να εκδώσει 100 βιβλία της «προσωπικής βιβλιοθήκης» του (εντέλει εκδόθηκαν 74 μέχρι τον θάνατό του το 1988), γραμμένα όχι για ανάλυση, αλλά για αναγνωστική απόλαυση: «Θέλω η βιβλιοθήκη αυτή να έχει ποικιλία ανάλογη με την περιέργεια που μου προκάλεσε, και εξακολουθεί να μου προκαλεί, η εξερεύνηση τόσων γλωσσών και της λογοτεχνίας τους». Ο τριακοστός πρώτος τόμος της σειράς του ήταν το Θαμμένος ζωντανός, μια καυστική σάτιρα, με λαμπερό χιούμορ, για την τέχνη της εδουαρδιανής εποχής (της περιόδου από το 1901 έως το 1910 ή, κατ’ άλλους, έως το 1918, με τις σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές) στο Ηνωμένο Βασίλειο και, όπως εμμέσως συνομολογεί ο υπότιτλος (Μια ιστορία του καιρού μας) για τα κοινωνικά ήθη της σύγχρονης εποχής – ένα βιβλίο του Άρνολντ Μπέννετ, που υπήρξε από τους πιο διάσημους συγγραφείς στη Μεγάλη Βρετανία και στην Αμερική των αρχών του 20ού αιώνα. Την Αμερική την επισκέφθηκε το 1911· η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε από τον αμερικανικό Τύπο και το κοινό ήταν πρωτοφανώς ενθουσιώδης. Όταν πέθανε το 1931 στο Λονδίνο από τυφοειδή πυρετό, οι αρχές της πόλης έριξαν άχυρο στους δρόμους για να μειώσουν τον θόρυβο, λόγω του πάνδημου πένθους – πρακτική, που αποτελούσε φόρο τιμής προς μια σπουδαία προσωπικότητα του έθνους – και ο Μπέννετ υπήρξε θρύλος.
Έγραψε άρθρα, διηγήματα και μυθιστορήματα σε συνέχειες για διάφορα έντυπα προς βιοπορισμό, εξέδωσε μυθιστορήματα που γίνονταν ανάρπαστα, εξαιρετικά επιτυχημένα θεατρικά έργα και σενάρια για ταινίες (όπως το Piccadilly, 1929), συζήτησε μάλιστα το ενδεχόμενο συνεργασίας με τον νεαρό Άλφρεντ Χίτσκοκ. Έγραψε επίσης ενδιαφέροντα βιβλία αυτοβελτίωσης, αλλά και καθιερώθηκε ως κριτικός βιβλίου, τα κείμενα του οποίου θεωρούνταν υποδειγματικά. Υπήρξε πολυγραφότατος, πολύπλευρος και χαρισματικός συγγραφέας. Δεν τα κατάφερε καθόλου άσχημα για γιος ενός επαρχιώτη μικροδικηγόρου από τον βορρά της Αγγλίας, από όπου ονειρευόταν να αποδράσει, καθώς αισθανόταν πως «ήταν γεννημένος Λονδρέζος» – και, όταν το κατάφερε, δεν επέστρεψε ποτέ.
Η αρχή της ιστορίας
Ας πάρουμε, όμως, την ιστορία από την αρχή. Ο Enoch Arnold Bennett (Ίνοκ Άρνολντ Μπέννετ), όπως ήταν το πλήρες όνομά του, θεωρείται εκ των ιδρυτών της σχολής ρεαλιστικής μυθιστοριογραφίας κατά την εδουαρδιανή περίοδο· τα βιβλία του μέχρι τον θάνατό του σημείωναν τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Γεννήθηκε στις 27 Μαΐου του 1867 στο Χάνλεϋ της κομητείας Σταφορντσάιρ της Αγγλίας, μία από τις «έξι πόλεις» της κεντρικής Αγγλίας, που αποτελούν την περίφημη και μάλλον μελαγχολική βιομηχανική περιοχή των «Potteries» (εργαστήρια κεραμικής), τα οποία αποτέλεσαν το σκηνικό μεγάλου μέρους του έργου του (βλ. Anna of the Five Towns, 1902: στα ελληνικά, Άννα των πέντε πόλεων, μτφ. Σπάρτη Γεροδήμου, Ερμείας, 1980· The Old Wives’ Tale, 1908· Clayhanger, 1910). Ο πατέρας του, Ίνοκ Μπέννετ, ήταν διαδοχικά αγγειοπλάστης, υφασματέμπορος, ενεχυροδανειστής και, εντέλει, με σκληρή δουλειά και σπουδές, δικηγόρος. Ο Άρνολντ, ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας, υπήρξε άριστος μαθητής, πλην της ανάγνωσης εξαιτίας του τραυλισμού του, στις γυμνασιακές του σπουδές έγραφε στο σχολικό περιοδικό, έπαιζε στη βασική ενδεκάδα της ποδοσφαιρικής ομάδας του σχολείου του και είχε την τύχη χάρη σε έναν εμπνευσμένο δάσκαλό του να μάθει γαλλικά, γεγονός σπάνιο στην εποχή του. Το 1888 ήταν ο μόνος από την τάξη του που πέτυχε στις τοπικές εξετάσεις για το Κέμπριτζ, κι έτσι είχε την ευκαιρία να σπουδάσει αργότερα στο πανεπιστήμιο. Παρά ταύτα, την επόμενη χρονιά, εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται ως υπάλληλος στο γραφείο του πατέρα του.
Αναζητώντας τρόπο να ξεφύγει από τη μικρή του πόλη, ο Μπέννετ άρχισε να γράφει για την τοπική εφημερίδα Staffordshire Sentinel και να μαθαίνει στενογραφία, δεξιότητα που του επέτρεψε να προσληφθεί ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου, όπου μετακόμισε στις 2 Μαρτίου 1889, με σκοπό να γίνει επαγγελματίας συγγραφέας. Το 1891 εγκαταστάθηκε στο Τσέλσι, κοντά στην οικογένεια του συμπατριώτη του Frederick Marriott (1860-1941), που ήταν τότε διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών εκεί. Στο Τσέλσι, ο Μπέννετ θα έρθει σε επαφή με έναν κόσμο καλλιτεχνών και διανοουμένων· θα αγαπήσει την απλή κοινωνική ζωή και την μποέμικη συμπεριφορά· θα απολαύσει την ελευθερία και τη χαρά· θα μάθει ότι μπορείς να συζητάς χωρίς ντροπή για την ομορφιά, αντίληψη εντελώς διαφορετική από την κρατούσα στην καταπιεστική γενέτειρά του της αυστηρής αγωγής των υποκριτών και κομφορμιστών, στα μάτια του Μπέννετ, μεθοδιστών και του κυριακάτικου κατηχητικού, ενός κόσμου όπου, με τα δικά του λόγια, «κανείς δε βοηθούσε όποιον είχε τη φιλοδοξία να αρθεί πιο ψηλά από το περιβάλλον του». Στο Τσέλσι, θα παγιωθούν οι πεποιθήσεις του ως μετριοπαθούς άθεου σοσιαλιστή. Και σύντομα θα νιώσει πως ασφυκτιά με την υπαλληλική του δουλειά, από την οποία εντέλει θα παραιτηθεί το 1894.
Το πρώτο του λογοτεχνικό κείμενο που δημοσιεύθηκε στο Λονδίνο, και του χάρισε την πρώτη επίσης γεύση των υλικών ανταμοιβών της γραφής, ήταν μια παρωδία με την οποία κέρδισε είκοσι γκινέες στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού Tit-Bits το 1893· το δεύτερο, ένα διήγημα που δημοσιεύθηκε στο Yellow Book, ενίσχυσε τη συγγραφική του αυτοπεποίθηση. Έγινε έπειτα βοηθός αρχισυντάκτη και αργότερα αρχισυντάκτης του Woman, περιοδικού που απευθυνόταν σε γυναίκες της μεσοαστικής τάξης, και έγραφε άρθρα με το ψευδώνυμο «Barbara», μια στήλη με συμβουλές ως «Marjorie», και διηγήματα ως «Sal Volatile».
Το 1898, εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, A Man from the North, ο πρωταγωνιστής του οποίου, Richard Larch, παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τον συγγραφέα που τον επινόησε. Το μυθιστόρημα –στο οποίο ο Μπέννετ, επηρεασμένος από τον Γκυ ντε Μοπασσάν, απέδειξε ότι οι απλοί άνθρωποι μπορούν να είναι ήρωες γοητευτικών μυθιστορημάτων– έλαβε θερμή κριτική υποδοχή, αλλά οι πωλήσεις τού απέφεραν πενιχρό εισόδημα. Αποφασισμένος να ζήσει από τα κείμενά του, άρχισε τότε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα σε συνέχειες (κάτι ιδιαίτερα επικερδές τότε) με τον τίτλο For Love and Life, που το πούλησε 75 λίρες, ενώ ως υπάλληλος κέρδιζε μόνο 2 λίρες την εβδομάδα.
Γνωστός πια, ο Μπέννετ άρχισε να συνεργάζεται με το The Academy (Λονδίνο, 1869-1902), το πιο ζωντανό λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, και να παραδίδει μαθήματα δημοσιογραφίας. Το 1900, στα 33 του χρόνια, το εισόδημά του από τη δημοσιογραφία (ήταν ο πλέον καλοπληρωμένος μαζί με τον Γουέλς) του επέτρεψε να αποκτήσει σπίτι στην εξοχή ‒ την ίδια χρονιά, έπαψε οριστικά να εργάζεται στο Woman. Και έπειτα από δέκα χρόνια στο Λονδίνο εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Farm Trinity Hall του Χόκλιφ στο Μπεντφορντσάιρ, 66 χιλιόμετρα βόρεια από το Λονδίνο – οπότε οι φίλοι του άρχισαν να τον αποκαλούν «κληρονόμο του Χόκλιφ».
Το 1902 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Grand Babylon Hotel –με το οποίο ξεκινά η καταξίωσή του και του δίνει τη χαρά να γράψουν για πρώτη φορά για εκείνον οι Times–, αλλά και ένα το Anna of the Five Towns, που το έγραφε επί πέντε χρόνια. Το πρώτο ήταν αισθηματικό με αστυνομική πλοκή, το δεύτερο ρεαλιστικό –στην παράδοση του Ιρλανδού ρεαλιστή συγγραφέα Τζορτζ Μουρ (1852-1933)–, και ο Μπέννετ έδωσε το στίγμα ενός συγγραφέα που γράφει και λαϊκή και υψηλή λογοτεχνία, υπερβαίνοντας την αυστηρή διαχωριστική μεταξύ τους γραμμή. Νέος και φιλόδοξος, με τον τραυλισμό να αποτελεί το μεγαλύτερο μειονέκτημά του, εντυπωσίασε τους συγχρόνους του ως άνθρωπος προορισμένος να επιτύχει. Επαγγελματίας γραφιάς πια, αποφασισμένος να γράφει τριών ειδών μυθιστορήματα (ρεαλιστικά, συναισθηματικά και χιουμοριστικά), με τα χρήματα που κέρδιζε κατάφερε να ταξιδέψει στο Παρίσι, «τον οίκο του σύγχρονου ρεαλισμού», το 1903.
Κοσμοπολίτης στο Παρίσι
Στη Γαλλία, όπου έμεινε έως το 1911, έζησε μάλλον την ευτυχέστερη και παραγωγικότερη περίοδο της ζωής του. Επί οκτώ χρόνια, κινήθηκε στους κύκλους της Μονμάρτης στο Παρίσι, όπου είχαν συγκεντρωθεί καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, ερωτεύτηκε μια Αμερικανίδα και παντρεύτηκε τη Γαλλίδα ηθοποιό Marguerite Soulié λίγο πριν από τα τεσσαρακοστά του γενέθλια, απέκτησε σκάφος στη νότια Γαλλία και δημοσίευσε, το 1908, το περίφημο μυθιστόρημά του The Old Wives’ Tale και το Θαμμένος ζωντανός: Μια ιστορία του καιρού μας (Buried Alive: A Tale of our Days). Τα μυθιστορήματά του, καθώς και τα επιτυχημένα θεατρικά του έργα τον καταξίωσαν στην Ευρώπη και στην Αμερική. Διέθετε ζεστασιά και ευγένεια, άγνωστη στους ρεαλιστές πεζογράφους που ήξερε το αγγλικό αναγνωστικό κοινό. Υμνήθηκε και αγαπήθηκε.
Το Παρίσι κατά τη διάρκεια των ετών που έζησε εκεί ο Μπέννετ ήταν η πρωτεύουσα των τεχνών και εκείνος αξιοποίησε πλήρως τις δυνατότητες που του προσφέρονταν: μελέτησε τη μουσική, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία. Ο Μπέννετ ήταν πλέον ο κοσμοπολίτης που εκτιμoύσε την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική, τα ρωσικά μπαλέτα του Σεργκέι Ντιάγκιλεφ και τη μουσική του Ιγκόρ Στραβίνσκι προτού ακόμη φτάσουν στο Λονδίνο. Αργότερα, γράφοντας κριτική βιβλίου, με αλάνθαστο κριτήριο επέλεξε από τη θάλασσα της λογοτεχνικής παραγωγής τους σημαντικούς συγγραφείς της επόμενης γενιάς, τον Τζέιμς Τζόυς, τον Ντ.Χ. Λόρενς, τον Γουίλλιαμ Φόκνερ και τον Έρνεστ Χέμινγουεϋ, μεταξύ άλλων, και τους επαίνεσε αφειδώλευτα.
Όταν επέστρεψε στην Αγγλία το 1912, διαπίστωσε ότι ήταν πλέον διάσημος και μοίρασε τον χρόνο του ανάμεσα στο Λονδίνο και σε ένα εξοχικό σπίτι στο Έσσεξ. Στα «Potteries» δεν πήγε παρά μόνο για μερικές σύντομες επισκέψεις, αν και εξακολούθησε να ζει εκεί με τη φαντασία του, όπως ο Τζόυς στο γενέθλιο Δουβλίνο, το οποίο κι εκείνος είχε εγκαταλείψει είκοσι ενός ετών.
Θύμα του πολέμου;
Στα χρόνια του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπέννετ βρίσκεται πρωταγωνιστής σε ένα άλλο πεδίο, μαζί με πολλούς διακεκριμένους ομοτέχνους του. Λίγο μετά την έκρηξη του πολέμου, τον Αύγουστο του 1914, ο Ντέιβιντ Λόυντ Τζορτζ, υπουργός των Οικονομικών, ανέλαβε το καθήκον να συστήσει ένα βρετανικό γραφείο πολεμικής προπαγάνδας και διόρισε επικεφαλής τον διανοούμενο και βουλευτή του Κόμματος των Φιλελευθέρων Τσαρλς Μάστερμαν (1873-1927). Στις 2 Σεπτεμβρίου 1914, ο Μάστερμαν προσκάλεσε είκοσι πέντε κορυφαίους Βρετανούς συγγραφείς, στην έδρα του Γραφείου Πολεμικής Προπαγάνδας (WPB), για να συζητήσουν τρόπους για την καλύτερη δυνατή προώθηση των συμφερόντων της Βρετανίας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Παρευρέθηκε η αφρόκρεμα της βρετανικής λογοτεχνίας: εκτός από τον Άρνολντ Μπέννετ, ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, ο Τζον Μέισφιλντ, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ, ο Γουίλλιαμ Άρτσερ, o Γκ. Κ. Τσέστερτον, o Τζον Γκαλσγουόρθυ, o Τόμας Χάρντυ, o Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, o Χ. Τζ. Γουέλς κ.ά. Ζητήθηκε απόλυτη μυστικότητα, η οποία τηρήθηκε: οι δραστηριότητες του Γραφείου Πολεμικής Προπαγάνδας παρέμεναν απολύτως άγνωστες στο ευρύ κοινό έως το 1935. Έπειτα, όταν στις αρχές του 1918 η κυβέρνηση ανέθεσε στον λόρδο Μπίβερμπρουκ, ιδιοκτήτη της Daily Express, το Υπουργείο Πληροφοριών, εκείνος αποφάσισε να δημιουργήσει Γραφείο Πολεμικής Προπαγάνδας στο Παρίσι, τοποθετώντας ως διευθυντή τον Άρνολντ Μπέννετ.
Τα έργα που εκδίδει o Μπέννετ τη δεκαετία του 1920 δεν μπορούν να συναγωνιστούν τα προηγούμενά του (με εξαίρεση το Riceyman Steps, το 1923). Παρά ταύτα, η δημοφιλία του είναι στα ύψη και πρόκειται μάλλον για τον πιο ακριβοπληρωμένο συγγραφέα της εποχής. Το πρόσωπό του, που ήταν ευχάριστα οικείο στους πάντες, με το πεσμένο βλέφαρο στο ένα μάτι και τα πεταχτά του δόντια, δέσποζε στις διαφημίσεις των βιβλίων του.
Ο Άρνολντ Μπέννετ έδρασε ως συγγραφέας την περίοδο του βασιλιά Εδουάρδου Ζ′ (1901-1910) και την περίοδο του βασιλιά Γεωργίου Ε′ (1911-1936), ή αλλιώς πριν και μετά τον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εδουαρδιανή δεκαετία ήταν συναρπαστική. Η ηθική και οικονομική ανταμοιβή για τους επιτυχημένους συγγραφείς (οι οποίοι, κατά κανόνα, διέθεταν ατζέντη) ήταν μεγάλη, και η λογοτεχνία είχε την πολυτέλεια του «τυπωθήτω» ύστερα από την εξαιρετική της διαφήμιση χάρη στο γεγονός ότι για πρώτη φορά ένας Βρετανός συγγραφέας, ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1907.
Ο Μπέννετ, στα έργα που έγραψε πριν από τον πόλεμο (από το Α Man from the North και μέχρι το Clayhanger – στην ίδια περίοδο εντάσσεται και το Θαμμένος ζωντανός) δεν ασχολήθηκε μόνο με τη μεσαία τάξη της αγγλικής επαρχίας, αλλά επεκτάθηκε και στα φτωχά αστικά στρώματα, όπως ακριβώς, σε διαφορετικό βαθμό, έκαναν και άλλοι συγγραφείς της γενιάς του: ο Γουέλς στο Tono Bungay (1909), ο Γκαλσγουόρθυ στο Fraternity (1909), καθώς και ο E. Μ. Φόρστερ στο Howards End (1910). Τη γενιά αυτή απασχόλησε επίσης η πατριαρχική καταπίεση της βικτωριανής εποχής (η λογοτεχνική συνείδηση της οποίας υπήρξε ο Τσαρλς Ντίκενς). Στον Μπέννετ, στον Γουέλς και στον Γκαλσγουόρθυ πιστώνεται επιπλέον η ανάδειξη του κατοίκου των προαστίων του Λονδίνου και της βρετανικής επαρχίας σε λογοτεχνικό ήρωα της σύγχρονης Αγγλίας.
Στο τέλος της εδουαρδιανής περιόδου, ο Άρνολντ Μπέννετ βρίσκεται στο ζενίθ της δημοφιλίας του, αλλά ο σεισμός που επέφερε ο Α′ Παγκόσμιος Πόλεμος υπονόμευσε τη φήμη του. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, ο κριτικός Γουόλτερ Άλλεν έλεγε: «Μετά βίας μπορούμε να μην τον αντιμετωπίσουμε σαν θύμα του πολέμου. Πριν από το 1914, ο Μπέννετ ήταν ένας λαμπρός συγγραφέας, μετά το 1914 δεν ήταν παρά ένας λαμπρός δημοσιογράφος». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το ταλέντο του Μπέννετ ξοδεύτηκε στη στρατευμένη δημοσιογραφία και στις ατελείωτες συνεδριάσεις του Γραφείου Προπαγάνδας στο Υπουργείο Πληροφοριών – μια αντίληψη, που έκτοτε έχει αναιρεθεί από τους μελετητές του έργου του.
Την εποχή των μεγάλων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στη Μεγάλη Βρετανία μετά τον πόλεμο, την εποχή που η χώρα φαινόταν να χάνει την αίγλη της, με την όποια προπολεμική ευφορία να εξανεμίζεται, εμφανίζεται το κίνημα του μοντερνισμού, οι εκπρόσωποι της λογοτεχνίας του οποίου ασκούν σκληρή κριτική στον Μπέννετ ως ξεπερασμένο.
Η διαμάχη με τη Βιρτζίνια Γουλφ
Σύμφωνα με το Oxford Dictionary of National Biography (2004), «ο Άρνολντ Μπέννετ ήταν ένας παραγωγικός και εξαιρετικά επιτυχημένος συγγραφέας, το έργο του οποίου παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ως αρθρογράφος, θεατρικός συγγραφέας, περιστασιακά συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων, διηγηματογράφος και, κυρίως, ως μυθιστοριογράφος κέρδισε σε όλα τα είδη του λόγου χάρη στο γεγονός ότι η καριέρα του συνέπεσε με μια σπουδαία εποχή για τις τυπωμένες λέξεις στην πολιτιστική ζωή. Ωστόσο, η μεγάλη επιτυχία του ενόχλησε νεότερους συγγραφείς εξαιτίας ακριβώς του επαγγελματισμού για τον οποίο ο ίδιος ήταν περήφανος. Ο Μπέννετ για εκείνους έγινε το παράδειγμα του δημοφιλούς ως αντίθετου του καλού. Τον είδαν ως τον άνθρωπο που ενδιαφερόταν κυρίως για το πορτοφόλι του και όχι για την τέχνη του μυθιστορήματος».
Τη δεκαετία του 1920, λοιπόν, ξέσπασε δημοσίως ένας λογοτεχνικός καβγάς στο Λονδίνο ανάμεσα στη νέα συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ και στον καταξιωμένο συγγραφέα και κριτικό Άρνολντ Μπέννετ, σχετικά με το μοντέρνο μυθιστόρημα. Η διαμάχη τους, που συνεχίστηκε με σφοδρότητα έως τον θάνατο του Μπέννετ το 1931, φανέρωσε εντέλει τη διαμάχη δύο λογοτεχνικών γενεών, των συγγραφέων της εδουαρδιανής περιόδου και των συγγραφέων τής μετά τον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο εποχής, της γεωργιανής περιόδου (1911-1936) και πήρε μεγάλες διαστάσεις με την αρθρογραφία των δύο πρωταγωνιστών σε ποικίλα έντυπα, ώσπου εντέλει προσέλαβε μάλλον χαρακτηριστικά προσωπικής αντιπαλότητας,
Το 1919 ήδη, η Γουλφ με το άρθρο της «Modern Novels» στο The Times Literary Supplement επιχειρεί να προσδιορίσει τη γραφή του μοντερνισμού, την οποία αντιδιαστέλλει με τα έργα των επιτυχημένων συγγραφέων της προηγούμενης γενιάς («Mr. Wells, Mr. Bennett, and Mr. Galsworthy»). Επικεντρώνει ωστόσο τα βέλη της στον Μπέννετ, που τον θεωρεί τον πλέον ένοχο, διότι ακριβώς είναι, όπως γράφει, ο καλύτερος τεχνίτης εκ των τριών και «μπορεί να φτιάξει ένα βιβλίο με τόσο καλή δομή […] ώστε είναι δύσκολο και στους πιο απαιτητικούς κριτικούς να δουν τις ρωγμές του».
Στις 28 Μαρτίου 1923, ο Μπέννετ δημοσιεύει στο Cassell’s Weekly το άρθρο του «Is the Novel Decaying?», όπου αναπτύσσει την άποψη ότι «το θεμέλιο της καλής λογοτεχνίας είναι η δημιουργία των χαρακτήρων» και αναφέρει ότι οι νέοι μυθιστοριογράφοι διαθέτουν αυθεντική ποιότητα, αλλά δε δημιουργούν πειστικούς χαρακτήρες, παραθέτοντας ως παράδειγμα το Jacob’s Room (1922) της Γουλφ· το αξιολογεί ως έργο εκρηκτικής πρωτοτυπίας, στο οποίο όμως ο αναγνώστης δεν μπορεί να φανταστεί τους ήρωές του ως ανθρώπους με σάρκα και οστά.
Την 1η Δεκεμβρίου 1923, η Γουλφ ανταπαντά στο The Nation and Athenaeum, με ένα κείμενο που αργότερα εκδόθηκε υπό τον τίτλο Mr. Bennett and Mrs. Brown (Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν, μτφ. Αργυρώ Μαντόγλου, Μίνωας, 2016) και, σε διάρκεια τριών μηνών, το εκδίδει μία φορά στην Αγγλία και άλλες δύο φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο Μπέννετ εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Στη συνέχεια, 19 Μαΐου 1924, το παρουσιάζει σε μια διάλεξη στο Κέμπριτζ, και σε αυτή την εκδοχή εκδίδεται υπό τον τίτλο Character in Fiction, σε δύο διαφορετικές εκδόσεις, ενώ δημοσιεύεται ξανά στη New York Herald Tribune. Ο καβγάς είχε πια φουντώσει για τα καλά. Και συνεχιζόταν αμείωτος.
Ο Μπέννετ υποστήριζε τη συγγραφική δεξιοτεχνία, την απαραίτητη και συνειδητή τεχνική, ενώ η Γουλφ προέτασσε την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα. Αν σήμερα ενδεχομένως καταλήγουμε ότι απαραίτητα είναι και τα δυο, ο Μπέννετ φαίνεται πως μάλλον υπήρξε «θύμα του μοντερνισμού» ο οποίος θεωρούσε πλέον ξεπερασμένο το ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Έτσι, κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και μετά θάνατον, καθώς η πολεμική της Γουλφ κυριάρχησε και επηρέασε την πρόσληψη του Μπέννετ από τις επόμενες γενιές, του ασκήθηκε η σκληρή κριτική ότι λειτούργησε ως λογοτεχνικός κερδοσκόπος, ανίκανος να αγκαλιάσει καλλιτεχνικά τις ριζοσπαστικές προκλήσεις του νεωτεριστικού πειραματισμού στη λογοτεχνία. Ο δε κύκλος διανοουμένων και καλλιτεχνών του Μπλούμσμπερυ ισχυρίστηκε ότι ο Μπέννετ άσκησε ασυνήθιστη και υπερβολική επιρροή στους μικροαστούς και στα λαϊκά στρώματα, στο κοινό που δεν είχε ιδιαίτερο λογοτεχνικό γούστο και μόρφωση. Για αυτό ο Τζον Κάρεϋ στο βιβλίο του The Intellectuals and the Masses: Pride and Prejudice among the Literary Intelligentsia, 1880-1939 (1992) ανάγει το ζήτημα εν πολλοίς σε ταξικό και τον Μπέννετ σε ήρωα, διότι πλήρωσε το γεγονός ότι τα γραπτά του απευθύνονταν σε όλους, και αυτό δεν ήταν ανεκτό, λέει, από εκείνους που ήθελαν τη λογοτεχνία να απευθύνεται μόνο στην υψηλή διανόηση.
Μελετητές του έργου του Μπέννετ και της εποχής του επεσήμαναν επίσης ότι η αυστηρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των εδουαρδιανών και των γεωργιανών συγγραφέων ήταν πολύ λιγότερο σαφής από ό,τι προτείνει η Γουλφ· βλ., ενδεικτικά, Robert Squillace, Modernism, Modernity and Arnold Bennett, Associated University Press, 1997. Ο Μπέννετ, για παράδειγμα, ήταν οπαδός του Τζόυς και του Έλιοτ και θεωρούσε τον Λόρενς ιδιοφυή, ενώ υπερασπίστηκε τη μετα-ιμπρεσιονιστική τέχνη ενάντια στη λονδρέζικη έλλειψη καλλιέργειας.
Ο σύγχρονος αντίλογος του Barry Howarth είναι πως η κριτική της Γουλφ προς τον Μπέννετ, είτε οφειλόταν σε προσωπική εχθρότητα (επειδή την αγνόησε ως κριτικός) ή σε ταξικό σνομπισμό, είτε έφερε στο φως τη σύγκρουση δύο λογοτεχνικών γενιών, δεν ευσταθεί. Οι πολιτιστικοί και ηθικoί κώδικες και οι κοινωνικές αξίες για τα οποία, καυστικά, έγραψε ο Μπέννετ εξακολουθούν να έχουν απήχηση στην ψηφιακή εποχή του 21ου αιώνα. Επιπλέον, ως παραγωγικός δημοσιογράφος και οξυδερκής λογοτεχνικός κριτικός γοήτευσε το αναγνωστικό κοινό. Τα κριτικά κείμενά του παραμένουν σημαντικά επειδή χαρτογραφούν ανάγλυφα τον χάρτη του λογοτεχνικού τοπίου μεταξύ 1900 και 1930.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μπέννετ διαθέτει ακρίβεια που δεν προσεγγίσθηκε από κανέναν άλλο ρεαλιστή μυθιστοριογράφο της εποχής του και περίπλοκες ερμηνείες της κοινωνικής και προσωπικής ταυτότητας (είχε άλλωστε επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον για το έργο του συγχρόνου του Ζίγκμουντ Φρόυντ). Οι χαρακτήρες του είναι υπαρκτοί άνθρωποι. Ζουν σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο. Τους βλέπουμε και τους ακούμε. Βλέπουμε τα σπίτια και τα καταστήματά τους, τις μικρές τους συνήθειες, τον κώδικα της συμπεριφοράς τους. Κάθε λεπτομέρεια συμβάλλει στη γνώση μας για τους ανθρώπους της εποχής τους, για τον τρόπο ζωής τους, εντέλει για το «βρετανικό πνεύμα».
Τίτλοι τέλους
Έπειτα από ένα ταξίδι του στη Γαλλία, ο Μπέννετ επέστρεψε στο Λονδίνο με τυφοειδή πυρετό και στις 27 Μαρτίου 1931 πέθανε· ήταν 64 ετών. Την επομένη, η Γουλφ σημείωνε στο ημερολόγιό της: «Ο Άρνολντ Μπέννετ πέθανε χθες το βράδυ, και το γεγονός αυτό με αφήνει πιο θλιμμένη από ό,τι θα φανταζόμουν… ήταν ένας αξιαγάπητος γνήσιος άνθρωπος, που είχε γνωρίσει δυσκολίες, κάπως αδέξιος στη ζωή, με καλές προθέσεις, δυσκίνητος, με ευγένεια, τραχύς, κορεσμένος από επιτυχία». Εξέφραζε επίσης τη λύπη της για τον χαμό του: «Έχει πραγματικά ενδιαφέρουσα δύναμη κατανόησης […]. Παράξενο πόσο κανείς στεναχωριέται για τον θάνατο κάθε ανθρώπου που είναι –όπως λέω– γνήσιος: που είχε άμεση επαφή με τη ζωή – διότι με κακομεταχειριζόταν, και παρ’ όλα αυτά εύχομαι να μπορούσε να συνεχίσει να με κακομεταχειρίζεται· και να τον κακομεταχειρίζομαι κι εγώ». Η εξομολόγηση αυτή της Γουλφ παρέμεινε αυστηρά ιδιωτική.
Με την ανακοίνωση του θανάτου του Μπέννετ, ο βραβευμένος με Νόμπελ Σίνκλερ Λιούις τον αποτίμησε ως «έναν από τους όντως σπουδαίους μυθιστοριογράφους», ενώ ο Χ. Λ. Μένκεν είπε: «Ο Μπέννετ σαφέστατα περιλαμβάνεται στους καλύτερους Άγγλους μυθιστοριογράφους της εποχής του».
Έγραψε 30 μυθιστορήματα, εκ των οποίων όλα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, επιδεικνύουν τις βασικές αξίες της μπεννετικής γραφής, είναι ειρωνικά αλλά ευγενικά, με κριτικό βλέμμα αλλά με μεγάλη ανοχή ως προς τα ανθρώπινα. Ο Άρνολντ Μπέννετ, με το έμφυτο ταλέντο του, την αφηγηματική μαεστρία και την οξεία συναισθηματική κατανόηση, ήταν σε θέση να συλλάβει στις ιστορίες του τον συνηθισμένο, τετριμμένο κόσμο στον οποίο όλοι ζούμε, με τις τραγικές αδυναμίες του, τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες και τους προσωπικούς συμβιβασμούς.
«Μια ιστορία του καιρού μας»
Το Θαμμένος ζωντανός εκδόθηκε στις 3 Ιουνίου 1908 από τις εκδόσεις Chapman & Hall στο Λονδίνο. Έναν μήνα μετά, ο Μπέννετ έγραφε στον ατζέντη του: «Οι κριτικές είναι υπέροχες». Οι Times Literary Supplement το χαρακτήριζαν «ευχάριστο υπερθέαμα»· η Daily Chronicle αποφαινόταν ότι επρόκειτο για «το πιο διασκεδαστικό βιβλίο που έχουμε διαβάσει εδώ και πολλά χρόνια», το ίδιο ισχυριζόταν και η Birmingham Daily Post· η Morning Post έγραφε: «Όποιος θέλει να γελάσει με τις αστείες υπερβολές της σύγχρονης ζωής και την αιώνια γελοιότητα του ανθρώπινου χαρακτήρα, και ταυτόχρονα να απολαύσει την έξαψη της όλο εκπλήξεις αφήγησης, ας διαβάσει αυτό το βιβλίο».
Το μυθιστόρημα, με χάρη και με το σατιρικό βλέμμα του Μπέννετ, καταγράφει απολαυστικά και με οξυδέρκεια την κοινωνική πραγματικότητα της εδουαρδιανής περιόδου και δίνει μια ολοζώντανη και παραστατική εικόνα του Λονδίνου στην αυγή του αιώνα παρουσιάζοντας τον παραλογισμό κάθε είδους που διαμορφώνει τον τρόπο ζωής. Εξετάζει επίσης με χιούμορ τις πτυχές της διασημότητας, που αποτελεί ευχή και κατάρα, την κουλτούρα και τους εκπροσώπους της τους καλλιτέχνες, τους κριτικούς και την εμπορευματοποίηση της τέχνης. Έχει δε μεταφερθεί τρεις φορές στον κινηματογράφο (The Great Adventure, 1921· His Double Life, 1933· Holy matrimony, 1943), έχει γίνει επίσης μιούζικαλ που παρουσιάστηκε στο Μπρόντγουεϋ τη δεκαετία του 1960, με τον τίτλο Darling of the Day.
Ο διάσημος ζωγράφος Πρίαμ Φαρλ αισθάνεται σε τέτοιο βαθμό αμήχανος με τη φήμη του, ώστε ξοδεύει τη ζωή του προσπαθώντας να μείνει αθέατος, ώσπου εντέλει να πάρει τον ρόλο του προσωπικού υπηρέτη του Χένρυ Λικ, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του τελευταίου. Ο Φαρλ, πλέον, είναι ελεύθερος να χαρεί τα χρήματα που είχε μέχρι τότε κερδίσει, και να κάνει ό,τι όλοι οι άνθρωποι ζώντας ταπεινά στο Πάτνεϋ του Λονδίνου, με τη σύζυγό του, το μέχρι πρότινος διά αλληλογραφίας φλερτ του υπηρέτη του, που δεν έχει ιδέα για την πραγματική του ταυτότητα. Το ζευγάρι ζει βίο ανθόσπαρτο μέχρι που ένα λαγωνικό της σύγχρονης τέχνης να ανακαλύψει τους πρόσφατους πίνακες του Φαρλ-Λικ, σε ένα χαρτοπωλείο της γειτονιάς, και να αναγνωρίσει την περίφημη τεχνική του Φαρλ. Δημιουργούνται τότε υποψίες ότι στο Αβαείο του Ουεστμίνστερ ίσως δεν έχει ταφεί «ο σπουδαιότερος Βρετανός ζωγράφος»…
Ο άνθρωπος Μπέννετ, όπως και ο ήρωάς του Πρίαμ Φαρλ, ήξερε ότι η δημιουργική κούραση και ο μόχθος για την τελειότητα προσφέρουν μεγάλη ανταμοιβή. Και οι δυο επεδίωξαν τον πλούτο, το κύρος και τη δόξα. Και οι δυο αναζήτησαν την ελευθερία εκτός Αγγλίας. Και οι δυο θέλησαν το έργο τους να αποτελεί εύγλωττη δήλωση της προσωπικότητάς τους. Και οι δυο ήταν καλλιτέχνες πρώτης γραμμής που δεν μπορούσαν να τιθασεύσουν τη δημιουργική ενέργειά τους. Ο Φαρλ δεν κατάφερε να συμβιβάσει τις αντικρουόμενες παρορμήσεις του, όπως ούτε και ο Μπέννετ.
Σημ: Το κείμενο αυτό αποτελεί συντομευμένη εκδοχή του Επιμέτρου στην έκδοση: Άρνολντ Μπέννετ, Θαμμένος ζωντανός. Μια ιστορία του καιρού μας, σειρά: sub rosa, Εκδόσεις Πατάκη, 2019