«αριστερή μελαγχολία»: όταν η φιλολογία υποβιβάζει την ποίηση σε ιδεολογικό εργαλείο (της Άννας Γρίβα)

1
1724

 

 

της Άννας Γρίβα (*)

Στο κείμενο αυτό θα επιχειρήσω μια σύντομη καταγραφή των σκέψεών μου περί του σύνθετου φαινομένου της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας, θέτοντας παράλληλα τις ενστάσεις μου προς την επίμονη προσπάθεια να ομαδοποιηθεί και να αξιολογηθεί η σύγχρονη ποιητική έκφραση κάτω από συγκεκριμένα σχήματα. Αρχικά, θα πρέπει να αναφέρω πως αποφάσισα να γράψω το κείμενο για δύο κυρίως λόγους:

α) Γιατί μέσα στον τελευταίο χρόνο διαπιστώνω μια εντατικοποίηση της προσπάθειας να παγιωθεί θεωρητικά ο όρος, μια πρόθεση εντέλει να διαμορφωθεί ένας συγκεκριμένος φιλολογικός ορίζοντας για το μέλλον των νεοελληνικών σπουδών που θα αφορούν το υπό εξέταση χρονικό πλαίσιο ποιητικής δημιουργίας.

β) Γιατί διαβάζοντας το δημοσιευμένο στον Αναγνώστη κείμενο του Δημήτρη Αγγελή, που καταγράφει με ακριβή τρόπο τις ενστάσεις του επί του ζητήματος, έκρινα πως είναι καιρός να λάβουν και οι ίδιοι οι δημιουργοί μια θέση. Κάτι που άτυπα συμβαίνει εδώ και χρόνια, αλλά που πλέον μπορεί να μορφοποιηθεί σε γραπτό λόγο.

Θα κωδικοποιήσω λοιπόν κι εγώ τις σκέψεις μου και τις ενστάσεις μου ευθύς αμέσως:

Η σύγχρονη ποίηση παρουσιάζει ποικίλες τάσεις που δεν μπορούν να συμπυκνωθούν στο πλαίσιο της «αριστερής μελαγχολίας». Αυτό, βέβαια, είναι κοινώς δεκτό, ακόμη και από όσους πρεσβεύουν τη συγκεκριμένη θεώρηση, οι οποίοι όμως σπεύσουν να τονίσουν πως η ποίηση της «αριστερής μελαγχολίας» είναι η πιο δυναμική, παραγωγική και ανθεκτική και εκείνη που στο μέλλον θα έχει την αποκλειστικότητα στην παρακολούθηση των ριζοσπαστικών διεθνών τάσεων (συνδέοντας ατεκμηρίωτα τον καλλιτεχνικό ριζοσπαστισμό με συγκεκριμένες πολιτικές ιδέες).

Πώς άραγε προκύπτει αυτό το διπλό συμπέρασμα; Υπονοείται πως ο δυναμισμός, η παραγωγικότητα, η ανθεκτικότητα στην τέχνη είναι συνδεδεμένα με συγκεκριμένα ιδεολογήματα και πολιτικές θέσεις. Με αυτόν τρόπο η ίδια η δημιουργία ουσιαστικά υποβιβάζεται, απαξιώνεται και μηδενίζεται, αφού περιορίζεται σε έναν ορίζοντα κοινωνικοπολιτικών οραμάτων, τη στιγμή που ήταν και θα είναι πάντοτε η βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ένας από τους πιο ουσιαστικούς, εσωτερικούς, εκ των πραγμάτων μοναχικούς δρόμους προς την αλήθεια, την ομορφιά, την αρμονία, τη γνώση του θανάτου, τη βίωση της θείας πνοής.

Και βέβαια, στην πολιτική του τόπου μας είναι ένα συχνό φαινόμενο οι διάφορες δυνάμεις να προσπαθούν να «καπελώσουν», καθώς συνηθίζουμε να λέμε, τις αυτόνομες προσπάθειες ατόμων και συλλογικοτήτων κάτω από ιδεολογικές ομπρέλες. Γιατί όμως πρέπει να αποδεχθούμε κάτι τέτοιο να συμβεί και στην τέχνη, τον κατεξοχήν χώρο της πνευματικής ελευθερίας; Γιατί να δεχθεί κανείς τον όρο «αριστερή» ως προσδιορισμό της οποιασδήποτε «μελαγχολίας» του, ευτελίζοντας τελικά το βάθος της τέχνης σε ένα εργαλείο πολιτικής στόχευσης; Πώς μπορεί να αποδειχθεί ότι η πρόοδος, οι ανατροπές, τα αισθητικά προχωρήματα προκύπτουν από συγκεκριμένες πολιτικές ιδέες;

Κι έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος του εν πολλοίς αυθαίρετου συμπεράσματος: Γιατί άραγε η «αριστερή μελαγχολία» είναι αυτή που θα μπορέσει στο μέλλον να συνδεθεί καλύτερα με το πρωτοπόρο διεθνές καλλιτεχνικό πλαίσιο και όχι οι τάσεις που βρίσκονται εκτός αυτού του κάδρου; Πώς μπορεί να το ισχυριστεί αυτό κάποιος τη στιγμή που έχουμε (ενδεικτικά αναφέρω) μια Anne Carson, μια Alice Oswald ή μια Antonella Anedda, το απαύγασμα δηλαδή της μεγάλης ποίησης της εποχής μας, στην οποία θα ήταν απολύτως επιφανειακό και άστοχο να προστεθεί ένας προσδιορισμός πολιτικής απόχρωσης, ενώ αντιθέτως θα μπορούσαν να προστεθούν προσδιορισμοί όπως «διαχρονική», «πανανθρώπινη», «βαθιά», «αληθινή», «αποκαλυπτική», «σοφή»;

Πιστεύω βαθιά στους καλλιτέχνες, γιατί αυτοί αγωνίζονται πάντοτε εκτός έτοιμων κάδρων. Δεν μπορώ να περιορίσω την ποίηση σε χαρακτηρισμούς που αφορούν κοινωνικοπολιτικά δεδομένα και παλαιολιθικά σχήματα. Δεν μπορώ να το κάνω, γιατί έτσι μετατρέπω την τέχνη μου σε ένα ιδεολόγημα χωρίς βάθος. Αναζητώ τη συγκίνηση στον αγώνα του καλλιτέχνη να αποδώσει τις λεπτές επενέργειες του κόσμου πάνω του, κάτι που κανένα πολιτικό πρόταγμα δεν μπορεί να κάνει, πολύ περισσότερο ιδεολογήματα που στο παρελθόν οδήγησαν στη λογοκρισία και την ανελευθερία, στη βίαιη προσπάθεια επικράτησης της μίας αλήθειας.

Είναι αδιανόητο να ορίζεται (και να περιορίζεται) ένα ποιητικό ρεύμα μέσα από μια πολιτική στάση, την αριστερή στάση, η οποία ιστορικά χαρακτηρίστηκε από στενότατες σωτηριολογικές αντιλήψεις, με επίκεντρο την αναγωγή της ανθρώπινης πορείας και ευτυχίας σε ταξικούς και οικονομικούς συσχετισμούς, και παντελώς αστήρικτες ιστορικά βεβαιότητες για την ανθρώπινη φύση και το μέλλον της ανθρώπινης κοινωνίας.

Η ποίηση, η βαθιά δηλαδή αναμέτρηση του ανθρώπου με τον εαυτό του και το σύμπαν, ξαφνικά περιορίζεται στα ασφυκτικά πλαίσια μιας δοξασίας όπου ο άνθρωπος είναι ένα ον που δρα και λειτουργεί αποκλειστικά με ταξικά κριτήρια. Κόσμοι ολόκληροι ανθρώπινου στοχασμού, σκεπτικισμού, υπαρξιακής αγωνίας, αναζήτησης νοημάτων σε συμπαντικές και κοσμολογικές διαστάσεις συρρικνώνονται, κατά τη θεώρηση της λεγόμενης «αριστερής μελαγχολίας», σε μια μελαγχολία για πολιτικά οράματα που κατά τη γνώμη των θιασωτών αυτής της θεώρησης αποτελούν τη μοναδική λύση για την ανθρώπινη ευτυχία. Κόσμοι εσωτερικής πάλης και αναζήτησης για να βρει ο άνθρωπος τη θέση του στο σύμπαν συνεχίζοντας και ανανεώνοντας παραδόσεις που χάνονται στο βάθος των αιώνων δίνουν τη θέση τους σε μια μικροπρεπή θλίψη, επειδή ένα πείραμα μιας συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτικής ιδεολογίας δεν εξελίχθηκε όπως θα ήθελαν οι υποστηρικτές της, και αν μπορούσαν θα επέβαλλαν.

Ο ποιητής, δηλαδή, που σε εποχές όπως του Όμηρου, του Σοφοκλή και του Σαίξπηρ άνοιγε νέους ορίζοντες πνευματικής ενατένισης, βυθιζόμενος στα εσώτερα του είναι του, τώρα πέφτει, πιστεύουν εκείνοι, σε ανήκεστη θλίψη, γιατί ένα πρόταγμα με ζωή ολίγων ετών δεν έδωσε τη λύση σε κάτι που οι άνθρωποι αναζητούν αέναα επί χιλιετηρίδες. Είναι λυπηρό να υποστηρίζεται σήμερα ότι ο σημαντικός ποιητής είναι αυτός που φέρει τη σφραγίδα της αριστεράς, λες και ο μόνος δρόμος της τέχνης και της ανθρώπινης έκφρασης μπορεί και πρέπει να είναι ένας νέος σοσιαλιστικός ρεαλισμός, που να παραδέρνει μέσα στα πιο στενά όρια έμπνευσης που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Και είναι εξίσου λυπηρό πισωγύρισμα να αποτελεί, κατά γνώμη τους, πυρήνα της σημερινής ποίησης η ανάγκη για νέους πολιτικούς μεσσίες, που όχι μόνο αποδείχθηκαν ανεδαφικοί, αλλά ακόμη και ως ιδανική εικόνα είναι πολύ φτωχότεροι από πολλούς προηγούμενους μεσσίες που έχει πλάσει το ανθρώπινο φαντασιακό.

Θα κλείσω με τη φράση που έγραψε ο Δ. Αγγελής στο κείμενό του, θέλοντας να δείξω την αναγκαιότητα να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο οι δημιουργοί που παρά τις επιμέρους  διαφορές μας, οι οποίες πλουταίνουν το καλλιτεχνικό τοπίο, αντιλαμβανόμαστε με έναν κοινό τρόπο τον κίνδυνο που δημιουργούν σχήματα που προσπαθούν να περιορίσουν την ποίηση, την τέχνη που υπήρξε πάντοτε μία από τις πιο βαθιές και αγωνιώδεις αναζητήσεις του ανθρώπου: «Οφείλουμε με κάθε τρόπο να υπερασπιστούμε την αυτονομία του ποιητικού λόγου».

(*) Η Άννα Γρίβα είναι συγγραφέας

 

Προηγούμενο άρθροΦοιτητές πρόσφυγες του ’22: Κόμικς και έκθεση από το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου
Επόμενο άρθροΟι απατηλοί καθρέφτες της ολοκλήρωσης (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. ” … αντιλαμβανόμαστε με έναν κοινό τρόπο τον κίνδυνο που δημιουργούν σχήματα που προσπαθούν να περιορίσουν την ποίηση, την τέχνη που υπήρξε πάντοτε μία από τις πιο βαθιές και αγωνιώδεις αναζητήσεις του ανθρώπου: «Οφείλουμε με κάθε τρόπο να υπερασπιστούμε την αυτονομία του ποιητικού λόγου». A.G.

    …συμφωνώ κι επαυξάνω …!!!
    Υιώτα Σπανού Στρατή, astoriani.blogspot.com Νεα Υόρκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ