Άρης Μαραγκόπουλος, Πορτρέτο του συγγραφέα ως κριτικού (της Ματίνας Παρασκευά)

0
611

 

της Ματίνας Παρασκευά (*)

 

Συγγραφέας, μεταφραστής, κριτικός, εκδότης, συστηματικός μελετητής του James Joyce αλλά, κυρίως, μια περίπτωση πνευματικού ανθρώπου που αντίκειται σε κάθε είδους συμβάσεις και νόρμες είναι μερικές ιδιότητες οι οποίες συγκροτούν την ιδιότυπη ταυτότητα του Άρη Μαραγκόπουλου. Η κριτική του δραστηριότητα, η οποία ξεκινά τη δεκαετία του 1980, περιλαμβάνει βιβλιοκριτικές, άρθρα και κείμενα που λειτουργούν παρεμβατικά σε τρέχοντα θέματα κουλτούρας και πολιτισμού, μελέτες, εισηγήσεις και δοκίμια για την ιστορία και τη θεωρία της λογοτεχνίας και τις Τέχνες.[1] Η παραχώρηση του αρχείου του στο νεότευκτο Εργαστήριο Αρχειακών Τεκμηρίων και Τύπου (ΕΑΤΤ) του Πανεπιστημίου Πατρών αποτέλεσε το έναυσμα της έκδοσης του τόμου Πορτρέτο του συγγραφέα ως κριτικού. Ανθολογία κριτικών κειμένων και Εργογραφία Άρη Μαραγκόπουλου, τον οποίο επιμελήθηκαν η Άννα Κατσιγιάννη και η Κατερίνα Κωστίου. Το Πορτρέτο εγκαινιάζει, παράλληλα, τη σειρά «Εξ Αρχείων» του ΕΑΤΤ αποδεικνύοντας την έμπρακτη αξιοποίηση και εκδοτική μέριμνα γύρω από τα αρχειακά τεκμήρια. Πρόκειται για μια επιλογή 40 κριτικών κειμένων, τα οποία εκτείνονται σε ένα ευρύ χρονικό και θεματικό φάσμα και είναι αντιπροσωπευτικά της κριτικής σκέψης και συνείδησης του Μαραγκόπουλου. Σύμφωνα με τις επιμελήτριες, «κριτήριο για την επιλογή τους, πέρα από το αυτονόητο κριτήριο της πληρότητας, υπήρξε η συμβολή τους στη σκιαγράφηση του πορτρέτου του συγγραφέα ως κριτικού» (xvii).[2] Ο τόμος, ο οποίος διαρθρώνεται σε έξι ενότητες, συμπληρώνεται με την αναλυτική εργογραφία του Μαραγκόπουλου (1978-2018), στοχεύοντας στην ανάδειξη της συμπόρευσης και της συνομιλίας του κριτικού με του λογοτεχνικού του έργου, καθώς και με ευρετήριο προσώπων.

Στην πρώτη ενότητα που φέρει τον τίτλο «Περί ‘παραβατικής’ πεζογραφίας» περιλαμβάνεται το κομβικό για την κατανόηση της κριτικής σκέψης του Μαραγκόπουλου δοκίμιο «Η πεζογραφία ως Ελλάδα». Σε αυτό εισηγείται την έννοια της παραβατικότητας, η οποία του επιτρέπει να διαβάσει μέσα από μια νεωτερική οπτική παλαιότερα αλλά και πιο σύγχρονα κείμενα και κατ’ επέκταση να προτείνει ένα δικό του θεωρητικό σχήμα επανανάγνωσης του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα. Εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους αποφεύγει τη χρήση του όρου «μοντερνισμός», ο μελετητής προκρίνει τον όρο παραβατικότητα, επειδή ο δεύτερος δηλώνει με σαφήνεια την απόκλιση από τον θεσμοθετημένο κανόνα και τις εκάστοτε νόρμες ως προς την αφηγηματική δομή, το γλωσσικό ύφος και την «ελληνικότητα». Στο επίπεδο της αφηγηματικής δομής η παραβατική πεζογραφία δεν αναπαριστά απαραιτήτως το πραγματικό, αλλά «το δυνάμει πραγματικό» προκειμένου να αποδείξει την αληθοφάνειά της. Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται, επιπλέον, «έργα εν προόδω», καθώς και η χρήση καινοτομιών που αντιστέκονται σε συμβατές ταξινομήσεις. Στο επίπεδο του γλωσσικού ύφους, η παραβατική πεζογραφία αποδέχεται την πολυμορφία της ελληνικής γλώσσας, «αξιοποιεί όλα τα γλωσσικά κοιτάσματα  της ελληνικής και διεκδικεί την ελευθερία να επιλέγει κατά τις ανάγκες του κειμένου». Στο επίπεδο της «ελληνικότητας», αξιοποιεί την αρχαία, λαϊκή και βιβλική παράδοση σε «σύγχρονα συμφραζόμενα» με τρόπο υπονομευτικό, διατηρεί κριτική στάση απέναντι στον εθνισμό και την αρχαιολατρία και, τέλος, συμμετέχει στις εκάστοτε προκλήσεις για εκσυγχρονισμό «μέσα από την αντίστοιχη νεωτερικότητα της γραφής της». Εκκινώντας από τον Σολωμό, τα πρώιμα ψήγματα των εκκεντρικών χαρακτηριστικών εντοπίζονται σε κείμενα του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα (βλ. Παλαιολόγος, Πιτζιπίος, Αινιάν) και παγιώνονται στο έργο «των μεγάλων πρωτοπόρων» Μητσάκη, Βιζυηνού, Ροΐδη και Παπαδιαμάντη. Αυτοί οι πρώτοι παραβατικοί συγγραφείς χαρακτηρίζονται από τον κριτικό «πρωτομοντερνιστές».

Στα υπόλοιπα κείμενα που απαρτίζουν την ενότητα, ο Μαραγκόπουλος προσεγγίζει το έργο των «πρωτομοντερνιστών» συγγραφέων υπό το πρίσμα αυτής της νεωτερικής κριτικής. Παράλληλα με την εφαρμογή των θεωρητικών του θέσεων θίγει ευρύτερα ζητήματα που αφορούν τα ίδια τα έργα και τους συγγραφείς τους. Για παράδειγμα, με αφορμή  τη μεταγραφή της Γυναίκας της Ζάκυθος «στη σύγχρονη νεοελληνική», διαβάζουμε αφενός την ανάγνωση του Μαραγκόπουλου στο σολωμικό κείμενο (βλ. «Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Μεταφράζοντας τη ‘μετάφραση’») και αφετέρου ένα αδημοσίευτο κείμενο στο οποίο αναπτύσσει τους προβληματισμούς του γύρω από τη συγκεκριμένη απόδοση και, συνάμα, εκθέτει γενικά ζητήματα και ερωτήματα γύρω από την ενδογλωσσική μετάφραση (βλ. «Μεταφράζεται η Γυναίκα;»). Την ίδια λογική ακολουθεί στο κείμενό του για τη νεοελληνική απόδοση της Πάπισσας Ιωάννας. Στα άρθρα του για τον Βιζυηνό αναδεικνύει τη δυναμική και τη δραστικότητα του ποιητικού του έργου, ενώ υποστηρίζει την άποψη πως τα αφηγήματα του συγγραφέα, τα οποία χαρακτηρίζονται από «ενιαία θεματική, ενιαία μυθολογία, ενιαία ιδεολογία», αποτελούν «κατ’ ουσίαν ένα εκτενές επεισόδιο, όπως και στο οργανωμένο μυθιστόρημα». Στις τρεις βιβλιοκριτικές του σε μελέτες σχετικά με τον Παπαδιαμάντη αξιοποιεί την ευκαιρία για να διερευνήσει τους αφηγηματικούς και ιδεολογικούς τρόπους πάνω στους οποίους εδράζεται η παραβατικότητα του παπαδιαμαντικού έργου. Η κριτική ενασχόληση με τους «πρωτομοντερνιστές» ολοκληρώνεται με τον Δημοσθένη Βουτυρά και τον Τζούλιο Καΐμη.

Η δεύτερη ενότητα (επιμερισμένη σε δύο υποενότητες), όπως μαρτυρά και ο τίτλος της («Εκδοχές ελληνικού μοντερνισμού»), αφορά εκτενείς αναγνώσεις Ελλήνων μοντερνιστών συγγραφέων και ποιητών. Στη μελέτη «Η Ακρόπολη ως Πουργατόριο» ο Μαραγκόπουλος διερευνά τη συστοιχία του σεφερικού αφηγήματος Έξι νύχτες στην Ακρόπολη με το δαντικό του πρότυπο προτείνοντας μια νέα ανάγνωση. Το έργο του Εμπειρίκου εξετάζεται στη βάση των παραθεματικών τεχνικών (τις οποίες ο Μαραγκόπουλος συνοψίζει σε μια λειτουργική τυπολογία), που χρησιμοποιεί και αξιοποιεί ο συγγραφέας, αποδεικνύοντας τη συνομιλία και τις εκλεκτικές συγγένειές του με την εγχώρια και ξένη λογοτεχνική παράδοση. Η ιχνηλάτηση των παραβατικών χαρακτηριστικών συνεχίζεται στο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου (σ’ ένα ευρηματικό κείμενο γραμμένο κατ’ απομίμηση του Κιβωτίου), στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα αλλά και στον ανατρεπτικό λόγο του Νικόλα Κάλας. Η ενότητα ολοκληρώνεται με τη διερεύνηση της ιδεολογίας στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, την οποία ο κριτικός επιχειρεί με την αποκωδικοποίηση  ενός βασικού μοτίβου της ποιητικής του, του σπιτιού και του οικιακού ασύλου. Το δεύτερο μέρος της ενότητας επικεντρώνεται στα πεζογραφικά έργα νεότερων παραβατικών μοντερνιστών, όπως ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης, ο Γιώργος Χειμωνάς, η Μαργαρίτα Καραπάνου, ο Βασίλης Βασιλικός και η Ρέα Γαλανάκη.

Η τρίτη ευσύνοπτη ενότητα αποτελείται από βιβλιοκριτικές σε μελέτες και έργα με κοινό άξονα την ποιητική του ρομαντισμού είτε ως προς το αφηγηματικό επίπεδο ( Goethe, Pushkin, Lermontov) είτε ως προς τη θεματική (Isaiah Berlin, Michael Lowy, Robert Sayre). Στην επόμενη ενότητα στην οποία συμπεριλαμβάνονται κείμενα που ανιχνεύουν όψεις ενός «αλλότριου μοντερνισμού», όπως η Ρώσικη Πρωτοπορία, διαφαίνεται το ευρύ φάσμα της κριτικής ιδιοπροσωπίας του Μαραγκόπουλου. Οι δύο τελευταίες ενότητες («Μοντέρνο/Μοντέρνο» και «Θεωρία/Κουλτούρα/Αριστερά») αναδεικνύουν έναν κριτικό λόγο μαχητικό και παρεμβατικό. Πρόκειται για κείμενα τα οποία στο σύνολό τους συγκροτούν τον αισθητικό και ιδεολογικό πυρήνα πάνω στον οποίο θεμελιώνεται η θεωρητική ταυτότητα του κριτικού. Με εργαλεία που αντλεί τόσο από τη μαρξιστική θεωρία (π.χ. Teodor Adorno, Frederic Jameson, Walter Benjamin) όσο κι από νεότερους θεωρητικούς και διανοούμενους (π.χ. Daniel Bell, Maurice Blanchot, Jean Clair) πραγματεύεται τα φαινόμενα του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, τη νεωτερική ανάγνωση και πρόσληψη της λογοτεχνίας, τα ήθη και τα έθιμα της έντυπης, και όχι μόνο, κουλτούρας, τον επικαιρικό χαρακτήρα του πολιτισμού, το έργο τέχνης την εποχή των νέων τεχνολογιών.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι οι βασικές θέσεις τις οποίες ο Μαραγκόπουλος υπηρετεί με συνέπεια ανιχνεύονται στην αισθητική, την ώσμωση του κοινωνικού και του πολιτισμικού, το όραμα/αίτημα της Επιθυμίας, την ανθεκτικότητα απέναντι στην πνευματική έκπτωση και τη πολιτισμική κανονικοποίηση, και, κυρίως, στη νεωτερική οπτική με την οποία προσεγγίζει τα λογοτεχνικά έργα  διαμέσου της οποίας κατασκευάζει ένα δικό του σχήμα θεώρησης της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Επαληθεύεται, επίσης, η άποψη των επιμελητριών πως «η ευρωπαϊκή του παιδεία, η αναγνωστική του ετοιμότητα και η κοινωνική του εγρήγορση […] δίνουν τη δυνατότητα στον κριτικό, δίχως να απομακρύνεται από το λογοτεχνικό κείμενο, να εξακτινώνεται προς τις πολλαπλότητες και τις πληθυντικότητες μέσα από τις οποίες συγκροτείται το μετανεωτερικό υποκείμενο της γραφής» (xi).

Το Πορτρέτο μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο τόσο για τον υποψιασμένο αναγνώστη όσο και για τον συστηματικό μελετητή της λογοτεχνίας και του έργου του ίδιου του συγγραφέα. Μετά βεβαιότητας, πάντως, η ανάγνωσή του συνάδει με την παρατήρηση του Adorno, την οποία επισημαίνει ο ίδιος ο Μαραγκόπουλος: Ζούμε στην εποχή της σύντομης ανάγνωσης, των λογιστικών αναλύσεων, και ταυτοχρόνως της μεγαλύτερης ευτέλειας. Δεν είναι τυχαίο. Η λογοτεχνία απαιτεί -πριν την όποια κριτική προσέγγισή της- την αμέριστη εγκατάλειψη του αναγνώστη στην ερωτική της αγκάλη. Αλλά σήμερα η λογοτεχνία χάνει καθημερινά τους εραστές της κι απομένει με τους λογιστές των πεπραγμένων της. Ο εξόριστος (και αριστερός στοχαστής) Έντουαρντ Σαϊντ, σε ένα σημαντικό του δοκίμιο, υπογραμμίζει μια παρατήρηση του (επίσης οιονεί εξόριστου αριστερού) Αντόρνο, η οποία αγγίζει την καρδιά του ζητήματος που θέτουμε εδώ: αυτό που ελπίζει (γράφει ο Αντόρνο) «δεν είναι ότι θα επηρεάσει με κάποιο τρόπο τον κόσμο», αλλά ότι, κάπου, μια μέρα, θα βρεθεί κάποιος αναγνώστης ο οποίος θα διαβάσει τα όσο έγραψε «με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα έγραψε»…(301-302)

[1] Βλ. και τις συλλογές δοκιμίων Διαφθορείς, εραστές, παραβάτες (Ελληνικά Γράμματα, 2005) και Πεδία μάχης αφύλακτα (Τόπος, 2014).

[2] Οι αριθμοί σε παρένθεση στο τέλος των παραθεμάτων παραπέμπουν στον κρινόμενο τόμο.

(*) Η Ματίνα Παρασκευά είναι Υποψήφια Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών

 

Άννα Κατσιγιάννη και Κατερίνα Κωστίου (επιμ.),Στο κριτικό εργαστήρι του συγγραφέα: Πορτρέτο του συγγραφέα ως κριτικού. Ανθολογία κριτικών κειμένων και Εργογραφία Άρη Μαραγκόπουλου, Τόπος 2020.

Βρες το εδώ

 

Προηγούμενο άρθροΜια δύσκολη συμβίωση: Ντόπιοι και πρόσφυγες στη μεσοπολεμική Μακεδονία (του Γιώργου Κόκκινου)
Επόμενο άρθροΥπηρέτριες και υπηρέτες, η άλλη Ελλάδα (της Ιωάννας Κυριακίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ