Σύντομος αποχαιρετισμός στον “κύριο Πάνο”
Του Δημήτρη Κοτσέλη (*)
Γνώρισα τη δουλειά του Πάνου Κουτρουμπούση μέσα από τον τόμο Τι Τρέχει; ο οποίος παρουσίαζε τις “εικόνες”, το εικαστικό δηλαδή έργο του Πάνου, πλαισιωμένος από αποσπάσματα των γραπτών του και αποσπάσματα της συνέντευξης – ρετροσπεκτίβας που είχε δώσει στον Αλέξη Καλοφωλιά για το Merlin’s Music Box (τεύχος 26).
Προτού διαβάσω το βιβλίο αντιλαμβανόμουν τον Πάνο ως έναν δημιουργό κόμικς μικρής φόρμας του οποίου η δουλειά είχε τις καταβολές στη “χρυσή” (για εμένα) περίοδο των αμερικάνικων κόμικς της δεκαετίας του ‘40 όπου ο Κώδικας Δεοντολογίας δεν είχε ακόμα επιβάλλει περιορισμούς στο περιεχόμενο των ιστοριών. Ήταν πολλές οι συνάφειες με τις “ασεβείς” εκδόσεις της E.C. comics που εξέδιδαν τις Ιστορίες από την Κρύπτη και τόσους άλλους τίτλους κόμικς “είδους” (τρόμου, επιστημονικής φαντασίας).
Διαβάζοντας το βιβλίο, μελετώντας τα εικαστικά του, τα κείμενα και τις συνεντεύξεις του κατάλαβα ότι ο Πάνος ήταν πολύ περισσότερο από την περιορισμένη εικόνα που είχα σχηματίσει νωρίτερα και δεν χωρούσε κάτω από μία από τις μονοσήμαντες περιγραφές που κατά καιρούς τού απέδιδαν: “O Έλληνας μπήτνικ”, “ο σατιρικός συγγραφέας”, “ο ανατρεπτικός εικαστικός”.
Ο Πάνος ήταν ένας “ολικός” δημιουργός, ένα πρόσωπο που συνδύαζε διάφορους εκφραστικούς δρόμους (κόμικς, εικαστικά, κολλάζ, ταχυδράματα) για να δημιουργήσει ένα δικό του σύμπαν μέσα στο οποίο τόσο ο ίδιος όσο και εμείς οι φιλοξενούμενοι του αισθάνονταν οικεία.
Η προσωπική μας σχέση ξεκίνησε στα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ. Μιλήσαμε για το εξώφυλλο του album Subliminal όπου τα slides του Πάνου (που προηγούνταν χρονικά των τραγουδιών των Last Drive) εικονοποίησαν με ευστοχία κάθε ένα από τα τραγούδια του δίσκου. Παρατήρησα ότι, στην περίπτωση του, η προσδοκία που καλλιεργούσαν τα γραπτά του στον αναγνώστη αναφορικά με τον ίδιο επιβεβαιωνόταν: Ο Πάνος “έμοιαζε” με τη δουλειά του. Τον χαρακτήριζε μια παιδικότητα που συνδυαζόταν με ένα τρυφερά ασεβές χιούμορ, μεγάλη ευγένεια και διευρυμένοι ορίζοντες σκέψης που δεν απείχαν από την οπτική των ταχυδραμάτων ή των ποιημάτων του. Είχε εξερευνήσει με επάρκεια την ελληνική γλώσσα, κάτι όχι αυτονόητο ακόμα και για κάποιον που δραστηριοποιούνταν στον χώρο της λογοτεχνίας. Χειριζόταν με μαεστρία τη δημοτική, την καθαρεύουσα και την αργκό έχοντας αφομοιώσει τα γραπτά ενός σημαντικού εύρους λογοτεχνών που εκτεινόταν από τον Ροϊδη και τον Παπαδιαμάντη έως τον Κόντογλου και τον Μποστ. Το προσωπικό του “Κουτρουμπούσειο” ιδίωμα άλλωστε συνδύαζε όλα τα παραπάνω.
Ο Πάνος ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός αναφορικά με την προβολή της δουλειάς του και τη διαχείριση της. Την περιφρουρούσε με αυστηρότητα και ακρίβεια. Κάτι που έδειχνε τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε το παιγνιώδες έργο του.
Η παρουσία του Πάνου σε αυτήν την πόλη υπήρξε πολύ σημαντική για εμένα. Μού έδειξε πώς μπορεί κάποιος σε αυτή τη γωνία της νοτιοανατολικής Ευρώπης να συνδυάσει στοιχεία φαινομενικά ασυνδύαστα: τον λαϊκό πολιτισμό των κόμικς, της επιστημονικής φαντασίας και των pulp περιοδικών με μια διαβρωτική αίσθηση της ελληνικότητας καταλήγοντας σε ένα μοναδικό αποτέλεσμα δουλειάς και ζωής.
Παραδόξως, όταν τον σκέφτομαι, στο μυαλό δεν μού έρχεται κάποιο από τα ταχυδράματα ή τα πεζά του, αλλά ένα “ραδιενεργό” ποίημα, το άλογο:
Ἕνα ἄσπρο ἄλογο
πού τρέχει
σε κεντρικό πλήν ἔρημο
δρόμο
πρωτεύουσας τῆς Εὐρώπης
ἔχει χωρίς φανερό λόγο
στη ραχοκοκκαλιά του γραμμένη
τη φράση:
ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΙ ΝΑ ΓΕΝΗΚΑΝΕ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΙ ΓΙΑΝΤΡΙΩΜΕΝΟΙ;
(*) Ο Δημήτρης Κοτσέλης είναι σκηνοθέτης και μουσικός
**********************
Μικρο-historia περίεργη
της Αγγελικής Μπιρμπίλη (*)
-Τι τρέχει!
-Τι τρέχει;
– Έβγαλε βιβλίο στο Futura. Τι τρέχει; το λέει. Ποιος; Ο Κρισγιαούρτι. Ο Πάνος ο Κουτρουμπούσης. Θυμάσαι το Εn αγκαλιά de Κρισγιαούρτι y otros ταχυδράματα, y historias περίεργες, τον Μυθογράφφ; Είναι Ελλάδα; Θα γύρισε φαίνεται…
Κάπως έτσι πήγε η συζήτηση με τον Γ.Σ., παιδικό φίλο και από χρόνια φαν του Πητ –τον είχε ανακαλύψει όταν εντόπισε το πρώτο βιβλίο του στο POP11 της Τσακάλωφ το μακρινό 1978, φανταστικές ιστορίες, κόσμοι ολόκληροι συμπυκνωμένοι σε λίγες σειρές, γραμμένες σε αυτή την αλλόκοτη δική του γλώσσα– κι επιτόπου αποφασίσαμε ότι πρέπει να τον γνωρίσουμε. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον συναντήσουμε γιατί είχαμε πολλά να τον ρωτήσουμε και πολλές απορίες να μας λύσει· για την Παράγκα και τους υπαρξιστάς, για τις πλάκες στο Βυζάντιο και στου Παπασπύρου, για τους Έλληνες μπίτνικ, υπήρχαν; για την Ύδρα και τον Πουλίκα, το Πάλι και τη Σκηνή και το πώς βγήκε το ΚΔΩΑ με ω, για το ελληνικό underground, τον Χίτλερ που ζει και αν ο ίδιος ήταν όντως υποψήφιος για τρίτος αντιπρόεδρος της Βουλής, μάλιστα. Θέλαμε να ακούσουμε ιστορίες για τις περιπλανήσεις του, να μας βάλει στη φάση του, στο underground Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, να μας πει για τότε που πήρε συνέντευξη στον γέρο Μπάροουζ και για τη φωτογραφία με τον Γκίνσμπεργκ στον πυργίσκο του Γιάννη Σταθά και άλλα πολλά που τα είχαμε κρατήσει σημειώσεις από την εφηβεία μας. Και μπορεί να τον πείθαμε να μας πουλούσε κανένα πίνακα με εξωγήινους ή κάποιο από εκείνα τα κόμικ που σχεδίαζε στο πόδι, πάνω σε κουτιά από σπίρτα και πακέτα τσιγάρων, σε αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά. Αριστουργήματα.
Δικαιολογία είχαμε, μια συνέντευξη, ο Πάνος είπε ναι και να ’μαστε στο σπίτι του στα Εξάρχεια, τι λέω τώρα σπίτι, στον θάλαμο του Μυθογράφφ μπήκαμε, ένας σκοτεινός Αλλόκοσμος που έμπαινες με δικό σου ρίσκο και σε υποδέχονταν αναρχικοί εξωγήινοι με πανοπλίες που φρουρούσαν μια απίθανη συλλογή Kinder Έκπληξη και σουρεάλ νεκροκεφαλές που γιόρταζαν τη Día de Los Muertos, τόσο που νόμιζες ότι διακτινίστηκες σε κάποιο science fiction μουσείο κλειστό, με στοιβαγμένους θησαυρούς, στοίβες συλλεκτικά περιοδικά και σπάνια κόμικς, ζωγραφιές και πίνακες, αποκόμματα και σημειώσεις που θα χρησιμοποιηθούν κάποια στιγμή στο μέλλον και τον Αποτυχία να μας κοιτάει απειλητικός από τον απέναντι τοίχο.
Ο ίδιος ο Πάνος, όπως και τα γραπτά του, όπως και η ζωγραφική του, δεν ήταν ένας συνηθισμένος τύπος. Τσιγάρο τότε, μετά το έκοψε, μακριά άσπρα μαλλιά, μαύρο χιούμορ μπερδεμένο με αυτοσαρκασμό, γκρίνια και πάλι πίσω, χαλαρή κουβέντα, γέλια και τι να λέμε τώρα, άσ’ το βαριέμαι.
Κάπου τότε βγήκε και η Athens Voice, ο Πάνος τη βρήκε σε ένα κόκκινο σταντ, τη γούσταρε, ήμασταν και γείτονες, ερχόταν. Ανέβαινε στον τρίτο, καθόταν απέναντί μου με ένα μπλοκάκι σημειώσεις/παρατηρήσεις, έλεγε και τις έσβηνε μία μία. Γιατί η Σ. έγραψε αυτό, ο άλλος δεν ξέρει ότι.., σε εκείνο το κείμενο υπάρχουν τρεις ανορθογραφίες, τι μας λέει τώρα ο Βαλαωρίτης, δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, πάλι πέρασε ο Χρηστάκης;… Μετά έπαιρνε μαζί του κάνα τεύχος που είχε χάσει, κανονίζαμε να γράψει ένα καινούργιο ταχύδραμα να δημοσιεύσουμε σε επόμενο, λέγαμε και για το εξώφυλλο που θα μας κάνει και έφευγε. Άλλες φορές, πάλι, έστελνε mail με διορθώσεις που πήγαιναν κάπως έτσι:
Αγγελική, καλο απογεμα (??)
[…] Το τωρινο attachment ειναι για κατι που ειδα πως τελικα για μενα δεν εβγαζε νοημα ετσι που ειπωθηκε, εξου…διορθωση. Αν δεν ειναι μπελας, παρακαλω εφαρμοσε τις διορθωσεις πριν ξεχαστει. Υποσχομαι οτι αν βρω και τιποτ, αλλο δεν θα ενοχλησω..
Παντως, μεταξυ μας τωρα, το ελληνικο underground επ ουδενι λογω ειναι μυθος. Αντιθετα ειναι αρχαια ελληνικη ιστορια. Ο Διογενης που τιμηθηκε κι απ τον Μεγαλεξανδρο, τι ητανε? Βεβαια, ειναι αληθεια οτι υπαρχει ενα χασμα πολλων αιωνων μεχρι τους προσφατους αλλα οπως εχει ειπωθει ”τι ειναι μερικοι αιωνες μπρος στην αιωνιοτητα ?”. Και, επισης μεταξυ μας και για πλακα, το attachment που εχω ειναι η σφραγιδα του Συλλογου της Παραγκας του Σιμου. Οπως επρεπε, σαν στραβοχυμενος λουκουμας. Μπορει ισως να ειναι μικρη εικονογραφηση στο κειμενο που θα μπει, με λεζαντα Διογενης ”Το Ελληνικο Underground ΔΕΝ Ειναι Μυθος. Ειναι Αρχαια Ελληνικη Ιστορια”. […]
Χαιρετω, καθως κι η Καιητ.
Πανος Κ.
Ο Πητ έφυγε πριν από δύο χρόνια, γαμώτο, και μου άφησε το τελευταίο κείμενό του για να το δημοσιεύσουμε, αστείο και αλλόκοτο, κλασικός Πάνος. Αν πας στο Τρίτο θα τον δεις να σε κοιτάει λοξά και να σου στέλνει και Σήμα «Ευτυχώς που πέθανα», δεν μπορεί, θα το καταλάβεις το αστείο.
Ο Πάνος μάς λείπει. Μου άφησε την Καίητ, βέβαια, τη γυναίκα του, ιταλοουγγαρεζοαγγλίδα, που μιλάει αστεία τα ελληνικά αλλά έχει πάρει πολλά από το ύφος και το στιλ του –ο τρόπος, ας πούμε, που λέει πφφφ όταν περιφρονεί κάτι– για να μου τον θυμίζει.
(*) Η Αγγελική Μπιρμπίλη είναι Διευθύντρια Σύνταξης της Athens Voice