της Κωνσταντίας Σωτηρίου
«Πρώτη αποστολή είναι η επιβίωση», γράφει στο βιβλίο του «Άντρες χωρίς άντρες», ο Νίκος Δαββέτας (Πατάκης 2020), επειδή όπως επισημαίνει οι άνθρωποι μπορεί να ζουν, να παντρεύονται, να κάνουν παιδιά και να έχουν το μυαλό τους ακόμα και στην επινόηση ενός σκοπού, αλλά στην ουσία προσπαθούν απλώς να ζήσουν και να επιβιώσουν. Σε αυτό το μοτίβο κινείται και η ζωή των ηρώων που περιγράφει στο βιβλίο του ο Δαββέτας, άνθρωποι που ζουν στο φόντο των πολιτικών εξελίξεων, της χούντας, της μεταπολίτευσης και της σύγχρονης Ελλάδας, οι οποίοι ωστόσο, στο τέλος της ημέρας προσπαθούν απλώς να υπάρξουν, να ζήσουν και συμφιλιωθούν με αυτά που του έλαχαν στη ζωή τους, επικεντρωμένοι γύρω από τον αμείλικτο ρου της ιστορίας.
Με αφορμή ένα αποχαρακτηρισμένο έγγραφο της Ασφάλειας από την εποχή της Δικτατορίας, όπου ένας έμμισθος συνεργάτης της υπηρεσίας αποτάχθηκε λόγω ομοφυλοφιλίας, ο Δαββέτας στήνει ένα περίτεχνο πολιτικό μυθιστόρημα για τα χρόνια της δικτατορίας και την μεταπολεμική γενιά, όσο και για τα τραύματα που αφήνει η επίσημη ιστορία στις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων. Ο Δαββέτας επιχειρεί στο βιβλίο του να γεμίσει τα κενά, να μιλήσει για τη ζωή του άγνωστου Χ.Λ, για τα κρυμμένα του μυστικά και την οικογενειακή του ζωή, με φόντο πάντα την ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων 70 χρόνων.
Ο Δαββέτας διερευνά την σχέση του γιού με τον πατέρα, θέτοντας το ερώτημα αν είναι τόσο οι προσωπικές επιλογές ή οι κοινωνικές ιστορικές εξελίξεις που σφυρηλατούν τις σχέσεις των ανθρώπων.
Αναφέρεται ειδικότερα στον γιό του Χ.Λ, ένα παιδί που μεγάλωσε με απόντα τον πατέρα, τόσο επειδή κρυβόταν λόγω της ομοφυλοφιλίας του, όσο και επειδή κρυβόταν για την σκοτεινή του δράση στην υπηρεσία της Ασφάλειας. Ο γιος μαθαίνει για την διπλά κρυφή ζωή του πατέρα στο νεκροκρέβατο του δεύτερου, γεγονός που του φέρνει αντιμέτωπο με τις αλήθειες της δικής του ζωής, την δική του προσωπική εξέλιξη ως συγγραφέα που ζει πλέον εξόριστος στο Παρίσι, αλλά και με την σχέση που έχει ο ίδιος με έναν στενό του φίλο, επίσης συγγραφέας που ζει στην Γαλλία. Ο αυτό-εξόριστος, που έχει εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη, αναγκάζεται στο τέλος να επιστρέψει στην πατρίδα για να αντιμετωπίσει τον πατέρα-να έρθει δηλαδή αναπόφευκτα αντιμέτωπος με αυτό από το οποίο είχε θεωρήσει πως μπορούσε να απελευθερωθεί. Η απελευθέρωση ωστόσο από τα πάτρια/πατρώα δεσμά δεν είναι τόσο εύκολη, ούτω τόσο απλή και περνά από τις βαθιές και τραυματικές εκμυστηρεύσεις τους πατέρα για την προσωπική και την πολιτική του ζωή, που δείχνουν να πληγώνουν τον γιό το ίδιο, αν όχι το θέμα της κρυφής ομοφυλοφιλίας περισσότερο. Μέσα από τις τρομερές πατρικές αποκαλύψεις, ο γιος καλείται να κοιτάξει τις αλήθειες της δικής του ζωής και της δικής του κληρονομίας, αντιλαμβανόμενος πως οι δεσμοί του αίματος και το κληροδότημά του πατέρα, είναι βαρίδια από τα οποία δεν θα μπορέσει ποτέ να απαλλαγεί. Την ίδια στιγμή ο γιος δείχνει να αντιλαμβάνεται το νόημα της συγχώρεσης και του αποχαιρετισμού απέναντι στον γόνο που σε όλη του τη ζωή υπήρξε απών, αφήνοντας τον ουσιαστικά να μεγαλώσει χωρίς πατέρα, αφήνοντας τον ως άνδρα να μεγαλώσει χωρίς άνδρα και να είναι στην ουσία με ένα περίεργο τρόπο, ορφανός.
Ο Δαββέτας παίζει στο βιβλίο με μεγάλη επιτυχία με τα δίπολα: Του πατέρα και γιού, του καλού και του κακού, της προσωπικής και της επίσημης ιστορίας, του τότε και του τώρα και το κάνει χωρίς να αφήσει ποτέ την διελκυστίνδα να τραβήξει από τη μία ή την άλλη πλευρά, θέτοντας τα ερωτήματα αλλά αποφεύγοντας να δώσει τις απαντήσεις-γεγονός που συνιστά μία από τις μεγάλες αρετές αυτού του βιβλίου. Το καταφέρνει αυτό χρησιμοποιώντας μια γλώσσα κοφτή και αποστασιοποιημένη, με χαμηλό τόνο αφήγησης και κινηματογραφικές περιγραφές που καταφέρνουν να δώσουν με ρεαλιστικό τρόπο την ιστορική αλλά και την προσωπική πραγματικότητα των ηρώων χωρίς περιττούς και αχρείαστους συναισθηματισμούς.
Η περίτεχνη πολυφωνική αφήγηση επίσης λειτουργεί καταλυτικά για να δώσει την ιστορία μέσα από όλες τις ματιές των ηρώων, αφού στο βιβλίο μιλάνε τόσο ο απόντας πατέρας, τόσο ο αυτοεξόριστος γιος, όσο και ο φίλος του γιου που δίνουν μέσω από τα δικό τους πρίσμα μια διαφορετική εκδοχή των πραγμάτων. Την ίδια ώρα ο Δαββέτας, εντάσσοντας στο βιβλίο δύο εγκιβωτισμένες ιστορίες/διηγήματα των δύο συγγραφέων, που αναφέρονται στη ζωή του γιού και του πατέρα, καταφέρνει να κλείσει το μάτι στους ομότεχνους τους με μια σπουδαία αυτοαναφορικότητα για το πως ένας συγγραφέας μπορεί να επινοήσει μια ιστορία για τον ίδιο του τον εαυτό.
Τέλος, το βιβλίο αυτό, για τους «άντρες χωρίς άντρες», αποτελεί ένα είδος «αποχαιρετισμού στον πατέρα» από τον Δαββέτα, αφού, όπως το ομώνυμο κείμενο του Κάφκα, αποτελεί μια επιστολή για τον πατέρα που με την παρουσία του ή στην προκειμένη περίπτωση την εκκωφαντική απουσία του, καθορίζει την ζωή του γιου και τη σημαδεύει για πάντα, αφήνοντας τον χωρίς πρότυπα, χωρίς μέντορα, ματαιώνοντας τον ίδιο ως πατέρα πρότυπο και τον ίδιο τον γιο ως άνδρα.
Νίκος Δαββέτας, Άντρες χωρίς άντρες, Πατάκης
Βρες το εδώ