της Μαρίζας Ντεκάστρο
Συμμετέχοντας στο Πρόγραμμα Ελληνογερμανικής Φιλίας, ένα από τα πολλά ευρωπαϊκά προγράμματα για νέους, Γερμανοί μαθητές έρχονται στην Ελλάδα για να μελετήσουν την Ιστορία, να μάθουν και να σκεφτούν πάνω στην αγριότητα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Συγκεκριμένα πηγαίνουν στο Δίστομο, όπου τον Ιούνιο του 1944 οι ναζί συμπατριώτες τους εξολόθρευσαν τους κατοίκους αυτού του χωριού της Βοιωτίας.
Με αφορμή αυτό το γεγονός η Κατερίνα Δημόκα διαπραγματεύεται, στο νεανικό μυθιστόρημα Δύο στόματα, τα τραύματα που άφησε ο πόλεμος σε νικητές και ηττημένους.
Στο πρώτο μέρος, παρακολουθούμε τις ετοιμασίες του μαθητή Στέφαν για το ταξίδι, ταξίδι που θα εκπληρώσει ένα όνειρο του παππού του, νοητού συνοδοιπόρου και συμπρωταγωνιστή. Ο παππούς Ούβε Χάρτμαν, άτομο ιδιόρρυθμο, βυθισμένο σε μια «ψυχογενή τύφλωση» και με άνοια, τον προετοίμαζε χρόνια για τη γνωριμία με την Ελλάδα παρουσιάζοντάς τη μέσα από τη μυθολογία και τους αρχαίους συγγραφείς, επιμένοντας επίσης να μάθει ο νεαρός ελληνικά. Όταν ο Στέφαν ανακάλυψε στο παλιό διαμέρισμα του Ούβε το σημειωματάριο με τις καταγραφές του από την εποχή του πολέμου, θα πάρει μερικές μόνο απαντήσεις για τη λοξή συμπεριφορά του αγαπημένου του παππού και το ταξίδι στην Ελλάδα θα αποκτήσει καινούριο νόημα. Θα μάθει τα πεπραγμένα του…
Στο δεύτερο μέρος, διαβάζουμε το ημερολόγιο του παππού για όσα έζησε λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου(1939-44) και την ελληνική περιπέτεια του Στέφαν. Μια περιπέτεια συναισθηματική και αποκαλυπτική. Στο ημερολόγιο βρισκόταν η αλήθεια που εξηγούσε τη μετέπειτα στάση του Ούβε, του ταγμένου ναζί που κλείστηκε στον εαυτό του όταν επέστρεψε από τον πόλεμο και προσπάθησε να θάψει τους εφιάλτες του. Αποδείχτηκαν πιο δυνατοί από εκείνον. Δεν μίλησε, ούτε γιατρεύτηκε επειδή έγραψε! Εξακολούθησε να τυραννιέται. Η τύφλωση, η πραγματική και η αλληγορική, δεν έσβησε τις ένοχες μνήμες, οι οποίες τον κάνουν να μιλάει ελλειπτικά και ακατανόητα για το τραύμα του, σαν άλλος ήρωας αρχαίας τραγωδίας. Τι αλήθεια εννοεί όταν επαναλαμβάνει κάθε τόσο τις λέξεις ZWEI MÜNDER;
Στο Δίστομο ο Στέφαν έμαθε και βίωσε τον καταραμένο τόπο ως πλεκτάνη του παππού του για να κοιμίσει τις δικές του ενοχές. Ζώντας λίγες μέρες στο χωριό πείθεται πως τα κίνητρα του γέροντα δεν ήταν αγνά!
Ο Ούβε έγραψε με το πάθος του νέου άνδρα που υπηρέτησε τυφλά τις ιδέες του Αρχηγού, σκιαγράφησε την εκπαίδευση, την ιδεολογία στην οποία πίστεψε άκριτα και που τον διαμόρφωσε, την πορεία του στα μέτωπα του πολέμου και την ήττα του Ράιχ. Εκείνο που κυριαρχεί στο ημερολόγιο, και δίνει βάρος στο μυθιστόρημα, είναι οι ψυχικές αναταράξεις του ναζί στρατιώτη, καθώς και οι υποψίες και οι αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα του μεγαλόπνοου πολεμικού σχεδίου που παρεισφρήσαν ύπουλα στις σκέψεις του όταν άρχισε η κατάρρευση. Η τελευταία επιχείρηση στο Δίστομο διέλυσε το οικοδόμημα της χιτλερικής παντοδυναμίας που είχε χτίσει στο μυαλό του ο νεαρός Ούβε. Η συνείδησή του τον πρόδωσε και ανέσυρε από την ψυχή του την ανθρωπιά! Και έτσι πήρε τη συγκλονιστική απόφαση να παραβλέψει τις διαταγές και να πετάξει από πάνω του την ύστατη στιγμή το μίασμα της βαρβαρότητας.
Γράφει συντετριμμένος τη στιγμή της συνειδητοποίησης: Τι κι αν δε σκότωσα στο σπίτι του Διστόμου, αφού χρόνια τώρα θανατώνω αθώους; Ο πόλεμος έχει χαθεί. Μαζί του χάθηκαν αμέτρητοι στο όνομα της ναζιστικής δικαιοσύνης, της δικαιοσύνης που πίστεψα… Το Δίστομο θα με τιμωρεί όσο βλέπω το φως… Τώρα ξέρω την αλήθεια… Αυτός, ο Ούβε, που ήταν κάποτε δυνατός και πίστευε ότι ήταν δίκαιος, τυφλώθηκε σαν τον Οιδίποδα.
Το ταραγμένο του μυαλό φαίνεται να πίστευε πως η συγχώρεση και η συμφιλίωση με το παρελθόν θα πραγματοποιούνταν από τη νέα γενιά- από τον εγγονό του.
Τι θα αντιληφθεί τελικά ο Στέφαν από τη μεταστροφή του παππού; Πώς θα διαχειριστεί τα συναισθήματά του τώρα που ο ίδιος, οι άλλοι ήρωες και εμείς οι αναγνώστες, βρισκόμαστε μπροστά σε πολλά από τα «γιατί» της Ιστορίας, πάντοτε παρόντα σε τωρινές συμπεριφορές, ιδεολογίες και πολιτικές απόψεις; Υπάρχει ηθική στον πόλεμο; Κατά πόσον είναι δυνατή η ατομική επιλογή; Γίνεται να συγχωρεθούν οι βαρβαρότητες;
Η Μυρτώ Δεληβοριά συμπύκνωσε στο εξώφυλλο τα ερωτήματα που εγείρει το μυθιστόρημα: ο τυφλός Οιδίποδας και αντικριστά οι πρωταγωνιστές της ιστορίας στέκονται σ’ ένα τρίστρατο αναποφάσιστοι για το ποιον δρόμο να ακολουθήσουν. Μήπως τον δρόμο της συγχώρεσης που θα γεφυρώσει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον και ο οποίος περνά μέσα από τη γνώση που αποκομίζει ο κάθε Στέφαν όταν έρθει αντιμέτωπος με την τραγικότητα του πολέμου που έζησε η Ευρώπη;
Το διακύβευμα του μυθιστορήματος είναι ανάλογο των στόχων εκπαιδευτικών προγραμμάτων σαν κι αυτό στο οποίο συμμετείχαν οι μυθιστορηματικοί ήρωες: η ιστορική έρευνα, η τοποθέτηση των γεγονότων στο χρονικό τους πλαίσιο και τελικά η γνώση (παρά τα αδιανόητα που εξακολουθούν να μένουν αναπάντητα) μπορούν ίσως να οδηγήσουν σε μια ψύχραιμη αντιμετώπιση των συλλογικών και των ατομικών τραυμάτων του παρελθόντος.
ΥΓ. Συμμετείχα πριν χρόνια σε ένα ανάλογο πρόγραμμα. Μαθητές από ευρωπαϊκές χώρες συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, βρέθηκαν στο σχολείο μου την ημέρα της γιορτής της 28ης Οκτωβρίου. Στο τέλος της γιορτής, που συνήθως τη βαριούνται τα παιδιά, οι δικοί μας μαθητές αντέδρασαν περίπου όπως ο Λουκάς του μυθιστορήματος: θεώρησαν πώς οι Γερμανοί συμμαθητές τους, με τους οποίους διασκέδαζαν μέχρι την προηγούμενη μέρα, ήταν ένοχοι και υπεύθυνοι για τα μαρτύρια που υπέστηκαν οι παππούδες τους.
Δεν υπάρχουν λοιπόν εύκολες απαντήσεις!
*****
Τη νύχτα που το σκυλί μας μεταμορφώθηκε σε λύκο, της Μαρούλας Κλιάφα, μια πηγαία αφήγηση χωρίς λογοτεχνικές νεωτερικότητες, τοποθετείται στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδας, στον Εμφύλιο, και βασίζεται στις αναμνήσεις της τότε δεκάχρονης Μαρούλας.
Η εποχή του Εμφυλίου είναι το σκηνικό για να στηθεί μυθοπλαστικά η ιστορία ώστε οι αναγνώστες να νιώσουν την ατμόσφαιρα εκείνης της ζοφερής εποχής και να αναστοχαστούν κριτικά το παρελθόν. Στον Εμφύλιο ήμασταν όλοι θύματα και ταυτόχρονα θύτες, της λέει ένας συγγενής. Αυτή είναι και η θέση της συγγραφέως στο μυθιστόρημα, θέση που προϋποθέτει την ψύχραιμη αποτίμηση των γεγονότων, γραμμένη μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που προσπαθεί να κατανοήσει όχι μόνον περίπλοκες καταστάσεις (ποιος είναι ποιος ανάλογα με την πολιτική του τοποθέτηση ή με την τοποθέτηση που του φορτώνουν οι πρώην φίλοι και νυν αντίπαλοι, ποιος είναι καλός και ποιος όχι, και τι συνέβη ώστε να αλλάξει πλευρά, το έκτακτο στρατοδικείο, το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, κ.ά. ), αλλά και το ιδεολογικά φορτισμένο λεξιλόγιο της εποχής (εθνικόφρονες, συμμορίτες, ανταρτόπληκτοι, Μάηδες, Χίτες, ΕΑΜοβούλγαροι, παιδομάζωμα, παιδουπόλεις…)
Η Μαρούλα Κλιάφα δεν μασάει τα λόγια της, όπως, για παράδειγμα, στη σκηνή με τον εξαθλιωμένο άντρα που περιφέρει στους δρόμους, καρφωμένο σε ένα κοντάρι, το κομμένο κεφάλι του πρώην συντρόφου του. Το θέαμα προκαλεί τρόμο στην ίδια και στον φίλο της. Ταυτόχρονα όμως εικονοποιεί ακραία για εμάς τις δραματικές επιλογές που είχαν οι Έλληνες για πορευτούν εκείνη τη δύσκολη εποχή. Με ποιους να πας και ποιους ν’ αφήσεις, όπως τραγούδησε ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Όλα τα παραπάνω τα διακρίνει εύκολα ο αναγνώστης, πόσο μάλλον αφού οι ήρωες ανήκουν σε μια οικογένεια και τον περίγυρό της, προσφιλές πλαίσιο για την ανάπτυξη σχεδόν κάθε θέματος στα παιδικά και τα νεανικά βιβλία. Στο μυθιστόρημα, η γνωστή καθημερινότητα (σχολείο, παιχνίδια, παρέες) και η οικογενειακή ασφάλεια διαταράσσονται (η σύλληψη του πατέρα για κακόβουλους λόγους) από γεγονότα που ήταν εντελώς ξένα μέχρι τότε και επηρεάζουν βαθιά την ψυχοσύνθεση της μικρής ηρωίδας. Είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι που θα λυθεί όταν η Αντριάνα (Μαρούλα) ωριμάσει.
Με ελάχιστο ψάξιμο, θα μάθει ο αναγνώστης ότι παντού στην ελληνική επικράτεια οι άνθρωποι, «μπλεγμένοι» ή «καθαροί», ζούσαν παρόμοιες καταστάσεις. Εκείνο που δίνει ένταση στο μυθιστόρημα είναι ότι διαδραματίζεται σε ένα κλειστό περιβάλλον, αυτό της κοινωνίας των Τρικάλων όπου όλοι γνώριζαν όλους και οι διαπροσωπικές σχέσεις ήταν οπωσδήποτε στενότερες.
Δεν διαβάζουμε λοιπόν ένα έργο για τη μεγάλη Ιστορία, αλλά για ένα μέρος της. Η συγγραφέας, όπως και άλλοι που ασχολήθηκαν με εκείνη την περίοδο (Σαρρή, Ζέη, Κοντολέων, Δικαίου, κ.ά.), περιγράφει τα συμβάντα σε μια μικρή πόλη, έχοντας στο νου ότι η αναγωγή στο γενικό θα έρθει αργότερα.
Τη νύχτα που το σκυλί μας μεταμορφώθηκε σε λύκο, ο τίτλος, είναι ευρηματικός και πολύσημος. Όταν σκυλί το ’σκασε από το σπίτι της Αντριάνας, οι πάντες μιλούσαν για ένα φοβερό λύκο με κίτρινα μάτια που εμφανίστηκε ξαφνικά στην πόλη ουρλιάζοντας.
Ήταν ποτέ δυνατόν να μεταμορφωθεί το αγαθό σπιτίσιο ζώο σε θηρίο; Είναι ποτέ δυνατόν οι άνθρωποι να μεταμορφωθούν σε θηρία;
*****
Ο Φώτος Λαμπρινός είναι κινηματογραφιστής, γι’ αυτό και εξιστόρησε τη ζωή του στο Παλαμηδίου 10 σαν να δούλευε ένα ντοκιμαντέρ. Και ενώ στον κινηματογράφο ο ντοκιμαντερίστας χρησιμοποιεί τεκμήρια για να αποδώσει μια πραγματικότητα, στη μαρτυρία που παραδίδει τους αναγνώστες βασίζεται στην επιλεκτική μνήμη του και αναπαράγει γεγονότα όπως νομίζει ότι τα έζησε. Με αφετηρία το σπίτι του στην οδό Παλαμηδίου, τον μικρό δρόμο της αθηναϊκής γειτονιάς του Κολωνού, η λογοτεχνική δραματουργία περικλείει όχι ένα, αλλά πολλά από εκείνα που όρισαν τη ζωή του μέχρι σήμερα, παρακολουθώντας τις προσωπικές διαδρομές του στην Αθήνα, στην Ελλάδα, σε χώρες του τότε παραπετάσματος και σ’ εκείνες της Δύσης.
Η οικογένεια του Φ. Λ. ήταν αριστερή σε μια εποχή που στιγματίστηκε από το ξέφρενο κυνήγι των κομουνιστών. Οι συλλήψεις, οι εξορίες, η επιβεβλημένη παρανομία, η ιδεολογία που κατηύθυνε τη δράση των δικών του, έπλασαν ένα παιδί δυναμικό που δεν κάμφθηκε από τα τραύματα που προξένησαν οι συνεχείς μετακινήσεις από σπίτι σε σπίτι και από γνωστό σε γνωστό, ούτε οι περιοδικές εξαφανίσεις των γονιών και των κοντινών του, η δολοφονία του πατέρα του από τον εθνικό στρατό και η ήττα της Αριστεράς.
Το βιβλίο του φίλου μου Φώτου Λαμπρινού δεν είναι νεανικό ανάγνωσμα, πόσο μάλλον παιδικό. Έτσι κι αλλιώς, δεν γνωρίζουν οι νέοι το πλήθος των κομματικών στελεχών που τον ταχτάριζαν ως παιδάκι, ούτε τις αδιανόητες για τα σημερινά δεδομένα καταστάσεις που έζησε. Απευθύνεται στο ενήλικο κοινό, σ΄ εκείνους που ενδιαφέρονται για τη σύγχρονη Ιστορία και την ιστορία της Αριστεράς, και ειδικότερα στη γενιά της Δικτατορίας και των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης που γνώρισε πολλές από τις προσωπικότητες που έγραψαν με την παρουσία τους την πολιτική ιστορία εκείνης της περιόδου.
Χωρίς να θέλω να περιορίσω την εμβέλεια του έργου, στέκομαι στον αυτοβιογραφούμενο Λαμπρινό όπως διηγείται την παιδική ηλικία του στα χρόνια του πολέμου. Αυτά τα αποσπάσματα του έργου του μπορούν να διαβαστούν από τα σημερινά παιδιά! Όχι γιατί γράφτηκαν με τη ματιά ενός παιδιού, ούτε επειδή αναδιηγούνται συναρπαστικά τη ζωή στην κατοχή. Η αφήγηση του Λαμπρινού φωτίζει πτυχές άγνωστες για πολλούς, συμπεριλαμβανομένου του νεανικού κοινού, δηλαδή τη μη κανονικότητα την οποία ζούσε μια μερίδα του ελληνικού λαού και συγκεκριμένα μια από τις πολλές «χαρακτηρισμένες» οικογένειες όπως ήταν η οικογένεια του Γιώργη Μπαστουνόπουλου, της Ευγενείας, του Φώτου και του μικρού αδελφού Λάμπρου.
*****
INFO
Μαρούλα Κλιάφα, Τη νύχτα που το σκυλί μας μεταμορφώθηκε σε λύκο, Εκδ. Πατάκη, 2021.
Βρες το εδώ
Φώτος Λαμπρινός, Παλαμηδίου 10, Ένα ντοκιμαντέρ, Εκδ. Καστανιώτη, 2019.
Βρες το εδώ
Κατερίνα Δημόκα, Δυο στόματα, Εκδ. Μεταίχμιο, 2021.
Βρες το εδώ