του Κίμωνα Θεοδώρου(*).
Τι είναι το αντιμουσείο; Μπορεί να προσεγγιστεί ποικιλοτρόπως. Πρόκειται για έννοια ανοικτή, με ορισμό δυναμικό, τουτέστιν, αδυνατεί να λάβει στατική μορφή, καθώς εξαρτάται οντολογικά από τις εξελίξεις στις πρακτικές μουσείων και πολιτιστικών οργανισμών, την διαβόητη κυριαρχία και τις μορφές κριτικής.
Κατά την παρακάτω προσέγγιση, αν το «μουσείο» ασχολείται με τις μεγάλες στιγμές της συλλογικής μνήμης, το «αντιμουσείο» προτείνει αδιαφοροποίητα οποιαδήποτε στιγμή της καθημερινότητας που διαφεύγει και δεν μπαίνει στο φωτογραφικό λεύκωμα του ανθρώπου. Μήπως οι στιγμές που διαφεύγουν μπορούν να φωτίσουν κάτι διαφορετικό από την επίσημη μνήμη και ιστορία;
Πιο συγκεκριμένα, επισκεφτήκαμε την ιστοσελίδα του γάλλου Yann Gourvennec, στη διεύθυνση antimuseum.com όπου προβάλλει ψηφιακές εικόνες στο αντιμουσείο του. Η φωτογραφία δεν είναι επάγγελμα αλλά αποτέλεσμα πάθους το οποίο καλλιέργησε από μικρός για την τέχνη.
Ο Gourvennec, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, λέει ότι ξεκίνησε νεώτερος την καλλιτεχνική του αναζήτηση με υδατογραφίες, ανάμεσα σε εικαστικές ενατενίσεις: «Υπάρχει ποίηση στην απλότητα, στα προσιτά και γήινα, στα καθημερινά πράγματα της ζωής. Ζωγράφιζα ό,τι έβλεπα έξω από το παράθυρο του διαμερίσματός μου, στο Παρίσι, με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, όπως ανθρώπους να παίρνουν το πρωινό τους, απλά πράγματα τα οποία -όπως σκεφτόμουν- ήταν ωστόσο πολιτικά».
Το 1996 πέρασε από την ακουαρέλα στη φωτογραφία και με την πρόοδο της τεχνολογίας, άρχισε να επικεντρώνεται στην ψηφιακή εικόνα, αλλάζοντας μέσο, αλλά συνεχίζοντας να κινείται θεματικά στις ίδιες ιδέες και μηνύματα που θέλει να επικοινωνήσει. Έτσι, γίνεται αντιληπτό πώς η νέα τεχνολογία αλλάζει τα μέσα έκφρασης και επικοινωνίας της τέχνης, όχι όμως και αυτά που θέλει να πει ο δημιουργός (κατά μια πρώτη εντύπωση τουλάχιστον).
Ο όρος «αντιμουσείο» προτείνεται πιθανόν τη δεκαετία του 1960 από τον Ελβετό καλλιτέχνη Jean Tinguely: καταπιάστηκε με παράξενες κατασκευές που θυμίζουν εργοστασιακά μηχανήματα και πετούν φερειπείν μπάλες στον αέρα, οι οποίες δεν σημαίνουν τίποτα. Το αντιμουσείο, λοιπόν, για τον Tinguely, προβάλλει το άχρηστο και α-νόητο, σε αντίθεση με τα τεκμήρια που συλλέγονται και προβάλλονται σε μουσειακά ιδρύματα, τα οποία εντάσσονται σε πλαίσιο χρήσης πλήρους νοηματοδότησης του κοινωνικού. Βέβαια, ακόμη και η έλλειψη νοήματος συνιστά πρόταση νοηματοδότησης που φέρνει κατά νου στοχασμούς όπως γύρω από τον σισύφειο μύθο, ενώ μπορεί να αναγνωστεί και σαν μια κριτική στη βιομηχανική κοινωνία και το παράλογο της σύγχρονης ζωής.
Ο Gourvennec είναι ο πρώτος που δημιούργησε πριν από είκοσι χρόνια ένα διαδικτυακό προσωπικό «αντιμουσείο». Η δική του έννοια για αυτό διαφέρει από τη σύλληψη του Tinguely και, εκκινεί εμπνεόμενος, όπως μας είπε, από τον Γάλλο μυθιστοριογράφο Georges Perec, όπου στο ογκώδες μυθιστόρημά του «Ζωή: Οδηγίες χρήσεως», περιγράφει λεπτομέρειες από τη ζωή των ενοίκων ενός συγκροτήματος διαμερισμάτων. Kατά την ανάγνωση του Gourvennec, «πρέπει να φτάσει κανείς στην τελευταία σελίδα για να καταλάβει για ποιο λόγο παρατίθενται όλες αυτές οι εξαντλητικές περιγραφές, δηλαδή, να κατανοήσει πώς το καθετί, το καθημερινό, η λεπτομέρεια, συνιστούν μέρος της ποιητικής μας συγκρότησης». Έτσι, και ο ίδιος ενδιαφέρεται με τον ψηφιακό φακό να αποτυπώσει την καθημερινότητα με τον δικό του τρόπο στο αντιμουσείο του.
Το παράδειγμα αυτό, αποτελεί μονάχα μια από τις σύγχρονες προσεγγίσεις της έννοιας και της πρακτικής του αντιμουσείου, ενώ ρίζες του θα μπορούσαν ακόμη να απλωθούν στις εκθέσεις των «απορριφθέντων» Γάλλων ιμπρεσιονιστών. Το αντιμουσείο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αναζήτηση ανάμεσα στους δρόμους της έκφρασης και της μνήμης και, επιπλέον, περισσότερο σήμερα, συναντάται στην ώσμωσή του με τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών.
(*)Ο Κίμων Θεοδώρου είναι συγγραφέας. Η συλλογή διηγημάτων του «Μερικοί το λένε αγάπη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φαρφουλάς.