Από το Νυχτερινό στ’ Ανάκτορα (του Ηλία Β. Σπινάσα)

0
401

 

του Ηλία Β. Σπινάσα

Ήρθα από το χωριό μου, τη Νεράιδα Ευρυτανίας, στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1961 σε ηλικία δεκάξι χρονών, μετά από πρόσκληση του θείου μου Βασίλη. Αμέσως έπιασα δουλειά σε ένα φανοποιείο αυτοκινήτων ενός φίλου του στον Χολαργό. Όμως μέσα σε μια εβδομάδα κατάλαβα ότι έχασα την ελευθερία που είχα στο χωριό, και χωρίς μάλιστα καμία προοπτική κι ελπίδα. Αφού προσπάθησα να φύγω στο εξωτερικό (Αμερική, Καναδά, Αυστραλία ή Γερμανία) δίχως αποτέλεσμα, τότε βεβαιώθηκα ότι οι πόρτες ήταν κλειστές. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου· έκανα το ερώτημα στον εαυτό μου «Γιατί, Ηλία, έφυγες από το χωριό σου;» κι απάντηση δεν έβρισκα. Προτού όμως ξημερώσει, μέσα στις σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό μου ήρθε σαν αναλαμπή η απάντηση: «Ηλία, έφυγες από το χωριό σου για να μάθεις γράμματα!»

Το αμέσως επόμενο πρωινό ανακοίνωσα στον θείο μου την απόφασή μου να πάω σχολείο, ζητώντας του να μου βρει τα βιβλία για να διαβάσω. Αυτός, χαρούμενος μού τα έφερε αμέσως, κι εγώ ρίχτηκα στο διάβασμα. Μετά από μια εβδομάδα με πήγε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο των Αμπελοκήπων, όμως το βρήκαμε κλειστό. Στα κάγκελα είδαμε θυροκολλημένη την ανακοίνωση των εξετάσεων για την εισαγωγή στο Γυμνάσιο: ήταν την επόμενη ημέρα, 11/9/1961 και ώρα 7 το πρωί. Πήγα νωρίτερα, με φόβο μην βρω τις πόρτες ξανά κλειστές· όμως αυτή τη φορά το σχολείο ήταν ανοιχτό, παιδιά έπαιζαν στο προαύλιο, κι έτσι ησύχασα. Όταν ήρθε η ώρα και ο Γυμνασιάρχης, αφού μας καλωσόρισε, άρχισε να διαβάζει τα ονόματα των υποψηφίων, τότε διαπίστωσα πως το δικό μου όνομα δεν ήταν στον κατάλογο – και πώς να ήταν, αφού δεν είχα καταθέσει τα χαρτιά μου; Όμως, για καλή μου τύχη ο Γυμνασιάρχης –Ζώτο τον έλεγαν–, αφού με πρώτα με ρώτησε αν έχω βγάλει το Δημοτικό κι έλαβε καταφατική απάντηση, μου είπε: «Θα πας απέναντι στο περίπτερο, θα αγοράσεις μια κόλλα αναφοράς κι ένα μολύβι, και θα σε αφήσω να δώσεις εξετάσεις».

Έτσι κι έγινε. Αφού λοιπόν απάντησα σε όλα τα θέματα, κι ενώ είχαμε παραμείνει μόνο τέσσερις μαθητές στην αίθουσα, σηκώνομαι και πηγαίνω να παραδώσω την κόλλα μου στον Γυμνασιάρχη – για καλή μου τύχη, αυτός ήταν ο επιβλέπων. Την βλέπει αυτός και μου λέει «Βρε Σπινάσα, με μολύβι τα έγραψες;» «Μα μολύβι δεν μου είπατε να αγοράσω; Μολύβι αγόρασα, με μολύβι τα έγραψα». Τότε εκείνος, αφού πρώτα διαβάζει τις απαντήσεις και διαπιστώνει πως ήταν σωστές, τότε παίρνει μια καινούργια κόλλα, τη σφραγίζει, μου δίνει το δικό του ασημένιο στιλό –για πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο ωραίο στιλό στη ζωή μου – και μου λέει: «Κάτσε και αντίγραψέ τα και δεν θα φύγει κανείς μέχρι να τελειώσεις». Εμένα με έκοψε κρύος ιδρώτας: δεν έφτανε που δεν ήμουν ‘νόμιμος’, έπαθα και αυτό το κάζο. Τελικώς τα αντέγραψα κι όταν ο Γυμνασιάρχης παρέλαβε τα γραπτά μου, τότε ανακουφίστηκα!

Η μεγαλοψυχία αυτού του καλού ανθρώπου δικαιώθηκε: σε μια εβδομάδα που βγήκαν τα αποτελέσματα, είδα ότι είχα περάσει πρώτος. Αυτή η πρωτιά μού χάρισε το ‘έπαθλο’ των τριών χιλιάδων δραχμών (πολλά λεφτά για την εποχή εκείνη) και, το σημαντικότερο, δύναμη κι αυτοπεποίθηση. Γι’ αυτό, αφού πρώτα πήγα κι αγόρασα καινούργια καλά ρούχα, στη συνέχεια κινήθηκα να βρω λύση στο ζήτημα της εργασίας μου: τα χρήματα στο φανοποιείο ήταν πολύ λίγα, μόλις 25 δραχμές την ημέρα, και δεν μπορούσα με αυτά ούτε ενοίκιο να πληρώσω και να αυτονομηθώ, καθώς δεν μπορούσα να συνεχίσω να μένω με τον θείο μου και την οικογένειά του.

Έτσι ένα πρωινό, ύστερα από μια εσωτερική παρόρμηση, αποφάσισα να μην πάω στη δουλειά στο φανοποιείο, αλλά να επιδιώξω αυτή την αλλαγή παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια μου. Ξεκίνησα με τα πόδια, διέσχισα τη Λεωφόρο Μεσογείων και μετά συνέχισα στη Βασιλίσσης Σοφίας, φθάνοντας στην περιοχή του Hilton. Τότε αντίκρυσα να φτιάχνεται αυτό το μεγάλο και πολυώροφο κτίριο και μπήκα στην είσοδο που οδηγούσε στο ισόγειο. Εκεί ήταν μια ομάδα ανθρώπων με φόρμες άσπρες κι ένας με κοστούμι και γραβάτα, και μιλούσαν μεταξύ τους.

Όταν με είδαν, με ρώτησαν «Ψάχνετε κάποιον;» κι εγώ τους απάντησα «Όχι, ψάχνω για δουλειά». Τότε με ρωτούν «Τι δουλειά ξέρεις να κάνεις;» «Ό,τι δουλειά κι αν είναι, ήρθα πριν ένα μήνα από το χωριό μου, έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Νυχτερινό Γυμνάσιο των Αμπελοκήπων και τώρα ψάχνω να βρω δουλειά για να δουλεύω την ημέρα». Εκείνος με το κοστούμι και τη γραβάτα (ο οποίος έμαθα αργότερα πως ήταν εργολάβος και τον έλεγαν Ψαριανό) ρώτησε έναν από αυτούς με τις άσπρες, μισολερωμένες με χρώματα φόρμες, αν μπορούσαν να με βολέψουν κάπου. Εκείνος απάντησε «μπορώ εγώ να τον πάρω μαζί μου αύριο», κι έτσι γύρισε και μού είπε «αύριο το πρωί στις 7 η ώρα να είσαι εδώ».

Την επόμενη ήμουν εκεί από τις 6.30 και μετά από λίγο ήρθε ο άνδρας με την άσπρη φόρμα, που είχε πει ότι μπορούσε να με πάρει μαζί του. Ήταν ψηλός στο ανάστημα, κι ευτραφής. Αφού μου συστήθηκε –τον έλεγαν Σωκράτη– μου είπε: «Θα πάμε με τα πόδια, όχι πολύ μακριά από εδώ». Ξεκινήσαμε μαζί κατεβαίνοντας τη Βασιλίσσης Σοφίας· πρoτού φτάσουμε στον Εθνικό Κήπο (τότε λεγόταν Βασιλικός Κήπος) πήραμε την Ηρώδου Αττικού μέχρι τα Βασιλικά Ανάκτορα (σήμερα Προεδρικό Μέγαρο) και μπήκαμε μέσα, αφού ο σκοπός γνώριζε τον κύριο με την άσπρη φόρμα.

Μπήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, στην οποία υπήρχαν στο δάπεδο χρώματα και ξύλινα καβαλέτα. Ο μάστορας πήρε ένα μικρό βάζο με χρώμα χρυσαφί κι άρχισε να περνάει με ένα λεπτό πινέλο τις ρίγες, που υπήρχαν ήδη σχεδιασμένες πάνω στους τοίχους και το ταβάνι, και με τέχνη να τις βάφει χρυσές. Εμένα μου έδωσε το μικρό αυτό βάζο, για να το κρατάω. Ο μάστορας αυτός μου είπε ότι είναι από τη Σάμο, και με ρώτησε από πού είμαι εγώ. Του απάντησα ότι είμαι από τη Νεράιδα Ευρυτανίας, η οποία παλαιότερα ονομαζόταν Σπινάσα κι ότι η όλη περιοχή λεγόταν Άγραφα και στην αρχαιότητα Δολοπία. «Τον Άρη Βελουχιώτη τον έχεις ακουστά;», με ρώτησε. «Μπα…» ήταν η απάντηση. Αφού πέρασε αρκετή ώρα, μου είπε: «Αν πιάστηκε το χέρι σου, δώσε το χρώμα σε μένα κι αν έχεις διάβασμα, πήγαινε να διαβάσεις». Η στάση του αυτή απέναντί μου μαρτύρησε πολλά και ήταν ένας καλός οιωνός, καθώς φάνηκε ότι ο άνθρωπος αυτός είχε καλή προαίρεση κι αγαπούσε τα γράμματα και την μάθηση, που ίσως και ο ίδιος λαχταρούσε.

Μαζί δουλέψαμε έτσι πέντε ημέρες, από την Τρίτη έως και το Σάββατο. Το μεσημέρι του Σαββάτου φύγαμε από τα Ανάκτορα με τα πόδια και πήγαμε μαζί σε ένα καφενείο επί της οδού Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής, ακριβώς απέναντι από την ομώνυμη εκκλησία. Μέσα στο καφενείο είχαν έρθει όλοι οι εργαζόμενοι –περί τα πενήντα και πλέον άτομα– που εργάζονταν στο Hilton και σε άλλα έργα του ίδιου εργολάβου, του Ψαριανού, για να πληρωθούν τα μεροκάματα της εβδομάδας.

Αφού ο εργολάβος τους πλήρωσε με 70 δραχμές την ημέρα, ενώ τον Σωκράτη με 90, τότε τον ρώτησε: «Τι να δώσουμε στον μικρό;» (ήμουν δεκάξι χρονών κι ο μοναδικός ανήλικος μεταξύ των εργαζομένων). Ο Σωκράτης του απάντησε: «Είναι μόνος, το βράδυ πάει στο Νυχτερινό Γυμνάσιο, δεν πρέπει κι αυτός να μπορέσει να ζήσει;» «Δηλαδή πόσα λες;» «Όσα και οι άλλοι, 70 δραχμές την ημέρα». Χωρίς δισταγμό ο εργολάβος  με πλήρωσε κι εμένα με 70 δραχμές την ημέρα, όπως τους υπόλοιπους. Πού 25 δραχμές από τις 7.30 το πρωί μέχρι τις 7 το απόγευμα στο φανοποιείο και πού 70 δραχμές από τις 7.30 το πρωί μέχρι τις 14.30 το μεσημέρι; Μόνο που δεν έβαλα τα κλάματα μπροστά τους, από τη χαρά μου!

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ εμφιάλωση του ατίθασου (του Γιάννη Στρούμπα)
Επόμενο άρθροΗ σύγκρουση ποίησης και ιστορίας (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ