της Ελένης Γεωργοστάθη (*)
Πόσο ενδιαφέρει τα παιδιά και τους εφήβους το μεσαιωνικό παρελθόν; Πόσο προσιτά και οικεία φαντάζουν τα γεγονότα ενός κόσμου με άλλα σύνορα, άλλα ήθη, άλλα συστήματα εξουσίας, υπερβολικά προσκολλημένου στα της θρησκείας, ενός κόσμου σκληρότητας, ανασφάλειας, ακατανόητης πολλές φορές βίας; Και τι ρόλο έχει παίξει στο περιορισμένο, κατά γενική ομολογία, ενδιαφέρον για τον Μεσαίωνα το ελληνοκεντρικό πνεύμα που χαρακτηρίζει το μάθημα της ιστορίας στα σχολεία μας αλλά και τα περισσότερα από τα βιβλία μυθοπλασίας για παιδιά και εφήβους που έχουν γραφτεί για τα βυζαντινά ως επί το πλείστον χρόνια; Άραγε μια λιγότερο εσωστρεφής θεώρηση της εποχής θα μπορούσε να ανοίξει έναν διάλογο ανάμεσα στο σήμερα και στο χτες, να δώσει πειστικές ερμηνείες για διαιωνιζόμενα μίση και αντιπαραθέσεις, να οδηγήσει σε συγκρίσεις και παραλληλισμούς;
Το μυθιστόρημα της Δέσποινας Ηρακλέους Μελουζίνα πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί ελληνοκεντρικό. Η ίδια η ηρωίδα του, νεράιδα, γυναίκα-φίδι ή γοργόνα που εμφανίζεται σε διάφορες ευρωπαϊκές παραδόσεις και συνδέεται μεταξύ άλλων με τον οίκο των Λουζινιάν, έτσι κι αλλιώς γεννιέται μακριά από τον ελλαδικό χώρο, στη Σκοτία, και μετά την ξαναβρίσκουμε στη Γαλλία, περιοχή στην οποία θα γνωρίσει τον άντρα της και θα τον βοηθήσει μυστηριωδώς να εδραιώσει την εξουσία του. Από εκεί, από τη Γαλλία, στη συνέχεια οι πολυάριθμοι αρσενικοί απόγονοί της θα ξεκινήσουν για να σκορπίσουν και να βασιλέψουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής – ανάμεσά τους και στην Κύπρο, εκεί όπου θα ολοκληρωθεί και το ταξίδι της μυθικής νεράιδας.
Από αυτή την άποψη, η απέραντη και αδιαμόρφωτη σε μεγάλο βαθμό εκείνη την εποχή Ευρώπη φαντάζει μικρή στα μάτια μας καθώς παρακολουθούμε σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της τις εκστρατείες, τις έριδες, τους πολέμους, τις περιπετειώδεις αναζητήσεις, τα φιλόδοξα εγχειρήματα και τα κατορθώματα των γιων της Μελουζίνας. Ένας κόσμος ρευστός, ένα μωσαϊκό φέουδων, κρατών και εθνοτήτων με μετακινούμενα σύνορα, διασταυρούμενες διαδρομές και παραδόσεις, ένα ασαφές τοπίο όπου συμπλέκεται η πραγματικότητα με τον θρύλο και το οποίο, παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να αποκαλύπτει έναν κόσμο εν εξελίξει, εκείνον από τον οποίο προήλθε το δικό μας σήμερα.
Όμως στοιχείο ενδιαφέροντος δε συνιστά μόνο η διόλου εθνοκεντρική οπτική που επιλέγει η συγγραφέας, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο συγκροτεί το αφηγηματικό της υλικό. Παρά το γεγονός ότι οι Λουζινιάν αποτελούν κομμάτι της ιστορίας της Κύπρου, το δικό της μυθοπλασιακό μονοπάτι κινείται συνειδητά ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και στον θρύλο. Αυτός ο τελευταίος είναι που παρέχει και τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της πλοκής: Από πού προέρχεται ο πλούτος της Μελουζίνας; Ποιο είναι το μεγάλο μυστικό που κρύβει από τον σύζυγό της; Πού βρίσκεται η οικογένειά της; Θεμελιώδη ερωτήματα τα οποία εντέχνως κρατάει αναπάντητα η συγγραφέας σε ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου της, συντηρώντας με αυτόν τον τρόπο την αναγνωστική αγωνία και προσμονή.
Πατώντας με σιγουριά στα αβέβαια σύνορα ιστορίας και μύθου, η Ηρακλέους πετυχαίνει τελικά να δώσει στους αναγνώστες της ένα απολαυστικό μυθιστόρημα αφηγημένο με ζωντάνια και αρτιότητα, ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται σαν παραμύθι και που δε στοχεύει να διδάξει αλλά να τέρψει. Οι όμορφες έγχρωμες και ασπρόμαυρες εικόνες της Χρύσως Χαραλάμπους εισάγουν αβίαστα τον αναγνώστη στο κλίμα και στο πνεύμα της εποχής και μαζί με το άκρως κατατοπιστικό επίμετρο της Ά. Νικολάου-Κονναρή συμπληρώνουν ιδανικά μία καθ’ όλα προσεγμένη έκδοση.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, με τον τίτλο Ουμπάιντα – Το καραβάνι των ψυχών, η συνήθης ύποπτη Βησσαρία Ζορμπά-Ραμμοπούλου επιστρέφει στην εποχή του Ηρακλείου, η οποία την έχει απασχολήσει και στο παρελθόν. Δεν είναι βεβαίως η κραταιά εποχή του θριαμβευτή αυτοκράτορα, αλλά τα χρόνια της δύσης ενός άλλοτε ισχυρού ηγέτη, απομυθοποιημένου από τα σκάνδαλα που αμαυρώνουν τη φήμη του. Αλλά το 633, η χρονιά στην οποία τοποθετείται η δράση του βιβλίου της Ζορμπά-Ραμμοπούλου, έχει κι άλλη μία ιδιαιτερότητα: είναι η αμέσως επόμενη από το 632, έτος θανάτου του Μωάμεθ, του ιδρυτή μιας νέας, ραγδαία και απειλητικά ανερχόμενης θρησκείας. Μεταβατική οπωσδήποτε και μεταιχμιακή εποχή. Σύνορα που μετακινούνται, ανθρώπινοι πληθυσμοί που χάριν της επιβίωσης είναι διατεθειμένοι να ασπαστούν πότε τη μια και πότε την άλλη θρησκεία, από τη μια το καινούργιο που αναζητά να εξαπλωθεί και από την άλλη το παλιό που αντιστέκεται πεισματικά.
Σε αυτή τη συγκυρία ένα καραβάνι ξεκινά από τη Μέκκα για την Ιερουσαλήμ. Ο αρχηγός του λέγεται Ουμπάιντα, ο βοηθός του Ισμαέλ. Πρώτες επιβάτισσες δυο γυναίκες, η Σωσώ και η ανιψιά της Σωσάννα κι αμέσως μετά δυο καλλιτέχνες, ο Ισίδωρος και ο Ιουστίνος. Ο Ισμαέλ ερωτεύεται τη Σωσάννα, αίσθημα που ενθαρρύνεται και από μια αινιγματική προφητεία. Το καραβάνι θα ξεκινήσει, στη διαδρομή θα ενσωματωθούν σε αυτό και άλλοι δύο μυστηριώδεις άντρες, η αρρώστια θα χτυπήσει κάποια από τα μέλη του. Ώσπου, παραπλανημένο, θα καθηλωθεί σε μια περιοχή όπου η παλιά ειδωλολατρική θρησκεία αντιστέκεται λυσσαλέα κι όπου ένας παντοδύναμος μάγος εξακολουθεί να κάνει ανθρωποθυσίες τρομοκρατώντας τους ντόπιους. Μια ετερόκλητη ομάδα χριστιανών, μωαμεθανών και Εβραίων θα αφήσει στην άκρη τις όποιες διαφορές της και θα ενώσει δυνάμεις για να παλέψει με όπλο την εξυπνάδα, τη γνώση και τη λογική ενάντια στις απάνθρωπες πρακτικές του μάγου, φτάνοντας σε μία συγκλονιστική αποκάλυψη.
Ο Ουμπάιντα είναι ένα καλοδουλεμένο μυθιστόρημα, που πατάει γερά σε ένα πολυπολιτισμικό σκηνικό, μακριά από τη Βασιλεύουσα, και σε ένα ενδιαφέρον και άκρως δεκτικό σε συγκρίσεις με το σήμερα ιδεολογικό πλαίσιο. Δε λείπει το μυστήριο, οι διαρκείς ανατροπές, απόρροια συχνά των ασαφών προθέσεων ορισμένων χαρακτήρων, ρευστών όσο και η ίδια η εποχή μέσα στην οποία πρέπει να επιβιώσουν.
Μια εποχή κατά την οποία η νεότευκτη θρησκεία δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί με σαφήνεια, οι ιδεοληψίες, οι προκαταλήψεις και οι ειδωλολατρικές πρακτικές εξακολουθούν να αποπροσανατολίζουν και να τρομοκρατούν τους πληθυσμούς, ωστόσο ο νέος κόσμος, που καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του μουσουλμάνου Ισμαέλ και της χριστιανής Σωσάννας εμφορείται από άλλες αξίες. Τα δυο παιδιά δεν ανήκουν στην κοινωνική ελίτ – μεγαλωμένος σκλάβος κι ωστόσο πολύγλωσσος γραφιάς το αγόρι, ενώ το κορίτσι οφείλει τη μόρφωσή του μάλλον στην καλή θέληση και στη γενναιοδωρία των άλλων. Επιπλέον, και οι δυο τους βρίσκουν διέξοδο στην τέχνη του ο καθένας. Η μόρφωση και η τέχνη είναι το παράθυρο μέσα από το οποίο αγναντεύουν τον κόσμο, χωρίς προκαταλήψεις. Ένα παράθυρο σωτηρίας, όπως αποδεικνύεται τελικά. Όσο για τον αρχηγό του καραβανιού, τον Ουμπάιντα, η αποκάλυψη της δικής του ιστορίας προς το τέλος του βιβλίου τον καθιστά έναν χαρακτήρα-σύμβολο της διαχρονικής σύγκρουσης δύο κόσμων, εκείνου της δεισιδαιμονίας και της προκατάληψης κι αυτού της λογικής.
Κι από τον σκοτεινό και απάνθρωπο Μεσαίωνα σε ένα εξίσου σκοτεινό και δυσοίωνο μέλλον, μέσα από ένα δυστοπικό μυθιστόρημα το οποίο διαδραματίζεται σε μερικές δεκαετίες από τώρα, στο όχι και τόσο μακρινό 2062. Ο λόγος για το μυθιστόρημα Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες του Θοδωρή Κούκια, ο οποίος περιγράφει έναν μελλοντικό κόσμο διχασμένο ανάμεσα σε δικτυομάχους και δικτυολάτρες. Οι πρώτοι ζουν χωρίς καθόλου τεχνολογικά μέσα, σε συνθήκες σχεδόν πρωτόγονες, ορισμένοι μάλιστα έχοντας υιοθετήσει και παρωχημένες αντιλήψεις. Η Νέα Κοινωνία, ο κόσμος των δικτυολατρών, με έδρα την Αθήνα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, διενεργεί έναν διαγωνισμό μέσα από τον οποίο οι πιο ταλαντούχοι νέοι των δικτυομάχων μπορούν να διεκδικήσουν μια θέση στον τεχνολογικό παράδεισό της.
Η ηρωίδα του βιβλίου, η Κωνσταντίνα, αν και αρχικά αρνητική στην ιδέα, αποφασίζει να πάρει μέρος στον διαγωνισμό όταν μαθαίνει ότι ο πατέρας της έχει συμφωνήσει εν αγνοία της να την παντρέψει, και φυσικά κατορθώνει να περάσει τις δοκιμασίες και να εισέλθει στον μαγικό κόσμο της Νέας Κοινωνίας. Έναν κόσμο λαμπρών τεχνολογικών επιτευγμάτων, όπου όμως κάθε πράξη, κάθε λέξη ελέγχεται, λογοκρίνεται ή και τιμωρείται από τον παντοδύναμο Άργο, το πλέον προηγμένο νευρωνικό δίκτυο στη Γη . Όπου οι σχέσεις, οι γονείς των παιδιών, τα επαγγέλματα, ο τρόπος ζωής, όλα αποφασίζονται από αυτόν. Κι όπου, παρά τις προσπάθειές της, η Κωνσταντίνα δεν κατορθώνει να μάθει τίποτα για την τύχη της μεγάλης αδερφής της, παλιάς επιτυχούσας στον ίδιο διαγωνισμό.
Ο συγγραφέας στήνει ένα εντυπωσιακό σκηνικό, φτιάχνοντας μέσα σε όλα μιαν Αθήνα κυριολεκτικά αγνώριστη, μια μητρόπολη με πάρκα, ποτάμια, απαστράπτοντα κτίρια, που ωστόσο, καθώς προχωρά η αφήγηση, αποδεικνύεται αφιλόξενη, απάνθρωπη και ψυχρή, γεμάτη παγίδες, ορατούς και αόρατους εχθρούς για την ηρωίδα του. Μια πόλη, ένας κόσμος που δε θέλει να δώσει γνώση κι ευτυχία, αλλά να απομυζήσει, να κατασπαράξει, να αξιοποιήσει μέχρις εξαντλήσεως τη δημιουργική φαντασία και το ταλέντο των παιδιών από τις περιοχές των δικτυομάχων προκειμένου να συνεχίσει να επιβιώνει. Η Κωνσταντίνα και οι φίλοι της δεν είναι άλλο από την τροφή, την κινητήριο δύναμη ενός νέου Μολώχ, μιας τεχνολογικής κρεατομηχανής που οφείλει τη ζωή και την εξέλιξή της στην ίδια τους την ύπαρξη. Η υποταγή στην τεχνολογία, λέει ο συγγραφέας επί της ουσίας, κάνει τους ανθρώπους οκνηρούς, ατάλαντους, προβλέψιμους. Η δημιουργική φαντασία, το ταλέντο που εξασκείται και γιγαντώνεται στα δύσκολα είναι η φλόγα που διαχρονικά φέρνει την πρόοδο μέσα κι έξω. Πολλά χρόνια πίσω, οι ήρωες του Ουμπάιντα της Βησσαρίας Ζορμπά-Ραμμοπούλου θα συμφωνούσαν για τη θεμελιώδη αξία αυτών ακριβώς των αγαθών, παλεύοντας την ανθρωποφαγική θρησκεία του τσαρλατάνου μάγου που βρέθηκε στον δρόμο τους.
Ο δρόμος βέβαια της ηρωίδας του Κούκια μέχρι την αποκαλυπτική, ζοφερή αλήθεια θα έχει πολλές στάσεις, που θα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εντυπωσιακές μεταστροφές συμπεριφορών και χαρακτήρων, καλά κρυμμένους εχθρούς και απρόσμενους συμμάχους, μικρές νίκες και αβάσταχτες ήττες, αμφιβολίες και πισωγυρίσματα. Η τελική της απόφαση να επιστρέψει στον κόσμο από τον οποίο ήρθε δεν ξενίζει, είναι έτσι κι αλλιώς μονόδρομος. Αυτό που παραξενεύει κάπως τον αναγνώστη είναι η εξιδανίκευσή του από μέρους της, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι πατριαρχικές του αξίες ήταν αυτές που την εξώθησαν να αναζητήσει διέξοδο στη Νέα Κοινωνία. Το μη χείρον βέλτιστον; Ή μήπως η πάλη με τις ανθρώπινες εμμονές αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια αισιοδοξίας από εκείνη απέναντι στην απάνθρωπη, παντοδύναμη τεχνολογική ισχύ; Όπως και να έχει, το ενδιαφέρον αυτό μυθιστόρημα, στην παράδοση του Όργουελ, της Λόουρι και αρκετών άλλων, αποδεικνύεται, με την προβληματική που αναπτύσσει, ιδιαιτέρως επίκαιρο, ίσως και προφητικό, αν αναλογιστεί κανείς και τις πολύ πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.
(*) Η Ελένη Γεωργοστάθη είναι συγγραφέας και κριτικός παιδικής λογοτεχνάις
Δέσποινα Ηρακλέους, Μελουζίνα, εικόνες Χρύσω Χαραλάμπους, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2022
Βησσαρία Ζορμπά-Ραμμοπούλου, Ουμπάιντα – Το καραβάνι των ψυχών, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2022
Θοδωρής Κούκιας, Τετράγωνα κύματα, ιπτάμενες μέδουσες, Κέδρος, Αθήνα 2022