Από το 1958 στο 2015

0
133

Της Νίκης Τρουλλινού.

Το σύνθημα ήταν, πάω το παιδί βόλτα, και μιλάει ο πατέρας. Το παρασύνθημα, θα το φας το κεφάλι σου, και μιλάει η μητέρα. Στη μέση το μικρό κορίτσι. Η ιστορία πρέπει να άρχισε όταν ήμουν μόλις πέντε χρόνων, και το μάθημά μου το έμαθα αμέσως απέξω κι ανακατωτά: έχωνα τα χεράκι στη χούφτα του πατέρα και, τριαλαρί, τριαλαρό, πηγαίναμε στις συγκεντρώσεις της ΕΔΑ. Εκεί στη γενέθλια πόλη, τα Χανιά. Ήταν Άνοιξη και ταίριαζαν όλα με τον καιρό. Παίρναμε το στενό δρόμο για να βγούμε στην οδό Δασκαλογιάννη, στάση στο περίπτερο για τσιγάρα του πατέρα, για καλησπέρισμα στο καφενείο της γωνίας πριν τα Ποδηλατάδικα. Ακολουθούσαμε το δρόμο σύρριζα του Πρώτου Γυμνασίου Αρρένων και στρίβαμε προς την αγορά, μπροστά από το εργοστάσιο του Μαλινάκη, το παλιό Χασεκί Αχμέτ Αγά τζαμί. Ο κεντρικός  δρόμος προς την πλατεία των Νέων Καταστημάτων ξεκινούσε μπροστά από την παλιά Αγορά, στο πλάι τα δημόσια ουρητήρια με την παράξενη γυναικεία φιγούρα που τα καθάριζε βρίζοντας τους άνδρες, ο γιος της ο Τοτής, σαλός της μικρής μας πόλης, πήγαινε στις κηδείες και κρατούσε το σταυρό. Και δίπλα, βεβαίως, οι ρεκλάμες των κινηματογράφων. Ένας άλλος κινηματογράφος σήμερα, κόσμος ολόκληρος, απέραντος κόσμος στα μάτια ενός παιδιού, κι εγώ η ηρωίδα. Κι ύστερα το καλύτερο: δεν είμαστε μόνοι. Άνθρωποι ξετρυπώνουν από τους παράπλευρους δρόμους, κόσμος με τα καθαρά του ρούχα σα να πηγαίνει σε γιορτή, χαμόγελα  χάμω δεν πέφτουν. Κλείνω τα μάτια, πάνω από μισό αιώνα μετά, και ξέρω καλά σε ποιο τετράγωνο, σε ποιο οικοδόμημα,  σε ποιο μπαλκόνι ήταν ανεβασμένοι οι ομιλητές.

Φοβόμουνα. Κι αν χάσω τον πατέρα μέσα σε τόσο πλήθος; Δεν μου ‘φτανε το χέρι, τραβούσα τώρα και το πανταλόνι του, και το κεφάλι με το φιόγκο της μητέρας κολλημένο στο μακρύ του Πόδι. Εκείνο που έκοψε η αρρώστεια μετά, ή πάλι τα μπερδεύω; Αλλά, όπως σε όλα τα ωραία παραμύθια, τα χέρια του με άρπαξαν και με σήκωσαν ψηλά. Τώρα όλα τα βλέπω. Κι ο φόβος φοβήθηκε και πέταξε πουλί γοργόφτερο. Οι ομιλητές παράξενοι κι αυτοί σαν όλα τούτη τη μέρα. Ο ένας κοντούλης, ή γινόταν ακόμα πιο κοντός στα μάτια όλων μας από το γίγαντα που δίπλα του στεκόταν; Ο ένας άκουγε σε όνομα όλο λιακάδα, τόσος ήλιος,  βρε παιδί μου, μαζεμένος, δικός του όλος, κι ο άλλος, ο γιγαντόσωμος – νάτο και δω το παραμύθι, άνοιγε τα χέρια του, ατέλειωτα χέρια, δικός μας αυτός, λένε τριγύρω, από τον κάτω Γαλατά.

Όταν τα χειροκροτήματα έλαβαν την εκδίκησή τους κι οι χωροφύλακες έστρεψαν τη πλάτη τους και κίνησαν προς τα Δικαστήρια, πήραμε πίσω μπρος το δρόμο. Ο πατέρας μού φαίνεται σαν να πετάει, η ευφορία στο σώμα του μετατρέπεται σε μεγάλα, θαρρετά βήματα. Πού να τον προλάβω; Κρεμασμένη στο χέρι του μετρώ, τρία δικά μου, ένα δικό του, φαίνεται να μοιράζουμε φως, γιατί η μητέρα μας κοίταξε παράξενα και αμίλητη μας προσπέρασε στην είσοδο. Εκείνες τις εκλογές του 1958, με αφήσανε ξύπνια ως αργά. Το ραδιόφωνο στην κορφή της σκάλας είχε τις δόξες του. Έπαιζε, μιλούσε, αράδιαζε αριθμούς. Είχε ένα μάτι μεγάλο. Πάνω στο αδρό με ρόμβους μπεζ ύφασμα, φώτιζε, πλάταινε και στένευε σαν χείμαρρος, πάλευε ανάμεσα στο πράσινο του κυπαρισσιού και το πράσινο της αλόης, γλάρωσαν τα μάτια μου, με παίρνει ο ύπνος.

Ήρθαν κι άλλες εκλογές ως το σκληρό Απρίλη εκείνον, τις περίμενα, θαρρείς, γνωριστήκαμε και με την κυρία ΕΔΑ, δεν της χάλαγα χατίρι. Και το ραδιόφωνο, ράδιο το έλεγε ο πατέρας,  σαν έμαθα το αγγλικό αλφάβητο, γύριζα τη βελόνα του από πόλη σε πόλη, Παρίσι, Λονδίνο, Μόσχα, Βουκουρέστι, Κάιρο,  καμιά τους δεν θα μου ξεφύγει, έλεγα πριν πέσω ξερή, νανουρισμένη από τους τόσους αριθμούς.

Πάμε να  ψηφίσουμε. Όλη η οικογένεια μαζί, σαν σε κυριακάτικη εκδρομή στο παλιό λιμάνι με βανίλια υποβρύχιο ή γκαζόζα για δύο. Κρίμα που δεν έχουμε ραδιόφωνο, ούτε στενόμακρα χαρτιά να σημειώνουμε αριθμούς,  σε καλώ, πάντως, Πατέρα, ήσυχος – ανήσυχος, θα ‘ρθεις,  να κλείσει κι αυτή η μεταξύ μας εκκρεμότητα.

Νίκη Τρουλλινού

Γενάρης 2015

Προηγούμενο άρθροΚυνηγώντας τον Τσάρλι Πάρκερ
Επόμενο άρθροΣκαλίζοντας τη μνήμη, τη συνείδηση, και τη ζωή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ