της Χρυσάνθης Σωτηροπούλου (*)
Ο Γιώργος Μπράμος υπηρέτησε τον κινηματόγραφο μέσα από πολλούς δρόμους, με αγάπη και βαθιά συναίσθηση των δυνατοτήτων που η έβδομη τέχνη προσφέρει σε έναν ευαίσθητο διανοούμενο, όπως ήταν αυτός ο ίδιος, προειμένου να εκπληρώνει τόσο την επιθυμία του για καλλιτεχνική έκφραση όσο και την ανάγκη του για επικοινωνία, μέσα από τα κανάλια της ενεργής συμμετοχής του στην παραγωγή του τελικού νοήματος.
Το εγχείρημα της ταινίας του Λευτέρη Ξανθόπουλου «Καλή πατρίδα σύντροφε» αποτελεί μια πολύ ενδεικτική περίπτωση του τρόπου που ο Μπράμος δούλεψε στο χτίσιμο του τελικού σεναρίου (shooting script). Ο διάλογος ανάμεσα στους βασικούς συντελεστές της παραγωγής αφενός και η συλλογική εργασία αφετέρου υπήρξαν τα στοιχεία που μαζί με την πρωτογενή εξαντλητική έρευνα έδωσαν την οριστική μορφή στην ταινία. Τόσο το χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία, ως αφηγηματική αφετηρία, όσο και οι ιστορίες των ανθρώπων του, που αποτελούν τις ψηφίδες αυτού του οικοδομήματος, στηρίζονται γερά στις μεμονωμένες ατομικές περιπτώσεις (ιστορίες ζωής) των υποκειμένων της ιστορίας για να σκιαγραφήσουν τελικά και να ολοκληρώσουν το ιδιαιτέρως φορτισμένο σε έννοιες και μνήμες καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Μέσω της κινηματογράφησης, η διαδικασία ενσωμάτωσης του ατομικού στο συλλογικό επιτυγχάνεται αποτελεσματικά με την απεμπλοκή του θεατή από την ταύτιση με την μεμονωμένη εικόνα του συγκεκριμένου προσώπου που αφηγείται. Το βάρος των μονολόγων της ταινίας συνιστά μοναδική περίπτωση ανάδειξης σκληρών δραματικών γεγονότων, που όμως αποποιούνται κάθε νοσταλγική τυποποίηση, ενώ παράλληλα κρατούν τη φρεσκάδα και την αυθεντικότητα του πρωτογενούς υλικού. Η καθαρότητα του λόγου μαζί με την ειλικρίνεια της κατατεθειμένης εμπειρίας δημιουργούν μια σύνθεση προσωπικών στιγμών μέσα σε ένα αυστηρά καθορισμένο ιστορικό πλαίσιο.
Οι παραδοχές των υποκειμένων του δράματος αναμετρώνται με τον χρόνο και τα νέα δεδομένα της εποχής. Οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες αλλά και οι μικρές μάχες της καθημερινής ζωής δημιουργούν ένα συνεχή αγώνα απέναντι στον σκληρό χρακτήρα της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι συμβολικός θάνατος, ή και ο κυριολεκτικός ακόμα, αλλά και οι συνεχείς απόπειρες των πολιτικών προσφύγων να χτίσουν καινούργιες γέφυρες τόσο με την γενέθλια γη όσο και με την γη που τους φιλοξένησε, δείχνουν την ατέρμονα αγωνία τού ανθρώπου για μια ζωή πλούσια σε μνήμες αλλά και δημιουργικά ικανή να αντισταθεί στις εξωτερικές δυσκολίες.
Οι σωματικές ταλαιπωρίες, οι ανέλπιδες επιστροφές, οι ιδεολογικές διαψεύσεις, οι απογοητευτικές διαπιστώσεις δεν στερούν από τα πρόσωπα την αξιοπρέπεια, τη σεμνότητα την ηθική τους και την εμμονή σε αρχές, μνήμες, βιώματα και αξίες. Το σενάριο κινείται με μια αξιοθαύμαστη ισορροπία μεταξύ της νοητικής επεξεργασίας ιδιαίτερα σύνθετων εννοιών και του σεβασμού των συναισθημάτων και του βιωμένου χρόνου των ηρώων. Η σοφία της σιωπής αναμετριέται με την μετρημένη αναπόληση, η δε απογοήτευση από τα γεγονότα του παρελθόντος συνδιαλέγεται με την ελπίδα για την συμβολική επιστροφή. Η χαμένη πατρίδα, που στοιχειώνει την μνήμη της πρώτης γενιάς των προσφύγων αποτελεί την εν δυνάμει αρχή του μύθου για την επόμενη, την δεύτερη γενιά.
Το τελικό αποτέλεσμα της δύσκολης αυτής προσπάθειας της συγγραφής του συγκεκριμένου του σεναρίου δικαιώνει τους συντελεστές του, γεγονός που με το πέρασμα του χρόνου γίνεται όλο κι περισσότερο εμφανές.
Η συμμετοχή του Γιώργου Μπράμου σε αυτό ως συν-σεναριογράφου μαζί με τον συγγραφέα Θανάση Σκρουμπέλο και τον σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο, αποτελεί άλλη μια απόδειξη της δικής του ιδιαίτερης τόλμης και ικανότητας να συμμετέχει σε σύνθετα εγχειρήματα, που ο χρόνος τα δικαιώνει.
Είναι και αυτό ένα ακόμα δείγμα της ανάγκης του να μην σπαταλά τις δυνάμεις του σε μικρού βεληνεκούς προσπάθειες αλλά να αναμετριέται με τα δύσκολα και πολλές φορές με τα στενάχωρα ή κλειστά ιδεολογικά, κυρίως, ζητήματα.
Στην ζωή του και στην συγγραφική του τέχνη ο Μπράμος δεν επεδίωξε το γρήγορο και το εύκολο αλλά το πλούσιο σε εμπειρίες και σε αναζητήσεις γόνιμο και τραχύ μονοπάτι προς την αλήθεια.
(*) Η Χρυσάνθη Σωτηροπούλου είναι Επίκουρος Καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών