Ευριπίδης Γαραντούδης.
Η πρωτοβουλία της Εταιρείας Συγγραφέων να συγκεντρώσει σε έναν τόμο κείμενα σύγχρονων λογοτεχνών, ανεξάρτητα από το θέμα αυτών των κειμένων, είναι δίχως άλλο αξιέπαινη, καθώς ο εν λόγω τόμος, όπως και άλλοι ανάλογοί του στο παρελθόν, λειτουργεί ως μια δειγματοληπτική απογραφή δυνάμεων της σύγχρονής μας εντόπιας λογοτεχνικής πραγματικότητας. Θεωρημένος από αυτή τη σκοπιά, ο τόμος μπορεί να σχολιαστεί με γνώμονα τρία ποσοτικής τάξεως στοιχεία: α) Στο σύνολο των 134 συγγραφέων, μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, που συμμετέχουν στο βιβλίο με κείμενά τους, οι 86 είναι άνδρες και οι 48 γυναίκες, αναλογία σχεδόν δύο άνδρες προς μία γυναίκα. β) Στο σύνολο των ισάριθμων, 134 κειμένων, τα 92 είναι πεζά και τα 42 ποιήματα, αναλογία επίσης σχεδόν δύο προς ένα. Στη συντριπτική πλειονότητά τους τα πεζά εντάσσονται στη λεγόμενη δημιουργική πεζογραφία, ακόμα κι αν αρκετά από αυτά έχουν εμφανή στοιχεία μαρτυρίας ή χρονογραφήματος, καθώς μονάχα 2 από τα 92 γραπτά (εκείνα της Τζίνας Πολίτη, «Γονικά μορφοείδωλα και μυθιστορηματικός χώρος» [σ. 77-79] και της Ζντράβκα Μιχαΐλοβα, «Αμοργός: ο Θεός είναι απέραντο γαλάζιο» [σ. 206-208]) ανήκουν στο είδος του δοκιμίου. γ) Από τα 134 κείμενα τα 99 (73,9%) ήταν ήδη δημοσιευμένα και τα 35 (26,1%) είναι αδημοσίευτα, γραμμένα με αφορμή την πρόσκληση της Εταιρείας Συγγραφέων. Με άλλα λόγια, σχεδόν οι τρεις στους τέσσερις συγγραφείς επέλεξαν την μάλλον εύκολη λύση να ανατρέξουν στο έργο τους, ιχνηλατώντας το θέμα του τόπου, και να αυτοανθολογηθούν. Αν και τα τρία παραπάνω ποσοτικά στοιχεία δεν μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά γνωρισμάτων ή τάσεων, έχουν ενδιαφέρον συσχετιζόμενα με όσες παρατηρήσεις προκύπτουν από τη θεματική εξέταση των κειμένων.
Ο κοινός άξονας, λοιπόν, των γραπτών του τόμου Τόποι της λογοτεχνίας έγκειται στη θεματική συγγένεια ή συνάφειά τους, όπως αυτές προσδιορίζονται προγραμματικά στον υπότιτλο, «134 συγγραφείς καταγράφουν μια ελληνική προσωπική γεωγραφία». Ο ίδιος κοινός άξονας αποσαφηνίζεται στον «Πρόλογο» του προέδρου της Εταιρείας Συγγραφέων Δημήτρη Καλοκύρη, όπου διαβάζουμε ότι τα κείμενα του βιβλίου αποβλέπουν στον σχηματισμό «μια[ς] “πατριδογνωσία[ς]” […] των σύγχρονων συγγραφέων με άξονα όχι υποχρεωτικά τον τόπο καταγωγής τους, αλλά κάποιο ελληνικό γεωγραφικό μήκος ή πλάτος που τους ορίζει (ή τους ερεθίζει) ως δημιουργούς» (σ. 11). Με άλλα λόγια, ο ευκταίος στόχος είναι ο προσδιορισμός μιας γενικής πατριδογνωσίας δια μέσου των προσωπικών γεωγραφιών ή τοπογραφιών. Ο επιμελητής του τόμου, ο πεζογράφος και κριτικός Μιχάλης Μοδινός, φρόντισε να κατατάξει τα κείμενα σε πέντε ενότητες, με κριτήριο τη γεωγραφική επικράτεια του αναφερόμενου τόπου μέσα στο ευρύ χωρικό πλαίσιο της «Μεγάλης Ελλάδας». Έτσι προέκυψε η εξής κατανομή: 30 κείμενα στην πρώτη ενότητα «Αθήνα και περίχωρα», 16 στη δεύτερη ενότητα «Θεσσαλονίκη», 43 στην τρίτη ενότητα «Νησιά και άλλα…» (συμπεριλαμβανομένης εδώ και της Κύπρου), 41 στην τέταρτη ενότητα «Ηπειρωτική χώρα» και, τέλος, 4 στην ενότητα «“Αρχαίαι ημέραι”» (με τον καβαφικό αυτό τίτλο προσδιορίζονται οι λιγοστοί τόποι του λεγόμενου έξω ελληνισμού, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας). Μια πρωτοβάθμια παρατήρηση, στη βάση των παραπάνω ποσοτικών πάλι στοιχείων, είναι ότι η αναλογία δύο προς ένα ανάμεσα στα αναφερόμενα σε διάφορους τόπους της ελληνικής περιφέρειας κείμενα (84 στον αριθμό) και στα αναφερόμενα στα δύο μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (46 στον αριθμό), φαίνεται να επαληθεύει μια διαπίστωση που έχει γίνει από διάφορες σκοπιές, ότι η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων λογοτεχνών των μεταπολεμικών και των μεταπολιτευτικών γενεών είναι επαρχιώτες στην καταγωγή. Η διαπίστωση αυτή συνδυάζεται με την εξής καίρια παρατήρηση του Μοδινού, στην εισαγωγή του βιβλίου, ότι «παρά την έντονη αστικοποίηση και την περίπου απόλυτη εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου στα μεταπολεμικά χρόνια, οι τόποι και τα τοπία εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο έργο των συγγραφέων μας, έστω και ως ανασκάλεμα της μνήμης, ως χώροι πατρογονικών αφηγήσεων ή και ως επινόηση του παρελθόντος» (σ. 14).
«Αυτός ο βράχος με το αλάτι του / Δεν είναι τόπος. / Χρόνος σου είναι.» (σ. 243). Με αυτούς τους στίχους αρχίζει το ποίημα του Αντώνη Φωστιέρη, «Αμοργός». Ανέφερα τους στίχους επειδή εκφράζουν καίρια αυτό που είναι το ουσιαστικό θέμα των περισσότερων κειμένων του τόμου: ο χρόνος. Εννοώ ότι στα περισσότερα κείμενα ο τόπος λειτουργεί ως εξωτερικό ερέθισμα προκειμένου να εκφραστεί η κατά κανόνα βασανιστική σχέση του αφηγητή ή του ποιητικού υποκειμένου με τον χρόνο: η αναπόδραστη πορεία του χρόνου προς τα εμπρός, με άλλα λόγια η πορεία του ανθρώπου προς τον θάνατο, καθορίζει τη θέαση του τόπου. Γι’ αυτό η ποίηση πολύ συχνά είναι μια προσπάθεια επιστροφής στη στιγμή της αφετηρίας του χρόνου, στον χωροχρόνο της παιδικής ηλικίας. Έτσι τελειώνει το ποίημά του «Ου τόπος» (σ. 367-369) ο Σωτήρης Σαράκης:
Δεν είναι ο τόπος πουθενά, μακρύ ποτάμι σου ζητώ
μονάχα αυτό, μην αρνηθείς.
Για μια στιγμή –την πιο μικρή
στιγμή του χρόνου– να επιστρέψεις.
Εκεί παιδί θα σε προσμένω
και παίρνουμε μαζί το δρόμο.
Επειδή ο τόπος αποστάζεται μέσα από το φίλτρο του χρόνου, πολλά κείμενα, όπως επεσήμανε ο Μοδινός, ανακαλούν τη γενέτειρα, με άλλα λόγια τον χωροχρόνο της παιδικής και νεανικής ηλικίας των συγγραφέων τους. Η μνήμη ανακαλεί τον τόπο μέσα από την προοπτική του χαμένου χρόνου. Έτσι ο τόπος, ουσιαστικά η εσωτερική του αντανάκλαση, μνημειώνεται ως υποκατάστατο της απολεσθείσας ζωής. Όπως γράφει ο Κώστας Λογαράς στην τελευταία φράση του κειμένου του «Πάτρα, διπλή πόλη» (απόσπασμα από το αφήγημά του Σάββατα δίχως μύθο [1990]): «Πάντα θέλω να ξαναγυρνάω εδώ· γιατί η γενέθλια πόλη (άθλια ή όχι) είναι η ζωή του καθενός μας» (σ. 325).
Στη βάση των παραπάνω παρατηρήσεων μπορεί να σχολιαστεί και η εμφανής διαφορά ανάμεσα στα ποιητικά και τα πεζά κείμενα του τόμου. Σε γενικές γραμμές τα πρώτα, τα ποιητικά, όντας πολύ περισσότερο αφαιρετικά απ’ ό,τι τα πεζά κείμενα και συγκεράζοντας την αφηγούμενη ‘πραγματική’ ιστορία του τόπου με τον διαχρονικό μύθο, ανεξάρτητα από το αν αυτός αντλείται από τον συλλογικό μύθο ή από μια προσωπική μυθολογία, διαστέλλουν ή και παγώνουν τον χρόνο και γι’ αυτό αποτυπώνουν και τον τόπο στη διαχρονία του. Αντιθέτως τα πεζά κείμενα – αναφέρομαι στο μέσο όρο τους, ακολουθώντας κατά κανόνα τη ρεαλιστική συνθήκη της αφήγησης και όντας πολύ περισσότερο από τα ποιήματα προσδεμένα στον εμπειρικό χωροχρόνο του αφηγητή, αποτυπώνουν έναν πολύ περισσότερο αναγνωρίσιμο τόπο μέσα σε αρκετά περιορισμένες συντεταγμένες.
Αυτό που θεωρώ ως το σημαντικότερο ερώτημα, που αναφύεται από τη συνανάγνωση των κειμένων, με δεδομένα τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα τους, τη διασπορά τους σε διαφορετικά είδη, τον διαφορετικό χρόνο γραφής τους, τον εμπρόθετο ή μη χαρακτήρα τους να αποτυπώσουν την εικόνα και τη λειτουργία ενός τόπου (είναι προφανές ότι ο εμπρόθετος χαρακτήρας ενισχύεται στα κείμενα που γράφτηκαν με αφορμή τον τόμο), είναι: Αυτές οι «προσωπικές γεωγραφίες» σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων, έτσι όπως χωροθετούνται μέσα από τα κείμενα του τόμου, ανάγονται σε μια πατριδογνωσία;
Πριν απαντήσω είναι σκόπιμο να διατυπώσω κάποιες γενικότερες παρατηρήσεις για τη σχέση της ελληνικής μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής λογοτεχνίας με την έννοια της πατρίδας και με τις εξωτερικές-γεωγραφικές παραστάσεις της, τους διάφορους ελληνικούς τόπους. Ύστερα από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως εξαιτίας των αντίξοων πολιτικοκοινωνικών συνθηκών που επικράτησαν στην Ελλάδα (Εμφύλιος, βίαιη σύγκρουση της δεξιάς και της αριστερής πολιτικής παράταξης, ψυχροπολεμικό κλίμα), η άμεση επαφή της ελληνικής λογοτεχνίας με τις δυτικές λογοτεχνίες περιορίστηκε δραστικά, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας λογοτεχνικής εντοπιότητας ή ιθαγένειας. Αυτή η εντοπιότητα οφείλεται και σε χαρακτηριστικά όπως αυτά που επεσήμανε ο Αλέξης Ζήρας, αναφερόμενος στους μεταπολεμικούς ποιητές: την πολιτισμική εσωστρέφεια και τη διευρυμένη κοινωνική τους βάση.[1] Μια από τις πιο ορατές όψεις αυτής της εντοπιότητας είναι η επικέντρωση των θεμάτων των μεταπολεμικών λογοτεχνών στην οικεία τους ελληνική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, οι αναφορές στους τόπους εστιάζονται στον οικείο χώρο της γενέτειρας ή της συνοικίας, αποκομμένο από ένα ευρύτερο εξωελλαδικό πλαίσιο αναφοράς. Αλλά η εν λόγω εντοπιότητα οφείλεται και σε ιδεολογικούς λόγους. Οι ιδεολογικοί αυτοί λόγοι, με τη σειρά τους, συνέβαλαν καίρια ώστε η εντοπιότητα αυτή να προσλάβει το στίγμα μιας απωθητικής πατρίδας. Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών λογοτεχνημάτων στα οποία ο ψυχοσυναισθηματικός δεσμός με την πατρίδα, έτσι όπως τον γνωρίσαμε από πλήθος παλαιότερα ποιήματα και πεζογραφήματα, ανατράπηκε ή και αντιστράφηκε – υπενθυμίζω ως παραδείγματα τα αφηγήματα Πεθαίνω σα χώρα (1978) του Δημήτρη Δημητριάδη και Μητριά πατρίδα (1980) του Μιχάλη Γκανά. Για να το πω σχηματικά: η πατρίδα από «μητέρα μεγαλόψυχη» (Σολωμός) έγινε, εξαιτίας των ιστορικών περιπετειών και τραυμάτων, μητριά. Συνάμα το εύρος αυτής της πατρίδας περιορίστηκε δραστικά: η πλατιά και κατά κανόνα φωτεινή ελληνικότητα, θεωρημένη μέσα από τον μεγεθυντικό φακό του μοντερνιστικού κοσμοπολιτισμού (ποιητική γενιά του 1930), σμικρύνθηκε στον περίκλειστο μικροαστικό ή αγροτικό χώρο της ταπεινής ιθαγένειας. Η σχέση της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής λογοτεχνίας με την πατρίδα δρομολογήθηκε επάνω στην γραμμή που εγκαινίασε ο μεσοπολεμικός, περίφημος και ίσως ο πιο εμβληματικός σεφερικός στίχος: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Έτσι συγκροτήθηκε, μέσα από ένα πολύ μεγάλο μωσαϊκό κειμένων, στις πολλές και ποικίλες εκδοχές της η απωθημένη γενέτειρα, μαζί μισητή και αγαπημένη, των αποδιωγμένων και στερημένων χωρικών και μικροαστών, των παράνομων και των λυπημένων (για να θυμηθώ στίχους του ποιητή Χρήστου Μπράβου). Ακόμη και η τοπιογραφία αυτής της πατρίδας άλλαξε. Μακριά από τα φωτεινά νησιά του Αιγαίου και τα βουνά της Αττικής με τις καθαρές γραμμές βυθίστηκε στην ομίχλη και το χιόνι (όπως το βορειοελλαδικό τοπίο στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου). Θα έλεγα, τέλος, ότι ένα μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής λογοτεχνίας μας, με σημείο αναφοράς τον τόπο, συνέθεσε μια ελεγειακή λογοτεχνία, επειδή στο βάθος της εκφράζει την ανέφικτη επιθυμία του μεγάλου νόστου, την επανασύνδεση με τις ανθρώπινες και φυσικές ρίζες, την ηδονική επιστροφή σε κάτι τόσο όμορφο, απαραχάρακτα αυθεντικό και οριστικά χαμένο, τη μητριά πατρίδα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Όσο για την καθολική, εθνική πατρίδα αυτή σχεδόν εξαφανίστηκε στη λογοτεχνία των τελευταίων δεκαετιών.
Ίσως, συν τω χρόνω, η αίσθηση των Ελλήνων λογοτεχνών για τον τόπο τους και οι λογοτεχνικές του αναπαραστάσεις άρχισαν να αλλάζουν την εποχή της μεταπολίτευσης, όταν, ιδίως μετά το 1979 (την προσχώρηση της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα) και λόγω της καταναλωτικής ευζωίας που ακολούθησε, διαμορφώθηκαν οι συνθήκες μιας πολιτισμικής εξωστρέφειας που αναζήτησε τα διευρυμένα όρια της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας στον χώρο της ενωμένης Ευρώπης και, ευρύτερα ακόμα, στη χοάνη ενός αποεθνικοποιημένου παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Αν αυτή η πολιτισμική εξωστρέφεια επικράτησε για αρκετό καιρό, είναι προφανές ότι δοκιμάζεται από τις συνθήκες που όξυνε και προκάλεσε η οικονομική και κοινωνική κρίση των τελευταίων ετών, κρίση που ωθεί –κι αυτό γίνεται ολοένα και πιο φανερό– προς μια νέα και, κατά τη γνώμη μου, επικίνδυνη εσωστρέφεια.
Έρχομαι στα κείμενα του τόμου Τόποι της λογοτεχνίας. Θα τα σχολιάσω, με γνώμονα τις παραπάνω παρατηρήσεις, παραθέτοντας πάλι ορισμένα ποσοτικά και συνάμα ποιοτικά στοιχεία. Στο σύνολο των 134 κειμένων, εκείνα όπου γίνεται ρητά λόγος για τα ουσιαστικά «Ελλάδα» ή «Έλληνας», σε σχέση με την έννοια της πατρίδας, ή χρησιμοποιείται το επίθετο «ελληνικός» ως εθνικός προσδιορισμός ή γίνεται λόγος για την πατρίδα ως συλλογική οντότητα είναι μόλις 8 (κατά σειρά των εξής συγγραφέων: Τασούλα Καραγεωργίου, «Η χελώνα του Κεραμεικού» [σ. 33], Αθηνά Παπαδάκη, «Τα κρυφά τείχη της Αθήνας» [σ. 71-73: 73], Μαρία Κυρτζάκη, «Ενδυμίων» [σ. 187-189: 187], Χριστόφορος Λιοντάκης, «Χάνδαξ» [σ. 195-197: 197], Άρης Μαραγκόπουλος, «Ικαρία – Το μάθημα» [σ. 198-200: 200], Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Αιγιαλούσης επίσκεψις» [σ. 245-247: 247], Δέσποινα Τομαζάνη, «Χίος η λάμπουσα» [σ. 234-236: 235] και Τηλέμαχος Κώτσιας, «Δρόπολη» [σ. 382-384]). Ανάμεσα στα 8 αυτά κείμενα τα μοναδικά 2 κείμενα, στο σύνολο των 134, που αναφέρονται ρητά και εμφατικά όχι απλώς στο δικαίωμα αλλά στην ηθική ευθύνη της αγάπης προς την πατρίδα είναι τα γραμμένα από τον Κύπριο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη και τον βορειοηπειρώτη πεζογράφο Τηλέμαχο Κώτσια. Παραθέτω από το κείμενο του Χαραλαμπίδη, «Αιγιαλούσης επίσκεψις» (από το βιβλίο Αιγιαλούσης επίσκεψις – Ένα ποίημα και ένα σχόλιο [2003]):
Το θηκάρι του πνεύματος [του ανθρώπου] είναι η μνήμη, η μόνη πατρίδα της ψυχής του ανθρώπου – χωρίς αυτήν αυτός δεν εννοείται. Όταν λοιπόν επιμένουμε στη μνήμη [διευκρινίζω ότι ο Χαραλαμπίδης εννοεί την πολιτισμική μνήμη αδιαίρετη από τη συλλογική μνήμη], τον άνθρωπο υπερασπιζόμαστε και την ουσία του. Κι είναι μαζί μας χορηγός η ποίηση, που δεν έχει άλλο προορισμό από την ανίχνευση και προβολή των ευγενών στοιχείων της ύπαρξης. Τελικά είναι ζήτημα ευαισθησίας. Το ν’ αγαπάς την πατρίδα σου σωστά (ή να καλλιεργείς, όπως γράφω αλλού, την επιστήμη της αγάπης για την πατρίδα) απορρέει από τις εσωτερικές σου ρυθμίσεις, δηλαδή το βαθμό ευαισθησίας σου. (σ. 246-247).
Και από το αφήγημα του Κώτσια, «Δρόπολη»:
Το αεροπλάνο παίρνει μια μικρή κλίση, λες και την πήρε για μένα, και το τοπίο όλο φαίνεται στο πιάτο. […] Τα βουνά της πατρίδας μου, γυμνά, σαν κοπάδι βόδια στη σειρά. Προσπαθώ να διακρίνω τη Δρόπολη ανάμεσα στα πόδια των βουνών. Σαν να φοβάμαι μη την ποδοπατήσουν. Να τη! […] Ο κάμπος του Βούρκου, τα Ριζά του Δέλβινου, η Δρόπολη, όλες αυτές οι περιοχές έξω από την Ελλάδα. Προσπαθώ να διακρίνω λεπτομέρειες από τη Δρόπολη. […] Είμαι δεμένος με τη ζώνη ασφαλείας, ο χώρος είναι περιορισμένος, έχω δίπλα μου μια ωραία άγνωστη και είμαι ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Πηγαίνω για διαπραγματεύσεις στο Παρίσι. Στην υγειά σου, αγαπημένη μου Δρόπολη! Νιώθω να με χαιρετάει με το άσπρο της μαντίλι. Τώρα βλέπω με τη φαντασία μου τα σύνορα και η Δρόπολη είναι εκτός. Το σύνορο έκανε μια παράκαμψη για να μην τη συμπεριλάβει εντός της Ελλάδος. Θα μπορούσε να μην είχε γίνει αυτή η παράκαμψη. (σ. 382-383)
Τα παραπάνω κείμενα είναι αρκετά εύγλωττα ώστε τα δικά μου σχόλια να περιττεύουν.
Επισημαίνω, τέλος, ότι κανένα κείμενο του τόμου δεν αναφέρεται άμεσα στον σημερινό «άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια» (Σεφέρης, «Έγκωμη»), στην Ελλάδα της κρίσης, με άλλα λόγια. Βέβαια η απουσία αυτή μάλλον είναι συγκυριακή και όχι οφειλόμενη σε πρόθεση αποφυγής της σημερινής έκρυθμης πραγματικότητας του τόπου μας, με δεδομένο ότι στη λογοτεχνία των δύο τελευταίων περίπου ετών η κρίση έχει αρχίσει να θεματοποιείται. Αλλά θεωρημένο το ίδιο ζήτημα, του τόμου μας σε κρίση, από την αντεστραμμένη όψη του, γεννά το ερώτημα: Τι έγιναν οι ελληνικοί τόποι όπου «το θαύμα λειτουργεί ακόμη» (Σεφέρης για την Κύπρο, Σεπτέμβριος 1955); Υπάρχουν ή έχουν χαθεί οριστικά; Σχολιάζοντας τόσο την απουσία από τον τόμο κειμένων για τη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης όσο και τη συλλογική –θα ήθελα να υποθέσω– αγωνία για το αν μπορεί ακόμα στον τόπο αυτό να συμβεί ένα θαύμα, θα ανατρέξω σε ένα υποδειγματικό ποίημα για την αίσθηση που μπορεί να μεταδίδει ο τόπος μας, σε ένα τρίστιχο ποίημα του Σεφέρη, γραμμένο μια Μεγάλη Παρασκευή, σε μικρή απόσταση από την καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι το ποίημα «Η χώρα του αχωρήτου» (διευκρινίζω ότι, σύμφωνα με πληροφορία του ίδιου του Σεφέρη, ο τίτλος είναι επιγραφή σε μωσαϊκό της Μονής της Χώρας στην Πόλη· με άλλα λόγια, πρόκειται για επωνυμία της Παναγίας):
Πέφτουν ολοένα σήμερα νομίσματα πάνω στην πολιτεία
ανάμεσα σε κάθε κόμπο σα μια σταλαματιά στο χώμα
ανοίγει μια καινούργια χώρα: ήρθε η στιγμή, σηκώστε με.[2]
INFO: Τόποι της λογοτεχνίας. 134 συγγραφείς καταγράφουν μια ελληνική προσωπική γεωγραφία, Επιμέλεια Μιχάλης Μοδινός, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη – Εταιρεία Συγγραφέων 2015, σσ. 400
[1] Βλ. Αλέξης Ζήρας, «Από τη γλώσσα της οργής στην τραυματική γλώσσα. Ποιητές και ποιητικές μετά το ’70», Γενιά του ’70. Εργοβιογραφία των ποιητών – Βασική κριτικογραφία – Αποσπάσματα από κριτικές – Ανθολόγηση ποιημάτων, Εισαγωγή Αλέξης Ζήρας, Επιμέλεια Δημήτρης Αλεξίου, Αθήνα, Εκδόσεις Όμβρος 2001, σ. 9-30: 20: «Σε έναν ξένο αναγνώστη θα φανεί παράδοξη η πληροφορία ότι οι νεώτεροι ποιητές στη μεταπολεμική περίοδο, είχαν πολύ λιγότερες ευκαιρίες άμεσης επαφής με τα συντελούμενα σε άλλες χώρες, απ’ όσο είχαν στη φάση της διαμόρφωσής τους οι ποιητές του ’30. Αυτό οφείλεται βέβαια σε λόγους μιας πολιτισμικής εσωστρέφειας που αναπτύχθηκε λόγω της εθνιστικής συσπείρωσης που προέβαλε η πολιτική πρακτική του ελληνικού μεταπολέμου. Οφείλεται όμως και σε λόγους κοινωνικής εκπροσώπησης, αφού μετά το 1945 η ποιητική παραγωγή παύει να αποτελεί πεδίο ενασχόλησης κυρίως των εύπορων κοινωνικών ομάδων –που ωστόσο είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια πρόσβασης στα ευρωπαϊκά κέντρα– και κατά κάποιο τρόπο ‘εκδημοκρατίζεται’ με την είσοδο ποιητών από όλο το φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, αστικής και επαρχιακής».
[2] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος 198113, σ. 166.