του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Ο θάνατος του Γιώργου Μπράμου (1952-2019) μέσα στην ευδία του περασμένου καλοκαιριού υπήρξε αδόκητος, πρόωρος και σχεδόν ακατανόητος – όπως συμβαίνει όποτε χάνουμε απροειδοποίητα φίλους με τους οποίους μας συνδέουν πολύχρονοι δεσμοί (με τον Γιώργο υπήρξαμε, για μια τεσσαρακονταετία σχεδόν, όχι μόνο φίλοι, αλλά και πολιτικοί συνοδοιπόροι, συνάδελφοι και συνεργάτες). Ανήκω σε μια γενιά ή, για να μη γενικεύω αυθαίρετα, διακατέχομαι από μια νοοτροπία που δεν εμπιστεύεται τη δημόσια έκφραση του προσωπικού αισθήματος. Καλύτερα μνημονεύουμε τους αγαπημένους μας όταν μας δίνεται η ευκαιρία να μιλήσουμε για το έργο τους. Και γι’ αυτό το έργο, το πεζογραφικό, θέλω να μιλήσω σε όσα ακολουθούν, όσο πιο συνοπτικά και αφαιρετικά γίνεται.
Πολιτική και ατομική παθολογία
Την πεζογραφία του Μπράμου έρχονται να μας συστήσουν τρεις συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα. Τα διηγήματα είναι το Βρεγμένο ρούχο (1993), τα Άσπρα γένια (2003) και το Ανάμεσα στους τοίχους (2017) και τα μυθιστορήματα το Ότσι τσόρνιγια. Μαύρα μάτια (1999) και Το ψέμα του λύκου (2013). Η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αλλά και τα αμιγώς πολιτικά ζητήματα είναι ταυτισμένα στον Μπράμο με μια μόνιμη υπαρξιακή κρίση: μια κρίση που εκβάλλει στο συλλογικό ενώ την ίδια ώρα αντλεί από αυτό την παθολογία της. Στο Βρεγμένο ρούχο, όπου η ρεαλιστική αφήγηση εναλλάσσεται με το θεατρικό μονόπρακτο, το κοινωνικό στοιχείο μένει ακόμη πολύ περιορισμένο και προβάλλει μόνο μέσω του κεντρικού ευρήματος της συλλογής, που είναι η περιήγηση στον δημόσιο χώρο, μια αέναη περιπλάνηση στα «αθέατα της Εθνικής Οδού».[1] Κι εκείνο, βέβαια, που κυριαρχεί σε τέτοια «αθέατα» δεν είναι τα δημόσια μεγέθη, αλλά οι ατομικές πικρές διαδρομές: η ερωτική απόγνωση, ο τρόμος του θανάτου, η μοναχική και ανέλπιδη περιφορά του απογυμνωμένου σαρκίου – συν κάποιες αδρές σεξουαλικές σκηνές[2] ως εύγλωττα τεκμήρια της απόγνωσης. Το συλλογικό θα αποκτήσει μιαν οπωσδήποτε πιο συνεκτική υπόσταση στα Άσπρα γένια, που είναι ένας αποχαιρετισμός στη νιότη: το ύστατο νεύμα σ’ έναν εαυτό ο οποίος θα παραμείνει εσαεί ανολοκλήρωτος και απραγματοποίητος. Επηρεασμένος από την παράδοση του ιταλικού νεορεαλισμού, ο Μπράμος θα στηριχθεί σε μιαν ομάδα μεσόκοπων αρσενικών ηρώων, που βιώνουν ο ένας μετά τον άλλον την πλήρη χρεωκοπία τους: χάνουν τις δουλειές και τις συζύγους τους, αναγκάζονται να αρνηθούν για πάντα τον έρωτα, δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα όψιμα πιστοποιημένα παιδιά τους, βρίσκουν τον θάνατο από φονικό χέρι ως μισοτρελαμένοι απόμαχοι του Εμφυλίου ή παραμένουν κομμουνιστές, αλλά σκοτώνουν πια οι ίδιοι από γεροντικό πόθο. Όχι, πάντως, πως και οι νεώτεροι θα έχουν καλύτερη τύχη: λιμενικοί συλλαμβάνονται να κρατούν δέσμιες μετανάστριες ενώ άλλοι ήρωες, που αναζητούν επιτακτικά μια δίοδο διαφυγής, προσπαθώντας να γλιτώσουν από τον στενόχωρο τόπο τους, σπεύδουν να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Ενισχύοντας τώρα τον ρεαλισμό και το ξερό, εστιασμένο χωρίς καμιά τυμπανοκρουσία στο παρόν γράψιμό του με ψήγματα ενός ιστορικού ή μυθικού και παραμυθητικού χρόνου, ο Μπράμος δεν δυσκολεύεται να συνταιριάξει την ατομική μοίρα των πρωταγωνιστών του με έναν κοινωνικό περίγυρο ο οποίος έχει στις περισσότερες περιπτώσεις διαλυτικές επιπτώσεις επάνω τους.
Με το Ανάμεσα στους τοίχους ο συγγραφέας θα διαφοροποιηθεί κατά τι από τις δύο προηγούμενες συλλογές του: το υπαρξιακό βγαίνει τώρα από τη φθορά την οποία προκαλεί η προϊούσα ηλικία ενώ το πολιτικό μοιάζει να έχει περάσει στην αρμοδιότητα της Ιστορίας – μολονότι η Ιστορία θα επανέλθει σαν ζωντανός εφιάλτης στον βίο των ανθρώπων, ταλανίζοντάς τους για τα παθήματα των ανιόντων τους. Οι περισσότερες από τις ιστορίες του βιβλίου ξεδιπλώνονται στην ελληνική περιφέρεια, σε τόπους μουντούς και περίκλειστους που ασφυκτιούν μέσα στην πλήξη και την απραξία τους. Όσο για τον ιστορικό χρόνο που τρέχει σε αυτούς τους τόπους, μπορεί να ξεκινάει από τις ημέρες μας και να φτάνει μέχρι τις παρυφές του Εμφυλίου. Το δεδομένο πάντως στο οποίο θα πρέπει πρωτίστως να εστιάσουμε είναι τα πρόσωπα: πρόσωπα μειωμένου βεληνεκούς ή και εντελώς παρεμποδισμένα, που αγωνίζονται να ξεφύγουν άλλοτε από τον κύκλο της αποτυχίας κι άλλοτε από το απώτερο ή το απώτατο παρελθόν ενόσω το τελευταίο ρίχνει βαριά τη σκιά του στην καθημερινότητά τους. Υπάρχουν όμως κι άλλα πρόσωπα, εκείνα που ανήκουν στον κόσμο της πολύπαθης ετερότητας: μετανάστες, πρόσφυγες, Εβραίοι και κομμουνιστές (αν είναι να μιλήσουμε για την προδικτατορική περίοδο). Όλοι θα σπρωχτούν στα κράσπεδα της κοινωνίας, όντας σε πλήρη αδυναμία να αλλάξουν τη σχεδόν προκαθορισμένη μοίρα τους.[3] Κανένας από τους ήρωες του Μπράμου δεν θα έχει καλή τύχη – ή κι αν την έχει, θα έρθει απλώς πολύ αργά.
Η επανάσταση στα κρύα του λουτρού
Και από τα διηγήματα στο μυθιστόρημα. Περνώντας στο Ότσι Τσόρνιγια. Μαύρα μάτια, το πρόσωπο το οποίο θα συναντήσουμε στις σελίδες του είναι ένας έλληνας κομμουνιστής που ερωτεύεται παράφορα στο διχοτομημένο Βερολίνο του Ψυχρού Πολέμου μια Τουρκάλα. Ο χωρισμός μολοντούτο δεν αργεί να επέλθει και τότε εκείνος επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου και λαμβάνει μέρος σε μιαν αποτυχημένη βομβιστική επίθεση με στόχο το άγαλμα του Τρούμαν, για να αναζητήσει αμέσως μετά την αποτυχία καταφύγιο στη Ρώμη.
Η δεύτερη επάνοδος στην πατρίδα αργότερα, όταν όλες οι μεταπολεμικές συγκρούσεις θα έχουν λάβει τέλος, θα σημάνει το κλείσιμο στο κουκούλι της συμβατικής ζωής ενός μελαγχολικού γάμου. Μόνο που ο ήρωας δεν ξεχνά ποτέ μέσα στην άδεια του καθημερινότητα τον έρωτα του Βερολίνου και μαζί με αυτόν όλη τη διάψευση της αλλοτινής του ύπαρξης: μια αγάπη που πέταξε μακριά, μια φλογισμένη επαναστατική πράξη που έμεινε στα κρύα του λουτρού, ένας πολιτικός χώρος που συνέτριψε το άτομο και τις ανάγκες του.
Σαν αστυνομικό επίμετρο
Άφησα τελευταίο το Ψέμα του λύκου (2013) διότι συνιστά μια κατηγορία από μόνο του. Ο συγγραφέας στήνει εδώ μια σκαλωσιά η οποία τηρεί σ’ ένα πρώτο επίπεδο όλους τους κανόνες της ιστορίας μυστηρίου: ένας ανεξήγητος φόνος, δύο ή τρεις πιθανοί ένοχοι, όπως και διάφορες υποθέσεις ή παράπλευρα αινίγματα που δοκιμάζει ή αποπειράται να αποκρυπτογραφήσει ένας μοναχικός ντετέκτιβ. Το κέντρο βάρους, ωστόσο, της δράσης δείχνει ευθύς εξαρχής να μετατοπίζεται αλλού: στα τραύματα που έχουν σημαδέψει πολύ πριν από τον φόνο (και ενδεχομένως εντελώς ανεξάρτητα από αυτόν) τον ψυχισμό και τη συνείδηση όλων των εμπλεκομένων. Ποιος σκότωσε τον επιτυχημένο και υπεράνω πάσης υποψίας επιχειρηματία Μενέλαο Λαμπρόπουλο, που είχε διακριθεί όχι μόνο για την οικονομική του δραστηριότητα αλλά και για τo χαμηλόφωνο συνδικαλιστικό του προφίλ; Ο νεαρός αξιωματικός που θα αναλάβει τη διερεύνηση του φόνου και είναι γιος αστυνομικού θα βρεθεί ξαφνικά απέναντι στο ενδεχόμενο να έχει κόψει το νήμα της ζωής του Λαμπρόπουλου ένας συναγωνιστής του από τα χρόνια των φοιτητικής αντίστασης κατά της χούντας. Ένας γιος αστυνομικού κι ένας πρώην αντιστασιακός, που θα άρουν τους ιδεολογικούς πόλους τους οποίους εκπροσώπησαν οι ιδιότητές τους στον δημόσιο βίο της μεταπολίτευσης,[4] βλέποντας την ταυτότητά τους να συρρικνώνεται σε βαθμό εκμηδενισμού. Κουρασμένος από τον παρατεταμένο του θρήνο για όσους ακολούθησαν τον δρόμο της απωλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (έναν μεγάλο έρωτα κι έναν φίλο ο οποίος κατέληξε προδότης), ο πρώην αντιστασιακός πρώτα παραδίδεται στην αστυνομία και κατόπιν δραπετεύει, καταλήγοντας άστεγος. Σύντομα αποκαθηλώνεται και ο νεαρός αξιωματικός, που βλέποντας τη θέση του στο Σώμα να κάνει φτερά εξαιτίας της απόδρασης του υπόδικου, χρειάζεται να υπομείνει και ένα δεύτερο πλήγμα: την αποκάλυψη ενός οδυνηρού οικογενειακού μυστικού. Η ζωή ως πλήρης κατακερματισμός: διώκτης και διωκόμενος θα μείνουν έξω από οποιοδήποτε σύστημα εξουσίας και από οιαδήποτε νόρμα κοινωνικής αποδοχής αντιμέτωποι με έναν και μοναδικό εχθρό – τον δραματικά απογυμνωμένο εαυτό τους.[5]
Ο Μπράμος γράφει μιαν ιστορία μυστηρίου για να υποδείξει, για άλλη μια φορά, το υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο θα οδηγήσει η απορρύθμιση όλων των συλλογικών ή υπερατομικών μεγεθών μιας δύστροπης εποχής: από την κατάρρευση κάθε πολιτικού νοήματος[6] μέχρι τις αθεράπευτες ασθένειες οι οποίες θα μολύνουν και το τελευταίο οικογενειακό κύτταρο.
[1] Βλ. την κριτική της Μαρίας Στασινοπούλου για το Βρεγμένο ρούχο, περιοδικό Εντευκτήριο, τεύχος 25, Χειμώνας 1993-1994.
[2] Για την αδρότητα των σεξουαλικών σκηνών στο Βρεγμένο ρούχο, βλ. τις κριτικές των Νίκου Ντόκα, εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 14 Σεπτεμβρίου 1993, και Π. Μπουκάλα, εφημερίδα Η Καθημερινή, 20 Σεπτεμβρίου 1993.
[3] Παρατηρεί η Κατερίνα Σχινά στην κριτική της για το Ανάμεσα στους τοίχους, εφημερίδα Η Καθημερινή, 7 Μαΐου 2017: «Το άτομο στέκεται περιδεές απέναντι σε μια Ιστορία που το περιγελά και μια κοινωνία που το απομονώνει· συνθλίβεται από τα πάθη του, καμιά φορά ακατανόητα και για το ίδιο, και καταρρέει σαν πάνινη κούκλα, αποσβολωμένο από την ένταση της συντριβής του, και γι’ αυτό βουβό».
[4] Για την ιδεολογική λειτουργία αυτών των ιδιοτήτων, βλ. τις παρατηρήσεις της Όλγας Σελλά στη βιβλιοκρισία της για το Ψέμα του λύκου, εφημερίδα Η Καθημερινή, 27 Ιουλίου 2013.
[5] Γράφει η Ρέα Γαλανάκη στην κριτική της για το Ψέμα του λύκου, ηλεκτρονικό περιοδικό Ο αναγνώστης, www.oanagnostis.gr, 26 Νοεμβρίου 2013, σχολιάζοντας τη διαδικασία κατάπτωσης των δύο ηρώων: «Καθένας τους οδεύει στην οδό της φαντασίας του παράλληλα με τα γεγονότα της καθημερινής ζωής του, καθένας τους έχει το μερίδιό του στο δράμα, καθένας τους παλεύει αλλιώς μέσα του τον συγκεκριμένο φόνο, καθένας τους καθρεφτίζεται κάποιες στιγμές μέσα στον άλλο, καθένας τους δεν έχει ουσιαστικά ερωτική ζωή, ούτε εν τέλει οικογένεια, καθένας τους είναι μοναχικός με τον δικό του τρόπο».
[6] Από αυτή την άποψη η όποια ιστορικότητα αναδύεται από το μυθιστόρημα του Μπράμου συνδέεται όχι αβίαστα με το σήμερα, όπως το θέλει στην κριτική της η Τ. Δημητρούλια, εφημερίδα Η Καθημερινή, 7 Ιουλίου 2013, αλλά, αντιθέτως, με έναν εξαιρετικά προβληματικό τρόπο.