του Γιάννη Ν.Μπασκόζου (*)
Η νέα γενιά έγινε συχνά αντικείμενο της πεζογραφίας. Εμφανίστηκε κάθε φορά από εκείνους τους λογοτέχνες που την ήθελαν να παίξει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στις πρώτες κοινωνικές ανησυχίες της δεκαετίας του ’20 ή στους μεγαλοϊδεατικούς πομφόλυγες της δεκαετίας του ’30. Στις ενδιάμεσες εποχές η εμφάνισή της είχε να κάνει με την προσωπική σχέση του όποιου συγγραφέα με αυτήν.
Μετά τον Εμφύλιο η νεολαία βρισκόταν ακόμα στο παρελθόν, τραυματισμένη. Έχει επιστρέψει από το στρατό ή τις φυλακές και γλείφει τις πληγές της, ωριμάζει βίαια. Στη λογοτεχνία μόνο μετά το ’60 εμφανίζεται μια νέα γενιά αντιμέτωπη μ’ ένα καινούριο πια, δύσκολο παρόν.
Όμως και οι συγγραφείς έχουν αλλάξει. Δεν ασχολούνται πια με τα μείζονα προβλήματα. Τα μεγάλα οράματα, οι μεγάλες ιδέες έχουν πια τελειώσει. Αρχίζει ο αγώνας για την επιβίωση. Η νεολαία αλλά και η κοινωνία και φυσικά και οι λογοτέχνες ασχολούνται με την ψηλάφηση των αποτελεσμάτων των σεισμικών δονήσεων του Εμφυλίου. Προσπαθούν να χαρτογραφήσουν τον νέο κοινωνικό χώρο. Ο ρόλος του συγγραφέα αλλάζει.
Δεν είναι πια ο δέκτης των συλλογικών ανησυχιών, αλλά των ατομικών περιπτώσεων. Οι ατομικές περιπτώσεις διερευνώνται στον κοινωνικό χώρο κινούμενες στα όρια της κοινωνιολογίας και της ηθογραφίας.
Αισθητικά οι συγγραφείς δεν έχουν κάνει μεγάλα βήματα απελευθέρωσης από το παρελθόν. Συμβολισμοί, μεταφορές, ηθογραφία κυριαρχούν σε μια εποχή που στη Δ. Ευρώπη και την Αμερική οι λογοτεχνίες δονούνται από νέες ιδεολογικές ανησυχίες και καταγίνονται με αισθητικούς πειραματισμούς.
Από τη δεκαετία του ’60 η νεολαία ξαναεμφανίζεται σαν ήρωας στο λογοτεχνικό έργο. Η παρακολούθηση μέσα σε αυτό της πορείας της, όσο κι αν κρύβει τον κίνδυνο να κοινωνιολογήσουμε, δίνει τη δυνατότητα για ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις όχι μόνο για τη νεολαία αλλά και για την πεζογραφική μας εξέλιξη. Διάλεξα τρία αντιπροσωπευτικά βιβλία από το ’60 έως σήμερα που αναφέρονται συνολικότερα στη νεολαία. Πρόκειται για Τα Μηχανάκια του Μένη Κουμανταρέα, την Αρχαία Σκουριά της Μάρως Δούκα και τη Μεγάλη Πομπή του Αλέξη Πανσέληνου.
Διαβάζω αυτά τα τρία βιβλία και διαβάζω την ιστορία τριών γενιών. Με τα θετικά τους και τα αρνητικά τους, με τις τραγικές αμφιβολίες και τις εφόδους των στον ουρανό που ποτέ δεν πραγματοποιούνται. Ψάχνω να βρω, στο ορμητικό τους διάβα, τα κενά που αφήνουν πίσω τους, να το ανιχνεύσω πριν το καλύψουν τα περιττά υλικά που περισφίγγουν κάθε νέα γενιά στο ξεκίνημά της. Αυτά τα τρία βιβλία δεν είναι τα μοναδικά ούτε ίσως και τα καλύτερα από όσα μιλούν για τη μεταπολεμική νεολαία στη χώρα μας. Έχουν όμως, κατά τη γνώμη μου, το προτέρημα να αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της εποχής τους, όχι μόνο θεματολογικά αλλά και ιδεολογικά και στις αισθητικές φόρμες που χρησιμοποιούν. Δέσμια της εποχής τους και τα τρία, μου δείχνουν ένα δρόμο. Στροφές και επαναλήψεις, διαφορές και συμπτώσεις, οι νέοι είναι μέσα σε αυτά τα μυθιστορήματα το βαρόμετρο της εποχής. Τρεις δεκαετίες, λοιπόν, με τα μάτια της νεολαίας, αλλά και των νέων λογοτεχνών, ίσως όχι μιας γενικής πλειοψηφίας αλλά αυτών που πονούν πιο πολύ, που σέρνουν πάνω τους τα σημεία των καιρών.
Οι αναφορές σε άλλους συγγραφείς με παρεμφερή θεματολογία γίνονται στο κείμενο όπου αυτό είναι αναγκαίο για να ολοκληρωθεί ένα θέμα ή μια άποψη.
ΤΑΜΗΧΑΝΑΚΙΑ ΤΟΥ ΄60
1962. Ο Μένης Κουμανταρέας ανιχνεύει με τα Μηχανάκια το νέο πρόσωπο της νεολαίας σε μια μεταβατική εποχή. Ο εκσυγχρονισμός που επιζητά η ελληνική κοινωνία συνθλίβεται ανάμεσα στις αναθυμιάσεις του Εμφυλίου και τις απαρχαιωμένες κοινωνικές δομές. Ο Μένης Κουμανταρέας αναζητεί το στίγμα μιας μεταβατικής νεολαίας που απελπισμένα προσπαθούσε να αποτινάξει τη σκουριά των προηγούμενων γενιών μαζί με τις ενοχές και τις παραδοχές της. Πράγμα καθόλου εύκολο όταν ζεις μια ζωή «άπιαστη», μια ζωή με «βιαστικές» προϋποθέσεις. Ζωή επισπευσμένη από την αστυφιλία, το περιβάλλον μιας αγροτικής κουλτούρας που συνθλίβεται στην πόλη, το μικροαστικό όνειρο που δεν βρίσκει τη δικαίωσή του.
Ο νέος του Μ. Κουμανταρέα ζει με την αγωνία της επιβίωσης σε ένα ολότελα ξένο περιβάλλον και αντιμετωπίζει φαινόμενα που πολύ αργότερα θα βρουν μπροστά τους οι νέοι του ’70-’80 για να τους αφιερώσουν δεκάδες σελίδες και προκηρύξεις. Αποξένωση, μελαγχολία, απουσία ιδανικού, παρασιτισμός. Ο Αναστάσης –στα «Μηχανάκια»– κινείται ανάμεσα σε δυο κόσμους που τον συμπιέζουν και ταυτόχρονα τον απωθούν: την προηγούμενη γενιά των γονιών του και τον μίζερο μικροαστικό κόσμο του καφενείου.
Ο έφηβος, ο ανίκανος να προσαρμοστεί φέροντας τα τραύματα μιας εποχής είναι εδώ πολύ αληθινός και πολύ διαφορετικός από τους νέους που θα περιγράψουν πολλά χρόνια αργότερα νεότεροι πεζογράφοι (Ραπτόπουλος, Τατσόπουλος, κ.ά.). Η διαφορά τους έγκειται στο ότι αυτά που για τον Μ.Κ. είναι μια πραγματικότητα, γι’ αυτούς είναι μόνο μια μυθολογία που ανακαλείται σαν είδος φετίχ που ξορκίζει μια δυσερμήνευτη πραγματικότητα.
Ο Μ.Κ. μιλά για μια μερίδα νέων που δεν τους πλησιάζουν τα κλέη των παλιών ούτε οι πολιτικές ανησυχίες των νεότερων. Η απουσία ιδανικών –«Τα μάτια τους είχαν φως δανεικό», λέει κάπου ο Μ.Κ.– είναι η απουσία ιδανικών μιας εποχής.
Η λογοτεχνία του Μ.Κ. βρίσκεται στη φάση της κοινωνικής ηθογραφίας. Ο συγγραφέας δεν το διαψεύδει λέγοντας ότι «αισθάνεται ηθογράφος μιας πόλης, μιας εποχής». «Έστησα», λέει, «μια μυθολογία χαμένων ηρώων προσπαθώντας λιγότερο να τους εξηγήσω και περισσότερο να τους κατανοήσω». Οι αμερικανικές επιρροές του συγγραφέα τον οδηγούν να δει τους ήρωές του ρεαλιστικά. Η ηθογραφία υπάρχει αλλά αλλάζει τόπο και ύφος. «Ηθογραφία που δεν έγκειται πια στο ηλιοβασίλεμα αλλά στον τρόπο που ανάβουν οι διαφημίσεις το βράδυ στην πόλη».
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, όσο κι αν ο Μ.Κ. δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, υποβάλλει το κλίμα και την αισθητική του ιταλικού νεορεαλισμού όσο και την επιρροή του αφηγήματος του Μεσοπολέμου.
Ο νέος του Μ.Κ. είναι αυθεντικός. Μόνος, ανερμάτιστος, ανασφαλής, αντιμέτωπος με έναν κόσμο αδιάφορο και –γιατί όχι;– εχθρικό. Οι τραυματικές του εμπειρίες συντελούνται κυρίως στο χώρο των κοινωνικών σχέσεων –έρωτας, σεξ, φιλία– και όχι στον ιδεολογικό χώρο, όπως έκανε η προηγούμενη και όπως θα κάνει και η επόμενη γενιά λογοτεχνών.
Η γλώσσα του Μ.Κ. είναι ακόμη δέσμια παλιότερων συνηθειών. Ξεκινά καλλωπισμένη, υπερβολικά φορτισμένη για να καταλήξει κοινή, ρεαλιστική εκεί που η πραγματικότητα ξεπερνά τη λογοτεχνία, για να ξανακυλήσει αργότερα πάλι στο μελοδραματισμό. Συντηρητική στην έκφρασή της είναι ίσως η πιο ενδεδειγμένη, πιστή εικόνα της δεκαετίας του ’60. Αλλά και ο συγγραφέας ζει, ταυτίζεται με τους ήρωές του, συμπάσχει δέσμιος μιας μυθολογίας που είναι τελικά η ίδια η ζωή του.
Με τον Μ.Κ. η λογοτεχνία στη χώρα μας ξαναγυρνά στην καθημερινή πραγματικότητα. Αναζητά το νόημα των καινούριων καταστάσεων γύρω της. Κλείνει την πόρτα της στο παρελθόν, όσο κι αν αυτό δεν λείπει ποτέ από τις καταβολές της, και θέτει ερωτήματα –όχι πια στο μακρινό μέλλον– αλλά στο άμεσο παρόν. Και εδώ η νέα γενιά είναι το καθημερινό τραγικό πρόσωπο, που πάνω της όλοι εναποθέτουν καθήκοντα χωρίς ν’ απαντούν στο προς τα πού και γιατί. Η δικτατορία που θ’ ακολουθήσει αυτή την εποχή θα αλλάξει βίαια τα μέτρα που στήνονταν για τη νεολαία.
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑ
Οι ιδιόμορφες συνθήκες της εφτάχρονης δικτατορίας σημαδεύουν τα γράμματα αρνητικά, καθώς δημιουργούν μια «λογοτεχνία των βιαστικών» που προσπαθεί να αποτυπώσει στοιχεία ηρωικά και πένθιμα εν είδει λογοτεχνικών πανηγυρικών. Η πολιτικοποιημένη νεολαία εμφανίζεται στο προσκήνιο της πολιτικής δίνοντας την ψευδαίσθηση στους αυτοονομαζόμενους «προοδευτικούς» λογοτέχνες ότι η αποτύπωση της νεολαιίστικης δράσης στο χαρτί ήταν το υπέρτατο καθήκον τους. Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις, με κορυφαία φωτεινή περίπτωση την «Αντιποίηση αρχής» του «συντηρητικού» Αλέξανδρου Κοτζιά. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν άκαρπες. Το 1979 η Μάρω Δούκα με την «Αρχαία Σκουριά» δίνει ίσως το πιο ολοκληρωμένο πορτραίτο της πολιτικοποιημένης νεολαίας της δικτατορίας, της λεγόμενης και «γενιάς του Πολυτεχνείου».
Το μυθιστόρημα αυτό της Μ.Δ. φέρει την σφραγίδα της εποχής της. Μοιάζει με το μυθιστόρημα της γενιάς της αντίστασης καθώς είναι γραμμένο κάτω από μια ιδεολογικοποιημένη οπτική , διαφέρει όμως ως προς το περιεχόμενό της καθώς της λείπει η σιγουριά της αντίστασης ή και η ήρεμη αμφισβήτηση των πρώτων μεταπολεμικών γενεών. Περισσότερο κουβαλάει μαζί της τη σύγχυση, την ταλάντευση και ίσως τον εγκεφαλισμό που δέσποζε στα οράματα και τις πράξεις μιας γενιάς δύσκολης, που ανδρώθηκε ανάμεσα σε τείχη που χτίστηκαν γύρω της χωρίς να το αντιληφθεί. Κάτι που θα το συνειδητοποιήσει πολύ αργότερα μέσα από τραυματικές εμπειρίες.
Σε μια πρώτη θεώρηση θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια ιστορία γύρω από τη φοιτητική διανόηση στα χρόνια της δικτατορίας. Συνολικότερα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την «Αρχαία Σκουριά» σαν τοιχογραφία του μικροαστισμού και της διάχυσής του μέσα σε όλα τα στρώματα. Αυτό που προανάγγειλε ο Μένης Κουμανταρέας είναι ήδη τελειωμένο.
Οι νέοι της Μ. Δούκα, ανεξάρτητα από την ταξική τους προέλευση, διαθλώνται μέσα σε μικροαστικά όνειρα και αδύνατες επαγγελίες. Το κοινωνικό τους περιβάλλον αποσυντίθεται από τον μικροαστισμό. Η εργατική τάξη μόνο ως «μυθολογία», μίζερη και κουτσουρεμένη. Οι αστοί στο μυθιστόρημα είναι επιχειρηματίες, καταδότες, άνθρωποι με μαύρο παρελθόν και λαμπρό μέλλον. Λίγο διανοούμενοι, λίγο παριζιάνοι, κυνηγοί του έρωτα και του σεξουαλικού παρόντος. Η Μυρσίνη, η ηρωίδα, ζει την παρακμή τη σύγχρονης μικροαστικής οικογένειας και του ονείρου της στην Ελλάδα.Η χώρα, οι κάτοικοι της, το κράτος δεν είναι παρά η μεγέθυνση αυτής της πορείας.
Η «Αρχαία Σκουριά» κινείται στο πλαίσιο του αριστερού μύθου. Ξεκινά και τελειώνει με το φετίχ της δεκαετίας , το βιογραφικό σημείωμα που έδινε κάποιος για να γίνει μέλος μιας αριστερής οργάνωσης. Όμως ο αριστερός ιστός της Μ.Δ. εμπεριέχει και την άρνησή του γι αυτό. Θα λέγαμε ότι κινείται πιο κοντά στην τροχιά του Στρατή Τσίρκα. Οι νέοι της Μ. Δούκα είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία από αυτούς του Μ.Κουμανταρέα. Είναι η γενιά του πολυτεχνείου ούτε σιδερένια, ούτε ανύπαρκτη όπως την σκιαγράφησαν πολιτικοί ένθεν και ένθεν. Επρόκειτο για μια γενιά πολυσυλλεκτική και πολύσημη που κινείτο στο σταυροδρόμι πολλών ρευμάτων και ιδεών. Το όραμα του Μάη και η σύγχυση, η διάσπαση του ΚΚΕ και η ανατροπή της δικτατορίας, η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία και η δημοκρατία, ο Φραντς Φανόν και η ρετσίνα, ο Γκοντάρ και ο Τσιτσάνης. Πολιτικοποίηση, παρανομία, πνευματικές, φιλοσοφικές αναζητήσεις, όλα ένα παζλ με γέλιο και δάκρυ, θέση και άρνηση μαζί.
Στο κείμενο της Μ.Δούκα αναγνωρίζει κανείς τον νέο της εποχής με στοιχεία όμως που ήρθαν καθυστερημένα στη χώρα μας και απόκτησαν πολύ αργότερα καθολική ισχύ. Στο πρόσωπο της ηρωίδας συντελείται η προσωπική επανάσταση του αριστερού νέου, κάτι που έλειπε από την έως τότε πεζογραφία της αριστερής οπτικής. Ο φεμινισμός, οι αιρετικές απόψεις για το κίνημα τώρα πια δεσπόζουν. Παλιότερα το συλλογικό καθόριζε το προσωπικό, δηλ. την κίνηση και το ήθος του ήρωα μέσα στη μυθοπλασία. Θυμηθείτε μόνο τον νεαρό ήρωα στις «Νύχτες και αυγές» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, ένα από τα καλύτερα πεζογραφήματα της εποχής της αντίστασης. Το αίτημα της αυτονομίας του ατομικού που επισημαίνει η Μ. Δούκα τίθεται μεν στη δικτατορία αλλά στην πληρότητά του αναδεικνύεται στις επόμενες γενεές.
Τα κοινά στοιχεία της Μ. Δούκα με την πεζογραφία της αντίστασης είναι ότι οι ήρωες λυγίζουν κάτω από την ιδεολογικοποίηση. Οι ιδέες και όχι η πραγματικότητα γίνονται κινητήρια δράση, τα οράματα ακόμα και οι εγκεφαλικές κατασκευές καθοδηγούν την καθημερινή ζωή της νεολαίας και δυστυχώς επηρεάζουν την ίδια τη δομή και την ανέλιξη της ιδέας που δεσπόζει σαν κύριο θέμα στο πεζόγραφημα. Η ιδεολογικοποίηση του κειμένου αντανακλά το στίγμα μιας γενιάς ακόμα και την ίδια τη συγγραφέα, που επιζητεί όπως η γενιά της να τα πει όλα. Ο υπαινικτικός λόγος, η αφαίρεση απουσιάζουν καθώς όλα προσφέρονται στο πιάτο. Οι ιδέες και όχι τα πρόσωπα κατασκευάζουν το θέμα και το κινούν.
Η «Αρχαία Σκουριά» είναι η πιστή εικόνα μιας νεολαίας με αμφιβολίες που θα καταλήξει στις αρχές του ΄80 σκορπισμένη «διαμοιρασμένη στους κοινόχρηστους χώρους από το πάρκο στο Μουσείο, από τα Εξάρχεια στη Σόλωνος». Είναι η αρχή και το τέλος της περίφημης γενιάς του πολυτεχνείου , μιας γενιάς ίσως θρυλικής με ένα θρύλο που όμως την ποδοπάτησε και σε αυτό συνεισέφεραν τα μάλα περισσότερο από τους επικριτές της και οι άκριτοι υμνητές της.
***
Στο μυθιστόρημα που έλκει τη ζωτική του δύναμη από τον κόσμο των ιδεών αξίζει να σημειώσουμε τον «Τελευταίο σεισμό» του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Το θέμα του είναι μια παρέα της γενιάς της δικτατορίας και η αυτοδιάλυσή της. Μια παρέα που ζούσε με σύμβολα και στερεότυπες εικόνες, που ακροβατούσε ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, την ουτοπία και την πραγματικότητα. Ένα πρόσχημα – ο σεισμός – θα επιφέρει ρωγμές και τριγμούς στην παρέα. Ενοχές και συμπλέγματα, ουτοπίες και ιδεολογίες θα εκτιναχτούν στην κρίσιμη στιγμή της κορύφωσης στον αέρα. Η «διάλυση του αστραφτερού φόντου που λεγόταν παρέα» θα συνοδευτεί από τη διάλυση των ψευδαισθήσεων μιας γενιάς και μιας εποχής. Η διαφορά του Δ.Κούτροβικ από την Μ. Δούκα είναι ότι ενώ ο πρώτος βλέπει κριτικά αυτή τη διάψευση των ιδανικών που οδηγεί στην ενσωμάτωση η Μάρω Δούκα καταγράφει ηδονικά την μικροαστική παρακμή τους.
Το θέμα της νεανικής παρέας έχει απασχολήσει από την αντίθετη σκοπιά, της μη ιδεολογικοποίησης μεταξύ άλλων και τους Βαγγέλη Ραπτόπουλο και Πέτρο Τατσόπουλο. Μιλάνε για τις νεότερες παρέες που χωρίς ιδεολογικές συντεταγμένες , «χωρίς ιδέες και χωρίς σημαίες» έρχονται σε επαφή με τη ζωή και την κοινωνία εντελώς βιωματικά. Βλέπουν τη νεολαία όπως είναι, φωτογραφικά, στη μίζερη καθημερινότητά της και με όλα τα αισθητικά δάνεια που την περιστοιχίζουν. Νοσταλγία για μέρες και τρέλες που χάθηκαν. Η ζωή είναι τελικά αλλού γι αυτούς τους συγγραφείς, μόνο στο παρελθόν. Η νεαρή παρέα παρουσιάζεται αυτάρκης χωρίς ευρύτερες αναφορές. Η δροσιά, το κλίμα της εφηβείας δικαιώνονται μέσα από μια λιτή περιγραφή, που είναι η αρχή και το τέλος αυτών των πεζογραφημάτων. Το να δώσεις μια «φέτα ζωής» δεν είναι κάτι απλό. Ο ιταλικός νεορεαλισμός με μια αντίστοιχη μέθοδο φανέρωσε τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις και κρυμμένες πτυχές. Ο αμερικανικός κινηματογράφος χρησιμοποιώντας την πιο λιτή γλώσσα, στα ίδια θέματα της νεανικής παρέας έδωσε εικόνες μιας τραγικής πραγματικότητας. Στην χώρα μας οι προσπάθειες αυτές έφεραν μια δροσιά, μια απελευθέρωση στο λόγο έστω και μέσα σε μια περιορισμένη κλίμακα κοινωνικών αναφορών.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΛΙ ΕΔΩ- ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄80
Ο Αλέξης Πανσέληνος έρχεται ώριμα να κλείσει αυτή την αυθαίρετη τριλογία που διάλεξα για να δω την μεταπολεμική νέα γενιά. Ώριμα γιατί η ματιά του Αλ.Πανσέληνου αναζητεί τις γενικές συντεταγμένες των σχέσεων της εποχής και της νεολαίας, της κοινωνίας και της νεολαίας. Τα ηθογραφικά , τα ιδεολογικά και τα όποια άλλα στοιχεία περιέχει η «Μεγάλη Πομπή» συγκλίνουν στην αναζήτηση βαθύτερων φιλοσοφικών απαντήσεων. Όμως δεν πρόκειται για ένα φιλοσοφικό έργο. Αντίθετα έχει μια αφηγηματική απλότητα που δεν σημαίνει κενότητα αλλά, τουναντίον καταφέρνει να υποστηρίξει ένα πολύ δύσκολο θέμα, όπως η σχέση του νέου με το σύστημα χωρίς να καταφεύγει στις ιδεολογικές κατασκευές αναδεικνύοντας ταυτόχρονα πολύπλευρες πτυχώσεις της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Ο Α.Πανσέληνος δεν εναποθέτει τις ιδέες και τις απαντήσεις στον ήρωα του. Ο ήρωας του, ο Νότης Σεβαστόπουλος, είναι ένας καθημερινός νέος με τον περιορισμένο ορίζοντας που μπορεί να έχει ένα φτωχόπαιδο που μεγαλώνει στο Μπραχάμι. Η μάχη των ιδεών και των συστημάτων συντελείται στη «Μεγάλη Πομπή» σε ένα κόμικ που διαβάζει ο Νότης και εκτυλίσσεται παράλληλα με την κυρίως δράση. Οι δύο αφηγήσεις ακολουθούν παράλληλες και άλλοτε διασταυρούμενες κινήσεις. Το αντίρυσμα της ιδεολογικής πάλης που διεξάγεται στο κόμικ αναγνωρίζεται στις πράξεις και το κοινωνικό περιβάλλον του ήρωα, και αυτή είναι τομή του συγγραφέα. Οι ιδέες δεν καθοδηγούν τον ήρωα ούτε την πραγματικότητα , όπως σε παλιότερα μυθιστορήματα. Δεν θα βρεις εδώ του ήρωες του Γ.Θεοτοκά που κουβαλάνε τις ιδέες δυσκολευόμενοι να τις μεταφράσουν σε κοινωνικές σχέσεις και πράξεις, γι αυτό και μοιάζουν χάρτινοι τελικά. Ας μην εκληφθεί αυτό ως ένα ευφυές δομικό τέχνασμα συγγραφέα, αλλά για μια, κατά τη γνώμη μου, ορθότερη τοποθέτηση της σχέσης ιδεολογίας και πραγματικότητας και μια πιο δημιουργική της εφαρμογή στην πεζογραφία που πάντοτε τυραννιόταν να ανακαλύψει τη χρυσή τομή της ιδεολογία με την πολιτική και το μυθιστόρημα.
Στη «Μεγάλη Πομπή» το θέμα της είναι, όπως είπαμε, ο αδιαμόρφωτος νέος, ο μηχανόβιος. Μέσα από την παθολογία και τη μεταφυσική του ακτινογραφείται η κοινωνία και οι μηχανισμοί ενσωμάτωσης που έχει για τη νεολαία. Η παρακολούθηση του Νότη στην εφηβική του περιπλάνηση, από τα θρανία στις παρέες, στις εξετάσεις, στο στρατό και από εκεί στην ενσωμάτωση και στο συμβιβασμό, κατά κάποιο τρόπο η συνέχεια της εποχής της Μάρως Δούκα, δηλαδή είναι η καταγραφή της επόμενης γενιάς, της δεύτερης μετά το Πολυτεχνείο. Οι παρατηρήσεις του Πανσέληνου είναι οξύτατες. Ο «άσχετος» και απολίτικος Νότης θα γνωρίσει τις πολιτικές νεολαίες και θα εκτιμήσει- πολύ πριν τα συνέδρια των πολιτικών νεολαιών – ότι τα μέλη του στις «συζητήσεις τους αφαιρούσαν τα αληθινά προβλήματα και συζηούσαν για θεωρίες που δεν είχαν τίποτα να κάνουν με αυτά». Ο συγγραφέας , σε μια εποχή που οι περισσότεροι αισθάνονται ανακούφιση τινάζοντας από πάνω τους την ιδεολογική ματιά, κάνει οξύτατες ιδεολογικές παρατηρήσεις με τρόπο που κανείς δεν μπορεί να του αμφισβητήσει τη νομιμότητα του να υπάρχουν σε ένα λογοτέχνημα, αφού αυτό το ίδιο με την αξία του μπορεί να τις αιτιολογήσει ως απαραίτητες. «Ο Νότης ήταν ολοφάνερο πώς ήταν ένας λαθραίος εκεί μέσα, ένας περιθωριακός που έμενε σε ένα αυθαίρετο στο ρέμα, ένας που την είχε κιόλας πατήσει μια φορά στις Πανελλήνιες και θα την πάταγε σίγουρα ξανά – άρα ένας υποψήφιος φαντάρος από τώρα», λέει κάπου ο Α.Π. Από τις καλύτερες σελίδες που έχουν γραφτεί για τον στρατό, ανάμεσα στους ελάχιστους πεζογράφους που έχουν ασχοληθεί με αυτόν, είναι η παραμονή του Νότη στον στρατό. Σε ένα γράμμα του σε μια κνίτισσα που αγαπούσε και τον παράτησε επειδή τον θεωρούσε πολιτικά παρακατιανό ο Νότης εκπέμπει το ανορθόγραφο Σ.Ο.Σ. «Εδώ είναι η μηχανή του κιμά, μπαίνουμε κομμάτι κρέας ένας – ένας και βγαίνουμε μάζα, να το υλικό για να χτίσετε τον παράδεισο του κομμουνισμού σας και του σοσιαλισμού σας». Δέκα χρόνια μετά και την εμπειρία της Ρουμανίας τι θα μπορούσε να πει κανείς;
Παρακολουθώντας την παράλληλη ιστορία του κόμικ, θα αναγνωρίσεις σημερινές καταστάσεις του υπαρκτού καπιταλισμού και του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Πίσω από τις συζητήσεις των Τριων Αδελφών διαβάζεις τους Χάμπερμας και Μαρκούζε που υποβάλλουν κάτι πολύ πρόσφατα γνώριμα σε μας, δηλαδή τη χρήση της αντι- εξουσιαστικής γλώσσας στην υπηρεσία της εξουσίας και στη λογική της ενσωμάτωσης. « Η Μεγάλη Πομπή» είναι στην ουσία η πομπή της ενσωμάτωσης της νεολαίας στο κρατούν σύστημα, με όλο το μεγαλείο της και σε όλες τις διαστάσεις της.
Με τη «Μεγάλη Πομπή» επιστρέφουμε στο κλασικό μυθιστόρημα. Δεν πρόκειται για την ιστορία ενός νέου αλλά για την ιστορία μιας εποχής. Ο Α.Πανσέληνος αποδεικνύει ότι το μυθιστόρημα ακόμα και στην κλασική του μορφή, μπορεί να ανανεωθεί, να φέρει μαζί του κάτι καινούργιο.
***
Τελικά τι θα είχαμε να μετρήσουμε στα θετικά και τ΄αρνητικά μιας λογοτεχνικής πορείας 20 χρόνων; Με την εξαίρεση του Μένη Κουμανταρέα η ελληνική πεζογραφία κινείται πάνω στον άξονα της ιδεολογικοποίησης με διάφορες παραλλαγές. Ακόμα και στον αντίποδα της – που είναι η άρνηση της ιδεολογίας – δεν παύει να σημαίνεται μια ιδεολογική ή και πολιτική ακόμα στάση, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς π.χ. στον Άρη Σάτρα (Ροκ μυθιστόρημα) , στον Ηλία Κουτσούκο (Βόλτα με πυτζάμες) ή και στην ακραία άρνηση κάθε ιδεολογίας που μπορεί να σχετίζεται με αυτή όπως στην Νένη Ευθυμιάδη (Αθόρυβες μέρες).
Πόσο όμως αυτές οι λογοτεχνικές προτάσεις ανοίγουν κάτι καινούργιο; Πολλοί πίστευαν ότι η απάρνηση της ιδεολογικοποίησης θα εκτινάξει αμέσως τα νέα λογοτεχνικά περιεχόμενα και τις νέες φόρμες που αντιστοιχούν σε αυτά. Πειραματισμοί έγιναν πολλοί και μόνον τώρα διαφαίνεται κάτι στους νεότερους.
Πάντως οι λογοτεχνικές γενιές που εξετάσαμε δεν θα μπορούσαν να γράψουν αλλιώς. Ιδιαίτερα μετά το ΄74 η ιδεολογία και η πολιτική δέσποζαν κοινωνικά και αναπόφευκτα και λογοτεχνικά. Και από μία άποψη η ενασχόληση με τον κόσμο των ιδεών και των οραμάτων κρύβει προωθητικές δυνάμεις και για τη λογοτεχνία αρκεί αυτές να λειτουργούν περισσότερο στο μυαλό και το σχεδιασμό του συγγραφέα και λιγότερο να θέλουν να υποκαταστήσουν τη λογοτεχνική δημιουργία.
Με τις ανακατατάξεις που γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο, μετακινήσεις γνωρίζουν και οι λογοτεχνικές σταθερές. Οι εποχές της κρίσης μπορούν να αποδειχτούν δημιουργικές αν σημάνουν την εκκίνηση επανεξέτασης και δοκιμασίας νέων αισθητικών συλλήψεων. Κλείνοντας ο κύκλος της έντονης ιδελογικοποίησης της πεζογραφίας μας τίποτα δεν μας λέει ότι δεν μπορεί, και ίσως και να χρειαστεί, να επιστρέψει. Με τα αισθητικά μέτρα και τις αναφορές του, όπως τουλάχιστον τον γνωρίσαμε, μάλλον έχει κλείσει για πάντα. Οι λογοτέχνες του 1990 έχουν πια το λόγο.
(*) Από το Γιάννης Μπασκόζος, Διαβάζω, τχ. 232, Φεβρουάριος 1990. Μέρος του αναδημοσιεύεται στη νέα έκδοση Μένης Κουμανταρέας, Τα μηχανάκια, Πατάκης