Johanna Hanink (*)
Γνώρισα τον Κωνσταντίνο Πουλή στην Ικαρία, το καλοκαίρι του 2015 -το καλοκαίρι του δημοψηφίσματος και των capital controls, όταν η μοίρα της χώρας και της Ευρώπης φαινόταν να κρέμεται από μία κλωστή. Λίγο αργότερα, περνώντας από την Αθήνα για να επιστρέψω στις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο για να πάρω το βιβλίο του που είχε μόλις κυκλοφορήσει, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο Θερμοστάτης. Ξεκίνησα να διαβάζω τα διηγήματα στο αεροπλάνο, και ανακάλυψα με έκπληξη ότι είχα γνωρίσει χωρίς να το ξέρω έναν τόσο δημιουργικό και ταλαντούχο συγγραφέα.
Το Απ’ το αλέτρι στο smartphone είναι βεβαίως ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο από τον Θερμοστάτη. Υπάρχουν ωστόσο σταθερά σημεία της φωνής του συγγραφέα που συνέχουν οτιδήποτε έχει γράψει ο Πουλής – από τα κείμενά του για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα στο ThePressProject, στις σκέψεις του για τη δύναμη και τον σκοπό της λογοτεχνίας σε λογοτεχνικά περιοδικά, μέχρι και στις αναρτήσεις του στο Facebook. Παρά την τεράστια ποικιλία των ειδών με τα οποία καταπιάνεται, ως συγγραφέας ο Πουλής δημιουργεί μια σχέση, σχεδόν μια συντροφική σχέση, με τον αναγνώστη του.
Έχω παρατηρήσει ότι στα λογοτεχνικά βιβλία του, συντάσσει ένα συμβόλαιο με τον αναγνώστη, εν μέρει με το να εναλλάσσει πρώτο με δεύτερο πρόσωπο. Ακόμη και σε στιγμές μεγάλης αγωνίας, σταματάει για να μιλήσει ευθέως στον αναγνώστη του: είναι ένας επιδέξιος τρόπος προκειμένου να μας παρασύρει σε μια συνενοχή με τον αφηγητή. Στο Από το αλέτρι στο smarthpone, χρειάζεται επίσης αυτή η συνεργασία, αλλά με διαφορετικούς όρους. Αυτή τη φορά μάς καλωσορίζει στον κόσμο της οικογένειάς του και μας προσκαλεί να προσπαθήσουμε κι εμείς, καθώς θέτει ερωτήματα στον πατέρα του και προσπαθεί να κατανοήσει τις απαντήσεις.
Οι συζητήσεις που αναφέρονται στον υπότιτλο είναι λοιπόν συζητήσεις που υποκινούν τη δική μας διανοητική συμμετοχή. Καθώς παίρνει τις συνεντεύξεις από τον πατέρα του, ο Πουλής προλαβαίνει πολλές από τις ερωτήσεις που θέλουμε να κάνουμε, αλλά υπήρχαν και στιγμές που συνελάμβανα τον εαυτό μου να θέλει να διακόψει και να θέσει άλλα, δικά μου ερωτήματα. Καθώς διάβαζα, άρχισα κι εγώ να αποδίδω διαφορετικό νόημα σε αναμνήσεις από στιγμές που οι δικοί μου γονείς μοιράζονταν μαζί μου τις παιδικές τους αναμνήσεις. Ο Πουλής είναι ένας γενναιόδωρος συγγραφέας, όμως το γράψιμό του απαιτεί από τον αναγνώστη να καταβάλει κι εκείνος προσπάθεια.
Όπως ξέρει ο Πουλής καλύτερα από όλους μας, αυτό ήταν ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα. Τα θεματικά δοκίμια για τις διάφορες πλευρές της καθημερινής ζωής εκτείνονται πολύ πιο μακριά από τη διάρκεια της δικής μας ζωής. Στην πραγματικότητα, διατρέχει χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας σε 300 μόλις σελίδες. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίον η επιλογή να χρησιμοποιήσει τις αναμνήσεις του πατέρα του λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά: αυτές οι αναμνήσεις διαμορφώνουν αλλά και οριοθετούν το υλικό. Υπάρχουν πολύ λίγα βιβλία που συμπυκνώνουν τόση πολλή ιστορική πληροφορία με τόσο ελαφρύ χέρι, και αυτή η επιτυχία εδώ οφείλεται στην επιλογή του Πουλή να γράψει το βιβλίο σε προσωπικό τόνο, που αποδίδει τις εμπειρίες του πατέρα του ως κάτι ταυτοχρόνως οικείο και ξένο.
Αυτό είναι κάτι στο οποίο ο Αμερικανός συγγραφέας Jared Diamond στο βιβλίο του The World Until Yesterday: What We Can Learn from Traditional Societies το 2012, είναι γνωστό ότι απέτυχε παταγωδώς. Το βιβλίο του Diamond χειρίζεται παρόμοιο θεματικό υλικό, πλευρές της καθημερινής ζωής, όμως το έκανε επιστρέφοντας στις λεγόμενες “πρωτόγονες κοινωνίες”, παρά στην “ξένη χώρα” που είναι το παρελθόν. Η γράφη του επικρίθηκε για το ότι ήταν “παράξενα απρόσωπη”. “Δεν μας μοιάζουν”, έγραψε ένας κριτικός στους New York Times. “Μοιάζουν με ανθρώπους που τους χωρίζει χάος από μας”.
Στο Απ’ το αλέτρι στο smarphone, είναι ακριβώς αυτές οι ατομικές φωνές – η φωνή του Άγγελου και του Κωνσταντίνου Πουλή – που γεφυρώνουν αυτές τις διαφορές την ίδια στιγμή που τις τονίζουν. Εδώ, όλες οι διαφορές ανάμεσα στο τότε και το τώρα ενώνονται στη βιωμένη εμπειρία ενός προσώπου που μας συνοδεύει σε όλο το βιβλίο. Για μένα είναι πραγματικά εκπληκτικό ότι ο Πουλής έχει καταφέρει να γράψει ένα τόσο ευρύ και πλούσιο έργο κοινωνικής ιστορίας σε πρώτο πρόσωπο. Αποφεύγει την παγίδα του προβληματικού “αυτοί” του Diamond, μέσω της δυνατότητας που έχουν τα απομνημονεύματα ως μια μορφή τεκμηρίου της ανθρώπινης ιστορίας.
Αυτό δεν είναι απλώς ελκυστικό και επιμορφωτικό διάβασμα. Για μένα, αυτό το βιβλίο ανοίγει νέους δρόμους για την κατανόηση της διασταύρωσης ανάμεσα στη βιογραφία και όχι μόνο την ιστορία, αλλά και τον υλικό κόσμο και τις δικές του ιστορίες. Αυτά τα δοκίμια δείχνουν πόσο αποτελεσματικό και παραμελημένο εργαλείο είναι η βιογραφία για την κατανόηση των υλικών αντικειμένων του παρελθόντος.
Ως κλασική φιλόλογο, με κέρδισε ιδιαίτερα ένα απόσπασμα του βιβλίου, το Αρχαία: Οι κολώνες είναι για να ξύνουν τα κριάρια τα καλαμπαλίκια τους. Στη συζήτηση που ανοίγει αυτό το κομμάτι, ο Πουλής ρωτάει τον πατέρα του:
Αρχαία υπήρχαν, κοντά σας;
Και ο πατέρας του απαντά ναι, το αρχαίο θέατρο της Μεγαλοπόλεως.
Ο Πουλής τον ρωτά: Πηγαίνετε εκεί πέρα; Παίζατε;
Και ο Άγγελος απαντά ναι, αλλά ήταν πιο πολύ για να παίξουμε και να ζητήσουμε φαγητό από τους ντόπιους.
Τα αρχαία δεν τα βλέπατε; Δεν τα ξέρατε; τον ρωτάει ο Πουλής
Και ο πατέρας του απαντά: Το μόνο που θυμάμαι εγώ ήταν που είχαμε μιά βάση από ένα άγαλμα, που ανεβαίναμε πάνω στα γουδούρια. Υπάρχει άλλο ένα τέτοιο στο χωριό, που το ’χαν στήσει όρθιο και πατάγαμε πάνω για να ανεβαίνουμε στα γαϊδούρια.
Ο Πουλής χρησιμοποιεί αυτή τη σύντομη συζήτηση, αυτή τη σύντομη ανάμνηση, προκειμένου να φωτίσει ένα αναπτυσσόμενο υποπεδίο της αρχαιολογίας, ένα πεδίο που επιχειρεί να εστιάσει σε αυτό που τώρα οι αρχαιολόγοι αποκαλούν “τοπικές επιστημολογίες”. Αναφέρει ακροθιγώς τη διαβόητη περίπτωση του Choiseul Gauffier, ενός Γάλλου πρεσβευτή στην οθωμανική αυλή τον 18ο αιώνα. Όπως τόσο πολλοί ευρωπαίοι που ταξίδεψαν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, ο Choiseul Gauffier ένιωθε αποτροπιασμό για τον τρόπο με τον οποίον οι ντόπιοι ήταν όχι μόνο αδιάφοροι για τα αρχαία, αλλά τα κακομεταχειρίζονταν. Στην προκειμένη περίπτωση, μια ρωμαϊκή σαρκοφάγο. Ο Πουλής φαντάζεται πόσο θα είχε ταραχτεί ο Choiseul Gauffier αν έβλεπε τον πατέρα του και τα άλλα παιδιά να χρησιμοποιούν τις κολώνες για σκαλοπάτια για να ανεβαίνουν στα γαϊδούρια, ή αν άκουγε τον πατέρα του να μιλάει για τα καλαμπαλίκια των κριαριών.
Όμως οι αναμνήσεις του Άγγελου δεν βρίσκονται σε αντίθεση μόνο με τις λεπτές ευαισθησίες του Choiseul Gauffier. Συγκρούονται επίσης με την εθνική αφήγηση που ανακαλεί ο Πουλής από τα δικά του χρόνια στο σχολείο, όταν διδασκόταν ότι τα ερείπια και οι αρχαίες επιγραφές ήταν ο λόγος για τον οποίον πολέμησαν οι Έλληνες, ακόμη και οι αμόρφωτοι χωριάτες. Εδώ ο Πουλής παρασύρει τους αναγνώστες του σε ένα πρώτο πληθυντικό πρόσωπο -σε μια συζήτηση μαζί του- καθώς αναρωτιέται:
«Αν θέλουμε να σκεφτούμε χωρίς υπεροψία, ίσως πιο χρήσιμο θα ήταν να ακονίσουμε τα κριτήριά μας για να συμπεριλάβουν ανθρώπινες αξίες πέραν της αρχαιογνωσίας. … Για τα δικά μου γούστα, δηλαδή, η αποικιοκρατία είναι μάλλον μεγαλύτερη ένδειξη βαρβαρότητας από την άγνοια της καλλιτεχνικής αξίας της ρωμαϊκής σαρκοφάγου. Είπαμε, όμως, γούστα είναι αυτά».
Στην εποχή μας, ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης στην αρχαιολογία είναι αυτοστοχαστικό, οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί έχουν κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά στο να συζητούν την ειρωνεία και την υποκρισία που ο Πουλής αναδεικνύει εδώ σε μία δύο σελίδες. Κι όμως, μέσα στο σώμα των ερευνών για τις “τοπικές επιστημολογίες”, υπάρχει, νομίζω, μια τάση να εξιδανικεύονται αυτοί οι άλλοι τρόποι προσέγγισης της γνώσης. Το να τοποθετείται η ετικέτα των “μη δυτικών” ειδών γνώσης που είναι όμως αντάξιες της απρόσωπης επιστημονικής παρατήρησης.
Αυτό που κάνει ο Πουλής σε αυτό το απόσπασμα, που είναι από πολλές απόψεις χαρακτηριστικό της δουλειάς που κάνει σε ολόκληρο το βιβλίο, είναι μάλλον να μας εξοικειώνει με αυτόν τον άλλον τρόπο: και βέβαια τα ερείπια είναι το ιδανικό μέρος για παιδική χαρά, και δεν υπάρχει τίποτα το μη δυτικό σε όλα αυτά. Είναι απλώς ανθρώπινα. Αυτό που θα έπρεπε να μας είναι ξένο, είναι η πεποίθηση πως παιδιά που φέρονται σαν παιδιά θα έπρεπε να προκαλούν τέτοια πολιτισμική βία, την αποικιοκρατική βία που εκπροσωπεί ο Choiseul Gauffier.
Αυτό δεν είναι παρά ένα μόνο παράδειγμα των τρόπων με τους οποίους αυτό το εξαιρετικά ευρύ και προσωπικό βιβλίο προσελκύει τους αναγνώστες του σε συζητήσεις που είναι οικείες και ταυτόχρονα απαιτητικές. Ο Πουλής συνταιριάζει αβίαστα εκτενή βιβλιογραφικά δεδομένα με την προφορική ιστορία. Πληροφορίες και γεγονότα, με μαρτυρίες βιωμένης εμπειρίας. Η επιτυχία αυτού του βιβλίου έγκειται στη σύνθεση αυτών των δύο μορφών -της επιστημονικής και της προσωπικής- και το πώς εξυπηρετούν στο να ανοίγουν καινούργιους δρόμους και για τα δύο.
Το Απ’ το αλέτρι στο smartphone είναι, γι’ αυτόν και για πολλούς άλλους λόγους, ένα εξαιρετικό κατόρθωμα, που θα αποτελέσει την αφετηρία για πολλές ακόμη συζητήσεις που θα ακολουθήσουν.
(*) H Johanna Hanink είναι καθηγήτρια κλασικών σπουδών στο Brown University
info: Κωνσταντίνος Α. Πουλής, Απ’ το αλέτρι στο smartphone, Μελάνι