της Βαρβάρας Ρούσσου.
Το βιβλίο της Σοφίας Ντενίση, καρπός πολυετούς έρευνας, αποτελεί έργο υποδομής που έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στο επιστημονικό πεδίο της γυναικείας συγγραφικής δραστηριότητας του 18ου και 19ου αι. Η συγγραφέας άλλωστε είναι γνωστή από ανακοινώσεις και άρθρα στον τομέα αυτόν. Η συστηματική επομένως γνώση των δύο αιώνων —18ος-19ος— που της παρέχει η μεθοδική ενασχόλησή της με αυτήν την περίοδο, αποτέλεσε την στέρεη βάση του παρόντος βιβλίου. Ας μην λησμονούμε και την εργασία της Ντενίση στον περιοδικό τύπο του 20ού αι., κατά την εποπτεία του ερευνητικού προγράμματος που οδήγησε στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων WILA (Women in Literature and Arts 1900-1940). Με τέτοια σκευή η Ντενίση καταθέτει στο βιβλίο της την εργασία περίπου δεκαπέντε ετών, όπως η ίδια σημειώνει στον πρόλογο.
Τα δύο ιδεολογικά ρεύματα, που αναφέρονται στον τίτλο, (διαφωτισμός-ρομαντισμός) συνθέτουν το πνευματικό και ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο και βάσει αυτού στο βιβλίο τίθενται οι προϋποθέσεις και οι όροι για την παρουσία και την πορεία της γυναικείας συγγραφικής δραστηριότητας στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που οριοθετεί η μελέτη. Η ανάγνωση και μόνον του κατατοπιστικού οπισθόφυλλου παραθέτει μία σειρά ονόματα γυναικών συγγραφέων, εντελώς ή σχεδόν άγνωστα, και αναφέρει τις κύριες ερευνητικές παραμέτρους που καθοδήγησαν την εργασία. Από το αρχικό παράθεμα της El. Showalter η Ντενίση διασαφηνίζει τη στόχευσή της που, ως ένα βαθμό, αιτιολογεί τη σημασία και ιδιαιτερότητα του βιβλίου: δεν θα αποτελέσει αντικείμενο της μελέτης της μόνον το έργο γνωστών (εν προκειμένω Ελληνίδων) συγγραφέων, αλλά θα επιχειρήσει να αποκαταστήσει όλες τις ψηφίδες του μωσαϊκού που συνιστούν το ευρύτατο πεδίο της γυναικείας γραφής στα χρόνια του διαφωτισμού και του ρομαντισμού. Επιπλέον, στην εισαγωγή της η Ντενίση με συντομία αποσαφηνίζει τη χρήση του όρου «γυναικεία γραφή», που χρησιμοποιεί ήδη από τον τίτλο του βιβλίου της, όρου που έχει επανειλημμένα συζητηθεί, θετικά και αρνητικά, στη διεθνή βιβλιογραφία.
Ο στόχος της μελέτης επιτυγχάνεται, καθώς στο βιβλίο καταγράφονται κάθε είδους (ο όρος με τη φιλολογική σημασία του) κείμενα γραμμένα από γυναίκες: λογοτεχνικά –ποίηση και πεζογραφία αλλά και παιδική λογοτεχνία–, μεταφράσεις λογοτεχνικών και άλλων έργων, παιδαγωγικά κείμενα και φυσικά όλα εκείνα που αναφέρονται στη γυναικεία χειραφέτηση, στο γυναικείο φύλο και στις διεκδικήσεις του. Στο γενικότερο πλαίσιο που θέτει η Ντενίση, διαφωτισμός και ρομαντισμός, όλα τα κείμενα διαιρούνται είτε σε αυτοτελείς εκδόσεις είτε σε δημοσιεύματα στον τύπο –κυρίως σε περιοδικά– και κατατάσσονται με χρονολογική σειρά σε ετήσια βάση. Τα βιβλία και τα δημοσιεύματα κάθε είδους σχολιάζονται περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα με τη σημασία τους και ιδίως ανάλογα με τη συμβολή τους στο γυναικείο ζήτημα. Αποκαλύπτονται έτσι συσχετισμοί, ενίοτε και απροσδόκητοι, εντός του ελληνικού πνευματικού/λογοτεχνικού πεδίου και συνδέσεις με την ευρωπαϊκή σκέψη και λογοτεχνία. Παράλληλα, ερευνητικό άθλο συνιστά και η παρουσίαση, συχνά για πρώτη φορά, βιογραφικών τεκμηρίων για πολλές από τις άγνωστες ως τώρα δημιουργούς.
Με τον τρόπο αυτόν, η Ντενίση αποκαθιστά την πορεία της γυναικείας γραφής και ανατρέπει αυτό που για καιρό αποτελούσε βεβαιότητα: το κενό της γυναικείας συγγραφικής δραστηριότητας μετά τη Σαπφώ και έως την Ελισάβετ Μουτζάν, κενό που για πολλούς έφτανε έως τις αρχές του 20ού αι. και έκλεινε με την παρουσία της Πολυδούρη, της γνωστότερης δημιουργού. Φωτίζοντας το σκοτεινό τοπίο της γυναικείας δημιουργίας, το βιβλίο αποκαλύπτει τη συστηματική παρουσία γυναικών, ιδίως στα περιοδικά, και την ενασχόλησή τους τόσο με είδη που είχαν θεωρηθεί κατάλληλα –σχεδόν σύμφυτα– για τη γυναικεία φύση όσο και με άλλα είδη, θεωρούμενα κατεξοχήν αντρικά και σοβαρά, όπως η πεζογραφία, οι μεταφράσεις, αλλά και η δοκιμιογραφία και μάλιστα με θέμα το επίμαχο ζήτημα της «χειραφεσίας» σε πρώιμες και εχθρικές για το θέμα εποχές.
Το βιβλίο της Σοφίας Ντενίση αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μια από τις ευτυχέστερες εκδοτικές στιγμές του έτους. Η εξαιρετική σημασία του δεν συνίσταται μόνον στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, αλλά και στη δυναμική διεύρυνση και τον εμπλουτισμό του ερευνητικού πεδίου της γυναικείας γραφής στην Ελλάδα. Η μελέτη δεν αποτελεί απλώς το οριστικό συμπέρασμα πολυετών ερευνών, κλείνοντας επιτυχώς ένα πεδίο, αλλά (και αυτό αποτελεί ακόμη ένα σημείο της βαρύνουσας σημασίας του βιβλίου) παράγει ερωτήματα, εγκαθιδρύει υποθέσεις εργασίας, δημιουργεί αλλεπάλληλα και τεμνόμενα θέματα μελέτης σε έναν παραμελημένο έως τώρα τομέα σ’ ό,τι αφορά την παραγωγή του 19ου αι.: αυτόν της γυναικείας γραφής. Για τη λογοτεχνία ιδιαίτερα, το βιβλίο θέτει τις βάσεις για τη συστηματική διερεύνηση και χαρτογράφηση της γυναικείας λογοτεχνικής παράδοσης ως μακράς πορείας δύο αιώνων, καθώς αποκαλύπτονται οι, κατά κύριο λόγο, άγνωστες «προμήτορες» ποιητριών και πεζογράφων του 20ού. Επομένως, η λογοτεχνία που γράφουν οι γυναίκες στα τέλη του 19ου (μετά το 1880, το συμβατικό όριο του ρομαντισμού, όριο και της παρούσας μελέτης) και στις αρχές του 20ουαι. μπορεί να εξεταστεί πλέον υπό νέα οπτική.
Επιπλέον, τα Παραρτήματα αποτελούν μοναδικό ερευνητικό εργαλείο για τον μελετητή του 19ου αι., όχι μόνον διότι συνιστούν τον κατάλογο των εκδόσεων και δημοσιεύσεων των γυναικών, αλλά κυρίως επειδή αποκαλύπτουν μια νέα διάσταση για τον περιοδικό τύπο και τις επιλογές του.
Τέλος, στις αρετές του βιβλίου θα πρέπει να προσμετρηθεί το γεγονός ότι η Ντενίση προσεγγίζει το υλικό όχι μόνο με γνώση και επιστημονική αρτιότητα, αλλά προπαντός με αγάπη ώστε ο αναγνώστης αποκομίζει συχνά την εντύπωση ότι ένα αόρατο νήμα οικειότητας συνδέει τη συγγραφέα με όλες αυτές τις γυναίκες, ως να μην υπήρξαν απλώς αντικείμενο μελέτης από το παρελθόν, αλλά ζωντανές συνοδοιπόροι του παρόντος της: του παρόντος μας.
INFO: Σοφία Ντενίση, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή. Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού διαφωτισμού-ρομαντισμού, Νεφέλη 2014.