συνέντευξη στην Βίκυ Σταυροπούλου
Ο Αντρέι Αστβατσατούροφ γεννήθηκε στο Λένινγκραντ το 1968. Είναι φιλόλογος, συγγραφέας, καθηγητής του Πανεπιστήμιου Αγ. Πετρούπολης, διευθύνων της έδρας διακλαδικών ερευνών στον τομέα των γλωσσών και λογοτεχνίας, διευθυντής του πανεπιστημιακού μουσείου Β.Β. Ναμπόκοφ στην πόλη της Αγ. Πετρούπολης, διευθύνει το πρόγραμμα «Λογοτεχνική δημιουργία» στο πανεπιστήμιο. Είναι μέλος της επιτροπής των πλέον αναγνωρισμένων λογοτεχνικών βραβείων της Ρωσίας «Μεγάλο βιβλίο».Μιλάει στον Αναγνώστη για τη ρώσικη κουλτούρα και τη σχέση της με την ευρωπαική.
Η ακύρωση της «ρωσικής κουλτούρας». Ποια εντύπωση έχετε, πώς μπορεί ν’ ακυρωθεί ένας ζωντανός πολιτισμός και σε ποιο επίπεδο;
Είναι σχεδόν αδύνατο. Εκείνο που μπορεί είναι να μην γίνονται παραδεκτές οι εκφάνσεις της, να αποσιωπάται ή να μην προπαγανδίζεται, πιθανό ν’ απαγορευτεί η διδασκαλία της. Αλλά η κουλτούρα δεν ακυρώνεται. Τέτοιες απόπειρες, όπως έχει δείξει η εμπειρία, οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο. Το ακυρωμένο, το απαγορευμένο, το απαράδεχτο αποκτά αρρωστημένο ενδιαφέρον. Κάτι που θυμόμαστε καλά στη Σοβιετική Ένωση, κάποια έργα ήταν απαγορευμένα ή μη προτεινόμενα προς ανάγνωση. Το κοινό έδειχνε γι’ αυτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον, από όσο για τα ενδεικνυόμενα.
Δώστε ορισμό στο λογοτεχνικό είδος που δημιουργείτε. Υπάρχει διαφορά μεταξύ Μόσχας και Α. Πετρούπολης;
Ενδεχόμενα, τα πρώτα μου βιβλία «Άνθρωποι με ρούχο τη γύμνια» και «Έκθεση κουναβιών» μπορεί να οριστούν σαν ιστορίες με ανέκδοτα, το βιβλίο «Με το φθινόπωρο στην τσέπη» – είναι μυθιστόρημα διηγήσεων, και το «Μην ταΐζετε και μην ενοχλείτε τους πελεκάνους» είναι ατόφιο μυθιστόρημα. Η αποσπασματικότητα εν μέρει συνδέεται με τη βρετανική και την αμερικανική παράδοση, που γνωρίζω καλά. Δεν νομίζω να υπάρχει αμιγώς εργογραφία της Αγ. Πετρούπολης. Υπάρχει «το κείμενο της πόλης» δηλ. εγώ, εξυπακούεται, είμαι συγγραφέας της πόλης Πετρούπολης, υπό την έννοια πως γράφω για την Αγία Πετρούπολη και συνεχίζω το κείμενο της πόλης, που ξεκίνησαν ο Πούσκιν κι ο Γκόγκολ, όχι σαν φόρμα, αλλλά σαν περιεχόμενο. Διαφορά στην καλλιτεχνική άποψη της πραγματικότητας μεταξύ των μοσχοβιτών και εμάς των πετροπολιτών ενδεχόμενα υπάρχει. Οι συγγραφείς της Αγίας Πετρούπολης έχουν μια τάση προς τις καταθληπτικές αποχρώσεις και το παράλογο. Οι συγγραφείς της Μόσχας απεικονίζουν την μεσέα τάξη, περιγράφουν ανθρώπους εύπορους, ανθρώπους, που ξέρουν να κάνουν λεφτά και είναι ασύδοτοι πνευματικά. Τα θέματα της Αγ. Πετρούπολης είναι πιο δημοκρατικά, και, κατά κανόνα, δείχνουν ανθρώπους κοινωνικά άστεγους, αποτυχημένους. Αν κι η γενίκευση είναι στο περίπου.
Ήθελα να ξεκινήσω τις ερωτήσεις από το φιλολογικό επάγγελμα. Όμως παρατηρώντας με προσοχή, είδα, ότι ο κύκλος των ενδιαφερόντων σας είναι πολύ ευρύς. Δεν μονάζετε λογοτεχνικά, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, είναι σύμπτωση ή νομοτέλεια αυτό;
Λοιπόν, αυτό εν μέρει οφείλεται πως στη λογοτεχνία ήρθα αρκετά αργά. Δίδασκα τη λογοτεχνία της Δύσης στο πανεπιστήμιο, συνεργαζόμουν με άλλα πανεπιστήμια, έκανα επιστημονικές εισηγήσεις, έγραφα φιλολογικά κείμενα, μονογραφίες, δηλαδή έκανα μια ζωή φιλόλογου. Στη λογοτεχνία ήρθα ως συγγραφέας αρκετά αργά. Το 2002 ξεκίνησα ένα blog, τελειοποιώντας το στυλ μου, κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι είμαι έτοιμος να γράψω και να επιλύσω μερικά καλλιτεχνικά ζητήματα. Το πρώτο μου βιβλίο «Άνθρωποι με ρούχο τη γύμνια» εκδόθηκε το 2009 όταν ήμουν 40 χρονών, ήμουν ήδη καταξιωμένος επιστήμονας. Εννοείται, δεν εγκαταλείπω επιστήμη και το καθηγητηλίκι. Αντιθέτως, τα τελευταία χρόνια αντιλήφθηκα, πως βελτιώθηκα, έγινα καλύτερος φιλόλογος, με βοήθησε η καλλιτεχνική πρακτική. Εκτός των άλλων είμαι διευθυντής του μουσείου Βλαδίμηρ Ναμπόκοφ, πρύτανης της σχολής ελευθέρων τεχνών του πανεπιστήμιου της Αγ. Πετρούπολης, διευθύνω το πρόγραμμα «Λογοτεχνική δημιουργία» στο πανεπιστήμιο. Είμαι μέλος της επιτροπής των πλέον αναγνωρισμένων λογοτεχνικών βραβείων της Ρωσίας «Μεγάλο βιβλίο». Όλα αυτά, βέβαια, με αποσπούν από τη δημιουργία, προς το παρόν συνδιάζω την επιστημονική εργασία, τη διδασκαλία, τις γραφειοκρατικές ευθύνες και γράφω πρόζα.
Είστε ένας συγγραφέας της «εσωτερικής χώρας», αν μπορεί να λεχθεί. Υπ’ αυτή την έννοια πώς θα χαρακτηρίζατε την κατάσταση στο εσωτερικό της Ρωσίας, όχι τόσο πολιτικά, όσο κοινωνικά. Τι σας συμβαίνει σήμερα, όπου ξυπνήσατε «απότομα» σε μια άλλη χώρα (για πολλοστή φορά). Αυτό σας αναγκάζει να ξαναδείτε τα πράγματα με άλλη οπτική, χωρίς υστερίες… καθώς η πραγματικότητα σήμερα υπερβαίνει οτιδήποτε βαρύγδουπο στη λογοτεχνία, όλα τα μπλα… μπλα… Συμβαίνουν τιτάνιεs αλλαγές ανεπαίσθητα;
Πράγματι, είμαι συγγραφέας της Ρωσίας. Έχετε δίκιο. Γράφοντας για το Λονδίνο, το Παρίσι, το νησί Κάπρι, έχω την οπτική ενός ρώσου, τουρίστα, επισκέπτη, που προτείνει την άποψή του για την υφή της πόλης, τη μεταφυσική του. Πάντοτε μ’ ενδιέφεραν οι εσωτερικές διεργασίες στα πρόσωπα, οι τριβές με τους άλλους ανθρώπους, η συνάφεια με την πόλη. Πάντα αυτό μ’ενδιέφερε περισσότερο από την τρέχουσα πολιτική, μολαταύτα η ιδεολογία εισχωρούσε ανέκαθεν στο κείμενό μου. Τα πρώιμα κείμενα «Άνθρωποι με ρούχο τη γύμνια» κι «Έκθεση κουναβιών» διακατέχονται από αριστερές ιδέες, η αστική κοινωνία και η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού ήταν αντικείμενο οξείας κριτικής. Στα μετέπειτα κείμενα «Το φθινόπωρο στην τσέπη» και «Μην ταΐζετε και μην πειράζετε τους πελεκάνους» αποστασιοποιήθηκα από τα αριστερά ιδανικά της νιότης μου κι επεξεργαζόμουν μια φιλοσοφικο-θρησκευτική προβληματική, με όλα όσα συμβαίνουν στη ρωσική κοινωνία σήμερα, τις αλλαγές που αγγίζουν τον καθένα, κι εμένα συνάμα. Η κοινωνία, κι εννοώ η διανόηση, είναι απόλυτα διχασμένη. Και το πρόβλημα δεν είναι οι διαφορετικές απόψεις, η σύγκρουση ιδεών. Το πρόβλημα είναι η απουσία διαλόγου, σε μια κατάσταση, όπου κανείς δεν θέλει ν’ ακούσει κανένα, ούτε ενδιαφέρεται ν’ ακούσει. Ο κόσμος δεν εκφράζει τις προσωπικές του απόψεις, κι ούτε λόγος να γίνεται για μια βασανισμένη αναζήτηση της αλήθειας. Κατά κανόνα, εκείνοι που ερίζουν, εντάσσονται στη μια ή την άλλη ιδεολογική και πολιτική πρακτική, μάχονται για ίδια συμφέροντα. Αυτό που συμβαίνει θα το δείξει ο χρόνος. Θα περάσουν πέντε-δέκα χρόνια και θα το δούμε.
Ποιοι είν’ οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και βιβλία. Πείτε την πρώτη πεντάδα;
Δεν μπορώ να πω ότι έχω συγκεκριμένα αγαπημένα βιβλία. Υπάρχουν βιβλία που με εξελίσσουν σαν συγγραφέα. Ως προς τους σύγχρονους κλασικούς θα έλεγα το Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, το Γιούρι Τρίφονοφ,το Τζον Απντάικ, Τζ. Σέλιντζερ, Ντ. Ουόλες.
Ποια είναι η νέα λογοτεχνική γενιά του 2000 αναγνωστική και συγγραφική. Δεν έχετε διάθεση κάτι να υπερβείτε, ν’ αλλάξετε ή να εξελίξετε κάτι επ’ αυτού; Η διεθνής εμπειρία βοηθάει, ή υπάρχουν ανεξάρτητα η κουλτούρα της Αμερικής με τη Ρωσία; Ο συγγραφέας είναι κι αναγνώστης, πρόκειται για μια δυάδα που αλλάζουν θέσεις ή πλέον υπάρχουν χώρια; Τι απουσιάζει πιο πολύ σήμερα, οι έμπειροι συγγραφείς ή οι καλοί αναγνώστες στη Ρωσία;
Όπως είπε κάποτε ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο συγγραφέας οφείλει να παρατηρεί τον κόσμο, όχι να τον αλλάζει. Στο σύγχρονο κόσμο η ρωσική λογοτεχνία μοιάζει περιφερειακή. Ασχολείται με δικά της προβλήματα και ζητήματα. Στη Σοβιετική Ένωση είχαμε περιέλθει σε απομόνωση, είχαμε άλλο χρονότοπο και ανύπαρκτη συμμετοχή στη συζήτηση των φιλοσοφικών, ιδεολογικών θεμάτων, που αφορούσαν τη Δύση. Αυτή η κατάσταση συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα, από κεκτημένη ταχύτητα. Είμαστε μάλλον επισκέπτες στο δυτικό κόσμο. Εκείνοι που διαμορφώνουν το κλίμα, ας πούμε, στη λογοτεχνία μας και τη λογοτεχνία της Αμερικής, ασχολούνται με τελείως διαφορετικά πράγματα και οι καλλιτεχνικές τους αναζητήσεις εντελώς διαφέρουν. Διαβάζουμε τους ξένους συγγραφείς με ορισμένη καθυστέρηση, πράμα που δεν μας βοηθάει. Κυρίως, το πρόβλημα είναι η έλλειψη ενός ινστιτούτου λογοτεχνικής κριτικής. Η κριτική είναι αδύναμη. Τις περισσότερες φορές γίνεται κατά παραγγελία. Ο λογοτεχνικός κριτικός οφείλει να έχει μια εσωτερική οπτική, θα έλεγα και αισθητική θεωρία, συγκεκριμένο βλέμμα. Δεν διακρίνω τέτοιους τεχνοκριτικούς στη Ρωσία. Οι πάντες γράφουν ό,τι νά’ναι , όπως λάχει, κυβερνώμενοι από στιγμιαία αισθήματα. Στην καλύτερη περίπτωση, οδηγούμενοι από τα πατριωτικά ή φιλελεύθερα ιδεολογήματα. Ο λογοτεχνικός κριτικός στη Ρωσία προβάλλει εαυτόν με όλες του τις δυνάμεις, την υποκειμενική του άποψη, συγχρόνως είναι ανίκανος να παρουσιάσει το βιβλίο. Στην κριτική έχει εισχωρήσει ένα αγοραίο, άτσαλο στυλ. Αυτό πρέπει ν’ αλλάξει. Το 2000 ήταν όλα καλύτερα. Τότε γινόταν ενδιαφέρουσες συζητήσεις και λογοτεχνικές επισκοπήσεις. Υπήρχαν επαγγελματίες με αδρότητα και διαυγή αισθητική άποψη, όπως ο Λεβ Ντανίλκιν κι ο Πάβελ Μπασίνσκι. Τώρα πλέον τόσο επαγγελματικά ρεβιού, σαν εκείνα που έκαναν αυτοί, σπανίζουν.
Ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές σας; Δεν φοβάστε μήπως γίνετε άθελά σας αντιρρησίας, διδάσκοντας τον Όσκαρ Ουάιλντ;
Όχι, δεν φοβάμαι. Ουδέποτε στη Ρωσία, ακόμη και στα χειρότερα χρόνια του σταλινισμού, υπήρξε πολιτική της ακύρωσης. Αντιθέτως, υπήρχε η πεποίθηση πως πρέπει να γνωρίζουμε καλά, να εμπεδώνουμε τον ιδεολογικό εχθρό. Στα χρόνια της σκληρής αντιπαράθεσης, στη Σοβιετική Ένωση γινόταν ταινίες βασισμένες στα σύγχρονα βρετανικά και αμερικανικά μυθιστορήματα, κυκλοφορούσαν μονογραφίες και άρθρα, αφιερωμένα στην αγγλική κι αμερικανική λογοτεχνία. Έντονη υπήρξε η δράση του Ινστιτούτου Αμερικής και Καναδά, το περιοδικό «Ξένη λογοτεχνία» πρότεινε στους αναγνώστες όλες τις νέες λογοτεχνικές και πνευματικές κυκλοφορίες. Απλά, τα δυτικά προϊόντα παρουσιάζονταν επιτιμητικά, λάμβαναν συγκεκριμένες ιδεολογικές επικρίσεις. Τα θεατρικά του Ουάιλντ ανέβαιναν στις δεκαετίες 1930 και 1950 στο σοβιετικό θέατρο, πολλές φορές γυρίστηκαν ταινίες στη Σοβιετική Ένωση με τα έργα του Ουάιλντ. Στη Σοβιετική Ένωση του έδιναν περισσότερη σημασία από όσο στην πατρίδα του, τη Μεγάλη Βρεττανία. Τόση επίδραση είχε η μορφή του στη ρωσική λογοτεχνική διαδικασία, ώστε να λεχθεί χωρίς υπερβολή, πως είναι «ρωσικός συγγραφέας». Το ίδιο όμως συνέβαινε, ας πούμε, και με τον Κίπλινγκ. Ως εκ τούτου η ακύρωση του δυτικού πολιτισμού δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Η ρωσική λογοτεχνία είναι κομμάτι της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Χωρίς κατανόηση των τεκταινόμενων στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, χωρίς γνώση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, η κατανόηση της ρωσικής λογοτεχνίας καθίσται αδύνατη. Είναι κάτι που γνωρίζουν όλοι. Αυτό το μήνα, στις εκδόσεις «Αλφαβήτα» εκδίδεται η μονογραφία μου «Ο συγγραφέας κι ο ήρωας στο λαβύρινθο των ιδεών». Το ένα τρίτο περίπου είναι για την αγγλόφωνη λογοτεχνία. Μεταξύ άλλων αναφέρομαι σε συγγραφείς όπως ο Τ.Σ.Έλιοτ, ο Χένρι Μίλλερ, ο Τζ. Σέλιντζερ, ο Κ. Βόνεγκουτ, ο Τζ. Τσίβερ, ο Τζ. Απντάικ. Και το μεγαλύτερο μέρος, αφορά σε ρώσους συγγραφείς, κλασικούς (Ναμπόκοφ) και σύγχρονους (Μιχαήλ Ελιζάροφ, Ρομάν Σέντσιν, Αντρέι Ιβανόφ). Ακριβώς τους ρώσους συγγραφείς παρουσιάζω αναπόσπαστα από τη δυτική παράδοση.
Ποια είναι η άποψή σας για τη γενιά των 60s;
Μου αρέσουν. Η εξέγερσή τους ενάντια στο απόλυτο, το ενδιαφέρον τους για τον άνθρωπο και την ψυχολογία του. Μου αρέσει ο σοβιετικός κιν/φος των 60s που δικαιωματικά θεωρείται παγκόσμιος. Βλέπω και ξαναβλέπω τα σοβιετικά φιλμς των 60s, τον Ταρκόφσκι, Ντανέλια κ.α. πολλούς. Η λογοτεχνία των 60s με αφορά πολύ λιγότερο. Ως νεαρού, η λογοτεχνία των 60s μου άρεσε, διάβαζα τους Αξιόνοφ, Γιεφτουσένκο, Βλαντίμοφ, Γκλαντίλιν. Αλλά τώρα τα κείμενά τους δεν με αφορούν, γιατί μοιάζουν προβλέψιμα. Βλέπετε, διαμορφώθηκα σαν προσωπικότητα το 1980, προς το τέλος της δεκαετίας, δηλαδή με τα ιδανικά των 60s, που επανέκαμψαν στα τέλη των 80s. Γνωρίζω άπταιστα τα επιχειρήματά τους, τις αναζητήσεις, το πάθος τους. Όμως ο κινηματογράφος των 60s με γοητεύει όπως και πριν.
Γράφετε όντως στο πόδι; Ει δυνατόν, μοιραστείτε μαζί μας την εμπειρία της συγγραφής του βιβλίου, απ’ τη θεωρία στην πράξη σαν τεχνική, όπως παραδίδετε σαν μάθημα;
Γράφω στο είδος ψευδο-αυτοβιογραφία. Καθένας άνθρωπος έχει περισσότερη από μια βιογραφίες. Ο ήρωάς μου κι εγώ μοιάζουμε κατά προσέγγιση. Είναι κάποιες βιογραφίες που έχω μέσα μου. Κάθε κείμενο αποτελεί μια οριστική άποψη της προσωπικότητάς μου. Χωρίς να είναι εγώ, αλλά ένα μάλλον συναρμολογημένο πρόσωπο, γενικευμένος τύπος, που σε ορισμένα σημεία μου μοιάζει. Γράφω, κατά κανόνα, βραδέως. Γιατί εκτός της λογοτεχνίας έχω άλλες υποχρεώσεις. Πάντως η φιλολογία, οι διαλέξεις στους φοιτητές που ακολουθούν το πρόγραμμα «Λογοτεχνική δημιουργία» με βοηθάει, μιλάω, επαναλαμβάνω στον εαυτό μου κάποια από τα θέματα, εξηγώ τους τρόπους, που έτσι ή αλλιώς χρησιμοποιώ στη λογοτεχνία.
Fiction ή Non fiction. Ιδού η απορία; Ποια η κατάσταση στην αγορά του βιβλίου. Οι νέες τάσεις;
Κατά καιρούς επανέρχεται στη μόδα το non-fiction, τα βιβλία αυτού του είδους γίνονται δημοφιλή, περισσότερο από την καθεαυτό λογοτεχνία. Πολλοί συγγραφείς στο ενδιάμεσο από την πρόζα τους συγγράφουν βιογραφίες, βιβλία χρονικά. Πρόσφατα δυο τέτοια βιβλία κέρδισαν το πιο έγκυρο στη Ρωσία βραβείο «Μεγάλο βιβλίο»: το βιβλίο για την «Άννα Καρένινα» και η βιογραφία του Βασίλι Ρόζανοφ. Στα μέσα του 2000 το ενδιαφέρον για το non-fiction, τις συνεντεύξεις, τις αναμνήσεις, την εκλαϊκευτική φιλολογία, τις βιογραφίες ήταν αυξημένο. Ύστερα το ενδιαφέρον αυτό κάπως κόπασε. Τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια το παρατηρώ πάλι να δυναμώνει. Τα αίτια της στροφής και της δημοφιλίας του non-fiction μπορεί να είναι πολλά και διάφορα, παραδείγματι, η απουσία καλής λογοτεχνίας, ή και η έντονη ιδεολογική πόλωση της κοινωνίας. Τώρα ξανάρχεται η εποχή του non-fiction.
Κατά τι διαφέρει η ρωσική από την παγκόσμια λογοτεχνία σήμερα;
Είναι κάτι που αφορά τις διαφορετικές απόψεις περί εκπαίδευσης. Το τι θέλετε να έχετε ως αποτέλεσμα. Αν το ζητούμενο είναι μια προσωπικότητα με ιδιαίτερη άποψη, τότε ναι, μιλάμε για κάτι επίκαιρο, του τύπου μυθιστόρημα-ραπ. Η δουλειά μου δεν είναι αυτή, έτσι όπως και τότε στη Σοβιετική Ένωση,η εκπαίδευσή μας συνεχίζει αυτό το σύστημα, αποσκοπεί στη δημιουργία επαγγελματιών. Λίγο ενδιαφέρει αν σήμερα διαβάζεται ο Οόλτερ Σκοτ ή ο Ντίκενς, σημασία έχει να γνωρίζει ο φοιτητής τους συγγραφείς αυτούς και τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις τους. Ο μελλοντικός φιλόλογος πρέπει να το γνωρίζει, είτε είναι του γούστου του, είτε όχι. Ναι, η διδασκαλία της σύγχρονης λογοτεχνίας είναι απαραίτητη, όσο και η σύγχρονη λογοτεχνική διδικασία, ώστε ο φοιτητής να βλέπει μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα το κλασικό, και όσα πριν ήταν αδιόρατα. Η σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία διαφέρει από την ευρωπαϊκή, ασχολείται με δικά της θέματα, ζητήματα που κατατρώνε τη ρωσική κοινωνία, κι ιδιαίτερα το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου με ρωσική κουλτούρα, την καταγραφή της ρωσικής πραγματικότητας, του αισθήματος διάλυσης της αυτοκρατορίας, μετά το θάνατο της Σοβιετικής Ένωσης, κάτι από το οποίο δεν έχουμε ακόμη ξεφύγει, την καταγραφή κοινωνικών προβλημάτων κ.τ.λ.
Μπορώ ν’ απαριθμήσω 50 ονόματα γνωστών συγγραφέων, εντελώς ασύνδετα, τα διηγήματα του Μπάμπελ, Τσέχοφ, Ζόσενκο, κάπου στο πλάι είναι ο Βένιτσκα Εροφέγιεφ κ.ά. Ο Σάλιντζερ, σαν παρουσία εν είδη απουσίας και άλλα. Διαβάζοντας τα βιβλία σας, δημιουργείται η αίσθηση της λογοτεχνικής προϊστορίας που ζωντανεύει, αυτό είναι πολύ ελκυστικό.
Πολύ σωστά είπατε, στα μυθιστορήματά μου αναβιώνει η λογοτεχνική ιστορία. Ξεκινώ από την αρχή ότι ο συγγραφέας ανήκει σε μια ορισμένη λογοτεχνική παράδοση. Κι αυτή η παράδοση τον καθοδηγεί, θέλοντας και μη. Πάντα ο συγγραφέας όταν δημιουργεί μια εικόνα και μορφή, ενδόμυχα σε κάτι αναφέρεται ή έχει δανειστεί από κάπου. Ο Τ.Σ. Έλιοτ έγραφε πως η προσωπικότητα του συγγραφέα φαίνεται περισσότερο εκεί που τα λόγια του αποτυπώνουν τους λογοτεχνικούς προγόνους του. Πιστεύω, ότι ο συγγραφέας οφείλει όχι ενστικτωδώς να βασίζεται στην παράδοση, αλλά να το κάνει συνειδητά, ξέροντας σε τι αναφέρεται και κατανοώντας το βαθμό της ανελευθερίας του. Και γι’ αυτό ακριβώς συχνά-πυκνά παραπέμπω τον αναγνώστη και αναφέρομαι στις πηγές μου.
Μπορείτε να μοιράσετε το ποσοστό εργασίας, τύχης, ταλέντου, αβάντας που είχατε στη ζωή σας;
Η τύχη, αναμφίβολα, υπήρξε. Το πρώτο μου κείμενο «Άνθρωποι με ρούχο τη γύμνια», άγουρο, έτυχε αποδοχής, αναγνώρισης. Το μεγάλο βιβλιοπωλείο της «Μόσχας» το ανέδειξε σε «βιβλίο του μήνα». Κάτι που βόηθησε πολύ στις πωλήσεις. Το ταλέντο είναι απαραίτητη προϋπόθεση, όταν μιλάμε για δημοφιλές και διαδεδομένο βιβλίο, ειδάλλως, όσο και να το προωθείς, θα χαθεί. Στην περίπτωσή μου, φρονώ, μεγάλο είναι το ποσοστό του επαγγελματισμού, η προσπάθεια, η αργή και επίμονη εργασία. Όσο για το ταλέντο, θα πρέπει να ρωτήστε τους αναγνώστες. Ο συγγραφέας δεν είναι αντικειμενικός, έτοιμος να ερμηνεύσει τα πάντα με το χάρισμα και το ταλέντο. Αλλά πιθανό το ταλέντο να μην εκδηλωθεί. Το ταλέντο χρειάζεται να συνοδεύεται με επιδεξιότητα. Είναι σαν μια πολύτιμη λίθος. Αφ’εαυτού η πολύτιμη λίθος είναι μόνο η αρχή. Αποκτά ενδιαφέρον, όταν κάποιος την επεξεργάζεται, τοποθετώντας την για παράδειγμα σε ένα ωραίο πλαίσιο. Έχω δει ανθρώπους με ταλέντο περισσότερο από εμένα. Όμως ήταν απειθάρχητοι, δεν είχαν τεχνική, υπολόγιζαν στην διαίσθηση, και το ταλέντο τους σιώπησε.
Σημείωση : O Αντρέι Αστβατσατούροφ έχει γράψει τα βιβλία: «Χάος και συμμετρία». Είναι ένας ύμνος στην λογοτεχνία. Μοιάζει να αναζητά δρόμους λογοτεχνικής ανάπτυξης μέσα από συγγραφείς και πρότυπα, τα οποία συνιστούν το αφήγημα του καθηγητή Αστβατσατούροφ: τη Β. Γουλφ, τον Ρ. Κίπλινγκ, τον Τζ. Τζόυς…
«Άνθρωποι, με ρούχο τη γύμνια». Συμβατικά, έχει δυο πρόσωπα, τον μόνιμο πρωταγωνιστή συγγραφέα, και τον Άρτσυ, alter ego που αποκαλύπτει τους πάντες και τα πάντα, ενώ ο συγγραφέας μένει μ’ ανοιχτό το στόμα από την έκπληξη. Ανάμεσα σ’ αυτά δυο πρόσωπα, ο γράφων τοποθετεί ολόκληρο σύμπαν από τη ζωή στην Πετρούπολη.
Στην «Έκθεση κουναβιών» το φυσικό και το μεταφυσικό πεδίο, σαν δυο άκρα που μεταξύ τους τοποθετεί ο κόσμος, είναι το απόλυτο στυλ, το προσωπικό ύφος του Αστβατσατούροφ.
Το «Φθινόπωρο στην τσέπη» – ένα αστείο για τον ερωτισμό στη λογοτεχνία.
Το «Μην ταΐζετε και μην πειράζετε τους πελεκάνους» διαδραματίζεται στο Λονδίνο και την Αγία Πετρούπολη.
Ένα όνομα που αναφέρεται στο άρθρο είναι και του Βενετσκα Γιεροφεγιεφ https://rosikilogotexnia.blogspot.com/2020/04/blog-post_23.html?m=1