του Νίκου Κοσκινά (*)
Όταν βρέθηκαν πάλι στο αυτοκίνητο, η Μίτσου ρώτησε: τι μάθατε λοιπόν; – Ατένισε το κενό με απλανές βλέμμα χωρίς να γυρίσει το κλειδί στη μίζα.
Πολλά, δεν ξέρω μόνο τι ακριβώς.[1]
Το συγκεκριμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Νόστος Φουκουσίμα θα μπορούσε – σύμφωνα και με τα λεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα του, του Άντολφ Μούσγκ – να συνοψίσει όχι μόνο το συνολικό του έργο, αλλά εν πολλοίς και την κοσμοθεωρία του.
Ο Άντολφ Μούσγκ γεννήθηκε το 1934 κοντά στη Ζυρίχη και εδώ και πάνω από πέντε δεκαετίες συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς και διανοούμενους όχι μόνο της Ελβετίας, αλλά και του ευρύτερου γερμανόφωνου χώρου. Πρόκειται για έναν πραγματικό «άνθρωπο των γραμμάτων», καθώς πέρα από συγγραφέας πλείστων δοκιμίων, θεατρικών έργων, και κυρίως πεζογραφημάτων, υπήρξε παράλληλα φιλόλογος και ακαδημαϊκός δάσκαλος. Το Νόστος Φουκουσίμα είναι το προτελευταίο, από χρονολογικής άποψης, μυθιστόρημα του Μούσγκ και, δυστυχώς, μόλις το δεύτερο έργο του που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά μετά το Κίνητρο του Άλμπισερ, πάλι σε μετάφραση του Τέο Βότσου (2011, εκδόσεις Δρεπανιά).
Ο Μούσγκ υπήρξε ανέκαθεν μια πολυσχιδής προσωπικότητα, κατά την οποία ο συγγραφέας, ο διανοούμενος και ο ενεργός πολίτης είναι αδύνατον να διαχωριστούν. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, έπαιξαν όμως καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός χαρακτήρα ελεύθερου και επαναστατικού. Ίσως να συνέβαλε σε αυτό και το «φορτίο» που φέρει το όνομα «Αδόλφος» και η επώδυνη απαγκίστρωση απ’ αυτό. Με πολύ χιούμορ πάντως αναφέρει ο συγγραφέας ότι συχνά πυκνά, σε διάφορες κοινωνικές συναναστροφές, οι συνομιλητές του τον «ξαναβάφτιζαν» – συνειδητά ή ασυνείδητα – «Alfred».
Ο μικρός Döfli – όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά – μεγαλώνει με έναν υπέργηρο και βαθιά συντηρητικό πατέρα, που θεωρούσε το κραγιόν αμαρτία, και με μια μητέρα που πάσχει από σοβαρή κατάθλιψη, καθώς υπήρξε θύμα παιδικής κακοποίησης. Στα δεκατρία του ο πατέρας του πεθαίνει, η κατάσταση της μητέρας χειροτερεύει και ο Άντολφ παίρνει το δρόμο της «εξορίας», το δρόμο για το Ευαγγελικό οικοτροφείο. Μέσα σε ένα περιβάλλον απόλυτης πειθαρχίας και καταπίεσης αντιλαμβάνεται πολύ νωρίς ότι ένα από τα προνόμια, αλλά συνάμα και μια από τις αποστολές της συγγραφής έγκειται στην εξερεύνηση ακριβώς αυτών των καταπιεσμένων, ανεκπλήρωτων συναισθημάτων, στην αναζήτηση των ζωών που δεν έζησες. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ο Μούσγκ γίνεται για πρώτη φορά ένας «άλλος».
Δύο πράγματα υπήρξαν σημαντικά στη ζωή του Άντολφ Μούσγκ: η διδασκαλία και το γράψιμο. Μετά το οικοτροφείο ακολουθούν σπουδές γερμανικής φιλολογίας και ψυχολογίας στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης και του Cambridge και η διδακτορική διατριβή του για τον εξπρεσιονιστή γλύπτη και συγγραφέα Ernst Barlach. Οι αρχές της δεκαετίας του 1960 τον βρίσκουν να διδάσκει στην Ιαπωνία, η επαφή με την κουλτούρα της οποίας θα επηρεάσει ριζικά την κοσμοθεωρία του. Στο Τόκιο θα γράψει και το πρώτο του μυθιστόρημα, Το καλοκαίρι του λαγού (1965), το οποίο γνώρισε άμεση επιτυχία.
Η Ιαπωνία υπήρξε ανέκαθεν το «άλλο» του, όχι με την έννοια της αντίθεσης, αλλά ως μέσο εξερεύνησης των προσωπικών του ορίων. Αυτό το πάντρεμα Ανατολής και Δύσης επιτρέπει μια εντελώς διαφορετική θεώρηση και προσέγγιση του ξένου, του διαφορετικού. Με το φαινόμενο αυτό καταπιάστηκε ο συγγραφέας σε όλα τα βιβλία του. Ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό, πρότυπο για τον Mούσγκ αποτέλεσε αναμφισβήτητα η αρχαία ελληνική γραμματεία. Ως κοινωνός κλασικής παιδείας, άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής (ακόμα και σήμερα, στα 89 του χρόνια!) και ένθερμος φιλέλληνας έχει συχνά εκφράσει σε κείμενα και συνεντεύξεις του την άποψη ότι κάθε αρχαίο ελληνικό δράμα, ο Οιδίποδας λόγου χάρη, είναι ένα ακραίο πείραμα πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη, μια συναρπαστική διερεύνηση του προαιώνιου ερωτήματος, ποιος είναι ο άνθρωπος.
Το εν λόγω ερώτημα στο έργο του Mούσγκ παραμένει ανοιχτό, άλλοτε σαν πληγή, άλλοτε – όπως στο μυθιστόρημα Νόστος Φουκουσίμα – σαν αρχαιολογική σκαπάνη, σε μια αναζήτηση παλαιότερων λογοτεχνικών ιζημάτων, αλλά και ενδείξεων για μια νέα ζωή. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Mούσγκ, οι πραγματικά καλές ερωτήσεις δεν οδηγούν σε οριστικές απαντήσεις, αλλά γεννούν ακόμη μεγαλύτερα ερωτήματα. Χλευάζοντας το κατασκεύασμα της ταυτότητας, το δυτικό μοντέλο του ανθρώπου ως ά-τομο, ως κάτι το αδιαίρετο, καταλήγει στο – πολύ μπρεχτικό – συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος είναι το σύνολο των αντιφάσεών του: «Δεν χρειαζόμαστε ταυτότητα. Η ταυτότητα είναι μια από τις πιο ζοφερές ιδιότητες που μπορεί να αποδώσει κανείς στον εαυτό του. Με κάθε άνθρωπο είναι κανείς ένας άλλος. Αυτή η εξελικτική διαδικασία δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Αν απλά πεις ‘είμαι αυτός που είμαι’, είσαι είτε ηλίθιος είτε θεός.»[2]
Αυτή η δομικής φύσεως αναζήτηση του Μούσγκ λαμβάνει χώρα όχι μόνο σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο, αλλά και στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Από το 1967 μέχρι το 1969 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Cornell στις ΗΠΑ, όπου έλαβε χώρα το τελευταίο και σημαντικότερο στάδιο της πολιτικοποίησής του. Οι νέοι και κυρίως το φοιτητικό κίνημα βρίσκονται σε αναβρασμό. Ο Μούσγκ συμμετέχει σε διαμαρτυρίες κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, βλέπει τον Dylan να εμφανίζεται εντελώς απροειδοποίητα με την κιθάρα του στην πανεπιστημιούπολη, γίνεται μάρτυρας της κατάληψης πανεπιστημιακών κτιρίων από ένοπλους Black Panthers. Εδώ γεννιέται αυτή η τάση αμφισβήτησης, η οποία δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ στη συνέχεια. Ήδη από το 1969 θα αποτελέσει μαζί με τα «ιερά τέρατα» της ελβετικής λογοτεχνίας Max Frisch και Friedrich Dürrenmatt ιδρυτικό στέλεχος της λεγόμενης Ομάδας Olten. Βασική απαίτηση της ομάδας ήταν ότι η λογοτεχνία θα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική υπό την ευρεία έννοια του όρου και πάντοτε κριτική απέναντι στην κοινωνία: «Χωρίς αντίσταση δεν υπάρχει ελπίδα», όπως είχε πει κάποτε ο Max Frisch. Ο Μούσγκ θα συνεχίσει λοιπόν να ασκεί αντίσταση όχι μόνο από το μετερίζι της γλώσσας, αλλά και στο δημόσιο βίο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 θέτει υποψηφιότητα για την Άνω Βουλή της Ελβετίας, αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί. Αντ’ αυτού, εκλέγεται στην επιτροπή που προετοίμασε τη συνολική αναθεώρηση του ελβετικού ομοσπονδιακού Συντάγματος.
Από το 1970 και για 30 χρόνια ο Άντολφ Μούσγκ ήταν καθηγητής λογοτεχνίας στο φημισμένο πανεπιστήμιο ETH της Ζυρίχης, όπου εφάρμοσε μια ανοιχτή και προοδευτική μορφή διδασκαλίας και προώθησε νέα ταλέντα σε ανοιχτά εργαστήρια συγγραφής. Λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του ιδρύει το Collegium Helveticum, μια διεπιστημονική δεξαμενή σκέψης με μέλη από όλο τον κόσμο. Παράλληλα συνεχίζει άοκνα τη συγγραφή. Το 1974 εκδίδεται το κατά πολλούς καλύτερο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Το Κίνητρο το Άλμπισερ, ένα αφήγημα που συνδυάζει την ψυχολογία και την ψυχανάλυση με το σασπένς του αστυνομικού μυθιστορήματος, τον πλούτο του μυθιστορήματος εξέλιξης με την εμβριθή κριτική απεικόνιση της σύγχρονης πραγματικότητας.
Με το Κίνητρο το Άλμπισερ καταδεικνύεται οριστικά ότι ο Μούσγκ ανήκει στο σπάνιο πλέον είδος του poeta doctus, του συγγραφέα-λόγιου, που στα έργα του είναι καταφανής μια ευρεία γνώση διαφόρων γνωστικών αντικειμένων, όπως η μυθολογία, η φιλοσοφία, η ψυχολογία, η ιστορία, αλλά παράλληλα και η επικοινωνία με τους λογοτεχνικούς προκατόχους του, η διακειμενικότητα. Στο Νόστος Φουκουσίμα για παράδειγμα η περιήγηση των δύο πρωταγωνιστών συνοδεύεται από την ανάγνωση του διηγήματος Οι Απόγονοι του ζωγράφου και συγγραφέα Adalbert Stifter, με τον Μούσγκ να παραθέτει συνεχώς αποσπάσματα από το εν λόγω έργο, τα οποία έχουν άμεση σχέση με την πλοκή του δικού του μυθιστορήματος.
Στο σημείο αυτό πως θα ήταν καλό να συνοψίσουμε μέσα σε λίγες γραμμές κάποια βασικά χαρακτηριστικά του έργου του Άντολφ Μούσγκ. Αναφερθήκαμε ήδη σε τέσσερα εξ αυτών: στη διαρκή αναζήτηση του «άλλου», στην κριτική θεώρηση της κοινωνίας, στο παιχνίδι με τη διακειμενικότητα, καθώς και στην εξισορρόπηση ανάμεσα στη λογοτεχνική παραγωγή, τον φιλοσοφικό στοχασμό και την αυτοβιογραφία. Πέραν τούτων ο Μούσγκ γράφει πάντοτε ως ένας έξοχος και λεπτομερής παρατηρητής και έχει μια οξεία αίσθηση του χιούμορ, πολλές φορές και του γκροτέσκου, του κωμικού στοιχείου που κρύβεται ως προειδοποίηση μέσα στο νοσηρό. Ως προς αυτό το αισθητικό χαρακτηριστικό του έργου του κρίνεται άξιος συνεχιστής του Frisch και του Dürrenmatt.
Ένα επιπλέον γνώρισμα του έργου του είναι, τέλος, η επεξεργασία του παρελθόντος. «Είναι ένα από τα καθήκοντα της λογοτεχνίας να φρεσκάρει τη συλλογική μνήμη», θα γράψει σε ένα δοκίμιό του, να αντισταθεί στη λήθη ή και στην ηθελημένη παραχάραξη της ιστορίας και της μνήμης. Σε έργα του όπως το μυθιστόρημα Παιδικός Γάμος (2008) ή η συλλογή κειμένων Εάν το Άουσβιτς βρίσκεται στην Ελβετία (1997) θα φέρει τους συμπατριώτες του προ των ευθυνών τους, συλλογικών και προσωπικών, θέτοντας σκληρά και άβολα ερωτήματα, με αποτέλεσμα να δεχθεί κατά καιρούς σφοδρές επιθέσεις από συντηρητικούς κύκλους, μέχρι και να πέσει θύμα της cancel culture.
Το 1993 γράφει ένα από τα σημαντικότερα έργα του, το μυθιστόρημα Ο Κόκκινος Ιππότης, που αποτελεί μια συναρπαστική μοντέρνα αναδιήγηση του έπους του Πάρσιφαλ. Ένα χρόνο αργότερα τιμάται με το βραβείο Georg Βüchner, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο στον γερμανόφωνο κόσμο. Στην αιτιολογία της απόφασής της η επιτροπή τονίζει ότι είναι σαν ο Μούσγκ να κρατά συνεχώς έναν καθρέφτη απέναντι στην κοινωνία και ότι τα βιβλία του, γραμμένα με ψυχολογική ευαισθησία και ταυτόχρονα με κριτική διαύγεια, εμπνέουν την ελπίδα ότι οι άνθρωποι μπορούν ακόμη να βοηθηθούν. Ακολουθούν κι άλλα πολλά σημαντικά βραβεία, ενώ αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το 2003 εκλέγεται στο υψηλότερο αξίωμα που μπορεί να κατέχει ένας καλλιτέχνης στον γερμανόφωνο χώρο. Αναλαμβάνει πρόεδρος της Ακαδημίας Τεχνών στο Βερολίνο μέχρι την αιφνίδια παραίτησή του λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα μη δυνάμενος, κατά τα λεγόμενά του, να γεφυρώσει τις μεγάλες διαφορές με τη Σύγκλητο της Ακαδημίας.
Μετά τη συνταξιοδότησή του, το 1999, αρχίζει για τον Μούσγκ η πιο παραγωγική φάση του έργου του. Από το 2000 γράφει και εκδίδει σχεδόν ένα βιβλίο το χρόνο με τελευταίο το μυθιστόρημα Aberleben (2021), με τη γραφή του ωστόσο να παραμένει πάντοτε εξαιρετικά φρέσκια. Από τη μία είναι σαν να θέλει να ξεγελάσει το χρόνο· από την άλλη φαίνεται σαν να γράφει από μια έμφυτη ανάγκη, σαν να γράφει για να παραμείνει ζωντανός. Το 2018 γράφει το Νόστος Φουκουσίμα, ενώ το 2021 ο Ελβετός σκηνοθέτης Erich Schmid σκηνοθετεί το Άντολφ Μούσγκ – Ο Άλλος, ένα εξαιρετικό βιογραφικό φίλμ που μεταξύ άλλων ακολουθεί τα ίχνη του μυθιστορήματός μέχρι τη ραδιενεργό περιοχή της Φουκουσίμα.
Το Νόστος Φουκουσίμα είναι ένα, τόσο αφηγηματικά όσο και γλωσσικά, εξαιρετικό αφήγημα, το οποίο, σε πρώτη ανάγνωση, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού που ονομάζουμε οικολογικό μυθιστόρημα. Με μία θεμελιώδη εξαίρεση: Η δυστοπία δεν επέχει το ρόλο της προειδοποίησης, αλλά είναι ήδη εδώ, και είναι εδώ για να μείνει, όπως πολύ προφητικά διαπιστώνει ο αφηγητής ένα μόλις χρόνο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid 19: «Είναι η σειρά των ανθρώπων να εγκλειστούν […], και τα ζώα μας βλέπουν τώρα σαν το ζωολογικό τους κήπο.»[3]
Από την άλλη, το μυθιστόρημα αποτελεί επιστέγασμα, συνολικό απολογισμό μιας μακράς συγγραφικής πορείας. Το φόντο του Μούσγκ είναι εκ νέου η Ιαπωνία, η «ξένη χώρα του νόστου», όπως την αποκαλεί, η επιτομή του «άλλου». Σε μια εποχή που τρέφεται κατ’ εξοχήν από την έλλειψη μνήμης, οι χαρακτήρες του Μούσγκ αναζητούν την αγάπη και την ευτυχία (άλλωστε Φουκουσίμα» σημαίνει «νησί της ευτυχίας») μακριά από τις ουτοπίες που στοίχειωσαν ολόκληρο τον 20ο αιώνα, σκάβοντας βαθιά κάτω από το μολυσμένο χώμα ενός τόπου που μοιάζει τόσο ειδυλλιακός όσο τα τοπία που ζωγράφιζε ο Stifter. Κάτω από το ειδύλλιο ωστόσο ελλοχεύει ο θάνατος, αλλά και βαριά τραύματα, όπως το τραύμα της Χιροσίμα από τη μία πλευρά ή του εθνικοσοσιαλισμού από την άλλη, κρύβεται όμως και η ελπίδα για κάτι νέο.
Ο Μούσγκ – για να κάνω, κλείνοντας, μια προσπάθεια συγκεφαλαίωσης των σκέψεών μου – δεν είναι αφελής, ώστε να πιστεύει ότι η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο· στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να είναι μια βοήθεια, ένα είδος θεραπείας ή υποκατάστατου, όπως υποστήριξε στις Διαλέξεις του περί Ποιητικής στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης το 1981. Ο συγγραφέας κρατάει έναν καθρέφτη μπροστά στους αναγνώστες του. Στον ίδιο αυτό καθρέφτη αντανακλάται και ο ίδιος του ο εαυτός. Να αναγνωρίζεις τον εαυτό σου στην εικόνα του «άλλου» – αυτό υπήρξε ανέκαθεν το ζητούμενο για τον Μούσγκ, και ως συγγραφέα και ως ενεργό πολίτη. Αυτή η αναζήτηση σε καμία περίπτωση δεν έχει ακόμα τελειώσει. Ο Μούσγκ συνεχίζει να γράφει και θα συνεχίζει κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα να κάνει, να αντιστέκεται, ακόμα και απέναντι σε αυτόν τον ίδιο τον πανδαμάτορα χρόνο: «Αν δεν ζεις τη στιγμή, δεν ζεις ποτέ. Η ζωή δεν μπορεί να αναβληθεί. Αυτό είναι το μήνυμα του θανάτου.»[4]
(*) Ο Νίκος Κοσκινάς είναι επίκουρος καθηγητής Γερμανικής Λογοτεχνίας στο ΕΚΠΑ
[1] Μούσγκ, Άντολφ: Νόστος Φουκουσίμα. Αθήνα: Σκαρίφημα 2022: σελ. 123 (μτφ. Τέο Βότσος).
[2] Πρόκειται για απόσπασμα από το βιογραφικό ντοκιμαντέρ «Άντολφ Μούσγκ – ο Άλλος», στο οποίο γίνεται αναφορά παρακάτω.
[3] Μούσγκ, Άντολφ: Νόστος Φουκουσίμα. Αθήνα: Σκαρίφημα 2022: σελ. 123.
[4] Βλ. υποσ. 2.
Άντολφ Μούσγκ, Νόστος Φουκουσίμα, Σκαρίφημα, 2022