του Στέφανου Δημητρίου
Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, σε αυτό το βιβλίο του, διατυπώνει ορισμένες οξυνούστατες παρατηρήσεις, που εγγράφονται σε ένα πεδίο στοχαστικών αναζητήσεων σε σχέση με το τι σημαίνει, σήμερα, η συζυγία των εννοιών «πρόοδος-συντήρηση», η οποία συντάσσεται νοηματικά με τη αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς. Ο συγγραφέας εξετάζει αυτές τις σχέσεις μέσα στην πολυπλοκότητα και τη ρευστότητα των περιστάσεων. Άλλωστε ο ίδιος, με τον υπότιτλο του βιβλίου του, «Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς», δίνει στον αναγνώστη μια οδηγητική αρχή, για να παρακολουθήσει τη συνεκτική προβληματική του βιβλίου. Αυτή η προβληματική διαλαμβάνεται στα δύο μέρη που αποτελούν το βιβλίο. Ερμηνευτική αφετηρία του συγγραφέα είναι η διαπιστωτική κρίση ως προς το πώς είναι ο κόσμος που ζούμε: «Αν ο κόσμος μας είναι χαοτικός, δεν είναι ωστόσο παράλογος. Η διαρκής επίκληση της συνθετότητας και των πεπερασμένων, υποτίθεται, διανοητικών μας εργαλείων μπορεί να γίνεται συνταγή πνευματικής και πολιτικής παράλυσης. Θα δοκιμάσουμε, λοιπόν, να περιγράψουμε ένα σχήμα των πραγμάτων, αντλώντας εκλεκτικιστικά από παλαιότερες αλλά και από απολύτως μοντέρνες έννοιες, επιστρέφοντας εν τέλει στην απαραμείωτη νεωτερική διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς, της προόδου και της συντήρησης – επερωτώντας την και εμπλουτίζοντάς τη με τα νέα περιεχόμενα που αναδύονται εδώ και εκεί στον ρευστό κόσμο μας, και αποδεχόμενοι ταυτόχρονα την εγγενή αντιφατικότητα της ανθρώπινης κατάστασης» (σ.23). Ένα σχήμα, ιδίως σε ό, τι αφορά τον πολύ σαφή στόχο που θέτει ο συγγραφέας, είναι ένα περιέχον, το οποίο διαμορφώνει και το περιεχόμενό του. Το τελευταίο συγκροτείται επί τη βάσει διακρίσεων και αντιθέσεων, όπως είναι η πρόοδος και η συντήρηση, καθώς και η αντίθεση Αριστεράς και Δεξιάς. Για τον συγγραφέα, και οι δύο διατηρούν την επικαιρότητά τους, όχι όμως και τη νοηματική αυτοτέλεια που είχαν κάποτε. Η τωρινή διακριτή, νοηματική τους αυτοτέλεια είναι διαφορετική. Η θέση από την οποία γράφω για το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη – και την οποία θα προσπαθήσω να στηρίξω στη συνέχεια – έχει ως εξής: ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης μάς δείχνει ότι ορισμένα προβλήματα, όπως αυτά που αφορούν τις ανωτέρω διακρίσεις, φαίνονται δυσεπίλυτα – ή ακόμη και ξεπερασμένα – σε ένα ορισμένο εννοιολογικό πλαίσιο. Εάν, όμως, τα ίδια προβλήματα τα τοποθετήσουμε σε άλλο εννοιολογικό πλαίσιο και τα επεξεργαστούμε εντός αυτού, τότε ίσως να δούμε γιατί παραμένουν και επίκαιρα και δημιουργικώς αντιμετωπίσιμα και επεξεργάσιμα. Έτσι κατανοώ το «σχήμα των πραγμάτων» που μας προτείνει ο συγγραφέας. Δεν πρόκειται για ένα έτοιμο εννοιολογικό πλαίσιο, για μία αμιγώς εννοιολογική κατασκευή. Τέτοιες κατασκευές είναι – περισσότερο ή λιγότερο – καλοφτιαγμένα ενδιαιτήματα, για να στεγάζουν ευρύχωρα τον δογματισμό μας. Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης δεν χάνει στιγμή από την ερευνητική, εξεταστική και αναστοχαστική οπτική του, από την «αεροπορική ματιά του», όπως λέει και ο ίδιος (σ. 9), το ρευστό πεδίο στο οποίο οι ιδέες, οι έννοιες, ως ιστορικές κατασκευές, διαμορφώνονται και μεταβάλλονται, ώστε ο κόσμος πάντα να σημαίνει κάτι για εμάς.
Εντός αυτού του ρευστού πεδίου, στο οποίο συντελείται η διαρκής μεταβολή των πραγμάτων, αλλά και των εννοιών με τις οποίες κατανοούμε τον κόσμο, αλλά και τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν, ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης διατυπώνει την κύρια θέση του. Έτσι, από την αρχή, ο αναγνώστης έχει υπόψη το τι επιδιώκει ο συγγραφέας, ώστε να παρακολουθήσει και το αντίστοιχο επιχείρημα: «Η βασική θέση είναι ότι η διάκριση μεταξύ προοδευτικής και συντηρητικής πολιτικής συνεχίζει να έχει νόημα, αν και όχι το νόημα που είχε κάποτε. Οι έννοιες είναι προϊόντα της ιστορίας, αλλάζουν μαζί με τις ανθρώπινες κοινωνίες» (σ.9). Όντως, όπως είπαμε, οι έννοιες είναι ιστορικές κατασκευές. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλες οι έννοιες εξαντλούνται εντός της περιόδου όπου συντελέστηκε η ιστορική τους εκφώνηση. Συνεπώς, εξακολουθούν να έχουν νόημα ή όχι; Δεν έχουν το ίδιο νόημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απονοηματοδοτούνται πλήρως. Μήπως, λοιπόν, το διακύβευμα έγκειται στη ανανοηματοδότησή τους μέσα στη ρευστότητα των πραγμάτων και τη συνακόλουθη, όχι μόνο ιστορική, αλλά και ιδεολογική και αξιακή περιδίνηση; Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης πιστεύω ότι εξετάζει, με συστηματικό τρόπο, ο οποίος συνυφαίνεται πολύ αρμονικά με τη δοκιμιακή, καθώς και νοηματικώς ευκρινή, γραφή του, τη δοκιμασία της συγκρότησης και της εξέλιξης των πολιτικών, κυρίως, ταυτοτήτων. Στο ιδεολογικό και πολιτικό συνεχές της νεωτερικότητας, όπως το σηματοδοτεί πρωτίστως η Γαλλική Επανάσταση, όπως το έχουν σφραγίσει από πριν ο Χομπς, ο Λοκ και ο Ρουσσώ, και μέχρι την κατάρρευση το λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την επέλευση της δογματικώς δαιμονοποιημένης παγκοσμιοποίησης, οι άνθρωποι τοποθετούμαστε κάπου. Η διάκριση προόδου και συντήρησης, καθώς και η επιγενόμενη – και από ένα σημείο και μετά συνοδοιπορούσα με την αυτήν – διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς, σηματοδοτούσαν, αλλά και εξακολουθούν να σηματοδοτούν, μία ερμηνευτική, ιδεολογική και εννοιολογική στάση, με αξιακό περιεχόμενο, απέναντι στην ιστορία του θυελλώδους εικοστού αιώνα. Η χωροθέτηση των πολιτικών κομμάτων, στην Ευρώπη, και η οργάνωση επιμέρους διακρίσεων και αντιθέσεων, προϋποθέτουν τη σύσταση ηθικοπολιτικών ταυτοτήτων επί τη βάσει της διάκρισης προόδου και συντήρησης και Αριστεράς – Δεξιάς. Το σχήμα, λοιπόν, που μας προτείνει ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι ένα ερμηνευτικό σχήμα, ως προς τις λεπτοφυείς απολήξεις αυτών των διακρίσεων. Ταυτόχρονα έχει και σαφή εξηγητική λειτουργία ως προς το πώς αυτές συνετέλεσαν και εξακολουθούν να συντελούν στη μεταβολή των πραγμάτων και την κατανόησή του. Είναι ένα εξηγητικό σχήμα που έχει ιστορικότητα. Αυτή η ιστορικότητα δεν είναι μόνο γεγονότα. Εάν σταθούμε στις επιμέρους ταυτότητες – τις διαμάχες που χαρακτηρίζουν τις διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμικές στάσεις, τις ποικίλες εκδοχές του αυτοπροσδιορισμού, τη σημαντική τομή που επέφερε η πολιτική ορθότητα, ως ένας «δημοκρατικός αυτοπεριορισμός», όπως εύστοχα την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας (σ. 157), παρά τις φονταμενταλιστικές της εξάρσεις, που της προσδίδουν ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, σε αρκετές περιπτώσεις, και τραυματίζουν τη σχέση της με τις αξιακές αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να είναι ούτε πολιτική ούτε ορθότητα – τότε θα δούμε ότι η σχέση πολιτικών ταυτοτήτων και ιστορικού φάσματος κουβαλάει μνήμες, προσδοκίες και ματαιώσεις, φιλοδοξίες και απογοητεύσεις. Πάνω από όλα, όμως, κουβαλάει διαψεύσεις. Δεν πρόκειται μόνο για διαψεύσεις οραμάτων, αλλά για τη διάψευση του τρόπου με τον οποίον κάποιος μπορεί να καταλαβαίνει τον κόσμο. Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, όμως, μας δείχνει, με εκφραστική ενάργεια και επιχειρηματολογική συνοχή, ότι με τις ίδιες εννοιολογικές συζυγίες (πρόοδος-συντήρηση και Αριστερά-Δεξιά), μπορούμε να τον ανανοηματοδοτήσουμε προχωρώντας σε νέες συνθέσεις: «Αυτό που αναζητείται, λοιπόν, είναι μια νέα σύνθεση, ελκυστική εξίσου για τους χαμένους της άνισης παγκοσμιοποίησης, τους outsiders του εργασιακού και προνοιακού συστήματος, τα δυναμικά παγκοσμιοποιημένα μεσοστρώματα και τις αναδυόμενες γενιές που διατυπώνουν πολιτισμικά και αξιακά αιτήματα τα οποία ζητούν πολιτική εκπροσώπηση» (σς. 125-126). Οι δύο εννοιολογικές-ιδεολογικές, ιστορικές, πολιτικές και αξιακές διακρίσεις ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση, την Αριστερά και τη Δεξιά, μέσα από την ανανοηματοδότησή τους στο εννοιολογικό πλαίσιο, που μας προτείνει ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης, θα είναι τα νήματα που θα υφάνουν τη νέα σύνθεση, καθώς και τις αντίστοιχες πολιτικές ταυτότητες.
Αυτές οι αλλαγές συνθέτουν και μία συναφή πολιτική εμπειρία, για την οποία ο συγγραφέας έχει ήδη τονίσει, από την αρχή του βιβλίου, ότι «Για τη γενιά όσων ήμασταν εικοσάρηδες και τριαντάρηδες όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του 2008, που ζήσαμε στη νεότητά μας μέσα σε ένα διαρκές κλίμα κρίσης (ευρωπαϊκής, γεωπολιτικής, προσφυγικής, κλιματικής, υγειονομικής, τώρα και πολεμικής), μια τέτοια στάση είναι βιωμένη, αν και όχι πάντοτε συνειδητή. Από τη στιγμή που η σταθερότητα των δύο δεκαετιών μετά το ‘παγκόσμιο’ 1989 διασαλεύθηκε, θυμίζοντας το σαιξπηρικό ‘the time is out of joint’, η πόλωση, τα εκατέρωθεν υψωμένα δάχτυλα, οι κλειστές στρατοπεδικές ταυτότητες έγιναν αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής μας εμπειρίας» (σ.50). Στο πεδίο αυτών των συγκεκριμένων αλλαγών εστιάζεται ο συγγραφέας, για να μας δείξει πώς ανακαθορίζονται και ανανοηματοδοτούνται οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης και συνακολούθως και η αντίθεση Αριστεράς-Δεξιάς. Συνεπώς, ο ανακαθορισμός και η ανανοηματοδότηση αυτών των εννοιών θα ανακαθορίζουν και τις αντίστοιχες πολιτικές ταυτότητες. Οι άνθρωποι τοποθετούμαστε μέσα σε τέτοιες ταυτότητες, που συχνά είναι συγκροτητικές του τι είμαστε και του πώς θέλουμε να συνεχίσουμε. Το κρίσιμο ζήτημα θα είναι πάντοτε ο αναστοχαστικός έλεγχος του πώς κατασκευάζουμε αυτές τις ταυτότητες, οι οποίες βεβαίως προϋπήρχαν, ως συστήματα ιδεών και ως αξιακοί προσδιορισμοί, αλλά έχει σημασία να γνωρίζει κανείς αν έχει επιλέξει κάποια, οπότε αυτή δεν θα λογίζεται ως το αυτονόητο φυσικό του ένδυμα, αλλά μία εγνωσμένη και αυτόβουλη επιλογή. Σε αυτήν την περίπτωση, ο ίδιος μπορεί και να γίνει ο υπεύθυνος αυτουργός των αυτεξούσιων επιλογών του. Κάτι τέτοιο, όμως, προϋποθέτει και επίγνωση όλων των προηγούμενων διαμορφωτικών παραστάσεων που συνέχουν την αυτοκατανόησή του, δηλαδή την αυτοκατανόηση όλων μας. Αυτά, όμως, δεν είναι του παρόντος και είναι και ανοικτά ζητήματα για όλους. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης αναστοχάζεται τις ιδέες της προόδου και της συντήρησης, καθώς και της σχέσης Αριστεράς και Δεξιάς, μέσα από τις αντίστοιχες πολιτικές κουλτούρες: «Η κουλτούρα έχει το δικό της βάρος. Είναι το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσονται πολιτικές πεποιθήσεις και στάσεις. Όπως και αν εξελίσσονται, οι ατομικοί προσανατολισμοί σε μια δεδομένη κοινωνία παράγουν συλλογικές στάσεις και κάθε σύγκρουση γύρω από ζητήματα κουλτούρας εμπεριέχει τη σύγκρουση ανταγωνιστικών αξιακών συστημάτων» (σ. 147). Μπορούμε, λοιπόν, να έχουμε ταυτότητες που να αποτυπώνουν τον έλλογο, ατομικό αυτοκαθορισμό, αλλά και να συναιρούνται με άλλες εκδοχές αυτού του αυτοκαθορισμού σε έναν συλλογικό αυτοκαθορισμό, σε μία συλλογική πολιτική αυτονομία; Μπορούμε, με άλλα λόγια, να αποσυνδέσουμε την πολυσχιδία των ατομικών αυτοπροσδιορισμών από τον κοινωνικό κατακερματισμό και την επικράτεια της κυριαρχίας των μεμονωμένων «Εγώ» και να συνθέσουμε μία συλλογική συνύπαρξη, βασισμένη σε ισοτίμως περιορισμένες, ως προς τα όρια της ελευθερίας όλων, συμβιωτικές σχέσεις; Μπορεί να επιτευχθεί αυτό χωρίς την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων; Νομίζω ότι η σύνθεση, που τόσο δημιουργικά ταλανίζει τις στοχαστικές διερωτήσεις αυτού του δοκιμίου, μάλλον θα δοκιμαστεί εκεί ακριβώς. Εκεί θα δοκιμαστούμε και εμείς ως άνθρωποι του πραγματικού κόσμου, γιατί, όπως «η κουλτούρα έχει το δικό της βάρος», έτσι έχουμε και εμείς το δικό μας. Το στοίχημα της πολιτικής και αξιακής μας αυτεξουσιότητας, λοιπόν, θα είναι το να αποφύγουμε να ζυγιστούμε, να μετρηθούμε και να βρεθούμε λιγότεροι. Λιγότεροι ως προς τι; Στο βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, ο συγγραφέας θα ανταμώσει και το ερώτημα και ένα μεγάλο εύρος δυνητικών απαντήσεων.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης. Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς, Πόλις Αθήνα 2022, σελ. 223.