Αντιμιλώντας στον Καβάφη (του Χρήστου Τσιάμη)

0
830

 

 

του Χρήστου  Τσιάμη

 

Στα δεκαπέντε μου, διάβασα το ποίημα «Κεριά» του Καβάφη.  Με εντυπωσίασε η περιεκτική και μουσική διατύπωση της σκέψης που ανακάλυψα σε αυτό.  Και αμέσως προσπάθησα να το μιμηθώ.  Από εκεί ξεκίνησε μια μακροχρόνια πορεία στην ποίηση.

Πέρασα χρόνια, δεκαετίες, με τον Καβάφη πάντα ανάμεσα στους ποιητές εκείνους που μου κρατούσαν συντροφιά, σε δύσκολες και σε ευχάριστες στιγμές.  ΄Ηρθε ο καιρός, όμως, στην ώριμη ηλικία, που αντιλήφθηκα πως τα δικά μου βιώματα, για ορισμένα πράγματα της ζωής, απόκλιναν από αυτά που εξέφραζε ο ποιητής σε αγαπημένα ποιήματα της άπειρης, νεανικής μου ηλικίας.  Στο καθένα από τα ποιήματα αυτά υπήρχε μια εικόνα ζωής αποτυπωμένη πειστικά, με ποιητική δεξιοτεχνία. Όμως, με τα χρόνια, άρχισα να διαπιστώνω πως ήταν μια μερική άποψη.  Ταυτοχρόνως, υπήρχε και μια διάχυτη αίσθηση μεμψιμοιρίας, σε μερικά από αυτά που, από ιδιοσυγκρασία, δεν μπορούσα πιά να την συμμεριστώ.  Κι έτσι, πήρα το θάρρος να του πω του ποιητή, σε μια πνευματική επικοινωνία, αυτά που είχα ζήσει εγώ διαφορετικά.  ΄Ετσι ώστε το ποίημα να μη γίνεται ένας εφ’ όρου ζωής αφορισμός, αλλά μια προσωπική φωνή σε ένα πάρε-δώσε φωνής και αντιφωνίας, στα κατατόπια της ποίησης,.  Όπως με τους μουσικούς της τζαζ, που αυτοσχεδιάζουν, τα βράδια αργά, σε ένα κατώγι της πόλης όπου ο χρόνος έχει σταματήσει να κυλά.  Τον χρόνο τον κινούν αυτοί, μουσικά.

Σε αυτή τη μικρή ενότητα*, στη φωνή του Καβάφη, στα ποιήματα «Τείχη», «Ένας Γέρος», και «Ηδονή», προσφέρω τη δική μου αντιφωνία με τα ποιήματα «Προλεγόμενα και Παραλειπόμενα», «Του Ασπρομάλλη ο  Χορός», και «Ο Πληθυντικός της Ηδονής», αντιστοίχως.

 

 

*Ένα ακόμα ποίημα αυτής της ενότητας, με τίτλο «Η Πόλις», είχε δημοσιευθεί στον Αναγνώστη, στις 11 Δεκεμβρίου, 2021.

Κ.Π. Καβάφη, «ΤΕΙΧΗ»

Προλεγόμενα και παραλειπόμενα*   

 

Κοιτάζω πίσω

και είσαι ξαφνικά ένα βλαστάρι σε κήπο.

 

Γίνεσαι

με τον καιρό ένα τρυφερό κατοικίδιο.

 

Κοιτάς μπροστά

κι ο ήχος που έρχεται κατά πάνω σου

 

σού φέρνει

υλικά, τα δουλεύεις, φτιάχνεις τοίχους.

 

Φανταζόσουν

ένα κτίσμα σαν χαιρετισμό στο τοπίο

 

(γεμάτο

παράθυρα διάπλατα κι έναν ψηλό πύργο).

 

Περνάς άραγε

τη ζωή σου σ’ ένα κατάκλειστο μνημείο;

 

 

* Από γράμμα του Walter Benjamin.

 

 

Κ.Π. Καβάφη, «ΕΝΑΣ  ΓΕΡΟΣ»

 

Του ασπρομάλλη ο χορός

 

 

Ξανθά κεφάλια,

τα κινεί η μουσική

σαν τα στάχυα,

κι άλλοι χρωματισμοί

της εποχής,

μωβ και μπλε βαθύ,

και το δικό του

κινείται μαζί τους,

μια άνθηση λευκή.

 

Απέξω από τη τζαμαρία,

στην πλάτη του,

το φως τώρα έχει αλλάξει,

σκοτάδι ανακατεμένο

με νέον εκλάμψεις.

Απέναντι, στον πάγκο τού

μπαρ, πιάνει μια μπύρα

ένας συνομήλικός του, και

μια αφημένη εφημερίδα.

 

Κοιτάει προς τη μεριά του.

Ψάχνει να βρει να καθίσει.

Βρίσκει μια άδεια καρέκλα

ανάμεσα στα δυο τραπέζια.

Αυτός το τραπέζι του δείχνει,

το ποτήρι του να ακουμπήσει.

Κι έτσι πιάνουν την κουβέντα.

 

Εξασκούσαν το ίδιο επάγγελμα κι οι δυό.

Ο άλλος το είχε σταματήσει από καιρό.

Είχε βρει κάτι άλλο τη ζωή του να γεμίζει:

την τέχνη αυτή που τα τζάμια χρωματίζει.

 

Η μουσική έχει δυναμώσει.

Τα φώτα έχουν χαμηλώσει.

Πίνει την τελευταία του γουλιά

ο άλλος, και τον αποχαιρετά.

Αφήνει επάνω στην καρέκλα,

αδιάβαστη, την εφημερίδα.

 

Ένα τσούρμο από κορίτσια

το διπλανό τραπέζι έχουν γεμίσει.

Τον χαιρετούν κουνώντας το κεφάλι

με τους ρυθμούς που ο dj σκορπίζει.

Αυτή που του μιλάει, λέει, είναι του dj

η φίλη, είναι ξένοι και οι δυο τους εδώ,

«περαστικοί», όπως και αυτός.

 

 

΄Εχει φουντώσει ο ρυθμός.

Αυτός έχει τελειώσει το ποτό.

΄Εχει φορέσει το βαρύ παλτό

να φύγει.  Η ζωηρή παρέα

όμως των κοριτσιών τον καλεί

να μπει και αυτός στον χορό!

 

Όταν, μετά, μοναχός περπατά

στον άδειο δρόμο τη νύχτα αργά

(έχουν σταματήσει τώρα τα τραμ)

ακόμα η καρδιά του χοροπηδά.

 

Πέρασε κοντά ένας χρόνος.

Είναι στο εστιατόριο μόνος.

Από απέναντι, τα μάτια της

γουρλώνει αυτή, έκπληκτη

να τον ξαναδεί!  Στο τραπέζι με

τον φίλο τον dj τον προσκαλεί.

 

Χαρά του!  Κερνάει αυτός τα ποτά τους.

Και εκείνοι του διηγούνται τα όνειρα τους.

Με τη σειρά του και αυτός θα εξιστορήσει

τα σχέδια για το ταξίδι που έχει αρχίσει…

 

 

 

 Κ.Π. Καβάφη, «ΗΔΟΝΗ»

 

Ο πληθυντικός της ηδονής

 

 

Η μια αίσθησή σου μετά την άλλη

γίνεται υγρή.  Κατρακυλάν όλες μαζί.

Το στομάχι σου τινάζεται σαν ρουκέτα

κατακόρυφα, σε αντίθετη κατεύθυνση.

 

Μένει ακίνητο μόνο το κεφάλι,

σαν κουτί, τη μνήμη να βάλεις.

Όταν το ανοίξεις δεν ξεχωρίζεις

αν είναι αυτή, εκείνη, ή η άλλη

η ηδονή που (νοερώς) κοιτάζεις.

 

Το περιεχόμενο των ηδονών

μοιάζει με το ατάραχο νερό

μιας μικρής, όμορφης λίμνης.

Κάθε φορά που την αντικρίζεις

πάλι από την αρχή σε γεμίζει.

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροBernardine Evaristo, Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο: κατάφαση στη ζωή και στο συνανήκειν (της Ανδρονίκης Τασιούλα)
Επόμενο άρθροΤαξίδι στο κράτος (του Ξενοφώντα Κοντιάδη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ