του Λάμπρου Βαρελά (*)
Όταν δέχτηκα την ευγενική πρόσκληση από τη Μαίρη Μικέ -στις αρχές του Οκτωβρίου 2022- χάρηκα, γιατί επρόκειτο να παρουσιαστεί ένα βιβλίο πολύ χρήσιμο, που κάλυψε ένα υπαρκτό κενό στη νεοελληνική φιλολογία για την παρουσία του αρχαιοελληνικού μύθου στη λογοτεχνία, ένα βιβλίο εμβριθές και καλογραμμένο και ένας τόμος καλαίσθητος. Οπότε απόψε όλα είναι εύκολα και ευχάριστα, εορταστικά· τα καλά λόγια βγαίνουν αβίαστα, όχι με το ζόρι και δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς στις συμβατικές -μερικές φορές συμβαίνει και αυτό- φιλοφρονήσεις και αβρότητες μεταξύ συναδέλφων. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο: παρουσιάζουμε ένα εξαιρετικό βιβλίο, και αυτό μας λύνει τα χέρια.
Θα αναφερθώ στο βιβλίο στη συνέχεια, αλλά αρχικά θέλω να συστήσω τη συγγραφέα, τη Μαίρη Μικέ, παρότι είναι πολύ γνωστή στον χώρο της νεοελληνικής φιλολογίας. Η Μαίρη Μικέ ανήκει σε μια φυλή πολύ παραγωγικών πανεπιστημιακών, με σειρά βιβλίων, ειδικά μετά την εκλογή της στην πρώτη καθηγητική βαθμίδα. Άρχισε την ερευνητική της δράση μελετώντας το πρωτοποριακό περιοδικό Ο Κύκλος (1931 – 1939, 1945 – 1947) του Απόστολου Μελαχρινού και εξελίχτηκε σε δεινή μελετήτρια του έργου της Μέλπως Αξιώτη, του Νίκου Καββαδία, του Γ. Μ. Βιζυηνού, του Μ. Καραγάτση και πολλών μεταπολεμικών πεζογράφων. Εμπλουτίζοντας συνεχώς τα ερμηνευτικά της εργαλεία έχει παραδώσει μείζονες εργασίες αναφοράς στη νεοελληνική φιλολογία, όπως οι Μεταμφιέσεις στη νεοελληνική πεζογραφία (19ος – 20ός αιώνας) (2001) και Έρως (αντ)εθνικός. Ερωτική επιθυμία και εθνική ταυτότητα τον 19ο αιώνα (2007). Τη χαρακτηρίζει η αδιάκοπη συνεργασία με άλλους μελετητές, νέους και μεγαλύτερους, εκκολαπτόμενους, νεόβγαλτους και έμπειρους (για το λόγου το αληθές, μπορεί να ρίξει μια ματιά κανείς στις ευχαριστίες στα προλογικά σημειώματα των βιβλίων της). Δεν είναι μια απομονωμένη μελετήτρια, αποκομμένη και κλεισμένη στο γραφείο της, αλλά γνωστοποιεί δημόσια τις εν εξελίξει εργασίες της και τις υποβάλλει στη βάσανο των ακροατών της. Ακούει τον συνομιλητή της, τον άνθρωπο στον οποίο απευθύνεται, και αλλάζει πλεύση όταν χρειάζεται, αντίδραση σοφή, όχι πάντα όμως αναμενόμενη για καθηγητή πρώτης βαθμίδας. Μπορώ να φέρω ως παράδειγμα τη μεγάλη στροφή που είχε κάνει στο προηγούμενο βιβλίο της για τις οικογενειακές σχέσεις στην πεζογραφία. το είχε ξεκινήσει ως μελέτη για το roman fleuve στην ελληνική πεζογραφία του 20ού αιώνα, οι παρατηρήσεις όμως των ακροατών στο μεταπτυχιακό colloquium της νεοελληνικής ειδίκευσης (στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ), όπου είχε προανακοινώσει την έρευνά της, την ώθησαν να ξανασκεφτεί το υλικό και να προχωρήσει σε γενναία αναθεώρηση, από την οποία προέκυψαν τελικά οι επιβλητικές Δοκιμασίες (2019) γύρω από το οικογενειακό πλέγμα στο νεοελληνικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα.
Επιστρέφω στο βιβλίο για το οποίο μαζευτήκαμε εδώ απόψε: Ανέφερα στην αρχή ότι το βιβλίο κάλυψε «ένα υπαρκτό κενό στη νεοελληνική φιλολογία». Πράγματι, έτσι είναι. «Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε», ουδείς άλλος μελετητής είχε ασχοληθεί μέχρι τώρα με τη μορφή της Πασιφάης στη νεοελληνική λογοτεχνία. Είναι όμως εντυπωσιακή, αλλά όχι ανεξήγητη, και η απουσία της Πασιφάης στην ελληνική λογοτεχνία έως το 1915 (με το ποίημα του Παλαμά για τον Βενιζέλο και την Κρήτη· του Σικελιανού έπεται κατά ένα χρόνο, στα 1916). Γιατί άραγε; Το θέμα της κτηνοβασίας σόκαρε; Η αντίστροφη παθητική κτηνοβασία της Πασιφάης προς τον Ταύρο του Ποσειδώνα; Το ότι γέννησε ένα «τέρας» (το τέρας της Πασιφάης, τον Μινώταυρο); Όλα αυτά μαζί, που ενίσχυαν την αποστροφή προς το πρόσωπο της Πασιφάης και την αμηχανία απέναντί της; Πιθανότατα. Άλλωστε δεν ήταν μόνο οι νεοέλληνες λογοτέχνες που δυσκολεύτηκαν με αυτό το μυθολογικό πρόσωπο. Ο πολύς Λόρδος Μπάυρον στο δεύτερο άσμα του Don Juan (1819) αναφέρει τον μύθο του Μινώταυρου και της Πασιφάης, αλλά όχι με σοβαρό τόνο, κάνει χιούμορ και χαριτολογεί για να τον προσπεράσει: ενώ δεν έχει πρόβλημα να περιγράψει με τις περισσότερες λεπτομέρειες τις ερωτικές περιπέτειες του σπανιόλου ήρωα, φτάνοντας στον μύθο της Πασιφάης υποστηρίζει παίζοντας ότι ήταν μια αλληγορία για την ακόρεστη πείνα των Κρητικών προς το βοδινό κρέας και ότι ο μύθος ένα απλό πράγμα σήμαινε μόνο, πως η Πασιφάη προωθούσε την αναπαραγωγή των βοοειδών, για να γίνουν οι Κρητικοί πιο δυνατοί και πιο αιμοβόροι στον πόλεμο (βλ. Doris A. Birmingham, «Masson’s Pasiphaë: Eros and the Unity of the Cosmos», The Art Bulletin, Vol. 69, No. 2 (Jun., 1987), pp. 279-294). Αλλά και ο άλλος διάσημος Εγγλέζος στα καταπιεστικά βικτωριανά χρόνια, ο Άλτζερνον Σουίνμπερν (1837-1909), ενώ είχε γράψει το μακροσκελές ποίημα Πασιφάη (Pasiphae: a poem), σκηνοθετώντας μια συνομιλία του τεχνίτη Δαίδαλου και της Πασιφάης, όπου ο ο πρώτος συμβολίζει την απερίσκεπτη δημιουργική δύναμη και η Πασιφάη το μαρτύριο της ανεκπλήρωτης επιθυμίας, δεν το είχε δημοσιεύσει όσο ζούσε, προφανώς λόγω του τολμηρού ερωτικού θέματος, και το έργο εντέλει είδε το φως της δημοσιότητας μόλις στα 1915 (είναι άραγε απλή σύμπτωση ότι και τα πρώτα ελληνικά ποιήματα, του Παλαμά και του Σικελιανού, την ίδια χρονιά τυπώνονται; μπορεί). Το έργο του Σουίνμπερν αλλά και οι εικαστικές αναπαραστάσεις της Πασιφάης δείχνουν -έτσι υποστηρίζουν οι αγγλοσάξονες μελετητές- ότι μόλις τον 19ο αιώνα συγγραφείς και ζωγράφοι αντιμετώπισαν για πρώτη φορά με ειλικρίνεια το ερωτικό περιεχόμενο του μύθου. Μέχρι τότε, από την πρώιμη Αναγέννηση και εξής, οι εικονογραφήσεις της Πασιφάης εμφανίζονταν σε ηθικολογικές αναπλάσεις/προσαρμογές του Οβιδίου, όπου ο μύθος μεταμορφωνόταν σε μια αλληγορία που προειδοποιούσε τους πιστούς για το αμάρτημα της κτηνοβασίας.
Αφού λοιπόν είχαν τέτοια στάση απέναντι στον μύθο της Πασιφάης ο τολμηρός Μπάυρον και ο εξαίρετος Σουίνμπερν, τι να έκαναν οι νεοέλληνες λογοτέχνες; Σιώπησαν. Στον 19ο αιώνα, όσο θυμάμαι, μόνο ο Άγγελος Βλάχος τόλμησε να ονοματίσει μια ηρωίδα του Πασιφάη, την κυρία Σουσαμάκη στο διήγημα «Η εσπερίς του κυρίου Σουσαμάκη» (1875). Τον κύριο τον λένε Ορέστη και η φέρουσα το όνομα σύζυγός του Πασιφάη ήταν «πλουσίαν τινα νύμφην εκ Πατρών, έχουσαν μεν ένα οφθαλμόν ολιγώτερον αυτού, αλλ’ εις αποζημίωσιν του ελλείποντος οφθαλμού δεκαπέντε έτη ηλικίας περισσότερα, και εις αποζημίωσιν των περισσευόντων δεκαπέντε ετών τριάκοντα πέντε χιλιάδας δραχμών προίκα» και έκανε πολύ δύσκολη τη ζωή του νιόπαντρου Ορέστη με τις ιδιοτροπίες της.
Η ληξιαρχική πράξη εμφάνισής της Πασιφάης στη νεοελληνική λογοτεχνία, όπως ήδη αναφέρθηκε, συντάχτηκε στα 1915 από τον Παλαμά, με το τέρας της Πασιφάης, τον Μινώταυρο. Και από εκεί και μετά, η Μικέ παρακολουθεί τον μύθο και τις μεταμορφώσεις του στον Σικελιανό (1916), τον Εγγονόπουλο (1939), ξανά στον Σικελιανό (1943), τον Εμπειρίκο (1945), τον Σαχτούρη (1948), τον Καζαντζάκη (1955), τον Ρίτσο (1972), την Άντεια Φραντζή και την Αθηνά Παπαδάκη (τη δεκαετία του 1980). Δεν είναι οι μόνες λογοτεχνικές παρουσίες του μύθου, αλλά αυτές επιλέγει η Μικέ για να αρθρώσει τη μελέτη της και η κάθε μία αυτονομείται σε χωριστό κεφάλαιο/ενότητα. Η γενική εικόνα είναι ότι οι έλληνες λογοτέχνες είναι πολύ σοβαροί απέναντι στον μύθο, οι ξένοι όχι πάντα. Φέρνω ως παράδειγμα έναν γάλλο λιμπρετίστα (ονόματι Lignerent) που έγραψε το λιμπρέτο για οπερέττα με πρωταγωνιστή τον Μίνωα, ο οποίος, για να ερωτοτροπεί χωρίς να εγείρει τις υποψίες και τη ζηλοτυπία της Πασιφάης, παρουσιάζεται να έχει πλάσει ο ίδιος τον μύθο του Μινώταυρου και φορώντας ένα κεφάλι ταύρου να έχει μεταβάλει τον λαβύρινθο σε γκαρσονιέρα, γλεντώντας με τα ωραία κορίτσια που του στέλνουν από την Αθήνα. Η απάτη αποκαλύπτεται και η Πασιφάη εξοργίζεται, αλλά ο Θησέας λυτρώνει τον Μίνωα βεβαιώνοντας την Πασιφάη ότι έχει σκοτώσει τον Μινώταυρο. Το λιμπρέτο μεταφράστηκε στα ελληνικά, επενδύθηκε μουσικά από τον διαμένοντα στο Παρίσι έλληνα μουσουργό Θεόδωρο Σπάθη και παραστάθηκε στην Αθήνα ως οπερέττα με τον τίτλο «Στο λαβύρινθο», τον Δεκέμβριο του 1929.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με τον τρόπο της Μαίρης Μικέ, τον συνδυαστικό και δίτροπο, του μελετητή της λογοτεχνίας και του θεράποντα του δημιουργικού λόγου. Στα αξιοσημείωτα αναμφισβήτητα οι ευρηματικοί τίτλοι των ενοτήτων/κεφαλαίων, ου παρακολουθούν χρονολογικά την παρουσία του μύθου στους λογοτέχνες που αναφέρθηκαν παραπάνω: λιτοί, επιβλητικοί, εύστοχοι και καίριοι, δηλωτικοί των όσων σχολιάζονται στο αντίστοιχο κεφάλαιο («Η εξορία», «Το δράμα», «Η ιερότητα», «Η αποθέωση», «Η διάλυση», «Η συνύπαρξη», «Η συσκότιση». Μόνο στην όγδοη ενότητα εγκαταλείπεται αυτός ο τόνος: «Μυθολογία του γυναικείου σώματος»· ίσως κάτι σαν «Η συμφιλίωση» ή «Η αποδοχή» να συνοδοιπορούσε αρμονικότερα με τους υπόλοιπους τίτλους). Με την ευκαιρία, θέλω να προσθέσω κάτι για τον τίτλο του βιβλίου: Ανθεκτική εκκρεμότητα. Προσωπικά, όταν είχα δει τον τίτλο του βιβλίου, πριν διαβάσω το ίδιο, είχα μείνει με την εντύπωση ότι υπονοούσε την «ανθεκτική εκκρεμότητα» που είχαμε απέναντι στον μύθο της Πασιφάης (την είχαν σχεδόν αγνοήσει οι νεοέλληνες λογοτέχνες, την είχε ολοτελώς λησμονήσει η έρευνα). Με την οπτική της Μικέ η έννοια της «ανθεκτικής εκκρεμότητας» απέκτησε έναν πιο πολυδιάστατο χαρακτήρα (η αντοχή και η ευπλαστότητα του μύθου), την οποία δοκιμάζει ακόμη και η ίδια στη δόμηση της εργασίας της: στα «Επιλεγόμενα» προτείνει μια αναδιάρθρωση στην ταξινόμηση των λογοτεχνικών κειμένων που ασχολήθηκαν με τη μορφή της Πασιφάης, όχι πλέον ανά λογοτέχνη και έργο αλλά σε δύο μεγάλες ενότητες «Η Πασιφάη του έρωτα» και «Η Πασιφάη της δραματικής ιστορικής συγκυρίας».
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε τις γέφυρες, τα περάσματα στο τέλος κάθε ενότητας, που προετοιμάζουν τον αναγνώστη για τη θεματική της επόμενης. Και ο ευρηματικός, αιφνιδιαστικός και αποτελεσματικά εικονοποιητικός λόγος. Η Μικέ εκφράζεται με τη διπλή της ιδιότητα, της μελετήτριας και της πεζογράφου: με στίχους, λογοτεχνικές εικόνες και σκηνές, με υπαινιγμούς και έμμεσες αναφορές, με κλείσιμο του ματιού προς τον αναγνώστη που έχει γνώση της νεοελληνικής και ξένης λογοτεχνίας.
Η ανθεκτική εκκρεμότητα της Μαίρης Μικέ ήδη μας έχει κινητοποιήσει και μας έχει θέσει σε εγρήγορση: το μάτι μας θα πέφτει πλέον συνεχώς στο όνομα Πασιφάη σε λογοτεχνικά και μη κείμενα του νεότερου ελληνισμού. Θα βρεθούν κι άλλες, ασφαλώς, από αυτές που αναφέρονται στην παρούσα μελέτη, έτσι γίνεται πάντα: αυτή είναι η μοίρα κάθε πρωτεργάτη, να συμπληρώνεται. Νά, για παράδειγμα, το λησμονημένο ποίημα «Σηκώνει τσιγάρο» του Γιώργου Δανιήλ, από τη συλλογή Τα επίθετα, Πρόσπερος 21984 (11980):
Πίσω απ’ τις ντάπιες της πόλης
που κάποιος είπε
πως έχει γυρισμένη
την πλάτη της
στην θάλασσα
το μνήμα Καζαντζάκη
με το γνωστό τριφύλλι
του λόγου
κάτω απ’ τον ξύλινο
σταυρό.
Ο πεθαμένος ακόμα φωνάζει
πέρα από την σιωπή
ενώ στις γύρω λόχμες
και τα σύσκια
κουρνιάζει
ο βιαστικός έρωτας
σαν πέσει η νύχτα
(τ’ απόκρυφα πάρε-δώσε
του τουρισμού).
Ρόδινα μέλη βορεινά
κάτω απ’ το ριπίδι
του φεγγαριού
ανοίγει κλείνει
ο Ταύρος γίνεται
Μινώταυρος
κι η Πασιφάη
Αριάδνη. Σηκώνει τσιγάρο.
Ή το πεζό μακροσκελές αφήγημα του Γεωργίου Ρούσσου «Φαίδρα, η βασίλισσα του πάθους» (δημοσιευμένο σε συνέχειες στην εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας Αθηναϊκά Νέα, την άνοιξη του 1944), που ασχολείται στη 45η συνέχεια με την Πασιφάη (τίτλος: «Η Πασιφάη κι ο Μινώταυρος»), την οποία παρουσιάζει ως επηρμένη και αλαζονική. Αυτή προκάλεσε την οργή του Ποσειδώνα γιατί είχε αναφέρει στους ιερείς του ότι δεν τον φοβάται, αφού είναι κόρη του Ήλιου. Ο Ποσειδώνας οργίστηκε και ζήτησε τη βοήθεια της Αφροδίτης για να την τιμωρήσει εμπνέοντάς της πάθος μανιακό για έναν πελώριο μαύρο ταύρο που είχε ο Μίνωας στα κοπάδια του. Κι αυτή δέχτηκε με χαρά, για να τιμωρήσει τον πατέρα της τον Ήλιο, που την είχε ξεφτιλίσει στη γνωστή ιστορία με τον Άρη και τον Ήφαιστο.
Η εξέταση της Μικέ γεννάει νέα θέματα για μελέτη. Λόγου χάρη, θα μπορούσε να γίνει μια συγκριτική εξέταση της Πασιφάης του Νίκου Εγγονόπουλου («Στους φίλους των πόλεων», 1939) με το θεατρικό μονόπρακτο Pasiphaé: Chant de Minos (Les Crétois) του Henry de Montherlant, που είχε τυπωθεί για πρώτη φορά στην Τύνιδα το 1936, παίχτηκε το φθινόπωρο του 1938 στο παρισινό θέατρο «Πιγκάλ» (Pasiphaé: poème dramatique· σε κοστούμια και σκηνικά του Γιώργου Βακαλό, που είχε επαφές με τον υπερρεαλισμό) και τυπώθηκε στο πρόγραμμα της παράστασης καθώς και από τον οίκο Grasset την άνοιξη του 1939. Ξανατυπώθηκε το 1944 διακοσμημένο με σχέδια του Matisse, ξανά το 1947 σε σχέδια του Jean Cocteau, το 1953 με γκραβούρες του Pierre-Yves Trémois και άλλες φορές στα κατοπινά χρόνια. Το έργο του Montherlant είναι αφιερωμένο στους προβληματισμούς, τα κίνητρα, και τις αυτοδικαιολογήσεις στο μυαλό της Πασιφάης (χωρίς ενοχές και τύψεις, αλλά ζώντας ένα δράμα, επιθυμώντας να κάνει αυτό που επιθυμεί, «γιατί τι θα κάνω, αν δεν κάνω εγώ αυτό που φοβούνται οι άλλοι να κάνουν;») το βράδυ καθώς ετοιμάζεται να ζευγαρώσει με τον ταύρο. Θα άξιζε να διερευνήσει κανείς το έργο ως πιθανή πηγή για τον ακροτελεύτειο εγγονοπουλικό στίχο «Και τώρα παρεμβάλλεται το δράμα της Πασιφάης» από το παραπάνω ποίημα, που αποτέλεσε το ερέθισμα για τη μελέτη της Μαίρης Μικέ. Οι χρόνοι των δύο έργων μπορούν να υποστηρίξουν μια τέτοια έρευνα: Η συλλογή Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, όπου περιλαμβάνεται το ποίημα «Στους φίλους των πόλεων», κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1939, ενώ η παράσταση του γαλλικού έργου παίχτηκε στα τέλη του 1938 και οι γαλλικές εφημερίδες έγραψαν πολλά, οπότε καθόλου απίθανο ο Εγγονόπουλος να συνάντησε δημοσιεύματα στον γαλλικό τύπο.
Ευπρόσδεκτες φυσικά οι νέες προσθήκες, καλοδεχούμενα και τα παράγωγα θέματα έρευνας. Όσες προσθήκες όμως και διαφορετικές εκτιμήσεις και να γίνουν, η προσφορά της μελέτης της Μικέ θα παραμένει αναπαλλοτρίωτη, και εργασίες όπως αυτή και τέτοιας έκτασης θα είναι εργασίες αναφοράς: από εδώ θα ξεκινούμε και θα ξεκινούν όλοι για την Πασιφάη και τον μινωικό κύκλο.
Καλό είναι μια τέτοια μελέτη να γνωρίσει και μια αγγλόγλωσση εκδοχή, ακόμη και με τη μορφή συνοπτικότερου άρθρου, για να πάρει και διεθνές διαβατήριο και να σταθεί δίπλα σε εργασίες ξένων μελετητών (σαν αυτή του Theodore Ziolkowski, Minos and the moderns. Cretan Myth in Twentieth–Century Literature and Art, Oxford 2008) και να τις τροφοδοτήσει, αφού όλα αυτά τα μυθολογικά θέματα και οι τύχες τους, η κληρονομιά τους στις τέχνες ενδιαφέρουν σταθερά το ξένο κοινό και θα το ενδιαφέρουν πάντοτε. Έτσι θα πληροφορηθεί και το ξένο κοινό που δεν διαβάζει νέα ελληνικά (αγαπά όμως επίμονα την αρχαιοελληνική μυθολογία) πώς δεξιώθηκαν στον 20ό αιώνα οι νεοέλληνες λογοτέχνες την τραγική αυτή φιγούρα της μυθολογικής Κρήτης, την Πασιφάη. Ο Ziolkowski, για παράδειγμα, θα είχε ωφεληθεί πολύ από τη μελέτη της Μικέ, αν αυτή είχε βγει νωρίτερα, και θα είχε εμπλουτίσει τη σχετική μικρή ενότητα που αφιερώνει στην Πασιφάη. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο ταύρος Δίας και η νύμφη Ευρώπη, ο Μινώταυρος και ο λαβύρινθος είχαν κυριαρχήσει στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα και είχαν επισκιάσει όλα τα άλλα πρόσωπα του μινωικού κύκλου.
Δεν μένει λοιπόν παρά να συγχαρούμε και πάλι τη Μαίρη Μικέ για το φιλοδώρημά της στη νεοελληνική φιλολογία, τον τόμο που παρουσιάζουμε απόψε.
(*) O Λάμπρος Βαρελάς διδάσκει στο Τμήμα Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση της μελέτης της Μαίρης Μικέ, Ανθεκτική Εκκρεμότητα. Ο μύθος της Πασιφάης, σε νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα του 20ού αιώνα (Gutenberg 2022), στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα (Προξένου Κορομηλά 23, Θεσσαλονίκη), στις 10.11.2022.
Μαίρη Μικέ, Ανθεκτική Εκκρεμότητα. Ο μύθος της Πασιφάης, σε νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα του 20ού αιώνα (Gutenberg 2022