του Βασίλη Τσιαμπούση
Η Δέσποινα ήταν εφτά χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Ζούσε μόνο με τη μάνα της, γιατί ο μπαμπάς της, λίγο καιρό μετά τη γέννησή της, πήγε στα καράβια και δεν γύρισε ποτέ.
Όλοι στη γειτονιά τον θυμούνταν ως νταή και μέθυσο, κι ότι είχε πάντα προβλήματα με την αστυνομία. Μια φορά, μάλιστα, πυροβόλησε με το κυνηγετικό του όπλο και σκότωσε το σκυλί ενός γείτονα, γιατί τάχα γαύγιζε τις νύχτες και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.
Με τη φυγή του όλα τα οικογενειακά βάρη έπεσαν στην κυρα-Μαρίνα. Μια γυναίκα ύψους ένα και πενήντα, σταφιδιασμένη και βλοσυρή, που ήθελες να τη λυπηθείς, αλλά δεν μπορούσες να τη συμπαθήσεις. Εντούτοις, το «μπουμπουρούδι» εκείνο κάθε μέρα καθάριζε ξένα σπίτια, απ’ το πρωί ως το βράδυ, ενώ τα Σαββατοκύριακα έπλενε πιάτα στην ταβέρνα κάποιου μακρινού συγγενή της. Με τα ελάχιστα χρήματα που συγκέντρωνε πορεύονταν οι δύο γυναίκες, σε χρόνια που απ’ τη ζωή κανείς δεν είχε μεγάλες απαιτήσεις. Τότε, δηλαδή, που οι δρόμοι στον συνοικισμό ήταν στρωμένοι με χώμα και τα σπίτια μας σκεπάζονταν με λαμαρίνες και ξεραμένα στον ήλιο κεραμίδια.
Με τη Δέσποινα ήμουν ερωτευμένος από μικρό παιδί. Εκείνη, όμως, δεν μου έδινε καμία σημασία και, χωρίς επίβλεψη που κάπως θα τιθάσευε τη θερμή της φύση, έμπλεκε συνέχεια με φαντάρους, με χωροφύλακες, με φοιτητές… με όποιον της λάχαινε στον δρόμο και της γυάλιζε.
Στη γειτονιά κανείς δεν καταδεχόταν τις δύο γυναίκες, αλλά κι αυτές ποτέ δεν είχαν ζητήσει βοήθεια από κανέναν. Ως εκ τούτου, όλοι τις κακολογούσαν. Κι αυτό γιατί στις μικρές κοινωνίες, για να σε συμπαρασταθεί ή έστω να σε συμπαθήσει κάποιος, πρέπει να σέρνεσαι στο χώμα, να ζητιανεύεις κλαίγοντας, να λες κολακευτικές κουβέντες σ’ όλους τους «ανώτερους», κόλπα που αυτές δεν τα μετέρχονταν. Η δυστυχία τους, πάντως, καθρεφτιζόταν στα ρούχα τους, στα τρύπια τους παπούτσια, μα πιο πολύ στ’ αγέλαστα πρόσωπά τους, στα χαμηλωμένα μάτια τους και στο φοβισμένο βάδισμά τους –σαν να υπήρχε η πιθανότητα να πεταγόταν στην επόμενη γωνία κάποιο κακό μπροστά τους.
Έτσι περνούσε ο καιρός τους –μ’ ελάχιστο αλάτι και καθόλου ζάχαρη–, ώσπου ένα μεσημέρι ξέσπασε ανάμεσα στις δύο ένας καυγάς με φωνές, τσιρίδες, κλάματα, ενώ ένας δίσκος σερβιρίσματος, από τους στρόγγυλους των καφενείων, εκσφενδονίστηκε, έσπασε ένα τζάμι κι άρχισε να κατρακυλά στην κατηφόρα… Μετά από λίγο βγήκε η κόρη από το σπίτι, κάποιοι νόμισαν για να τον μαζέψει, αλλά εκείνη, χτυπώντας πίσω της την πόρτα με θυμό, έφυγε χωρίς δεύτερο φουστάνι, χωρίς δεύτερο βρακί, χωρίς μισόφραγκο στην τσέπη της.
Η γειτονιά βρήκε ευκαιρία για φαρμακερά ερωτήματα που, αν και υπέκρυπταν τις απαντήσεις, στηρίζονταν μόνο σε υποθέσεις: Τι ήταν αυτό που σκότωσε την υπομονή της μάνας; Τι έπαθε η μικρή και εξερράγη; Πού βρισκόταν επιτέλους ο πατέρας; Τι κάνει αυτή η γαμημένη κοινωνική πρόνοια, που ποτέ δεν σπεύδει εκεί όπου υπάρχει πραγματική ανάγκη; Τι θα γινόταν στη συνέχεια της ιστορίας;
Για το τελευταίο η απάντηση φαινόταν εύκολη: Η Δέσποινα θα επέστρεφε σε μια δυο μέρες έχοντας κάνει καμιά έκτρωση –σενάριο που έπαιζε πολύ–, κι όλα θα ξαναγύριζαν στην παλιά ρουτίνα. Γιατί αλλιώς… πού θα έβρισκε λεφτά για να ζήσει; Ποιος θα της έδινε δουλειά, αφού ήταν ανήλικη, το σχολείο το ’χε παρατήσει –τρεις χρονιές στάσιμη στην τρίτη γυμνασίου–, και τα γκομενιλίκια δεν την άφησαν να μάθει κάποια τέχνη;
Εντούτοις, ο καιρός περνούσε κι εκείνη παρέμενε άφαντη. Όσο για την κυρά Μαρίνα, φανερά δεν έκανε καμιά ενέργεια για να την εντοπίσει και να τη φέρει πίσω, θαρρείς και το κορίτσι δεν είχε υπάρξει ποτέ. Μόνο τα βράδια, όταν επέστρεφε απ’ τη δουλειά, ό,τι ώρα και να ήταν, καθόταν έξω από το σπίτι της –ένα μαύρο χούφταλο στο ασβεστωμένο πεζούλι– και κάπνιζε άφιλτρα τσιγάρα, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, ξεφυσώντας τον καπνό σαν μπουρί της σόμπας.
Μετά από κάποιους μήνες ο ταχυδρόμος άρχισε να φέρνει στην κυρά Μαρίνα γράμματα, ένα κάθε μήνα. Όλοι υποπτεύονταν ότι ήταν απ’ τη Δέσποινα. Κάποιοι έλεγαν πως θα ζητούσε από τη μάνα της λεφτά για να τα βγάλει πέρα, άλλοι ότι ίσως η μικρή έστελνε λεφτά στη μάνα της, που ποιος ξέρει πώς τα κέρδιζε – σε τέτοιες περιπτώσεις επικρατούν οι ερμηνείες που εξασφαλίζουν στις κακές γλώσσες τη μεγαλύτερη γλύκα.
Κατά τα άλλα, η γριά, κάθε βράδυ που γύριζε απ’ τη δουλειά, ακόμα και με βροχή και με χιόνια, καθόταν στην εξωτερική πεζούλα φορώντας το τριμμένο πανωφόρι της και κάπνιζε τσιγάρα κοιτάζοντας στο κενό.
*
Λίγα χρόνια αργότερα, ένα Σαββατοκύριακο ταξιδέψαμε στη Δράμα, να μας φιλοξενήσει η θεία Ρίτα στο καινούριο σπίτι της, μια διώροφη βίλα κοντά στο νοσοκομείο.
Η Ρίτα ήταν αδελφή του πατέρα μου, αλλά τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις μας δεν ήταν καλές. Αυτό οφειλόταν στον άντρα της, έναν αγέλαστο και υπερόπτη καθηγητή των μαθηματικών, που δεν τον ένοιαζαν ούτε οι φίλοι ούτε οι συγγενείς. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε υποψήφιους για το πανεπιστήμιο –αν και ήταν διορισμένος σε γυμνάσιο– και να οικονομάει αφορολόγητα λεφτά με το τσουβάλι. Αυτός ο εύκολος πλουτισμός είχε αλλάξει τη συμπεριφορά όλης της οικογένειας. Και μπορεί να μην το καταλάβαιναν, εμείς όμως, ως φτωχοί συγγενείς, το βλέπαμε πεντακάθαρα.
Η θεία μου είχε ένα γιο στην ηλικία μου, παιδί ιδιαίτερης ευφυΐας και καλλιέργειας. Ο Θόδωρος, εκτός του ότι πρώτευε στο σχολείο του, έπαιζε εξαιρετικό πιάνο, έχοντας συμμετάσχει και σε πανελλήνιους διαγωνισμούς για νέους ερμηνευτές.
Στο σπίτι τους φτάσαμε γύρω στο μεσημέρι του Σαββάτου, κουβαλώντας μια βαλίτσα, που είχε φάει τα ψωμιά της χρόνια πριν. Μάλιστα, όταν τη φορτώσαμε στο υπεραστικό λεωφορείο με το οποίο ταξιδέψαμε μέσω Καβάλας, ο πατέρας ζήτησε από τον εισπράκτορα να την προσέξει, για να μη διαλυθεί. Η μάνα πάλι, Αύγουστο μήνα, κουβαλούσε, και δεν το άφηνε απ’ τα χέρια της, ένα ταψί μπακλαβά, που ήταν το σπεσιαλιτέ της.
Το γεύμα που μας πρόσφεραν ήταν μια τεράστια συναγρίδα με μαγιονέζα, γαρίδες με λαδολέμονο και μύδια αχνιστά –μενού θαλασσινό σε μεσόγεια επαρχία. Φάγαμε, ήπιαμε, κι έπειτα με τον ξάδελφό μου αποσυρθήκαμε στο δωμάτιό του, να πούμε τα δικά μας. Εκεί, πάνω σε μια τεράστια βιβλιοθήκη, βρισκόταν η δισκοθήκη του κι ένα ακριβό στερεοφωνικό μάρκας Philips. Οι πιο πολλοί δίσκοι ήταν κλασικής μουσικής, αλλά είχε και κάποιους με τον Έλβις Πρίσλεϊ, τον Τρίνι Λοπέζ, τους Μπιτλς, τον Φρανκ Σινάτρα… Έψαξα μάταια να βρω κανέναν του Καζαντζίδη ή του Τσιτσάνη, μα τα λαϊκά τραγούδια ήταν έξω απ’ την κουλτούρα της οικογένειας.
Το απόγευμα, μετά τον καφέ που ήπιαν οι μεγάλοι στο μπαλκόνι του σπιτιού, ο μπαμπάς μου πρότεινε στον θείο Πέτρο να έπαιζαν καμιά παρτίδα τάβλι. Εκείνος, στυφός, του είπε: «Δεν παίζω παιχνίδια που στηρίζονται στην τύχη».
Τελικά έπαιξαν σκάκι, αλλά αυτό ήταν άδικο για τον μπαμπά μου, που ήταν ο καλύτερος ταβλαδόρος της πόλης μας και, όταν έπαιζε πόρτες και πλακωτό στην Εύξεινο Λέσχη, μαζεύονταν καμιά δεκαριά άτομα πάνω απ’ το κεφάλι του να θαυμάζουν τι κάνει.
Μετά από τρεις παρτίδες ο μπαμπάς τα παράτησε. Είχε προσπαθήσει να θερμάνει το κλίμα, αλλά με το σκάκι η διαφορά επιπέδου των δύο αντρών –που ο θείος την έβλεπε χαώδη, αλλά ο πατέρας μου ότι θα μπορούσε κάπως να γεφυρωθεί– αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο.
Αργότερα ο Θόδωρος, με προτροπή της θείας μου, μας έκανε μια επίδειξη στο πιάνο, χωρίς να διαβάζει κάποια παρτιτούρα. Κι έπειτα, αφού φάγαμε ένα σάντουιτς με κασέρι και σαλάμι, μου πρότεινε να πηγαίναμε το βράδυ στον κινηματογράφο, να δούμε τους Γενναίους του Μπρανκαλεόνε, λέγοντας ότι όσοι είδαν το φιλμ είχαν ενθουσιαστεί.
Ο θερινός κινηματογράφος λεγόταν Ολύμπια και ήταν κοντά στο μητροπολιτικό μέγαρο της πόλης. Ο Θοδωρής πλήρωσε τα εισιτήρια και μπαίνοντας αγόρασε απ’ το κυλικείο ποπ κορν και δύο παγωμένες λεμονάδες.
Όταν άνοιξαν τα φώτα για το διάλειμμα, μου έδειξε στο πίσω μέρος του σινεμά και εξωτερικά της περίφραξης ένα πετρόκτιστο κτίριο με μια εξωτερική μεταλλική σκάλα. Τα πατήματά της ήταν φτιαγμένα από πλακέ σιδερόβεργες, τη μια δίπλα στην άλλη κι άφηναν μεταξύ τους στενές λωρίδες αέρα. Έτσι, κάποιος που βρισκόταν στη βάση της μπορούσε να βλέπει ριγωτά μέχρι τον ουρανό.
«Ξέρεις τι είναι αυτό το κτίριο;», με ρώτησε.
«Το ωδείο;», μάντεψα.
Έβαλε τα γέλια… «Είναι η διεύθυνση υγιεινής».
«Και τι σημαίνει αυτό;».
«Εδώ κάθε Δευτέρα πρωί», ελάττωσε την ένταση της φωνής του, «έρχονται οι κοπέλες από τα…».
«Από τα;».
«Από τους οίκους ανοχής, και περνούν ιατρικές εξετάσεις».
Γέλασα, γιατί εμείς στην παρέα μας τους οίκους ανοχής τους λέγαμε, χορταστικά, μπουρδέλα. Αλλά, βέβαια, μια τέτοια λέξη δεν θα μπορούσε να ειπωθεί από ένα παιδί καλλιεργημένο και δεξιοτέχνη στο πιάνο.
«Καμιά φορά ερχόμαστε εδώ με κάποιους φίλους», συνέχισε, «… και τις κοιτάμε».
«Τι κοιτάτε δηλαδή;».
Το πρόσωπό του κοκκίνησε. «Τις φάτσες τους, το ντύσιμό τους, τις ακούμε που μιλάνε… Καμιά φορά χωνόμαστε κρυφά κάτω απ’ τις σκάλες, κι από τις χαραμάδες που αφήνουν οι σιδερόβεργες… βλέπουμε τα μπούτια τους».
«Ωραία φάση», είπα και πήρε θάρρος.
«Υπήρξαν φορές», συνέχισε, «που κάποιες απ’ τις γυναίκες –η γλώσσα του είχε πια λυθεί– βγήκαν απ’ την εξέταση και κάτω από τη φούστα δεν φορούσαν τίποτε!».
Δεν συνεχίσαμε τη συζήτηση, γιατί άρχισε η δεύτερη πράξη του έργου. Αλλά στα επόμενα λεπτά έριχνα κλεφτές ματιές πίσω μας και φανταζόμουν τις κοπέλες ν’ ανεβοκατεβαίνουν τη σκάλα.
Το επόμενο μεσημέρι, λίγο πριν φύγουμε, η θεία κι ο Θόδωρος μου έκαναν πρόταση να μείνω λίγες μέρες μαζί τους. «Θα κολυμπάμε κάθε μέρα στις πισίνες του δημοτικού κήπου», μου είπε ο ξάδελφος, «θα πηγαίνουμε στο θερινό σινεμά, στο πάρκο, όπου μαζευόμαστε όλοι οι συμμαθητές…».
Έμεινα με μία προϋπόθεση, που του την είπα. Την επομένη το πρωί θα πηγαίναμε στη διεύθυνση υγιεινής να δούμε τις γυναίκες. Δέχτηκε μ’ ενθουσιασμό, εξάλλου η πρότασή μου τον απενοχοποιούσε για όσα μου είχε φανερώσει.
Δευτέρα πρωί, κατά τις 10 η ώρα, κι ενώ τρεις φορές από την ώρα που ξυπνήσαμε του είχα πει να βιαστούμε, μην τυχόν αργήσουμε, φτάσαμε στον θερινό κινηματογράφο Ολύμπια. Πηδήσαμε τον χαμηλό μετακινούμενο φράχτη, που έκλεινε την είσοδο, και, τοίχο τοίχο, πήγαμε και κρυφτήκαμε κάτω από τη μεταλλική σκάλα.
Σε λίγη ώρα άρχισαν να έρχονται οι κοπέλες, δυο δυο, τρεις τρεις, ντυμένες μάλλον συντηρητικά, άβαφες και με ύφος μετρημένο. Έμπαιναν από τη μεγάλη αυλόπορτα, πλησίαζαν στο κλιμακοστάσιο κι ανέβαιναν προσεκτικά τα σκαλοπάτια. Καμία δεν φορούσε ψηλά τακούνια, που οι άκρες τους θα μπορούσαν να χωθούν στις σχισμές των μεταλλικών σκαλοπατιών και να σπάσουν. Βλέποντας τα γυμνά τους μπούτια και τα χρωματιστά βρακιά τους, κάτω από τα ελαφρά τσίτινα φουστάνια τους, αναστατώθηκα. Κάποια στιγμή έφταναν στην κορφή του κλιμακοστασίου κι έμπαιναν στον δεύτερο όροφο.
Παρέμεναν μέσα στο κτίριο περίπου μισή ώρα κι έπειτα κατέβαιναν πάλι τη σκάλα. Μόλις πατούσαν τη γη, οι πιο πολλές άναβαν τσιγάρο και, κρατώντας το ανάμεσα στα δάχτυλά τους, έβγαιναν στον δρόμο. Η διάθεσή τους ήταν πλέον διαφορετική, έλεγαν αστεία και πειραζόντουσαν μεταξύ τους. Αυτό, προφανώς, γιατί θα μπορούσαν να δουλέψουν ακόμα μια εβδομάδα χωρίς «υγειονομικά» προβλήματα.
Μετά έρχονταν άλλες, όμορφες κι άσκημες, ψηλές, κοντές, ξανθές, κοκκινομάλλες, έπειτα άλλες και ούτω καθεξής.
«Μα πόσες είναι;», θαύμασα το πλήθος τους.
«Η πόλη έχει δυο χιλιάδες στρατιώτες», είπε ο Θόδωρος. «Και είναι οι πιο καλοί πελάτες τους»…
Σε μια στιγμή, έτσι που ήμασταν στραμμένοι προς την πόρτα, η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Σηκώθηκα όρθιος, για να δω καλύτερα, κι ο ξάδελφός μου μ’ άρπαξε απ’ το παντελόνι και με τράβηξε κάτω. «Θέλεις να μας καταλάβουν;», με μάλωσε.
Με βήματα αργά η γνώριμη φιγούρα άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Πήρε την πρώτη στροφή, ενώ εγώ, κεραυνοβολημένος, έκλεισα τα μάτια μου μη θέλοντας να πιστέψω αυτό που έβλεπα.
«Πάμε να φύγουμε», είπα στον Θόδωρο, μόλις εκείνη μπήκε στο κτίριο.
«Τι συμβαίνει;», κατάλαβε την ταραχή μου.
«Η μελαχρινή που μπήκε τώρα…».
«Ναι…»
«… ήταν παλιά γειτόνισσά μου».
Έβαλε τα γέλια. «Η κάθε μια από αυτές έχει πενήντα γείτονες κι εκατό συγγενείς», μ’ απάντησε.
«Εγώ σου μιλώ γι’ αυτήν και όχι για τις άλλες», θύμωσα.
Σηκωθήκαμε από τη θέση μας και χωρίς προφύλαξη τραβήξαμε για την έξοδο του κινηματογράφου. Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο. «Τι θέλεις να κάνουμε τώρα;», προσπάθησε να με καλοπιάσει.
Έσκυψα το κεφάλι και δεν απάντησα. Έμεινε να με κοιτά απορημένος. Έπειτα του είπα: «Θα σε πείραζε να την ακολουθούσαμε, να βλέπαμε πού θα πάει;».
«Γιατί να με πειράξει; Για μισή ώρα θα γίνουμε ντεντέκτιβ»…
Σταθήκαμε κάτω από την τέντα ενός ζαχαροπλαστείου, η οποία έριχνε στο πεζοδρόμιο την παχιά σκιά της, κι άρχισα να του λέω την ιστορία της.
«Άρα», κορόιδεψε, «από μικρή τα ήθελε ο κώλος της».
«Μη μιλάς έτσι», του είπα και μαζεύτηκε…
Μετά από μισή ώρα εκείνη πέρασε από απέναντι κρατώντας την πράσινη τσάντα της, σαν να ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα, όπως όλες οι άλλες.
Σαν φτάσαμε στην αγορά, άρχισε να στέκεται μπροστά σε βιτρίνες, μπήκε σε ένα μαγαζί και ψώνισε κάτι, που της το τύλιξαν σ’ ένα πολύχρωμο χαρτί, έπειτα προχώρησε προς τον δημοτικό κήπο, αγόρασε από ένα περίπτερο τσιγάρα κι έκατσε σ’ ένα κεμπαπτσίδικο, που άπλωνε τραπέζια και καρέκλες κάτω από τρία πανύψηλα πλατάνια. Σταθήκαμε σε απόσταση, βλέποντας την πλάτη της, και περιμέναμε.
Ήρθε ο σερβιτόρος και πήρε παραγγελία. Την έφερε κι εκείνη άρχισε να τρώει. Καμιά λαιμαργία, καθόλου βιασύνη, ίσως και καθόλου πείνα. Για ποτό είχε παραγγείλει μια λεμονάδα. Έτρωγε και φαινόταν ότι απολάμβανε όχι το φαγητό, αλλά τη στιγμή. Έκοβε τα σουτζουκάκια σε μικρές μπουκιές κι έβαζε κάθε φορά ένα κομματάκι στο στόμα της. Έπειτα, καθώς μασούσε, κοιτούσε αφηρημένα κάπου απέναντί της, προς ένα σιντριβάνι που πετούσε ριπές νερού στον αέρα.
«Γιατί δεν πας να της μιλήσεις;», μου πρότεινε ο Θόδωρος.
«Τρελός είσαι;», του είπα.
«Τι φοβάσαι, ρε; Θα σου πει ότι… μεγάλωσες, ότι χάρηκε που σε είδε, αν σε θυμάται βέβαια… Και μην ξεχνάς πως αυτή δεν ξέρει ότι μάθαμε το μυστικό της».
Άρχισα να το καλλιεργώ στο μυαλό μου. «Πήγαινε», μ’ ενθάρρυνε, «εγώ δεν θα έλθω».
Μετά από λίγο, όταν τέλειωσε το πιάτο της κι άναψε τσιγάρο, πλησίασα κοιτάζοντάς την καταπρόσωπο. Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε ερωτηματικά. Έπειτα χαμογέλασε…
«Είσαι ο…», προσπάθησε να θυμηθεί το όνομά μου, αλλά δεν μπόρεσε.
«Εγώ είμαι», της είπα με χαρά.
«Εσύ, βρε, έγινες παλικαράκι!».
Δεν ήξερα τι να πω.
«Πώς βρέθηκες στη Δράμα;», ρώτησε.
«Ήρθα στη θεία μου για μια εβδομάδα».
«Κάτσε να σε κεράσω μια πορτοκαλάδα».
Κάθισα δίπλα της και φώναξε τον σερβιτόρο. Παράγγειλε το αναψυκτικό, χαμογελούσε χαρούμενη κι αυτό μου έδωσε κουράγιο.
«Πώς πάει η γειτονιά μας;», ρώτησε.
«Τίποτε δεν άλλαξε», απάντησα. «Μόνο το Τάγμα Εφοδιασμού το μετέφεραν στη Σαλονίκη και το στρατόπεδο είναι πια άδειο».
«Οι δικοί σου ζούνε;».
«Βεβαίως», είπα. «Πέθανε όμως η γιαγιά Σουλτάνα, που έμενε πίσω απ’ το σπίτι σας».
«Δηλαδή, ο κυρ-Παναγιώτης έμεινε μόνος».
«Έχει έξι μήνες».
«Κάποτε ο μπαμπάς μου είχε σκοτώσει το σκυλί του… Κρίμα, ήταν καλοί άνθρωποι».
«Η μαμά σας, όμως, είναι μια χαρά», είπα. «Κάθε βράδυ βγαίνει και καπνίζει στην πεζούλα»…
Είπαμε κάνα δυο μουχαμπέτια ακόμα, το πρόσωπό της είχε γλυκάνει από νοσταλγία και συγκίνηση. Μετά από λίγο έκανε νόημα στον σερβιτόρο. Εκείνος πλησίασε και είπε: «Δέκα τρεις και πενήντα».
Του έδωσε δέκα πέντε δραχμές και του είπε να κρατήσει τα ρέστα.
«Εσείς ζείτε στη Δράμα;», τη ρώτησα.
«Με φιλοξενεί μια φίλη μου».
«Και τι δουλειά κάνετε εδώ;», οι λέξεις βγήκαν απ’ το στόμα μου τάχα ανέμελα, αλλά τα χείλη μου έτρεμαν.
Σηκώθηκε όρθια χωρίς ν’ απαντήσει. Η έκφρασή της είχε αλλάξει και με κοίταξε κατάματα. «Είσαι καλός μαθητής;», προσπάθησε να χαμογελάσει.
«Πολύ καλός».
«Γιατί εγώ, όταν έπρεπε να διαβάζω, τα είχα φορτώσει όλα στον κόκορα και τώρα μετανιώνω… Αχ, να ξαναπήγαινα στο γυμνάσιο…», και τα μάτια της υγράνθηκαν. Κοίταξε το ρολόι της, «Πρέπει να φύγω, έχω ραντεβού με τη φίλη μου».
Ετοιμάστηκε να ξεκινήσει. «Θέλετε να πω κάτι στη μητέρα σας;», τη ρώτησα.
«Τι να της πεις… Μόνο μην της φανερώσεις ότι με είδες στη Δράμα, κι έρθει εδώ και με ψάχνει».
Προχώρησε προς την πλατεία και χάθηκε στο επόμενο σταυροδρόμι. Όμορφη και καμαρωτή, σαν να μην πατούσε στη γη και ταυτόχρονα σαν να σέρνονταν απ’ τους αστραγάλους της δυο βαριές σιδερένιες μπάλες.
Ξεκινήσαμε με τον Θόδωρο να πάμε στο σπίτι. «Τι σου είπε;», με ρώτησε με περιέργεια.
«Ότι πριν από δέκα μέρες τη δάγκωσε ένα σκυλί», του απάντησα. Με κοίταξε κατάπληκτος. «Και πάει στη διεύθυνση υγιεινής και κάνει θεραπεία».
Γέλασε, «Πού τη σκέφτηκε τέτοια δικαιολογία…».
«Αλήθεια είναι», είπα. «Κάθε τρεις μέρες κάνει μια τεράστια ένεση», κι έδειξα το μέγεθός της με τις δύο παλάμες μου σε απόσταση. «Δέκα ενέσεις σε τριάντα μέρες»…
Το ίδιο απόγευμα βγήκαμε με τον Θόδωρο βόλτα στο πάρκο. Σε μια στιγμή είπε: «Έψαξα στην εγκυκλοπαίδεια για την αντιλυσσική θεραπεία. Κι έγραφε ότι…».
«Θόδωρε…», τον διέκοψα… «Αν κάποιος λέει ένα ψέμα για να σώσει την αξιοπρέπειά του, το καλύτερο είναι να τον πιστέψουμε!»
Με κοίταξε στα μάτια.
«Μικρός ήμουν τρελά ερωτευμένος μαζί της», είπα.
Άνοιξε το στόμα του μια πιθαμή. «Αυτή είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερή μας».
«Εγώ ήμουν τότε οχτώ χρονών, αλλά… είχε κάτι που με τραβούσε. Και μια φορά, που την είδα αγκαλιά μ’ έναν έφεδρο αξιωματικό… από τη στενοχώρια μου έκλαιγα όλη τη νύχτα».
Σοβάρεψε απότομα. «Κι εγώ… πέρυσι…», δάγκωνε τα χείλη του, «ήμουν ερωτευμένος με μια συμμαθήτριά μου».
«Και τι έκανες;».
«Δεν μπόρεσα να της το φανερώσω».
Προχωρήσαμε αμίλητοι προς τις πισίνες. «Να σου πω κάτι», χαμογέλασε έπειτα από λίγο. «Καθώς η Δέσποινα ανέβαινε τα σκαλιά, είδα την κιλότα της».
«Τι χρώμα είχε;», ρώτησα αδιάφορα.
«Ήταν άσπρη».
Δεν κρατήθηκα κι έβαλα τα κλάματα…
Όταν γύρισα στην πόλη μας, για πολλές μέρες το μυαλό μου ήταν σ’ εκείνη. Η μάνα μου με ρώτησε δυο τρεις φορές αν είχα κάποιο πρόβλημα, αλλά τι να της έλεγα;
Ένα βράδυ, γύρω στα μεσάνυχτα, βγήκα στο μπαλκόνι μας και στηρίχτηκα στα σιδερένια κάγκελα. Απέναντι, μες στο σκοτάδι, είδα την κυρα-Μαρίνα. Καθισμένη έξω από το σπίτι της, σαν άκακο φάντασμα, ρουφούσε το τσιγάρο της και φούντωνε η καύτρα. Όποτε εκείνο σωνόταν, σηκωνόταν όρθια και νόμιζα ότι θα έφευγε μέσα. Άναβε όμως άλλο και σωριαζόταν πάλι στο ασβεστωμένο πεζούλι, σαν για να παραμείνει εκεί μέχρι να ανέτειλε ο ήλιος απ’ τη δύση ή ώσπου να ερχόταν το σκοτωμένο σκυλί του γείτονα και να της έγλυφε τα χέρια. Τα χέρια της που, σκέφτηκα, ήταν πια ό,τι πολυτιμότερο της είχε απομείνει στη ζωή.