του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
«Μεταίχμιο», λέει το λεξικό μου, είναι το διαχωριστικό σημείο ανάμεσα σε δύο αντίθετα ή διαφορετικά πράγματα ή καταστάσεις. Σε κάτι τέτοιο θα πρέπει να παραπέμπει και η ομότιτλη ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Καπλάνη, που κυκλοφόρησε στις αρχές του χρόνου από τις εκδόσεις Γράφημα. Γιατί, όμως, Μεταίχμιο και ποιες είναι οι αντίθετες καταστάσεις μεταξύ των οποίων καλείται να ισορροπήσει το καινούργιο βιβλίο, αν όντως καλείται να ισορροπήσει μεταξύ κάποιων καταστάσεων; Ανέτρεξα, με το που ολοκλήρωσα το Μεταίχμιο, στην πρώτη συλλογή της Καπλάνη, η οποία κυκλοφόρησε το 2007, υπό τον τίτλο Ήχοι – απόηχοι, και σε όσα είχα γράψει στην Ελευθεροτυπία για την πρώτη τότε εμφάνισή της. Σημείωνα εκεί πως η ποιήτρια, παρά την κάπως καθυστερημένη είσοδό της στα γράμματα, είναι τυπικό παιδί της γενιάς της (της γενιάς του 1980, που είναι και η δική μου γενιά), με τη ζωή να έχει χάσει οριστικά τον μυθικό της χαρακτήρα, την ύπαρξη να τριγυρίζει απεγνωσμένα γύρω από το απαστράπτον κενό της, τον χρόνο να έχει ξεφύγει από τις συμφωνημένες ακολουθίες του και τη μνήμη να μη μπορεί να δαμάσει τον μάταιο πόθο της για επιστροφή σε μια πρωταρχική αθωότητα – κι όλα αυτά, στο πλαίσιο μιας σπαρακτικής απουσίας των όντων. Από την εποχή εκείνη ακολούθησαν άλλες τρεις συλλογές: Λευκές συνομιλίες (2010), Σημείο φυγής (2013) και Η άγνωστη φίλη (2015). Τι συμβαίνει σήμερα και για ποιον ακριβώς λόγο το Μεταίχμιο, η πέμπτη πλέον συλλογή, έρχεται να σημάνει μια μετάβαση;
Λαμβάνοντας υπόψη τις ενδιάμεσες συλλογές, αλλά κοιτάζοντας και τη σημερινή, μπορώ με αρκετή βεβαιότητα να πω πως κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας η Καπλάνη αύξησε και βελτίωσε την εξαρχής προωθημένη τεχνική της, πολλαπλασίασε τις μεθόδους προσέγγισης και επαναπροσέγγισης του αντικειμένου της και πύκνωσε τη σκηνοθεσία του λόγου της (στοιχείο τόσο απαραίτητο όταν μιλάμε για ποίηση). Κατά πόσο, όμως, άλλαξε και τη θεματική της γραμμή ή απομακρύνθηκε πράγματι από την πρώτη συλλογή της; Όσοι έχουν διαβάσει ή πρόκειται να διαβάσουν το Μεταίχμιο, με την προϋπόθεση ότι ξέρουν και την προγενέστερη διαδρομή της Καπλάνη, δύσκολα θα διαφωνήσουν με ένα μικρό σύνολο στοιχειωδών διαπιστώσεων: έχοντας στο παρελθόν χρησιμοποιήσει πολλά σχήματα και συστήματα ποιητικών φωνών, έχοντας επίσης αναμετρηθεί με πλήθος μυθολογικές χροιές και μορφές, αλλά και έχοντας επιπροσθέτως δοκιμάσει να στοιχηθεί πίσω από ποικίλα τεχνάσματα, η Καπλάνη φτάνει σίγουρα πιο απέριττη στο νέο βιβλίο της, όχι μόνο χωρίς την κρυπτικότητα που συνόδευσε γοητευτικά τους στίχους της επί πολλά χρόνια, αλλά και δίχως τις φιλότεχνα επινοημένες αμφιέσεις με τις οποίες έντυσε κατ’ επανάληψη την ποιητική της – στέκει συνεπώς κάπως μακριά από το πώς οργάνωσε και από το πώς υποστήριξε παλαιότερα στο επίπεδο της μορφής τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τους σκοπούς και τη λειτουργία της τέχνης της. Υπό αυτή την έννοια, τα καινούργια ποιήματα της Καπλάνη επιδιώκουν μια πιο άμεση επικοινωνία, αποζητούν το βλέμμα και το νεύμα του αναγνώστη απευθύνοντάς του μιαν οικειότερη χειρονομία. Ας μην τραβήξουμε, ωστόσο, αυτό το νήμα πολύ μακριά. Η Καπλάνη συνεχίζει τη δουλειά της χωρίς υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, σμιλεύοντας πάντοτε τις λέξεις και τις εικόνες της και αγνοώντας ευκολίες, συμβάσεις και αυτονόητα.
Μήπως, εντούτοις, έχει αλλάξει κάτι κρίσιμο στο επίπεδο του περιεχομένου; Δεν θα το έλεγα ούτε αυτό. Κάποιοι θάνατοι που πρόλαβαν να μεσολαβήσουν (θάνατοι πραγματικοί και συμβολικοί) δεν μετέβαλαν τον τόνο, κάποιες ακυρώσεις (ακυρώσεις καθημερινές και υπαρξιακές) που ήρθαν να προστεθούν δεν επηρέασαν το κέντρο της όρασης. Τότε, δεν έχει συμβεί εντέλει το παραμικρό; Φυσικά και έχει συμβεί, μόνο που τις λέξεις δεν πρέπει να τις εννοούμε προσφεύγοντας σε λεξικά, όπως έκανα ο ίδιος νωρίτερα. Μεταιχμιακό στο βιβλίο της Καπλάνη είναι εκείνο που αλλάζει χωρίς να το φωνάζει, είναι η απαλλαγή από τα βάρη του παρελθόντος (είδαμε προεισαγωγικά πόσα και ποια βάρη) δίχως τη διάταση των αισθημάτων, είναι ό,τι μεταβάλλει ή και αποβάλλει δέρμα χωρίς να μεταμορφώνεται δραματικά, γιατί επιδιώκει να κρατήσει την αποδραματοποίηση ως βασικό κανόνα οποιουδήποτε ποιητικού εγχειρήματος – ως έδρα μιας ποίησης η οποία δεν έχει πάψει να μας συγκινεί με την αποκαθαρμένη ένταση και με την ακρίβεια της ευθυβολίας της, ακόμα κι αν προσβλέπει, έστω μελαγχολικά, σε ένα λιγότερο άδειο μέλλον:
Το παιδικό τρενάκι έφτασε σε μια νέα πόλη
η μικρή τρέχει στην άδεια πλατεία
να πετάξει τον ήλιο χαρταετό
παίζει κρυφτό με τη σκιά της στις αψίδες.
Παλιό βαγόνι αποθήκη ταξιδιών
αποσκευές ανέγγιχτες
πρόθυμες κάποτε για αναχώρηση
από την ετυμηγορία του χρόνου ατελέσφορη.
Η γυναίκα με το λευκό φόρεμα
σε αντίστιξη με το σκιερό της είδωλο
μοιάζει τελετουργικά κάτι να αποχαιρετά:
ευσεβείς πόθους, εις εαυτόν εντολές, κρυστάλλους ενοχές.
Το παιδί πλησιάζει. Ακούει μελωδικά ακατανόητα λόγια
συνόδευαν χθες το βράδυ παραδόξως τον ύπνο του
της προσφέρει αντίδωρο ένα μεγάλο ρολόι
τιμόνι για το επόμενο ταξίδι
κλεψύδρα χαρμολύπης.
Βικτωρία Καπλάνη, Μεταίχμιο, Γράφημα
Βρες το εδώ