του Στέφανου Δημητρίου
Το καινούργιο βιβλίο του Ξενοφώντα Κοντιάδη είναι συγγραφική έκπληξη, διότι δείχνει πώς ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, με εγνωσμένης αξίας συγκροτημένο λόγο και γραφή, μετατοπίζει το κέντρο των ενδιαφερόντων του, μετατοπίζοντας και τις εκφραστικές του δυνατότητες, σε άλλο, νέο πεδίο εκφραστικής δοκιμασίας. Ο συγγραφέας καταπιάνεται με μια παλιά ιστορία, από εκείνες που άσκησαν διαμορφωτική επιρροή στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία και που, αν και μοιάζουν ξεχασμένες, εξακολουθούν να μας συνοδεύουν. Αυτό το τελευταίο δείχνει και την αμφισημία τους: μπορούν να αποβούν καθηλωτικές (όχι με την καλή έννοια) ή να έχουν σημαντική δημιουργική επίδραση για τον εθνικό και ηθικοπολιτικό αναστοχασμό όλων μας, άρα και για την αρμονική συνύπαρξη όλων μας στο κοινό πεδίο της δημοκρατικής και πολιτικά φιλελεύθερης πλουραλιστικής κοινωνίας, η υπεράσπιση της οποίας είναι και η αναγκαία προϋπόθεση για την υπεράσπιση της πολιτικής μας αυθυπαρξίας και των ισότιμων συμβιωτικών μας σχέσεων ως πολιτών με διακριτές και αντιπαρατιθέμενες πολιτικές στάσεις και επιλογές.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης, συγγράφοντας ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα (που διαβάζεται κυλώντας σαν γάργαρο νεράκι) καταπιάνεται με την «υπόθεση Μπελογιάννη», τις περιπλοκές της, τις πολιτικές της απολήξεις, αλλά και τις σχέσεις των ανθρώπων της εποχής, ιδίως εκείνων που διεδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Στα πενήντα δύο μικρά κεφάλαια, που συναποτελούν το βιβλίο, χωριζόμενα σε δύο μέρη, ο συγγραφέας κατορθώνει να ανασυστήσει μεγάλο μέρος από τη σκηνή του μετεμφυλιακού δράματος, μέσα από την πρώτη και τη δεύτερη δίκη Μπελογιάννη. Επιτυγχάνει να καταδείξει τα όρια του ηρωισμού και της αδυναμίας, δείχνοντας πώς ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και τα δύο. Το βιβλίο ξεκινά με τον Δημήτρη Μπάτση, η περιπέτεια του οποίου, μαζί με τη Λίλιαν Μπάτση, σε μία σχεδόν κοινή παρουσίαση, διατρέχει και τα δύο μέρη. Γίνεται αναφορά στο εγχείρημα του περιοδικού «Ανταίος», στο οποίο είχε καθοριστικό ρόλο ο Μπάτσης (επίσης, ο συγγραφέας δείχνει πώς ο διοικητής της Ασφάλειας, Πανόπουλος, θέλησε να τον χρησιμοποιήσει ως δήθεν σύνδεσμο του παράνομου ΚΚΕ με ανύπαρκτη οργάνωση του παράνομου μηχανισμού στην Αεροπορία και το Ναυτικό. Όντως ακολούθησαν αντίστοιχες δίκες, γνωστές ως «Δίκη των Αεροπόρων» και «Δίκη του Ναυτικού». Η τελευταία, μάλιστα, απέληξε και σε θανατικές καταδίκες που εκτελέστηκαν). Παρουσιάζονται τα δύο κέντρα του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, δηλαδή το καθοδηγούμενο από τον Νίκο Πλουμπίδη, μετά τη σύλληψη και εκτέλεση του Στέργιου Αναστασιάδη, το 1949, λίγο πριν από τη λήξη του αδελφοκτόνου Εμφυλίου, και το δεύτερο, συγκροτηθέν με πρωτοβουλία του Σταύρου Κασιμάτη, καθοδηγητικό κέντρο, με τον Κώστα Φιλίνη, τον Αντώνη Μπριλλάκη, τον Παναγιώτη Κατερίνη κ.ά., δηλαδή τους «τρελούς» της Μακρονήσου, και αργότερα με τον Λεωνίδα Τζεφρώνη. Είναι ιδιαίτερα εναργής, μέσα στην εκφραστική της απλότητα, η περιγραφή των στιγμών αυτής της υπόθεσης, στην οποία ξεχωρίζουν η έλευση του παράνομου Μπελογιάννη στη χώρα, το κυνήγι των «πρακτόρων» (αν και υπήρχαν και πραγματικοί) εντός του παράνομου μηχανισμού, ο ρόλος του ΙΔΕΑ, που εκτίθεται έτσι ώστε να καταλάβουμε και την προπαρασκευαστική του συμμετοχή στο απριλιανό πραξικόπημα, ο ρόλος του σταθμάρχη της αρτιγέννητης CIA, Τομ Καραμεσίνη, και, βεβαίως, η ίδια η δίκη, με τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της Έλλης Παππά (τότε Ιωαννίδου), του Καλούμενου, του Καλοφωλιά, των αδελφών Αργυριάδη, του Φιλάρετου Λαζαρίδη, αλλά και ο μηχανισμός των ασυρμάτων με τον Νίκο Βαβούδη και τη Ρούλα Λαζαρίδου, στη βίλα «Αύρα», στη Γλυφάδα, καθώς και στο σπίτι του Καλούμενου στην Καλλιθέα. Υπάρχει αναφορά ακόμη και στην ξεχασμένη Λία Φλωριά, την πρώτη γυναίκα στην οποία δοκιμάστηκε η ανάκριση με ηλεκτροσόκ, που επειδή εκείνη κράτησε στην ανάκριση, δεν συνελήφθη ο γνωστός ηθοποιός, Λυκούργος Καλλέργης, στο σπίτι του οποίου συνεδρίαζαν ο Πλουμπίδης, με τον Μπελογιάννη, τον Στάθη Δρομάζο και την Έλλη Παππά, και η οποία βρήκε τέλος αντίστοιχο της στάσης της, εκπαραθυρωθείσα από όροφο της Γενικής Ασφάλειας. Ίσως το πιο δυνατό στοιχείο της αφηγηματικής αυτής έκθεσης προσώπων και καταστάσεων είναι το ότι ο συγγραφέας τα δένει ως αλληλοδιαδεχόμενες εικόνες, με ήπια, αλλά διακριτή, παραστατική δύναμη.
Ο Ξενοφών Κοντιάδης, λοιπόν, επιχειρεί – και νομίζω ότι το καταφέρνει – όχι μόνο να ανασυγκροτήσει τα γεγονότα και να τα εκθέσει με ενάργεια στον αναγνώστη, ιδίως σε όποιον δεν τα γνωρίζει, αλλά και να ανατάμει σημαντικές πλευρές των παραμέτρων που οδήγησαν σε αυτά. Ο συγγραφέας δεν εκφωνεί ιδεολογικό λόγο. Ενώ, δηλαδή, είναι εμφανής η θέση του ως προς τα γεγονότα και τους ανθρώπους, η σαφής αξιακή στάση του δεν χειραγωγεί τον αναγνώστη, δεν προκαταλαμβάνει την κρίση του ούτε και αποτελεί αφετηρία, για να αχθεί στον ιεροκηρυγματικό, φρονηματικό λόγο. Ο τρόπος, με τον οποίο ανασυγκροτεί και περιγράφει τα γεγονότα και τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, είναι μία σύνθεση εκφραστικής λεπτότητας, περιγραφικής ακρίβειας και, το κυριότερο, – κατά τη γνώμη μου – στοχαστικότητας, όχι ως προς τη διατύπωση αντίστοιχων κρίσεων, αλλά ως προς την αίσθηση που αφήνει η διήγηση, όταν ανασυστήνει με μετριοπάθεια τα γεγονότα. Ίσως αυτό να είναι και το σημαντικότερο πλεονέκτημα αυτού του βιβλίου: η στοχαστική, μετριοπαθής προσέγγιση και επεξεργασία των γεγονότων, η οποία αποτυπώνεται και στη γραφή του συγγραφέα, όταν τα περιγράφει και προσπαθεί να βρει τις προϋποθέσεις τους. Αυτή η στοχαστικότητα, όμως, η οποία φαίνεται κυρίως στον ρυθμό της γραφής, δίνει τη μεγάλη ελευθερία στον αναγνώστη να τα στοχαστεί και ο ίδιος, με τον δικό του διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως αυτό να δυσχεράνει την ανάγνωση των γεγονότων, διότι η γραφή του συγγραφέα είναι η ίδια τόσο πειθαρχημένα ελεύθερη, ώστε να εξασφαλίζει αντίστοιχη ερμηνευτική ελευθερία στον αναγνώστη.
Ο στέρεος λόγος του Ξενοφώντα Κοντιάδη, καθώς και η αφηγηματική του ικανότητα, επαναφέρουν κάτι παλιότερο και λησμονημένο ως προς τα διηγούμενα γεγονότα και τον ρόλο των εμπλεκομένων προσώπων: η μνήμη, σε ό, τι αφορά όλα αυτά, είχε αποκτήσει και ηθική σημασία. Είχε προσλάβει τη σημασία της αντίστασης, όχι μόνο στη ελλοχεύουσα, πάντοτε, λήθη, αλλά και στον φόβο της εξιστόρησης αυτών των γεγονότων. Προφανώς – και ευτυχώς – η ωρίμαση της Δημοκρατίας μας, εδώ και δεκαετίες (και εδώ έπαιξαν σημαντικό ρόλο και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Γεώργιος Ράλλης και οπωσδήποτε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος, ουχί τυχαίως, είχε εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο στην κηδεία του Παρτσαλίδη, το 1980, και είχε παραμείνει, μόνος εκείνος από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του, στη Βουλή, χαιρετίζοντας από το κοινοβουλευτικό βήμα την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το 1982, εξαίροντας, μάλιστα, τον καθοριστικό ρόλο του ΕΑΜ και αποτίοντας και τον δίκαιο φόρο τιμής και στις άλλες εθνικοαπελευθερωτικές-αντιστασιακές οργανώσεις, όπως, π.χ. η ΠΕΑΝ ή η οργάνωση της Λέλας Καραγιάννη, που μπορεί να ήταν πολύ-πολύ μικρότερες από το ΕΑΜ, αλλά είχαν αναπτύξει σημαντική πατριωτική δράση), έχει αποτινάξει κάθε τέτοιον φόβο. Όμως, η πολιτική, στοχαστική προσέγγιση της μνήμης παραμένει ανοικτό ζητούμενο, που μας οδηγεί στο επίσης αναστοχαστικό, παρά τη φαινομενική απλοϊκότητά του, ερώτημα: γιατί, λοιπόν, ξεχνάμε τα γεγονότα; Είναι δηλαδή επειδή, απλώς και μόνον, «ο κόσμος προχωράει;». Προχωρεί ανάλαφρος, χωρίς κανένα φορτίο του παρελθόντος; Ο συγγραφέας αφηγείται τα γεγονότα, έξω από το πεδίο της επιστημονικής, ιστορικής εξιστόρησης και ανασυγκρότησής τους. Ωστόσο, και ο ίδιος τα ανασυγκροτεί, αλλά, όπως είπαμε, όχι ως ιστορικός. Τα ανασυγκροτεί μέσα από τον ρόλο και τα πάθη, δηλαδή τα παθήματα, των προσώπων, τα οποία είναι αυτά που σημαδεύουν τα ίδια τα γεγονότα. Αξίζει να επιμείνουμε στο πώς φαίνεται η στοχαστική προσέγγιση του Ξενοφώντα Κοντιάδη, η οποία δεν εκδηλώνεται, βεβαίως, με τη στιβαρή επιχειρηματολογία, που έχουμε δει σε άλλα, άλλης τάξεως, έργα του (εδώ δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο), αλλά μέσω της σημαδιακής αφήγησης, αυτής δηλαδή που δείχνει το σημάδι των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων επάνω στη μεμβράνη συγκεκριμένων στιγμών, οι οποίες συνθέτουν το όλον της περιπέτειάς τους, που δεν είναι μόνο δική τους, αλλά και της πατρίδας μας: Ο Κοντιάδης ανασυγκροτεί το παρελθόν, όπως και επιτυγχάνει να αφηγηθεί τα γεγονότα και να σμιλεύσει τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστικών σε αυτά ανθρώπων, χωρίς να αφήνει περιθώρια ώστε η όποια συγκινησιακή λειτουργία, για όποιον έχει λόγους να είναι δεκτικός στα ομόλογα ερεθίσματα, τα οποία μπορεί να προκαλέσει η συγκεκριμένη ιστόρηση, να παρεισφρήσει στην κριτική ανάλυση των γεγονότων. Αυτή η εναρμόνιση των δύο, που προκύπτει από την οριοθέτησή τους, ώστε το πρώτο να μην υποκαθιστά το δεύτερο, είναι το εκφραστικό επίτευγμα της γραφής του συγγραφέα. Είναι αυτό που μας εξασφαλίζει η απλότητα της γραφής του, διότι, χωρίς αυτήν την απλότητα, ο αναγνώστης δεν θα ήταν δυνατόν να καταστεί κοινωνός της αμεσότητας που παρέχει αυτός ο τρόπος αφήγησης. Το κομμάτι του παρελθόντος που ανασυγκροτεί ο συγγραφέας το εκθέτει ο ίδιος με τέτοιον τρόπο στον αναγνώστη, ώστε ο τελευταίος να μη διαβάσει ξερά την ιστόρηση, αλλά να την προσλάβει μέσω της δικής του διανοητικής, επεξεργαστικής, αλλά και ανασυνθετικής των πτυχών της, διαμεσολάβησης. Άλλωστε όλοι μας ξέρουμε ότι είναι υποκειμενικός ο τρόπος με τον οποίον κάθε φορά οι άνθρωποι βιώνουν συγκεκριμένες περιόδους της ιστορίας, συγκεκριμένες εποχές. Η αντίληψη που έχουμε για το παρελθόν υπερβαίνει τη διαπίστωση του ότι «τότε συνέβη το Χ, επειδή προηγήθηκε το Ψ». Προφανώς και σκεφτόμαστε και έτσι, αλλά, για να αποφύγουμε τη διανοητική υπεροψία και τις απόλυτες εξηγήσεις, καλό είναι να μην παραβλέπουμε ότι υπάρχει και ένα ολόκληρο πλέγμα διανοητικών παραδόσεων και προεννοήσεων, το οποίο επίσης ορίζει το πεδίο εντός του οποίου εγγράφεται το παρελθόν, ώστε να το προσλάβουμε ως ιστορική γνώση και εμπειρία. Ο συγγραφέας, όμως, καταφέρνει να δράσει ως αφηγητής σε αυτό ακριβώς το πεδίο, να ανασυγκροτήσει την εμπειρία και, μέσω του αφηγηματικού υλικού, να δείξει τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι βίωσαν τη συγκεκριμένη εποχή. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται την εμπλοκή σε αυτά τα γεγονότα του Δημήτρη και της Λίλιαν Μπάτση, ιδίως σε σχέση με τον υπουργό Εσωτερικών και Ασφαλείας, Ρέντη, και την εθελόθυτη προσφορά της Λίλιαν Μπάτση να σώσει τον Δημήτρη Μπάτση από το εκτελεστικό απόσπασμα, δίνοντας στον υπουργό το αντάλλαγμα που της ζήτησε, με σκοπό το να εξασφαλίσει αντίστοιχες εγγυήσεις από τον Ρέντη, είναι δείγμα πολύ χαρακτηριστικό ως προς τα παραπάνω. Ο Ξενοφών Κοντιάδης επιτυγχάνει, μέσω της αφήγησης, καθώς και της συναφούς ανασυγκρότησης της σχετικής εμπειρίας, να ξαναδώσει στη μνήμη έναν ρόλο πιο καίριο από αυτόν της ιστορίας, στον βαθμό, βέβαια, που δέχεται κανείς ότι η μνήμη της σχέσης των ανθρώπων με την ιστορική εμπειρία έχει και μία εναργή πολιτική διάσταση, διότι αναδεικνύει πτυχές και λεπτές αποχρώσεις, που η ιστορία ίσως να δυσκολεύεται να τις διακριβώσει και να τις αναδείξει, ή, ίσως, και να τις αποκρύπτει. Άλλωστε, είναι περιττό να τονίσει κανείς την πολιτική αξιοποίηση – ή ακόμη και εκμεταλλευτική χρησιμοποίηση – τόσο της ιστορίας όσο και της μνήμης, όπως και την πολιτική και ιδεολογική χρήση της ιστορίας, όταν αυτή εκλαμβάνεται και προβάλλεται ως παρόν, όπως, συχνά, και το παρόν προβάλλεται ως ιστορία. Ο συγγραφέας, με την αφηγηματική του αμεσότητα, που δείχνει ότι ξέρει και πότε να επιτείνει και πότε να εκλεπτύνει τον αφηγηματικό τόνο της γραφής του, μας επιτρέπει να δούμε πώς τόσο η μνήμη όσο και η ιστορία διεκδικούν να έχουν ίσα δικαιώματα στο παρελθόν και τις ερμηνευτικές του αναπλάσεις. Αυτό, από την άλλη, ανάλογα με τη θέση από την οποία ο αναγνώστης επιλέγει να δει τα γεγονότα και τα πρόσωπα, οδηγεί στο να σκεφτούμε και εμείς, με τη σειρά, μας το σε τι ακριβώς συνίσταται – και τι συνεπάγεται – η, συχνά αναπόφευκτη, αλλά όχι και αστόχαστη, συναισθηματική προσέγγιση του παρελθόντος. Και, μάλιστα, ενός παρελθόντος, που, από όποια πλευρά και αν το εξετάσει κανείς – και βεβαίως η κριτικά αναστοχαστική εξέταση έγκειται στο να αλλάζουμε ερμηνευτικές θέσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουμε συγκεκριμένες πεποιθήσεις, αλλά σημαίνει ότι δεν εγκαταλείπουμε εαυτόν στην ευκολία του δογματισμού – υπήρξε τραυματικό. Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα: μπορεί κανείς να διαβάσει την αφηγηματική ανασύσταση των πτυχών τέτοιου παρελθόντος και την ιστορία ανθρώπων με πραγματική τραγικότητα, αγνοώντας τον ρόλο του τραύματος; Μάλλον, άλλοι, επαρκέστεροι εμού, ως προς την απαιτητέα, για τέτοιο ζήτημα, επιστημονική συγκρότηση, μπορούν να χειριστούν ένα τέτοιο ερώτημα ως προς τη σχέση ιστορίας, τραύματος και αναστοχαστικής εξέτασης. Έχει, όμως, σημασία να το έχουμε υπόψη διαβάζοντας αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο.
Τίποτε, όμως, από τα παραπάνω δεν έχει νόημα χωρίς τον τίτλο που επέλεξε ο συγγραφέας. Δηλαδή, «η τρέλα ν’ αλλάξουν τον κόσμο» θα μας οδηγήσει αναποδράστως στη σημασία και τον καθοριστικό ρόλο της ουτοπίας. Θα μας οδηγήσει στο να αναρωτηθούμε αν η ουτοπία χρειάζεται ως παυσίλυπη, παραμυθητική υπόσχεση, ως ψυχοδυναμική αντιμετώπιση του παρόντος, μέσω μιας εφόρμησης προς το μέλλον, ή ως δυνητικό δεσμωτήριο των χειραφεσιακών μας ελπίδων, που, πολλές φορές, έχει φανεί ότι καταλήγουν στην ολοκληρωτική – και με τις δύο σημασίες του όρου – καθυποταγή και διάψευσή τους. Είναι, λοιπόν, αναγκαία η ουτοπική σκέψη και πράξη; Το ερώτημα προκύπτει αβιάστως από την ανάγνωση του βιβλίου και οπωσδήποτε επιδέχεται απαντήσεις πέραν της μίας. Πιθανώς αυτές οι απαντήσεις να είναι, σε μεγάλο βαθμό, ισοσθενείς, με μικρές διαφοροποιήσεις ως προς τη δικαιολογητική ισχύ τους. Νομίζω, όμως, ότι η ουτοπική σκέψη, όχι ως σωτηριολογική επαγγελία, αλλά ως κριτικό ενέργημα, όπως στα μεγάλα σχεδιάσματα, π.χ. το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ ή την «Αιώνια Ειρήνη» του Καντ, αλλά και άλλα βεβαίως (δεν αναφέρω το μαρξικό έργο, διότι νομίζω ότι δεν έχει ουτοπική διάσταση, δηλαδή δεν περιλαμβάνει μια περιγραφή άλλης κοινωνίας, αλλά αυτή συνάγεται εξ αντιδιαστολής προς την κριτική στον καπιταλισμό, επί τη βάσει της ανάγκης να πραγματωθούν οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης μέσω της άρσης των χωρισμών της αστικής κοινωνίας), δείχνει το όριο των χειραφεσιακών μας διαβημάτων. Είναι σηματωρός μιας πορείας που θα μπορούσαμε, ενδεχομένως, να ακολουθήσουμε, αρκεί να μην επιζητούμε τη διανοητική μας κάθειρξη σε απόλυτα, άκαμπτα σχήματα. Η ουτοπία, στις πολυσχιδείς εκδοχές της, δημιουργούσε – και ίσως και τώρα δημιουργεί – ευεπίφορες συνθήκες δημιουργικής πολιτικής δράσης. Αναδεικνύει ένα δέον, αναγκαίο για να αξιολογούμε το παρόν, χωρίς απλώς να διαπιστώνουμε πώς έχει το παρόν και χωρίς, όμως, να διαχωρίζουμε – με τη ριζικότητα του δογματισμού – αυτό το δέον από την υφιστάμενη, πολύμορφη πραγματικότητα. Αυτό ίσως μας επιτρέψει να αναδιπλασιάσουμε τον εαυτό μας και να είμαστε και οραματιστές και σκεπτικιστές συγχρόνως, πρωτίστως ως προς τους ιστορικούς προσανατολισμούς και τα εγγενή – ή, συχνά, και ένθετα – οραματικά τους στοιχεία. Έχει και ένα επιπλέον όφελος αυτό: εάν δεν υποκαταστήσουμε την κριτικώς γρηγορούσα συνείδηση με τη ληθαργούσα συνείδηση που χουζουρεύει ήσυχη μέσα στις βεβαιότητές της, δεν θα διατρέξουμε τον κίνδυνο να μας ξυπνήσει βαναύσως η Ιστορία, η οποία συνήθως αδιαφορεί για τις βεβαιότητες που μπορούμε να έχουμε ως προς τις πολύτροπες αλλαγές της.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Ξενοφών Κοντιάδης, Η τρέλα ν’ αλλάξουν τον κόσμο, Τόπος, Αθήνα 2022.