του Γιώργου Φράγκογλου
Αύγουστος στην Ολυμπία και Σεπτέμβριος στο κλεινόν άστυ, στη μονή Δαφνίου. Για πέντε, όλες κι όλες, παραστάσεις. Στο πλαίσιο του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός», η Ρούλα Πατεράκη και οι συνεργάτες της παρουσίασαν το έργο «Θα γίνει ανταλλαγή;» μια ματιά λοξή, μα πιο ουσιαστική, το μεγάλο «τραύμα» της σύγχρονης ιστορίας μας: στη μεγάλη εκστρατεία, στη δραματική καταστροφή, στην τραγική έξοδο, στην αδιανόητη ανταλλαγή.
Η έρευνα στις πηγές που επιχείρησε η ίδια η Πατεράκη την οδήγησε στη σύνθεση ενός κειμένου με λόγο απόλυτα προσωπικό, που παραπέμπει σε μια βαθιά ατομική βίωση του τραύματος. Κανένας μελοδραματισμός.·Απουσία θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού. Ένα κείμενο γραμμένο «κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων» ωθεί το θεατή στο στοχασμό πάνω στη σύγχρονη «σικελική εκστρατεία» και στη «σφαγή στον Ασσίναρο ποταμό». Και, σίγουρα, προσφορά στη νεοελληνική θεατρική γραφή.
Ήδη από τον τίτλο της παράστασης, η παρουσία του ερωτηματικού μάς βάζει σε σκέψεις: ποιος σκέφτηκε την ανταλλαγή; Kαι πώς θα γίνει; και με τι κόστος; Kαι γιατί; Και πώς είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ένας εμπορικός όρος για ανθρώπινα πλάσματα; Ίσως γιατί, όπως λέει ο ποιητής:
«Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·»
(Γ. Σεφέρης «Τελευταίος σταθμός»).
Κι επομένως, το τραύμα μετακινείται από τις προσωπικές ιστορίες και τα αδιέξοδα της μνήμης στα πολιτικά αλισβερίσια. Ή, μάλλον, αποτελεί συγκερασμό και των δύο. Εξάλλου, το έθεσε εξαιρετικά στη «Μάνα Κουράγιο» ο μεγάλος Γερμανός: «Τι χασούρα τι νίκη, για τους μικρούς είναι άσχημο πράμα ο πόλεμος. Το πιο καλό είναι να μη γίνονται μανούβρες στην πολιτική».
Η Πατεράκη επέλεξε ως χώρο δράσης ένα τοπίο θανάτου,·τον προθάλαμο του Αχέροντα, απ’ όπου βγαίνουν οι επτά ηθοποιοί –έξι γυναίκες κι ένας άνδρας, διαφορετικής ηλικίας και καταγωγής-, για να αφηγηθούν συμπληρωματικά, διαζευκτικά, αντιθετικά την προσωπική τους εκδοχή για τα γεγονότα. Όλοι φέρουν στίγματα στο πρόσωπο, σημάδια του ανθρώπινου τέλους, μνήμη θανάτου. Και παρακολουθούνται, καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης, από το άγρυπνο μάτι της σκηνοθέτιδος-περατάρη στον άλλο κόσμο. Και είναι αυτή που τους κερνάει σε διαφορετικά σημεία των αφηγήσεων νερό, δηλαδή «νεαρόν ὕδωρ» (φρέσκο, δροσιστικό), για να ξεδιψάσουν από την ανοδική πορεία και για να φρεσκάρουν τη μνήμη τους.
Οι αφηγήσεις των ηθοποιών/performers συμπλέκονται μ’ έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο. Δεν αποτελούν απλώς προσωπικές καταθέσεις, που απευθύνονται παρατακτικά στο κοινό, αλλά συνθέτουν μια «υποκριτική» παρτιτούρα, παίζοντας με όλες τις αποχρώσεις του λόγου. Μοιάζει σαν να δίνουν σάρκα και οστά στα σημεία στίξης, για να σχολιάσουν με διαφορετικό μάτι την ανταλλαγή. Ο Κοσμάς Φοντούκης είναι η διπλή παύλα, που κρύβει μέσα της όλες τις σημαντικές πληροφορίες για τα γεγονότα του 1922.·Αντίθετα, η Ειρήνη Καραγιάννη, ως παρένθεση, παραθέτει λεπτομέρειες, που με το περιεχόμενό τους συμπληρώνουν κενά και διασαφηνίζουν τα συμβάντα. Η Ευανθία Κουρμούλη παίζει με τη χρήση των αποσιωπητικών, γιατί δεν μπορεί να εκφράσει το ανέκφραστο της ανταλλαγής και έχει μείνει ενεή, ενώ η Μαρία Κουρμούλη, τραγουδώντας στίχους του Γιώργου Σεφέρη, σχολιάζει με πλάγιο τρόπο, μέσα σε εισαγωγικά, τον ξεριζωμό. Η Νάντια Μουρούζη στηρίζεται στο θαυμαστικό, για να εκφράσει όχι μόνο την έκπληξή της αλλά και την ειρωνεία της απέναντι στα παιχνίδια των συμμάχων. Και η Φιλαρέτη Κομνηνού διαρκώς αναρωτιέται για την αλήθεια των γεγονότων, για τα αίτια και τις συνέπειες, δίνοντας στο ερωτηματικό (και του τίτλου) πρωτεύουσα υπόσταση. Τέλος, η Δήμητρα Χατούπη επιχειρεί να θέσει ένα τέρμα στον μνησιπήμονα πόνο: τελεία, τελεία και παύλα. Το ιδιαίτερο όλης αυτής της υποκριτικής είναι πως αφορμάται διαρκώς από τον άλλο, δεν αποτελεί κατάλογο σημείων στίξης, αλλά κείμενο και ψυχή και βλέμμα και κίνηση: ουσία θεάτρου.
Στο ίδιο μήκος κύματος, συνομιλεί και η μουσική επένδυση της παράστασης. Οι οπερατικές άριες, που αποδίδει αριστοτεχνικά η Ειρήνη Καραγιάννη,διαλέγονται εξαίσια με τον προσωπικό ροκ ήχο με τον οποίο η Νίκη Καραγεώργου και η Μαρία Κουρμούλη έντυσαν τους στίχους του Σεφέρη. «Είδος μεικτό, αλλά νόμιμο», η μουσική της παράστασης παντρεύει το σήμα κατατεθέν της νεότερης αστικής κοινωνίας (όπερα) με τη διαρκή συντριπτική δύναμη του μεστού στίχου και του καίριου ήχου (ροκ).
Μετά από εβδομήντα πέντε λεπτά καταβύθισης στο παρελθόν της «ανταλλαγής», ο θίασος υποκλίνεται. Και καθώς πλησιάζει προς το κοινό μέσα από τις πάνινες πολυθρόνες-μνήμες μιας βραδιάς σε θερινό κινηματογράφο που δεν ξοδεύτηκε άδικα-, μοιάζει με βύθισμα στο πέλαγος, ή –μάλλον- στα νερά της Αχερουσίας, στο δρόμο της επιστροφής στη λήθη (;)
Και ο περατάρης χαιρετά το κοινό από το βάθος. Χαλάλ ολσούν (ας γίνει χάρισμα).
«Θα γίνει Ανταλλαγή;»
8 & 9 Αυγούστου 2022: Αρχαία Ολυμπία, Γυμνάσιο
14,15,16 Σεπτεμβρίου 2022: Αθήνα, Μονή Δαφνίου
Συντελεστές
Έρευνα/Πρωτότυπο κείμενο – σκηνοθεσία: Ρούλα Πατεράκη
Πρωτότυπη μουσική: Νίκη Καραγεώργου, Μαρία Κουρμούλη
Σκηνογραφία: Ρούλα Πατεράκη, Ευανθία Κουρμούλη
Εικαστική επιμέλεια – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Ηλεκτρολόγος: Λευτέρης Καρποδίνης
Ηχοληψία/ σχεδιασμός ήχου: Μίμης Καλαντζής
Ηθοποιοί/performers:
Φιλαρέτη Κομνηνού, Δήμητρα Χατούπη, Κοσμάς Φοντούκης, Νάντια Μουρούζη, Ειρήνη Καράγιαννη, Ευανθία Κουρμούλη, Μαρία Κουρμούλη, Ρούλα Πατεράκη
Τραγουδούν: Ειρήνη Καράγιαννη, Μαρία Κουρμούλη
Έπαιξαν οι μουσικοί:
Άρης Ζέρβας (τσέλο), Νίκη Καραγεώργου (πλήκτρα), Άλεξ Μπόλπασης (κιθάρα), Μελίνα Ντελίκου (βιολί), Σωτήρης Πέπελας (τρομπέτα)
Ηχογράφηση – μίξη: Άλεξ Μπόλπασης
Βοηθός σκηνοθέτη:Ευανθία Κουρμούλη
Κατασκευή σκηνικού: Δημήτρης Μπούτας
Φωτογραφίες: Νίκος Μαυράκης
Φωτογραφίες παράστασης: Ελπίδα Μουμουλίδου
Επικοινωνία/ δημόσιες σχέσεις: Δέσποινα Ερρίκου, Ράνια Παπαδοπούλου
Διεύθυνση Παραγωγής: Αλέξανδρος Νταβρής
Παραγωγή: The Greyblue Gap και ΜεταΘέατρο