της Μαρίζας Ντεκάστρο.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, οι έλληνες συγγραφείς εφηβικών βιβλίων είναι τολμηροί όσο και πολλοί ξένοι συνάδελφοί τους και γράφουν μυθιστορήματα για πραγματικά ζητήματα που αναδύονται με επιμονή από την καθημερινότητα. Ίσως ως λογοτεχνία δεν έχουμε μεγάλη παράδοση στο φανταστικό ούτε σκοτεινή μυθολογία όπως οι βόρειοι. Οι περισσότεροι δικοί μας συγγραφείς (πλην μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού, αλλά με εξαιρετικά βιβλία) αδιαφορούν γι αυτή τη λογοτεχνία της μόδας των πολυσέλιδων δυστοπικών κόσμων της φαντασίας όπου βασιλεύει πάντα, μα πάντα το κακό, και αποφεύγουν τους έρωτες και τα πάθη μεταξύ ανθρώπων και πλασμάτων του μύθου. Πολλά τα παραπάνω βιβλία δεν είναι αδιάφορα, όμως έχουν δημιουργήσει μια τυπολογία η οποία επαναλαμβάνεται κατά κόρον, με μικρές διαφορές από το ένα στο άλλο.
Το 2010 κυκλοφόρησε από τις εκδ. Ψυχογιός, το μυθιστόρημα Ζαχαρένιες πεταλούδες, της Ιωάννας Σκαρλάτου με θέμα την εφηβική ανορεξία, ως παράλογο αντίδοτο για καταξίωση στο σχολικό περιβάλλον.
Τρία χρόνια μετά, το ίδιο θέμα πραγματεύεται η Στέλλα Κάσδαγλη.
Η ηρωίδα, δεκαπέντε χρονών, αλλάζει σχολείο λόγω της κρίσης, από το ιδιωτικό στο δημόσιο. Έχει αγωνίες: πώς θα ενταχτεί; Τι θα γίνει με τον μα……. από το παλιό σχολείο, που δεν της ρίχνει ούτε ένα βλέμμα και που όταν τη φιλάει το κάνει εξαιτίας ενός ηλίθιου στοιχήματος με τους άλλους ανόητους της τάξης; Και η κολλητή της; Θα την έχει για πάντα; Και τι θα γίνει αφού δεν χωράει πουθενά λόγω του υπερμεγέθους πισινού της;
Έναν τρόπο ξέρει, και αυτόν αποφασίζει να εφαρμόσει: δυο ψίχουλα τροφής κάθε μέρα. Και τα κιλά πέφτουν ενώ ίδια συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο, όχι μόνο στο σώμα αλλά και μέσα της. Κι αρχίζει η πίεση από το σπίτι, το κρυφτό. Το επίσημο σχολείο παραμένει απόν, ο μόνος που είναι κοντά της είναι ο Λουκάς, το άλλο αουτσάιντερ της τάξης. Η Ζωή ζει την αγωνία της ζυγαριάς, οι γονείς τη δική τους. Ο δρόμος προς την παραδοχή ότι το κορίτσι τους πάσχει, μακρύς. Ψυχολόγοι, γιατροί, νοσοκομείο και τέλος η ίαση και η σχεδόν αυτόματη αποδοχή από τα υπόλοιπα παιδιά, τα οποία σημειωτέον δεν την είχαν κάνει στην άκρη εξαιτίας των κιλών της αλλά επειδή η ίδια κρατιόταν μακριά τους.
Η νευρική ανορεξία και οι επιπτώσεις της στις έφηβες, περιγράφονται σαν μια πιθανή κατάσταση η οποία μπορεί οποιαδήποτε μέρα να χτυπήσει και τη δική μας πόρτα.
Το «Ήθελα μόνο να χωρέσω» ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία μυθιστορημάτων που ντύνουν ένα κοινωνικό ζήτημα με στοιχειώδη πλοκή και με χαρακτήρες που μοιάζουν στερεοτυπικοί (η μητέρα αγωνιά, ο πατέρας επίσης εμπλέκεται όπως και η γιαγιά και μια θεία, η ψυχολόγος όπως την περιμένουμε, οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριες αδιαφορούν και τελικά δέχονται τη Ζωή στην ομάδα τους, η κολλητή φίλη, κλπ) αλλά που τελικά δε είναι καθώς εξελίσσονται στην πορεία του έργου. Η συγγραφέας χτίζει το χαρακτήρα της ηρωίδας βαδίζοντας σε γνωστό της μονοπάτι, μεταφέρει δηλαδή στο χαρτί, όπως συμβαίνει με ανάλογα μυθιστορήματα, μια προσωπική περίπτωση (το υπαινίσσεται στο τέλος του βιβλίου). Εκείνο όμως που λείπει είναι ένα σχόλιο για τους άλλους λόγους (διαφήμιση, μοντέλα, μόδα) που ενδεχομένως παρασύρουν πολλές έφηβες στη δημιουργία μιας εικόνας που δεν είναι δική τους- σημαντικοί παράγοντες, αν σκεφτούμε ότι αρκετές ευρωπαϊκές χώρες απαγόρεψαν με νόμο την εμφάνιση στις πασαρέλες νεαρών λιπόσαρκων μοντέλων.
Οι εσωτερικοί μονόλογοι και οι καταστάσεις που ζουν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος πατούν στην πραγματικότητα και δένονται με αληθοφάνεια. Είναι ακριβώς αυτή η αληθοφάνεια που τους φέρνει πολύ κοντά στους αναγνώστες, όλοι γινόμαστε συμμέτοχοι στο πρόβλημα. Αληθινά είναι, για παράδειγμα, η χρήση του facebook και των chat από το κορίτσι, τα τραγούδια που συνοδεύουν τη ζωή της ηρωίδας, η κατρακύλα της και ο τρόμος των γονιών.
Το βιβλίο, πολύ προβλέψιμο στην εξέλιξή του, αξίζει να διαβαστεί χάρη στην αμεσότητα της γλώσσας που χρησιμοποιεί η δημοσιογράφος- συγγραφέας, στη λεπτότητα των παρατηρήσεων, στην ημερολογιακή και αγχώδη καταγραφή της πορείας της ηρωίδας, αποφεύγοντας κάθε διδακτισμό και αξιολογική κρίση.
Ως αναγνώστες έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε functional books για μικρά παιδιά όπου η παιδαγωγική έχει το πάνω χέρι επιδιώκοντας να διαφωτίσει και να προτείνει λύσεις σε προβλήματα.
Το «Ήθελα μόνο να χωρέσω» κάνει το ίδιο στο επίπεδο της εφηβείας, με στόχο να ανοίξει μια συζήτηση για την νευρική ανορεξία με εφήβους, γονείς, εκπαιδευτικούς, γιατρούς.
info:
Στέλλα Κάσδαγλη
Ήθελα μόνο να χωρέσω
Εκδ. Πατάκη, 2013
Προσθέτω ακόμα ένα εφηβικό βιβλίο για την ανορεξία και πάλι βασισμένο σε μια προσωπική εμπειρία: Το ημερολόγιο μιας ανορεξικής, της Μ. Πιταούλη, εκδ. Κέδρος