(επιμέλεια: Θανάσης Χατζόπουλος). Σικελιανός- Σεφέρης- Θεοχάρης- Στεργιόπουλος.
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
(1884-1951)
FUGA
Το χέρι στον σγουρόπλοκον αυχένα
κρατώντας, ή στο μελαψό της ώμο,
με τα μάτια στο πέλαο καρφωμένα,
του πόθου μου έδινα καινούριο δρόμο…
Κι αυτή γυρνούσε κάποτε το βλέμμα
το μαύρο και το υπάκουο προς εμένα,
σα να ’λεε: «Πώς σ’ ανοίγουν τα ρουθούνια
στην πνοή της πιθυμιάς και της αβύσσου,
κ’ εγώ, σαν άτι κάτου απ’ τα σπιρούνια,
παντού, παντού θα ’ρχόμουνα μαζί σου,
στη δύναμή σου δίπλα και τη γλύκα
και τον αέρα τρεμάμενη μυρίζει…
καθώς στο λόγκο μέσα η λαγωνίκα,
κάτου απ’ τα θάμνα ή πάνω από τα βάτα,
ή στ’ ορθό τ’ ανηφόρου μετερίζι,
ακλουθώντας σε τ’ άγριά μου τα νιάτα!»
ΘΑΛΕΡΟ
(1915)
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ’ αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη (άνω τελεία)
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
μες σε διπλή γαλήνη.
Βαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην αψηλή απανεμιά
το θυμωμένο γάλα,
κι από τα κλήματα τα ναι, που της πλαγι΄ς ανέβαιναν
μακριά-πλατιά τη σκάλα,
σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας, εσειόντανε
στον όχτο οι καλογιαννοι,
κι άπλων’ απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνούφαντο
κεφαλοπάνι…
Στο σύρμα, μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
το ’να από τ’ άλλο πίσω,
την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο
ξεκόβαν το βουνίσο.
Σκυφτό, τη γης μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο το βράχο επήδαγα
ζητώντας μου τα χνάρια.
Και κάτου απ’ την κληματαριά την άγουρη μ’ επρόσμενε
στο ξάγναντο το σπίτι,
στρωτό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του Αποσπερίτη…
Εκεί κερήθρα μόφερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπού ’χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα (άνω τελεία)
που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της παρθενιάς τη φλόγα,
κι απ’ τη σφιχτή της ντυμασιά, στα στήθια της τ’ αμάλαγα,
χώριζ’ ολόρτη η ρώγα(άνω τελεία)
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρει’ η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π’ αγανάχτησε
στα ορτά τα μονοπάτια,
κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε, προσμενοντας
μια σφήνα, μες στα μάτια.
Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα, τριγύρα μου, και τους καρπούς
γευόμουν απ’ το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο…
σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά
στα δέντρα ν’ αμολήσει.
Κ’ ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
και διάφανο το χώμα,
γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνόντανε
μ’ αδρό, γαλήνιο σώμα.
Εκεί μ’ ανοίξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
μες στην ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
νύχτια δροσιά τα θαμνα…
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
ν’ αναπαυτεί λιγάκι
πα’ σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι…
ΓΙΑΤΙ ΒΑΘΙΑ ΜΟΥ ΔΟΞΑΣΑ
Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…
Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
να τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα
λάμπ’ η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ’ τα βάθη τ’ ουρανού και μέσα μου ο καρπός!…
Γιατί δεν είπα: «Εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
μα «Αν είν’ η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
να που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
να που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…
(ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΟΥΡΑΝΊΑΣ,)
Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΤΖΕΣΙΒΑΝΟ
ΜΑΘΗΤΗ ΤΟΥ ΒΟΥΔΑ
(1937)
Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Ατζεσιβάνο. Κ’ ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
Κι όπως κυλά, από τ’ άδυτα του αδύτου
των ουρανών, μες στη νυχτιά έν’ αστέρι,
ή, όπως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.
Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία,
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ,
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!
(ΣΟΝΕΤΑ)
ΣΤ’ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
(1935)
Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
Γυναίκες ου Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Μεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη –έτσι γλυκά θρηνούσαν!–
πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Επιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Ανάστασης το θάμα,
και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκέπαζαν λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»
Και να (ανω τελεία) ο λεβέντης του χωριού, ο Βαγγέλης
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Βαγγέλης
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο (άνω τελεία) και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Και τότε –μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος–
απ’ το στασίδι που ’μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
–έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος–,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»
Κι ακόμα, –μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος–,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένο Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως το στασίδι που κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτι!…
ΑΓΡΑΦΟΝ
(1941)
Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη
της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια…
Κ’ εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που –ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν–
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν…
Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε (ανω τελεία) έτσι πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής του και Του ’πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμή, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρ μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε… Και τώρα
αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη… Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο (άνω τελεία) ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!»
Έτσ’ είπ’ Εκείνος(άνω τελεία) κ’ είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο…
Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!… δώσε,
δος και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλη άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
είτ’ έξω πό τη χώρα (άνω τελεία) Κύριε, δος μου,
μες στη φριχτήν οσμήν όπου διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο (ανω τελεία)
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ’χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!
(ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
(1900-1971)
ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ε΄
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ’ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνονται τ’ ανοιχτά
τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρικύμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.
(ΣΤΡΟΦΗ, 1931)
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ
Ασινην τε… (Ιλιάδα)
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγωνιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα (άνω τελεία)
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε… Ασίνη ντε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι(άνω τελεία)
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις
καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί στην απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρο
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρεύμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μια πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαίτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να ’ταν αυτή ο βασιλίας της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.
(ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α΄, 1940)
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες, με τόσο χρώματα.
Κύριε, όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους
δε βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.
Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ’ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,
Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε
ό,τι μπορούμε να είμαστε
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας (άνω τελεια)
πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν’ ανασάνουμε
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί
που βρίσκει τ’ ακρογιάλι ταξιδεύοντας
στα χάσματα της μνήμης –
Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε.
Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην πολεμίστρα,
όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,
όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας
και το χάσμα της πρόκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό (άνω τελεια)
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,
το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε
το μεσημέρι (ανω τελεία)
αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώς
το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα (άνω τελεία)
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο,
ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το
πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά της λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε
γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι
αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα
και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που
θερίζουν
και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το
αίμα των ανθρώπων
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα χωρίς το φόβο μες στην
καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράγματα ή έστω για τα μεγάλα (ανω τελεία)
όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο
του με τ’ άστρα,
όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο
αράπικο σπίτι,
πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και
να μικράινει(ανω τελεία)
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,
στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας
διώχνει και που μας πλάθει,
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και
βούλιαξε μέσα στην άμμο
αφήνοντα πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας
αψηλής φοινικιάς.
(ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄, 1944)
ΟΝΕΙΡΟ
Κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά (άνω τελεία)
κοιτάζει τα’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι
και πως ανθοβολά το νερό το τιμόνι.
ΜΝΗΜΗ, Α΄
Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι(άνω τελεία)
ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση
και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα (ανω τελεία) «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί,
ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει,
ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη ράχη».
Τα δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ’ αυτή τη φλογέρα
που μου χάρισε ένας γέροντας βοσκός επειδή του είπα καλησπέρα(άνω τελεία)
οι άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό (άνω τελεία)
ξυπνούν, ξυρίζουνται, κι αρχίζουν μεροκάματα το σκοτωμό,
όπως κλαδεύεις ή χειρουργείς, μεθοδικά, χωρίς πάθος (ανω τελεία)
ο πόνος νεκρός σαν τον Πάτροκλο και κανείς δεν κάνει λάθος.
Συλλογίστηκα να φυσήξω ένα σκοπό κι έπειτα ντράπηκα τον άλλο κόσμο
αυτόν που με βλέπει πέρ’ απ’ τη νύχτα μες απ’ το φως μου
που υφαίνουν τα κορμιά ζωντανά, οι καρδιές γυμνές
κι η αγάπη που ανήκει και στις Σεμνές
καθώς και στον άνθρωπο και στην πέτρα και στο νερό και στο χορτάρι
και στο ζώο που κοιτάει κατάματα το θάνατο που έρχεται να το πάρει.
Έτσι προχώρησα στο σκοτεινό μονοπάτι
κι έστριψα στο περβόλι μου κι έσκαψα κι έθαψα το καλάμι
και πάλι ψιθύρισα (ανω τελεία) «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,
πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,
θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη (άνω τελεία)
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Και μπήκα στ’ αδειανό μου το σπίτι.
ΠΕΝΘΕΥΣ
Ο ύπνος τον γέμισε όνειρα καρπών και φύλλων (άνω τελεία)
ο ξύπνος δεν τον άφηνε να κόψει ούτε ένα μούρο.
Κι οι δυο μαζί μοιράσανε τα μέλη του στις Βάκχες.
(ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄, 1955)
ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ
Ε΄
Ποιος άκουσε καταμεσήμερα
το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους, τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ
Ι΄
Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν
στο γλυκοχάραμα της μέρας
είδα τα χείλια που άνοιγαν
φύλλο το φύλλο.
Έλαμπε ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό.
Φοβήθηκα μην τα θερίσει.
(ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1966)
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ
(1951)
ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ
Γεννήθηκε στον κάμπο. Δεν είχε δει ποτέ τη θάλασσα.
Σαν άκουγε στο ράδιο εκείνο το πικρό τραγούδι:
θάλασσα τους θαλασσινούς μη τους θαλασσοδέρνεις
την έπιαν’ ένα κλάμα μυστικό.
Κρυβόταν μεσ’ στο φόβο της,
έτσι όπως γλιστρούσε στο καραβόπανο της πολυθρόνας,
στον κινηματογράφο ΟΑΣΗ της γειτονιάς της,
μαθήτρια τα καλοκαίρια στο δημοτικό,
και σφιχτοσφάλιζε τα μάτια της για να μη βλέπει
το Γιώργο Φούντα, τον Ξανθόπουλο,
τ’ άλλα παιδιά στους δεύτερους και τρίτους ρόλους
των ναυτών και των απλών ψράδων
να πνίγονται στο μαγικό πανί,
όταν τα άγρια κύματα έφταναν ώς τα πόδια της
και μούσκεψαν τα άσπρα της καλτσάκια.
Γεννήθηκε στο λαβρωμένο κάμπο. Δεν ήξερε τη θάλασσα.
ΠΕΡΙ ΛΥΧΝΩΝ ΑΦΑΣ
Την ώρα που αλλοιώνεται το φως του απογεύματος
κι ο ήλιος πυρπολεί τα σύννεφα απ’ τη δύση του,
η πόλη χαμηλώνει τη φωνή της.
Ανάβουνε τα καντηλάκια του δημοτικού φωτισμού
στους δρόμους με τι λεύκες. Τους δρόμους
που διασχίζουνε τη μοναξιά των πικραμένων.
Είναι η ώρα που ο φαντάρος στη σκοπιά
βλέπει τις χήρες να γυρνούν απ’ το νεκροταφείο
κι οι υποψήφιοι καρδιοπαθείς σιγά-σιγά
κινούν για τον περίπατό τους.
Είναι η ώρα που σχολούν τα φροντιστήρια
και βρίσκουνε τα νειάτα χώρο για ν’ αγαπηθούν
πίσω απ’ τις πικροδάφνες. Να πουν τα μυστικά
τους λόγια, ν’ αγγιχτούν, να νιώσουν,
να σώσουνε την πόλη από το θάνατο
που κουβαλούν οι μεγαλύτεροι.
FOTO LUX
Έμεινε το διάφραγμα ανοικτό στις αναμνήσεις.
Υπέρ των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι
μέσα από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο.
Εδώ με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με τα κλρίνα.
Στο κέντρο ΕΞΟΧΙΚΟΝ. Με τα μάτια ορθάνοιχτα
αντίκρυ στη μαγεία του μεγάλου πιάτου με τη λάμπα
και τις αστραπές. Λίγο μετά τον πόλεμο, σ’ ένα χωριό
που ’μαθε τον ηλεκτρισμό μέσ’ απ’ το flash του φωτογράφου.
Εκεί στη μονοήμερη εκδρομή. Με μπλε ποδιές.
Με τις λευκές κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που
ανέβαζαν στα μάτια την ψυχή τους και γίνονταν ωραίες
κάθε φορά που αναμετριόντουσαν στο κλικ της μηχανής.
Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στη θύμηση.
Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης,
το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας.
Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής.
Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις.
Σ’ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
θα υπάρξουμε.
Ίσως γιατί στα κατσαρά δοντάκια τους στο περιθώριο
έχουν τη δύναμη να ροκανίζουν τη φθορά.
ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΙΙΙ
Αλλάζουνε δραματικά οι καιροί.
Εκείνο που ήταν φλόγα πριν
έμεινε τώρα ένα ξερό φυτίλι.
Κείνοι που βγήκαν στο προσκήνιο
με την ορμή της Αντιγόνης,
έγιναν απολογητές του Κρέοντα.
ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ
Σου γράφω από το δειλινό
κι απ’ το λινό σεντόνι (άνω τελεία)
τεντώνει πάλι ο τένοντας
στο χέρι το λιγνό.
Αντίκρυ η θάλασσα θολή
και χοληδόχος κύστη (άνω τελεία)
η πίστη δίνει πίστωση
στην ώρα τη δειλή.
Προδότης λόγος αφαιρεί
το ρήμα από τη ρήση
κι η βρύση δεν ανάβρυσε
με δανεικό κλειδί.
(ΑΜΙΨΕΙΣΠΟΡΑ, 1996)
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
(1985)
ΘΛΙΨΗ
Σώπασαν καθώς σηκώνεται να χορέψει.
Αέρινη, μ’ ένα πέπλο καλυμμένη
χλωμή μα οικεία σαν αδελφή, σαν κατάρα.
Προχωρά προς τα κέντρο κι αυτοί ν’ αγωνιούν.
Το πέπλο κεντημένο μ’ αναμνήσεις
ίσα που καλύπτει τη λευκή σάρκα
νοτισμένη ως την κρατά
μες στην εικόνων, που τους απλώνει, χορογραφία.
Κι αυτά τα δάκρυα, νήμα
στο Μινώταυρο του πάθους. Να τη βρει
στο λαβύρινθο των βημάτων της
πριν ο χορός πεθάνει. Πριν να ’ναι αργά.
Σαν αερικό πλέει, ρούχα όλο αλλάζει
πάνω στην κίνησή της μεταμορφώνεται.
Στα μάτια του καθενός αλλιώς
κι όλοι να σιωπούν, να κοιτούν.
Τη Θλίψη που τόσο ακόρεστα μπροστά τους ξεδιπλώνεται.
Η ΑΓΚΑΛΙΑ
Ο κύκλος αυτός δεν τελειώνει. Όσο σφίγγεις,
τόσο αφαιρεί εμπιστοσύνη από τη στιγμή.
Κάτι απροσδιόριστο να θυμίζουνε οι μέρες.
Η μοίρα της, αδειανό πιθάρι.
Τρυφερά κρατώντας ό,τι αποξενωμένο.
Συνέθλιψε μονάχα στήθος
πολλά πνίγοντας σώματα από ανευθυνότητα.
Μορφή αφύσικη, απομεινάρι κίνησης.
Μάτια ορατά κραδαίνοντας ό,τι αγαπημένο.
Αλλού ο αποδεκατισμός αλλού η εκδήλωση.
Λες κι άφησε ο αποχαιρετισμός δώρο μιαν αγκύλωση.
Μέχρι να δέσουνε γύρω τους τα χέρια
φορέσανε αδειανή την καθημερινότητα.
ΚΡΥΦΤΟ
Αγαπημένοι είναι μονάχα αυτοί
που σ’ αφήνουνε να τους ξεχάσεις.
Η λησμονιά όμως είναι ενοχλητικά μόνιμη.
Γι’ αυτό, κρύβεται
στην ασφάλεια της έλλειψης.
Μες στου Εγωϊσμού την αγκαλιά.
Στο γνώριμο αυτό κρεβάτι
του πιο προσωπικού μου Σατανά.
ΦΡΟΝΗΣΗ
Ό,τι μας έδεσε, έδεσε μόνον χώμα
και μόλις καταλαγιάσει ο θάνατος
νέοι θα δαγκώσουμε το μήλο απ’ την αρχή.
Και θα τραγουδά για μας η γη
πως χώμα αγάπησε το χώμα
και χώμα δεν θα αγαπήσει ποτέ ξανά τόσο πολύ.
(Η ΔΙΑΒΟΛΟΣ, 2011)
Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
Όσα αξίζουν, ντύνονται αίμα.
Να τ’ αναγνωρίζει ο πόνος, να τα ’χει μετερίζι.
Μονάχα ο πόνος κάνει τον χρόνο κτήμα του,
Η ευτυχία, μια ζωή παπαγαλίζει.
Στον παράδεισο μονάχα μη με πας.
Όποιος πέθανε δεν σταματά και ν’ αμαρτάνει,
συνεχίζουν γι’ αυτόν οι πράξεις του.
Κράτησέ με μακριά. Οι εκπληρωμένες αμαρτίες
πώς; τόση κόλαση ν’ αντέξουν.
(ΚΑΤΑ ΧΡΟΝΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, 2012)