Της Γεωργίας Οικονομοπούλου.
Μήτρες και ίχνη. Υπόλευκο και λευκό σε λευκό σχεδόν αόρατα. Μπούστα. Πρόσωπα «γνώριμα» σβήνουν ή μόλις κι εμφανίζονται, εκκινούν / συγκινούν / ανακινούν «Μνήμες», όπως τιτλοφορεί την έκθεσή της η Αγγελική Πολυχρόνη.
Στον νότιο πόλο της πόλης που διεκδικεί –ως μια από τις τρεις φιναλίστ πλέον- τον τίτλο και τον ρόλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2021, δείχνει η πυξίδα. Στο λιμάνι της Καλαμάτας, στο νεοκλασικό διώροφο του Εικαστικού Εργαστηρίου του Δήμου, παρουσιάζεται μια ευαίσθητη κι υπογείως δυναμική καλλιτέχνιδα της χαρακτικής.
Συνομιλεί χαμηλόφωνα με την άλλη σημαντική έκθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Καλαμάτα. Στη Δημοτική Πινακοθήκη «Α. Τάσσος», στις βορινές γειτονιές της παλιάς πόλης, φιλοξενούνται έργα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Εσωτερικός, ιδιόθερμος, εμβληματικός. Κι όμως, η πυξίδα έχει τρελαθεί. Η μεγάλη έκπληξη είναι η Αγγελική Πολυχρόνη. Και τις δυο εκθέσεις έχει επιμεληθεί ο Παναγιώτης Λαμπρινίδης.
Μαθήτρια του Γιάννη Γουρζή, η Αγγελική Πολυχρόνη φοίτησε στην Καλών Τεχνών της Αθήνας όψιμα, αφού είχε σπουδάσει αγγλικά και γραφιστική κι έχοντας εξασκηθεί στην αγιογραφία. Στο Εικαστικό Εργαστήρι παρακολουθούμε την πτυχιακή της εργασία. Δούλεψε τα πρώτα σχέδια σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, δίπλα στον ασθενή πατέρα της.
«Εκεί παρατήρησα τη φθορά, αρχικά της σάρκας, την ανθρώπινη φθορά μέσα από την ασθένεια», λέει. «Κι έπειτα, τη φθορά της μνήμης, τι μένει από ανθρώπους και καταστάσεις που με έχουν στιγματίσει. Αυτή ήταν η αγωνία και η προσπάθειά μου, να τα αποτυπώσω και μ’ αυτό δούλεψα για τη συγκεκριμένη δουλειά. Άρχισα να το κάνω πιο συναισθηματικό, να δουλεύω με πρόσωπα που συναισθηματικά με έχουν αγγίξει».
Η φιγούρα του πατέρα επανέρχεται. Στη μια πλευρά της αίθουσας, θραυσματικά παρουσιάζονται μέλη της οικογένειας, ο πατριάρχης παππούς, ο κύκλος των συγγενών, κολάζ. Κλασικό κάδρο, μπούστο με αναφορές στην αγιογραφία, που όμως «με είχε εγκλωβίσει στο λεπτομερές σχέδιο, στον τρόπο της γραμμής, στη φόρμα. Δεν μπορούσα να συμβαδίσω με έναν αντίστοιχα κλασικό τρόπο στη χαρακτική». Μπήκε στην κολλαγραφία. Άρχισε να χτίζει τις μήτρες με στόκο.
«Και μου άρεσε πάρα πολύ. Ο στόκος στεγνώνει μέσα σ’ ένα τέταρτο, δουλεύεις γρήγορα. Αυτό ήθελα. Πολύ γρήγορα, άμεσα να φτιάχνω, να έχω αυτό που θέλω να πω, χωρίς να είμαι εμμονική στη λεπτομέρεια και στη γραφή μου. Ήθελα να ξεφύγω, να ξαναδώ τη φόρμα, να χτίσω αυτό που θέλω. Και βέβαια αυτό που μου έδωσε το υλικό και το ερωτεύτηκα είναι η τρίτη διάσταση. Ξέφυγα πλέον από το πλάτος και το ύψος, μπήκα στο βάθος. Το χαρτί προσαρμόζεται σ’ αυτό που χτίζω, μπορώ να παίξω με το μελάνι και την πίεση. Με απελευθέρωσε και με γοήτευσε. Αποτίναξα τα στεγανά».
Μας έδωσε μορφές φασματικές, σχεδόν άυλες. Αδρές ωστόσο σαν γρατζουνιές της μνήμης. Από τα πορτρέτα της ξεπηδούν αρχέτυπα. Βλέπω στα κάδρα της τον Παπαδιαμάντη, τον Σκαρίμπα, ξεπροβάλουν σαν αυτόματες ασυνείδητες κατασκευές ο Δον Κιχώτης και ο Πόε. Βλέπω τις δικές μου μνήμες; τη ρωτώ. «Αυτοί είναι, ναι, είναι εκεί», απαντά. «Είναι οι αναφορές μου, οι δικές μου εμπειρίες από αυτά που αγαπώ, οι δικοί μου άνθρωποι. Ο Δον Κιχώτης, ο Παπαδιαμάντης, κοσμοκαλόγεροι και γεροντάδες που γνώρισα. Δεν είναι συγγενείς μου βιολογικοί, αλλά βέβαια υπάρχει συγγένεια».