του Ανδρέα Λαμπέτη
Για την Σοφία Γεωργακοπούλου και τον Σπύρο Καπνιά
Συχνά αναρωτιέμαι γιατί να υπάρχουν, ακόμη, μες στη μνήμη μου κομματιασμένα η μορφή και το έργο της ποιήτριας Κοραλίας Ανδρειάδου Θεοτοκά. Αλήθεια, υπάρχει λόγος σοβαρός; Πάνε χρόνια από τότε που πρωτοψηλάφισα τους στίχους της. Ήμουν φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, στο Τμήμα Φιλολογίας. Μια μέρα ψάχνοντας άσκοπα στο Σπουδαστήριο, κοντοστάθηκε το βλέμμα μου στα ποιήματά της. ‘Ετρεξα να τ΄αγοράσω στο βιβλιοπωλείο της Πολιτείας. Όπως μ’ ενημέρωσαν, δεν πωλούνταν πια. Ήταν εξαντλημένα. Αποφάσισα, τότε, να τα δώσω να μου τα φωτοτυπήσουν στο φωτοτυπείο της Σχολής. Εκεί, έναντι μιας χαμηλής αμοιβής παίρνει και πάλι ζωή η κρυμμένη ποίηση. Να μοιράζεται από χέρι σε χέρι. Το αντίτιμο για το άδειο χαρτί που σε λίγο θα γεμίσει γράμματα όχι ακριβό. Ύστερα είναι κατά την ανάγνωση που κάποιοι θα το πληρώσουν με τη ψυχή τους.
Την εποχή εκείνη έμοιαζαν οι στίχοι της να μην έχουν χώρο να σταθούν. Πού να βρεθεί στ’ αλήθεια χώρος για την προσωπική εμπειρία, όταν το πλήθος βοά και απαιτεί. Στα λερά έδρανα, στα γεμάτα σκουπίδια αμφιθέατρα ήταν πνιγμένοι οι ήχοι της ποίησής της απ’ τις φωνές που κραύγαζαν για το δικαίωμα στην εργασία, για μια πιο αξιοπρεπή ζωή, για περισσότερα χρήματα, καλύτερη παιδεία, όχι στα μνημόνια… Μια Ελλάδα που πήγαινε κι ερχόταν. Οι δικαίως αγανακτισμένοι γίναν για λίγο ένα με τους αδίκως φωνασκούντες. Υπάρχουν, βέβαια, στην ποίησή της και τα κοινωνικά αιτήματα, μα στα μάτια μου τότε είχαν θαφτεί κάτω από το βάρος του προσωπικού της πόνου. Κι εγώ νέος φοβισμένος μ΄ ένα μέλλον άγνωστο. Και να, που είχα όλο της το έργο. Πίστεψα κι εγώ τότε στον έρωτα που δωρίζει πίκρα και ταλαιπωρία. Στο Οικοτροφείο της Αγίας Βαρβάρας, στο φοιτητικό δωμάτιο που μοιραζόμουν μ’ έναν ξένο, έβαλα για καιρό δίπλα στο κομοδίνο μου τα ποιήματά της. Να τα φτάνει το χέρι μου εύκολα. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο σ’ έβλεπε ο μακρινός Υμηττός και τις σελίδες των γραφτών σου νότιζε η υγρασία ενός κήπου που δεν έγινε ποτέ δικός μου. Πια δε θυμάμαι όλους αυτούς τους στίχους. Κάτι θα κατάλαβα, κάτι δεν θα μπόρεσα να καταλάβω. Κάτι θα ήταν ξένο για μένα ή προορισμένο να μην κατανοηθεί. Σα διαμαρτυρία που γίνεται μόνο και μόνο για ν’ απελευθερώσει την οργή του ο μπουχτισμένος. Ένα καλοκαιρινό απόγευμα μπαίνοντας στο δωμάτιο είδα το πουκάμισο ενός ασυνείδητου να στάζει νερά και να θολώνει το μελάνι των στίχων σου. Πρόλαβα, όμως, να τους απομακρύνω κι έτσι δεν ξεθώριασαν. Ο καυτός ήλιος εξαέρωσε το νερό. Υπάρχουν ακόμη εκεί. Θολοί μες στα νοήματά τους και στον χρόνο, αλλ’ ακέραιοι.
Κι ύστερα γύρεψα να πατήσω επί τα ίχνη του βίου της. Επισκέφτηκα το σπίτι της και στάθηκα ν’ αφουγκραστώ τον απόηχο της πικρής ανάσας που ανάσανε. Σαν πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι την φαντάστηκα. Λες κι εκείνη η Γαλάτεια της χαμοζωής το ‘γραψε γι’ αυτήν. Και βάλθηκα να περιγράψω το πέταγμά της, γράφοντας:
«Η Κοραλλία Θεοτοκά πέταξε σαν αστέρι κόκκινο από τα ύψη του σπιτιού της. Στο εξής ο αττικός ουρανός δε θα ξαγρυπνούσε απ’ τους ολονύχτιους καημούς της. Το εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού που έχει ένα άλλο μέτρο σκέπασε με τις φτερούγες του το αιωρούμενο σώμα της. Την απέθεσε απαλά στο έδαφος, που έγινε το τελευταίο σπίτι της, για να μην πονέσει».
Έτσι, είχα πλάσει τότε την ιστορία στο νου μου. Ζητώντας να βρω λίγο φως, μιαν εξήγηση, στη σκοτεινή απόφαση αυτής της ξένης γυναίκας, που με τα ποιήματά της έγινε δική. Σήμερα, επιμένω στην εικόνα της Κοραλίας να πετάει. Αλλά, έχοντας ξορκίσει τον θάνατο, λυπάμαι που κουράστηκε. Που δεν έμεινε ακόμη λίγο εδώ. Να μοιραστεί την κατάφαση των νέων στη ζωή που την εξέλαβε ως κάτι δεδομένο, ως υπάρχουσα λόγω της νεαρής ηλικίας που αντέχει. Και τώρα της γράφω δυο λόγια ανεπίδοτα βγαλμένα μέσ’ απ’ την καρδία μου.
«Σκέφτομαι τον αγώνα που αγωνίστηκες μερόνυχτα. Θα έκλεισες πολλά ξημερώματα τα μάτια σου αποκαμωμένη από τη μάχη που χάθηκε, αλλά με τη βεβαιότητα ότι η επόμενη θα κερδηθεί. Και μια στιγμή ήρθε μια μέρα που δεν ένιωσες, πια, υπόλογη απέναντι στη ζωή και σ’ αυτούς που σε αγαπούσαν και σου παραστέκονταν. Ανέβηκες με υπολογισμένα βήματα στην ταράτσα του σπιτιού σου και άφησες να εισχωρήσει στο σώμα σου ο ίλιγγος του κενού. Δεν θέλησες να δει ο χώρος που έζησε με εκείνον μέχρι που ο Οκτώβρης στον πήρε, πώς θα λιγόστευε η ανάσα σου, ώσπου να μην ακούγεται πια. Ούτε άλλος κανείς. Φρόντισες να μην αποδοθούν αλλού ευθύνες. Ήταν η πράξη αυτή γέννα δική σου. Φύτεψες το μαλακό σου κορμί στο σκληρό έδαφος. Ο αττικός ουρανός του μεσημεριού στάθηκε μια στιγμή ν’ αποχαιρετίσει κι εσένα, έναν ακόμη άνθρωπο που έτυχε και έζησε και πέθανε κάτω από τη σκέπη του. Παραδίπλα, οι διαβάτες περπατούν ανύποπτοι και αδιάφοροι. Στα κοντινά νοσοκομεία κάποιο μωρό γεννιέται και κάποιος άλλος φεύγει. Φεύγοντας απ’ το παλιό σου σπίτι, δεν υπήρχε τίποτα να σε θυμίζει. Στην είσοδο κάποιοι συζητούσαν για δουλειές και χρήματα. Η ποίηση δεν φτάνει, για να σωθεί κανείς. Ο έρωτας δεν είναι αρκετός, για να σκοτώσει κάποιον. Κι εγώ ένας ξένος που θυμωμένος θα σε επαληθεύσει, γράφοντας βαθιά μέσα του την κατάφαση στη ζωή. Τώρα, είναι το βιβλίο σου φυλαγμένο ευλαβικά σε μια ζεστή βιβλιοθήκη μαζί με άλλα εκείνης της εποχής. Υπάρχει σε ένα σπίτι, αλλά δεν διαβάζεται. Παλιά, σε κουβάλησα μαζί μου καφενεία και εστιατόρια. Αταίριαστη παρέα στον κόσμο μας. Θυμητάρι ενός κοινού δύσκολου δρόμου. Η αλήθεια είναι πως το αμετάκλητο του θανάτου δεν εξωραϊζεται. Πέταξες σαν ελεύθερο πουλἰ, αλλά κατέληξες στο έδαφος. Ποιος να το έμαθε ποτέ αν μετάνιωσες, όταν το άλμα είχε αρχίσει. Αν ήταν μόνο η παρόρμηση της στιγμής εκείνης, όταν αδειάζει ο άνθρωπος από δυνάμεις. Ένιωσα, αλλά δεν κατανόησα πλήρως. Μου έμεινε ο παλιός φόβος. Και κάθε φορά που βλέπω παράθυρο με καταπίνει ο ίλιγγος του κενού. Φοβάμαι για τους κουρασμένους τούτου του κόσμου, που κυνηγημένοι απ’ το σώμα και την ψυχή τους, θα ακούσουν μήπως μετατραπεί ο ίλιγγος σε μαγευτική Σειρήνα που ηχώντας με ήχους ψεύτικους καλεί σε προσδοκώμενες ελευθερίες και συντριβές άλλες.
Οικεία ξένη Κοραλία Ανδρειάδη Θεοτοκά, σκέφτομαι κι εγώ χρόνια μετά εδώ στον ξένο τόπο, ότι, ναι, μπορούμε να γελάσουμε με τα πάντα ή και να μη γελάσουμε με τίποτα. Ότι πάντα μας περιμένει ένας λόγος για να ζήσουμε και άλλος ένας για να μη ζήσουμε. Είναι καιρός να συμφωνήσουμε με βεβαιότητα. Δεν νομίζεις; Σήμερα, σου στέλνω την κατάφαση στη ζωή που, κάποτε, για σένα υπήρξε άρνηση και σκέψη υψηλού πετάγματος.
Τα ποιήματά σου ήταν και αυτά κάτω από την σκέπη του Ικάρου. Στο τέλος μετά το παράτολμο πέταγμά τους βρήκαν με τη φροντίδα της αδελφής, που έμεινε πίσω, και των αγαπημένων σου συγκεντρωμένα κάτω από την σκέπη μιας παντοτινής Εστίας. Εξαντλημένα σήμερα, αλλά όχι χαμένα.
Θα σε πιστέψω για να ‘ρθω πιο κοντά στη ζωή, όχι στον θάνατο. Όταν χρόνια μετά Θα σταθώ πέρα απ’ τις τρομακτικές προσευχές που σα θυμίαμα αναδύονταν απ’ τ’ άδειο σου νυφικό κρεβάτι και κείνες τις μακάβριες παρακλήσεις σας, Κοραλίας των τάφων. Θα δω πάλι μπροστά μου να βάφει το ξοδεμένο αίμα, που θα γινόταν παιδιά, το νυφικό κρεβάτι και θ’ ακούσω αντί για νανουρίσματα γλυκά το μινύρισμα της μαυροφορεμένης ποιητικής αηδόνας που ακουγόταν να πέφτει σα βροχή στη νυχτερινή σιωπή της μεγάλης λεωφόρου. Τρανταχτήκαμε κι οι δυο μας συθέμελα απ’ την απρόσκλητη επιθυμία της νιότης. Κι όταν κατηφόριζα από έναν δρόμο σα μυθικό συντριβάνι γεμάτο Ναϊάδες που έδιναν τον έρωτα και την άρνηση, σταμάταγα να μυρίσω τ’ ανθισμένο γιασεμί δίπλα στο σπίτι σου. Αυτό ευωδίαζε αδιάφορο για τον δικό σου θάνατο και τις δικές μου χαρμολύπες.
Σήμερα μένει η δίψα για την κατάφαση στη ζωή. Έγραψες κι εσύ έν’ ανεπίδοτο γράμμα και θα μπορέσεις να με καταλάβεις. Τώρα, έχω πάρει, πια, απόσταση από τις περιστάσεις του βίου σου, αλλά ακόμη έρχονται στιγμές που βυθίζομαι ξανά στον φόβο του σούρουπου και της μοναξιάς. Κι οι στίχοι να γίνονται φορτικοί. Κι η εργασία να μη κυλάει σαν ποτάμι, αλλά σαν τοίχος βαρύς να σε πλακώνει. Δεν σε πιστεύω, όπως τότε. Σε θυμάμαι, για να σε ξεχάσω. Αλλά σε καταλαβαίνω. Πια».
3 Οκτωβρίου του 2021, Ανατολικό Βερολίνο
(*) Ανδρέας Λαμπέτης (κλασικός φιλόλογος, Master Universität Hamburg, φοιτητής στο Institut für Bibliotheks- und Informationswissenschaft, Humboldt-Universität zu Berlin)