«Ανεμοδαρμένα ύψη»: σαν σκληρό και απλουστευτικό παραμύθι (της Όλγας Σελλά)

0
688

 

της Όλγας Σελλά

 

Ρημαγμένοι άνθρωποι. Άνθρωποι που δεν μπορούν ή δεν ξέρουν πώς να φτάσουν σ’ αυτό που επιθυμούν, και η ματαίωσή τους αυτή γίνεται αρρώστια, σωματική και ψυχική, γίνεται μία και μοναδική έξοδος και διέξοδος προς την εκδίκηση και το απόλυτο κακό. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που ζουν μέσα ή γύρω από μια σπίτι στους λόφους, στα «Ανεμοδαρμένα ύψη», στα τέλη του 18ου αιώνα κάπου στο Γιορκσάιρ της Βρετανίας. Έτσι τους φαντάστηκε η δημιουργός τους, η συγγραφέας Έμιλυ Μπροντέ στο ένα και μοναδικό της μυθιστόρημα που έγραψε από τον Δεκέμβριο του 1845 μέχρι τον Ιούλιο του 1846. Εκδόθηκε με το ψευδώνυμο Ελλις Μπελ, το 1847. Έναν χρόνο αργότερα, το 1848, η δημιουργός του έφυγε από τη ζωή.

Αυτό το μυθιστόρημα, που κυρίως μας καλεί να κοιτάξουμε με προσοχή τις ακίδες της ανθρώπινης ψυχής και το πώς αυτές οι ακίδες μπορούν να γίνουν όπλα θανατηφόρα στοχεύοντας άλλες ανθρώπινες ψυχές, διασκεύασε και σκηνοθέτησε (για δεύτερη φορά) ο Γιάννης Καλαβριανός στην παράσταση που από τις 25 Ιανουαρίου παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.

Αυτοί οι ρημαγμένοι άνθρωποι κινούνται σ’ έναν χώρο που απ’ έξω είναι ειδυλλιακός, αλλά από μέσα ρημαγμένος. Αυτό το σκηνικό έστησε ο Γιάννης Θαβώρης, με μισοκατεστραμμένα έπιπλα και με κάτι διάσπαρτα ασημένια σερβίτσια τσαγιού να δηλώνουν κάποια μεγαλεία παλιά. Εκεί, στα «Ανεμοδαρμένα ύψη» συναντούμε την Κάθριν (Ιωάννα Κολλιοπούλου) που θέλει να παίζει και να χάνεται στους λόφους με τον Χίθκλιφ (Γιώργος Γλάστρας), με τον οποίο μαζί μεγάλωσαν, αλλά είναι ένα παιδί που μάζεψε από τους δρόμους ο πατέρας της. Το παιδικό παιχνίδι γίνεται ένας ανομολόγητος έρωτας, που κανείς από τους δυο δεν ξέρει πώς να τον διαχειριστεί. Ο αδελφός της  Κάθριν, ο Χίντλεϊ Έρνσο (Άγγελος Μπούρας) όταν γίνεται κύριος του σπιτιού φέρεται υποτιμητικά και απαξιωτικά προς τον Χίθκλιφ, κάνοντας σαφή τα όρια που τους χωρίζουν. Και προφανώς δεν διανοείται τη σύνδεση της Κάθριν με τον Χίθκλιφ, αλλά με έναν άνθρωπο της τάξης τους, τον Έντγκαρ Λίντον (Δημήτρης Πασάς), που ζει σ’ ένα γειτονικό αγρόκτημα με την αδελφή του Ισαβέλα (Χριστίνα Μαξούρη). Δίπλα σ’ αυτά τα κεντρικά πρόσωπα, οι άνθρωποι που συνήθως σιωπούν αλλά τα βλέπουν όλα: η οικονόμος του σπιτιού, η Νέλλυ (Αγγελική Λεμονή), που αναλαμβάνει και τον ρόλο του αφηγητή στην παράσταση του Γ. Καλαβριανού και ο Τζόζεφ (Γιώργος Μπινιάρης) ο βαρύθυμος και θρησκόληπτος υπηρέτης στα «Ανεμοδαρμένα ύψη».

Και όταν τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» αρχίζει να τα χτυπάει η φυματίωση και ο θάνατος [πεθαίνει η γυναίκα του Χίντλεϊ Έρνσο, η Φράνσις (Μαρία Κωνσταντά)] αφήνοντας πίσω της τον γιο τους Έρτον (Γιώργος Μακρής), ο Χίντλεϊ δεν μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματα του πόνου, παρά μόνο με την απόλυτη σκληρότητα στον πιο εύκολο αποδέκτη: τον Χίθκλιφ. Ο οποίος ματαιωμένος και διαλυμένος από την απαξίωση και την κακομεταχείριση εξαφανίζεται και ο γάμος της Κάθριν με τον Έντγκαρ μοιάζει πλέον αυτονόητος μονόδρομος. Αλλά η Κάθριν βασανίζεται από εφιάλτες και από μια απελπισμένη αγάπη  για τον Χίθκλιφ που σχεδόν δεν αναγνωρίζει ή παλεύει να μην την αναγνωρίσει: «Στον Παράδεισο ήμουν δυστυχισμένη. Μήπως ο Έντγκαρ ήταν για μένα κάτι σαν τον Παράδεισο;».

Όμως τρία χρόνια μετά τον γάμο τους ο Χίθκλιφ εμφανίζεται και πάλι, εντελώς αλλαγμένος. Καλοβαλμένος, πλούσιος, κάτι σαν άρχοντας. Που διψά για εκδίκηση και δεν κάνει άλλο από το να μηχανορραφεί και να ποθεί την Κάθριν. Και για να κάνει ακόμα πιο δύσκολο το μαρτύριό της, παντρεύεται την αδελφή του Έντγκαρ, την Ισαβέλα. Κι εκείνη, λιώνει από ζήλια και διχάζεται ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, που συμβολίζουν αναμφίβολα δύο διαφορετικούς κόσμους, και σπαράσσεται. Και πεθαίνει στη γέννα της κόρης της, που παίρνει τ’ όνομά της: Κάθυ (Λυγερή Μητροπούλου). Αλλά και το άλλο περίεργο ζευγάρι, του Χίθκλιφ και της Ισαβέλας, παρότι δεν ευημερεί, αφήνει έναν απόγονο: τον Λίντον (Γιώργος Μπένος). Όλα αυτά τα παιδιά, γίνονται με  τον έναν ή άλλο τρόπο υποχείρια και όργανα του Χίθκλιφ, στη σατανική διαδρομή της επικράτησής του, που στο δικό ψυχισμό έχει να κάνει μόνο με την απόλυτη υλική κυριότητα της περιουσίας όσων μισούσε.

Μια ανελέητη μάχη αγάπης και εκδίκησης, που διέλυσε όσους βρέθηκαν έστω και σε δεύτερο πλάνο στη δίνη της και δεν άφησε αλώβητους ούτε τους απογόνους των αρχικών πρωταγωνιστών. Μια περίεργη βεντέτα του Χίθκλιφ προς όλους, με σαφή ταξικά κριτήρια, την οποία επέβαλε και στις επόμενες γενιές, με αναλγησία και σκοπιμότητα, γιατί μόνο αυτά υπήρχαν στον κόσμο των εμμονών και του μίσους του. Ενός μίσους που είχε αφετηρία στην απόρριψη, στην απαξίωση, στην κακοποίηση, στον αποκλεισμό, στη στέρηση βασικών δικαιωμάτων της ζωής.

 

Αυτό είναι το μυθιστόρημα της Έμιλυ Μπροντέ. Άνθρωποι που διαρκώς πάλλονται, που υποφέρουν, θυμώνουν, προσβάλλουν και προσβάλλονται, γίνονται υστερικοί, εύθικτοί ή κακομαθημένοι για λάθος λόγους. Γιατί ήταν εγκλωβισμένοι μέσα σε κανόνες ή ήταν θύματα αυτών των κοινωνικών κανόνων και αντιλήψεων που προκάλεσαν πολύ πόνο. Αντέδρασαν, ανταποδίδοντας τον πόνο. Αδιέξοδο.

Ο Γιάννης Καλαβριανός μεταφέρει οπτικά το σύμπαν της εποχής (και με τα σκηνικά και με τα κοστούμια), αλλά δεν κατάφερε να μεταφέρει τις αποχρώσεις της βασάνου και των βασάνων αυτών των ανθρώπων, «το κοινό τους μαρτύριο». Και κάπου η συγκίνηση θάμπωσε. Υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα η αδιανόητη, η τρομακτική σκληρότητα του Χίθκλιφ, συχνά με  υπερβολικούς θεατρικά τρόπους (όπως η σκηνή που ο Χίθκλιφ ξεθάβει τη σορό της Κάθριν για να της δώσει το αποχαιρετιστήριο φιλί που δεν του επέτρεψαν να της δώσει). Υπερβολές σκηνικές υπήρχαν και σε άλλα σημεία (π.χ. στον ομαδικό βήχα όλου του θιάσου, για να δηλωθεί η φυματίωση της Ισαβέλας ή στη σκηνή θανάτου του Χίντλεϊ, που δεν καταλάβαμε το νερό που έπεφτε πάνω του από την οροφή της Κεντρικής Σκηνής). Κι έτσι «ο κρυμμένα ποιητικός, σκοτεινός και αλλόκοτος κόσμος της δεσποινίδας Μπροντέ» έμεινε μισοκρυμμένος. Ίσως γιατί ο σκηνοθέτης ούτε την εποχή της Μπροντέ αποτύπωσε ακριβώς ούτε σύνδεση αυτού του σκοτεινού και αλλόκοτου κόσμου με αντίστοιχους του σήμερα έκανε. Κι έτσι αυτός ο κόσμος έμεινε μετέωρος, γραμμικός, σαν ένα σκληρό παραμύθι, που απλούστευσε όμως το πυκνό και συναρπαστικό διακύβευμα του μυθιστορήματος. Αν σ’ αυτή τη διαπίστωση προσθέσει κανείς το κατά τη γνώμη μου λάθος κάστινγκ των δύο πρωταγωνιστών και την ανυπαρξία χημείας μεταξύ τους (δύο ηθοποιοί που έχουν δώσει εξαιρετικά δείγματα δουλειάς ο καθένας τους, αλλά στη συγκεκριμένη παράσταση δεν ταίριαξαν και δεν συνταίριαξαν) είναι νομίζω σαφή τα ελλείμματα.

Η μόνη που μετέφερε τη συγκίνηση, η μόνη που τα ήξερε όλα, τους ήξερε όλους, η μόνη που ήταν γήινη και συνομιλούσε με τα συναισθήματά της ήταν η Νέλυ και η ερμηνεία της Αγγελικής Λεμονή ήταν από τις πιο εύστοχες και ουσιαστικές στην παράσταση. Ωραίος ο Τζόζεφ του Γιώργου Μπινιάρη, με τις ζητούμενες γωνίες ο Χίντλεϊ του Αγγελου Μπούρα, ενώ ο Δημήτρης Πασάς κατάφερε να δώσει τον άνθρωπο που έχει συναισθήματα, μπορεί να δείξει τρυφερότητα, αλλά βρίσκεται παρά τη θέλησή του στη μέση μιας δίνης που τον ξεπερνάει και τον καταπίνει. Δεν έβαλε έντονα το αποτύπωμά της η Ισαβέλα της Χριστίνας Μαξούρη, επαρκής στη σύντομη παρουσία της η Μαρία Κωνσταντά.  Ήταν όμως ιδιαίτερα εύστοχη η επιλογή των ηθοποιών που ερμήνευσαν τους γόνους των βασικών ηρώων. Ο Έρτον του Γιώργου Μακρή μετέδωσε με πειθώ και αμεσότητα και το θυμό του, και το ανεπεξέργαστο κομμάτι του και τις αδέξια τρυφερές και συνεσταλμένες προσπάθειές του ν’ αλλάξει για χάρη της Κάθυ. Ο Γιώργος Μπένος μετέφερε με το σώμα του τον φιλάσθενο και άβουλο Λίντον μεταδίδοντας την απόγνωσή του και η Λυγερή Μητροπούλου είχε τη δροσιά και τη χαρά της νιότης της. Και ήταν αυτή που μαζί με τον Έρτον κατάφεραν να περπατήσουν στους λόφους μακριά από τα φαντάσματα.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση, διασκευή, σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός, Σκηνικά: Γιάννης Θαβώρης, Συνεργάτης σκηνογράφου: Μαρία Καραθάνου, Κοστούμια: Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα, Ράνια Υφαντίδου, Μουσική: Αγγελος Τριανταφύλλου, Φωτισμοί: Εβίνα Βασιλακοπούλου, Βοηθός σκηνοθέτη-επιμέλεια κίνησης: Αλεξία Μπεζίκη, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή.

Παίζουν: Γιώργος Γλάστρας, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Αγγελική Λεμονή, Γιώργος Μακρής, Χριστίνα Μαξούρη, Λυγερή Μητροπούλου, Γιώργος Μπένος, Γιώργος Μπινιάρης, Άγγελος Μπούρας, Δημήτρης Πασάς.

 

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή 7μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή 9μ.μ., Σάββατο 5.30μ.μ. και 9μ.μ.

 

Προηγούμενο άρθρο“Μεγάλη βοή κατέβαινε” (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΗ μεταμόρφωσή τους; Σκέψεις από, και προς, έναν μετα-πλημμυρικό κόσμο (της Άντζελας Δημητρακάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ