του Μάριου Μώρου
«Ανδρομάχη, εσένα σκέπτομαι», γράφει ο Σαρλ Μπωντλέρ στον πρώτο στίχο του «Κύκνου» από τα περίφημα Άνθη του κακού και μεταφράζει ο Τάκης Παπατσώνης. Και λίγο παρακάτω: «Κι ακόμα σκέπτομαι εσένα, Ανδρομάχη, ριγμένη από την αγκαλιά ενός μεγάλου αντρός, ζώο ταπεινό κάτω απ’ την εξουσία του υπερόπτη Πύρρου, εκστατικιά να σκύβεις μπροστά σ’ έναν τάφο αδειανό· χήρα του Έχτορα, αλίμονο, ξεπεσμένη σε γυναίκα του Έλενου!». Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η Ανδρομάχη που ο γάλλος ποιητής την προσεγγίζει -φαλλογοκεντρικά θα λέγαμε- μέσα από τους άντρες που βρέθηκαν πλάι της; Ποια είναι αυτή η ομηρική δευτεραγωνίστρια που διατρέχει το λογοτεχνικό φαντασιακό από την αρχαιοελληνική τραγωδία του Ευρυπίδη, μέχρι τις βυζαντινές ηθοποιίες της σκηνής του συζυγικού αποχαιρετισμού, τον Διαφωτισμό του Ζαν-Μπατίστ Ρασίν, το γνωστό τραγούδι του μεγάλου Μάνου Χατζιδάκι; Ο Κώστας Ακρίβος, πριμοδοτώντας τη φωνή της, μας τη συστήνει ξανά, μέσα, όμως, από κάτοπτρα σύγχρονα, φωτίζοντας κακοφωτισμένες ή εντελώς λανθάνουσες πτυχές της επανασημασιοδότησης του μυθικού υλικού από τη λογοτεχνία. Βέβαια, για να είμαστε απόλυτα δίκαιοι, ο συγγραφέας επιστρέφει, κατά έναν τρόπο, σε ένα γνώριμο πεδίο. Το 2016, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, κυκλοφορούν τα Τελευταία νέα από την Ιθάκη, με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Μυθιστορίες». Αν, όμως, τότε ο μύθος λειτουργούσε αλληγορικά, δίνοντας στον συγγραφέα το επιμύθιο μιας σύγχρονης ιστορίας, στην περίπτωση του έργου που συζητάμε σήμερα τα πράγματα διαφέρουν πολύ.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ή, καλύτερα, ας πάρουμε τα πράγματα από τη στιγμή που η Ανδρομάχη συστήνεται ξανά στο κοινό της: «Μια γυναίκα ζωντανό πένθος ήμουν. Αυτό και τίποτ’ άλλο» (σ. 87). Αν ακολουθήσουμε τον μαύρο μίτο του πένθους, σε μια αντίστροφη θησεϊκή πορεία, όχι, δηλαδή, προς τα έξω αλλά προς τα μέσα ενός λαβύρινθου, λαβύρινθου σκέψεων, θυμήσεων, φαντασμάτων, επιτελεσμένων και ακυρωμένων πενθών, θα βρούμε τη λυδία λίθο της σύνθεσης. Το πένθος είναι όντως ο πιο ακέραιος αρμός της ζωής της πρωταγωνίστριας του έργου που κρατάμε στα χέρια μας. Ένα πένθος πανταχού παρόν, αδηφάγο, που ακολουθεί, ακόμα και ως ενσώματη επιτέλεση, την ηρωίδα μας από τις φλόγες της Τροίας μέχρι την Πέργαμο. Ένα πένθος μοιρασμένο σε οικεία πρόσωπα, πρόσωπα, όμως, χαμένα. Θα μπορούσαμε να αποφθεγματίσουμε, λέγοντας ότι η Ανδρομάχη επιτελεί μια διαρκή νέκυια. «Μια πηχτή ζάλη το μυαλό μου…», θα πει η Ανδρομάχη του Ακρίβου, για να προσθέσει: «Πότε εδώ και πότε εκεί… Πολλοί οι τόποι, ακόμα πιο πολλοί οι άνθρωποι που ζωντανεύουν μέσα του [ενν. τον νεκρό Έκτορα]. Όλοι πεθαμένοι, τα πάντα νεκρά. Εγώ;…» (σ. 43).
Ποια είναι, λοιπόν, η Ανδρομάχη; Το ερώτημα επανέρχεται συχνά στη σκέψη του αναγνώστη, σε μια πορεία αναβαθμών προς μια κάθαρση που μοιάζει αδύνατη. Παγιδευμένη στη θηλύτητά της, η Ανδρομάχη μοιάζει, σε πρώτη ανάγνωση, θύμα μιας μοίρας, ενός θεϊκού παιγνίου μάλλον παρά σχεδίου. Κι όμως, όταν σκεφτεί κανείς το τι σημαίνει γυναίκα στην αρχαιότητα, το τι σημαίνει λάφυρο, όταν θυμηθεί κανείς τις σκηνές της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, γρήγορα θα αποκτήσει μια ασφαλή προοπτική θέασης. Η Ανδρομάχη ακολουθεί την πορεία που πολλές ομόφυλές της ακολούθησαν -και ακολουθούν, ίσως, ακόμη και σήμερα- από τις στάχτες των προγονικών εστιών σε μια νέα, μητριά πατρίδα. Πράγματι, ο συγγραφέας αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποκαλυπτικός ως προς τον τρόπο που αποδίδει αυτές τις συνεχείς μεταβάσεις και μεταπτώσεις. Η Ανδρομάχη, με άλλα λόγια, μέσω της γραφής του Ακρίβου, γίνεται ένα αρχέτυπο, μια Γυναίκα με κεφαλαίο αρκτικό, η οποία βιώνει τη συντριβή, πάλιν και πολλάκις, στις μυλόπετρες της Ιστορίας, της Ιστορίας των μακρών δομών, των μεγάλων μαχών και των πολέμων, αλλά και της δικής της, προσωπικής ιστορίας. Διαβάζω ένα εκτενές σχετικά παράθεμα, το οποίο θεωρώ πολλαπλώς αποκαλυπτικό: «Έσβησε ο ήλιος, πυκνώνει το σκοτάδι, πυκνώνουν και στο μυαλό οι εικόνες των προσώπων που σημάδεψαν τη ζωή μου. Άνδρες όλοι. Ο πατέρας, τα επτά αδέρφια, ο Πρίαμος, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Πηλέας… Αλλά και: Έκτορας, Αστυάνακτας, Νεοπτόλεμος, Πέργαμος, Μολοσσός, Πίελος, Έλενος, Κεστρίνος. Τους αγάπησα;… Άλλους απ’ αυτούς από ανάγκη, για άλλους η αγάπη ανάβλυζε αβίαστη από την καρδιά. Αυτοί είναι που βαδίζουν συνεχώς στη μνήμη μου, δικαιώνουν ή όχι τη ζωή μου, που τώρα εγώ την αρνούμαι. Γιατί η ζωή αξίζει μονάχα σαν περιτριγυρίζεσαι από σώματα προσφιλή, θύμησες ωραίες, λόγια τρυφερά, από τιμή και χαμόγελο» (σ. 127).
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη, την οποία πονείς όπου και να την αγγίξεις, όπως μας είπε ο Σεφέρης. Μια μνήμη, όμως, ζωντανή, πυρέσουσα, που διψά για αίμα ώστε να αναλάβει τον λόγο, όμοια με τον Ελπήνορα του λ της Οδύσσειας. Μια μνήμη ξεκάθαρη: μοιάζει η Ανδρομάχη, για να επιβεβαιώσουμε το πένθος για το οποίο κάναμε λόγο, να γίνεται η ίδια ένα κυβώριο μνήμης, ένα μνήμα μνήμης, μιας μνήμης που ζητά να σπάσει την πλάκα και να κατακλύσει τις σελίδες του έργου. Φαντάσματα του παρελθόντος επισκέπτονται συχνά την ηρωίδα μας, υπαγορεύουν τις σκέψεις της, τα συναισθήματα. Η Ανδρομάχη μοιάζει να κινείται διαρκώς εντός, εκτός και επί τα αυτά μιας δυστοπίας. Ό,τι αγάπησε έχει χαθεί και υπάρχει μόνο στην επικράτεια της θύμησης, στη γλυκιά της ρευστότητα. Δεν υπάρχει, τουλάχιστον όχι όπως το περιμένει κανείς, τίποτα που να μπορεί να αγαπήσει στο παρόν της. Κι αυτό ακριβώς καταφέρνει να την αναγάγει σε σύμβολο. Η Ανδρομάχη που έχουμε μπροστά μας υπερβαίνει την Ανδρομάχη του Ομήρου, «ανοίγεται», καταλαμβάνει έναν χώρο αμιγώς δικό της, κυριαρχεί, ακόμα κι αν η φωνή της μοιάζει συντετριμμένη. Αυτή η συντριβή, η οποία ακολουθείται διαρκώς από μια ανάταση, ξεγυμνώνει ενώπιόν μας τις μυθικές, τραγικές, εν γένει γραμματειακές, συμβάσεις, αφού η φωνή της Ανδρομάχης ακούγεται πεντακάθαρη, χωρίς καμία παρεμβολή. Η Ανδρομάχη που έχουμε μπροστά μας είναι βγαλμένη από τον μύθο και ταυτόχρονα πέρα από αυτόν. Αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, το πιο χαρακτηριστικό, στο οποίο κορυφώνεται η ανθρωπινότητά της και ταυτόχρονα η τραγικότητα, μια τραγικότητα, όμως, καθόλου τραγική, με την έννοια της καταβολής στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Η Ανδρομάχη γεννά τα παιδιά του φονιά του άνδρα της. Ας το κρατήσουμε αυτό και ας προσθέσουμε τον βιασμό, την πρακτική, δηλαδή, που προηγείται της γέννας. Παιδιά δικά της και ταυτόχρονα παιδιά του πιο μισητού ανθρώπου που πατά στη γη. Ορίστε και πάλι μυλόπετρες για να συνθλιβεί η ηρωίδα μας. «Από την πρώτη κιόλας μέρα που τον γέννησε το σώμα μου και τον αγαπούσα και δεν τον αγαπούσα. Όφειλα να τον μισώ, μα ήμουν αναγκασμένη και στην αγάπη για αυτόν. Κούρνιαζε νήπιο στην αγκαλιά μου κι εγώ ένιωθα εκείνες τις ώρες να θέλω να τον σφίξω στοργικά στον κόρφο, αλλά και την ίδια στιγμή να τον πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Δεν έπρεπε στιγμή να ξεχνώ: ήταν ο σπόρος του φονιά Νεοπτόλεμου» (σ. 62). Ας κρατήσουμε κι εδώ τη λέξη «έπρεπε». Μια μνήμη που προκύπτει ως χρέος, που επιτελείται σε κάθε σελίδα του έργου αριστοτεχνικά.
Ποια είναι, λοιπόν, η Ανδρομάχη; Να το, πάλι, το ερώτημα μπροστά μας. Ποια είναι η γυναίκα που είδε τον άντρα της σκοτωμένο να τον σέρνει ο Αχιλλέας δεμένο στ’ άρμα, βεβηλώνοντας το σώμα του; Που είδε τον Οδυσσέα να πετά το βρέφος Αστυάνακτα στον Σκάμανδρο; Που σύρθηκε δούλη του Νεοπτόλεμου, του γιου του Αχιλλέα, που γέννησε τα παιδιά του; Που, μετά, βρέθηκε γυναίκα του Έλενου; Ο Ακρίβος αποδεικνύει τις δυνατότητες της γραφής του ακριβώς στη βάση αυτής της σειράς ερωτημάτων. Η Ανδρομάχη, ακόμα και στον μη σχετικό αναγνώστη, είναι οικείο όνομα. Μπορεί, με άλλα λόγια, εύκολα κανείς να αναγνωρίσει τις καταβολές της στην αρχαιοελληνική γραματεία. Αυτή ακριβώς, όμως, η ταυτότητα, δεδηλωμένη απαρχής, από τα κατώφλια ακόμη του κειμένου, τον αινιγματικό τίτλο με το «ω», συνδέεται με έναν σκόπελο, τον οποίο επιτυχώς ο Ακρίβος ξεπερνά. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο ίδιος συγγραφέας μας παρέδωσε πρόσφατα τον Καραϊσκάκη του, πρόσωπο επίσης γνωστό. Τι θέλω να πω: η επιλογή προσώπων που φέρουν ήδη μια Ι/ιστορία κινδυνεύει να αποβεί αναμάσημα του παραδεδομένου υλικού, χωρίς καμία πρωτοτυπία. Κι ωστόσο, η Ανδρομάχη που κρατάμε στα χέρια μας υπερβαίνει από πολύ νωρίς τον σκόπελο αυτό, πατώντας σταθερά στο παραδεδομένο υλικό, όπως είδαμε, και υπερβαίνοντάς το. Ο Καμύ έγραφε στα σημειωματάριά του: «Το μεγαλύτερο εγκώμιο που μπορούμε να κάνουμε για την Ιλιάδα είναι ότι, μολονότι γνωρίζουμε την έκβαση του αγώνα, μοιραζόμαστε εντούτοις την αγωνία των Αχαιών, που οι Τρώες στριμώχνουν στα τάφρους τους. […] Φαντάζεστε τη συγκίνηση εκείνων που άκουγαν την ιστορία πρώτη φορά!» ( τ. β΄, σ. 21). Αυτό ακριβώς κάνει το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας να ξεχωρίζει. Ενώ γνωρίζουμε την Ανδρομάχη, ο Ακρίβος μας τη συστήνει ξανά, ή, καλύτερα, την αφήνει να συστηθεί η ίδια, να σταθεί μπροστά μας και να μιλήσει, σπάζοντας την πριμοδοτημένη ανδρική φωνή με την οποία είναι στο βάθος των αιώνων συνυφασμένη. Κι αυτό λέει πολλά!
(*) Ο Μάριος Μώρος είναι υποψήφιος Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας ΑΠΘ