Ανδαλουσία: Το πόδι της χήνας

0
593

 

 

του Κίμωνα Θεοδώρου.

 

 

Βρίσκεσαι στη Μάλαγα προκειμένου να παρακολουθήσεις ένα μήνα μαθήματα ισπανικής. Φτάνεις ημέρα Σάββατο και στο φοιτητικό διαμέρισμα όπου πηγαίνεις να μείνεις, περιμένεις τη δεύτερη μέρα να έρθει συγκάτοικος για τον οποίο δεν γνωρίζεις τίποτα. Με κάποιον πρέπει να μοιραστείς τα έξοδα. Μπορεί να είναι serial killer ή ένα σωρό άλλα συναρπαστικά πράγματα. Την Κυριακή το βράδυ επιστρέφεις από τον κινηματογράφο Albéniz που παίζει σινεφίλ ταινίες και βλέπεις στο τραπέζι της κουζίνας ένα βιβλίο, μια βιογραφία του Steve Jobs. Ο συγκάτοικος μάλλον έχει έρθει, μάλλον είναι κομπιουτεράς, μάλλον κοιμάται στο άλλο δωμάτιο. Την επομένη το πρωί φτιάχνεις καφέ και σκάει μύτη, «με λένε Σεμπ -από το Σεμπάστιαν- και είμαι Γερμανός», λέει στην αγγλική. Από εκείνη τη μέρα είσαστε αχώριστοι, το μεσημέρι μετά τα μαθήματα πηγαίνετε στη Malageuta στην παραλία της πόλης για βουτιές, πίνοντας sangria στις ξαπλώστρες και, αργότερα, πίσω στο διαμέρισμα βλέπετε το Δύο Άνδρες και Μισό (Dos Hombres y medio) για να εξασκήσετε τη γλώσσα. Ξεστομίζεις πως «ένας Έλληνας κι ένας Γερμανός αραγμένοι σ’ έναν σουηδικό καναπέ στην Ανδαλουσία παρακολουθούν σε κορεάτικης τεχνολογίας τηλεόραση, και αποκωδικοποιητή κατασκευασμένο στην Ταϊβάν, μια αμερικάνικη κωμωδία καταστάσεων με υποτίτλους στα ισπανικά – αυτό είναι που o κόσμος αποκαλεί παγκοσμιοποίηση;». Ο Σεμπ λύνεται στα γέλια και σε μια στιγμή κάπου εκεί μάλλον αποφασίζει ότι είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος να πει την ιστορία του. Την κρατάει λίγο και την αραδιάζει το βράδυ που βγαίνετε για μπύρες. Η νυχτερινή ζωή στον ισπανικό νότο σε ωθεί στον αλκοολισμό, οι μπύρες ξεκινούν από ένα ευρώ και μπορείς ακόμα για τρία ευρώ να πιείς μισό λίτρο μοχίτο. O Σεμπ ξεφουρνίζει πως δεν ταξίδεψε στο παρελθόν έξω από τη χώρα του άλλη φορά, κοντεύει τα σαράντα, είναι εθισμένος στους υπολογιστές, απολύθηκε από την εταιρεία όπου δούλευε ως προγραμματιστής καθώς απορροφήθηκε από πολυεθνική, έχει προβλήματα ύπνου και παίρνει χάπια για να κοιμάται. Μια φίλη τού πρότεινε να κάνει αποτοξίνωση από τα κομπιούτερ, να φύγει ταξίδι, να αλλάξει παραστάσεις στη ζωή. Αποφάσισε να έρθει στην Ισπανία. Ένα απόγευμα, βλέπεις το κουτί με τα χάπια που παίρνει στο τραπέζι της κουζίνας. Πέφτεις πολύ χαμηλά αλλά τα γκουγκλάρεις σε κάθε περίπτωση. Μάλιστα, αντικαταθλιπτικά για τον ύπνο. Σιγά το πράγμα. Ο Σεμπ είναι μια χαρά, είναι έξυπνος, κάνει αστεία, έχει καλή διάθεση και είναι σε διακοπές ώστε να ξενοιάσει. Είναι μελαχρινός και μάλλον κοντός, τουτέστιν μη στερεοτυπικά βορειοευρωπαίος. Λέει ντρέπεται που ο παππούς του δούλευε για το κράτος τότε, για το ναζιστικό καθεστώς. Το κουβαλάει σαν βάρος οικογενειακό, τα μούτρα του πέφτουν. Τρέμει λίγο. Σεμπ, εσύ δεν έχεις κάνει τίποτα, Σεμπ, προσπαθείς να του πεις μια κουβέντα. Ω, η κοινοτοπία του κακού.

Ημέρα Παρασκευή, προτείνει να νοικιάσετε αυτοκίνητο το τριήμερο, «κάτι σαν μήνας του μέλιτος αλλά για μπακούρια και με συντομότερη διάρκεια», λέει γελώντας. Αναχωρείτε από την Μάλαγα προς το Γιβραλτάρ. Ο Σεμπ επιμένει σε προγραμματισμό του ταξιδιού. Όλο τί θα κάνουμε και τί θα κάνουμε, ρωτά ξανά και ξανά. Θα πετάξουμε σαν τα πουλιά, ένας φανταστικός σομπρεροφόρος από την Τσιάπας τραγουδά. Ο Άνθρωπος θέλει πάντοτε να γνωρίζει τί θα κάνει, τα πουλιά όχι, δεν έχουν πλάνο πενταετίας, ούτε καν πλάνο ημέρας. Μονάχα ένστικτο. Θέλεις να πεις, δεν μπορούμε απλώς να Ζούμε; Ο Σεμπ από τις πρώτες ημέρες της συνύπαρξής σας σκιαγραφείται σαν τύπος ο οποίος καταστρώνει σχέδια και λίστες, υποθέτεις είναι ένας τρόπος για τους ανθρώπους να σημειώσουν μία κάποια πρόοδο, να εκπληρώσουν στόχους ατομικά αλλά και συλλογικά στις χώρες τους. Ξέρεις, όμως, φιλαράκο εδώ είμαστε Νότος, να τ’ αφήσεις αυτά για τον Βορρά, επιτάσσεις. Την προηγουμένη σχεδίασε μέχρι κι έναν χάρτη απεικονίζοντας τα σημεία όπου πήγατε την Πέμπτη, φτάσατε σ’ ένα φαράγγι παίρνοντας το τρένο, σχεδίασε τον χάρτη την ώρα που αφαιρέθηκες χαζεύοντας το μπριγιάν του ήλιου επάνω στη λίμνη στη Garganta del Chorro. Θαύμασες ομολογουμένως το ταλέντο του στη χαρτογράφηση. Μετά, ήθελε να δει αν το σχέδιο ήταν σωστό, κρατώντας συνέχεια το κινητό τηλέφωνο στο χέρι, κατέβαζε δορυφορικούς χάρτες για να βλέπει πού πηγαίνετε κάθε λεπτό. Και, ναι, το σχέδιο του ήταν σωστό, πολύ κοντά στους ηλεκτρονικούς χάρτες. Αν δεν χαθείς, αν δεν περιπλανηθείς, αν δεν νιώσεις πως τα ψίχουλα του παραμυθιού δεν βρίσκονται εκεί άλλο πια στον γυρισμό, ποιος ο λόγος να βγεις για περιπέτεια στη φύση; Στο φαράγγι κατασκήνωναν νεοχίπις με πλεξούδες, γκόμενες με μικρά παιδιά – ποιο είναι ποιανού κανείς δεν ήξερε αλά Πολιτεία, φρικοελεύθερο κάμπινγκ και τα ρέστα, μπάρμπεκιου, χρήση ουσιών, σκαρφάλωμα στους βράχους, ένας ριψοκίνδυνος πατέρας κουβαλούσε σε μάρσιπο το μερικών μηνών μπεμπέ του, αιωρούνταν μαζί στον αέρα. Όταν πια έπεισες τον Σεμπ να σταματήσει να χαράσσει ψυχαναγκαστικά τη διαδρομή που ακολουθούσατε, συνεχίσατε ανέμελα την πεζοπορία διασχίζοντας ένα σημείο όπου μια ταμπέλα έγραφε απαγορεύεται το πέρασμα, οδηγούσε στο τούνελ του τρένου. Βρεθήκατε να περπατάτε μέσα στο στενό και σκοτεινό τούνελ στο κέντρο των γραμμών των αμαξοστοιχιών. Αν περνούσε τρένο, μάλλον την είχατε βαμμένη. Γύρισες στον Σεμπ, ανακοινώνοντας: «Περάσαμε το σημείο χωρίς επιστροφή. Μετά από αυτό, δεν μπορούμε να γυρίσουμε. Συνεχίζουμε μπροστά –πάντοτε μπροστά- δίχως να έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τί μας επιφυλάσσει το μέλλον, με μοναδική γνώση ότι ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιος. Όταν φτάσουμε στην άλλη πλευρά της σήραγγας, τα πάντα θα έχουν αλλάξει». Του Σεμπ του άρεσε να λέτε τέτοια καραγκιοζίστικα. Γι’ αυτό την επομένη ήθελε συνέχεια. Ήθελε κι άλλο ταξίδι στην Ανδαλουσία.     

Παρασκευή απόγευμα αρπάζετε δυο σακίδια στο διαμέρισμα και κατεβαίνετε στο νοικιασμένο αυτοκίνητο. Αντίο Μάλαγα. Ο Σεμπ κάθε μισή ώρα λέει πως θέλει στάση για να κατουρήσει ή παραπονιέται πως πεινάει, απαιτώντας στάση για σαβούρωμα. Πουθενά στο δρόμο, όμως, δεν του αρέσει ούτε για κατούρημα ούτε για φαγητό. Σταμάτα. Ξεκίνα. Σταμάτα. Δεν θα φτάσετε ποτέ στο Γιβραλτάρ. Συν τοις άλλοις, οδηγάει σαν μανιακός, σας έχει πιάσει το σούρουπο, αναβοσβήνει τα φώτα στους άλλους οδηγούς, οι απότομες προσπεράσεις ο χαβάς του, θα τη βγάλετε άραγε καθαρή, μετά από μια στάση στην άκρη του δρόμου σ’ ένα σημείο το οποίο βρίσκει συμπαθητικό για κατούρημα, καταλαμβάνεις τη θέση του οδηγού καθώς επιθυμείς να ζήσεις ακόμη μερικά χρονάκια, από δίπλα τότε, βγάζει το κινητό τηλέφωνο αποφασίζοντας κάθε λεπτό να σου υπαγορεύει τις συντεταγμένες όπου βρίσκεστε σύμφωνα με τους δορυφορικούς χάρτες. Υπομονή, υπομονή, επαναλαμβάνεις μέσα σου. Υποθέτεις, σε κανέναν οδηγό δεν αρέσουν οι οδηγίες όταν δεν τις χρειάζεται. Τσκ τσκ τσκ. Αποφασίζετε να κατευθυνθείτε στην Tarifa με πρόθεση διανυκτέρευσης. Δεν ήξερα ότι οι ταξιτζήδες έχουν δική τους πόλη, μουρμουράς. Ο Σεμπ δεν το πιάνει. Πεινάτε, λυκόπουλα. Η γκρίνια σταματά στην Tarifa -έτσι συμβαίνει νομοτελειακά όταν το στομάχι γεμίζει- καθώς πετυχαίνετε μια ταβέρνα όπου τρώτε τα πάντα, όλα λιμπιστά, ανακατεύετε ψαρικά και κρεατικά, κι ένα ντόπιο λευκό κρασί το οποίο γαλβανίζει υπάρξεις, επιτέλους, είσαστε ευτυχισμένοι. Έρχεται δεύτερο μπουκάλι και τρίτο. Γελάτε και γελάτε και γελάτε, χωρίς να θυμάσαι καν τις βλακείες που ξεστομίζατε. Τρεκλίζετε φεύγοντας για να φτάσετε σ’ ένα ξενοδοχείο κοντά στο κύμα παρακάτω, όσα λεφτά και να ζητήσουν θα τα δώσετε, ζητάτε ένα δωμάτιο με δύο κρεβάτια, ο ρεσεψιονίστας λέει έχει μόνο ένα συζυγικό δωμάτιο διαθέσιμο. «Ανεβείτε στο δεύτερο όροφο, δωμάτιο 204». Όταν μπαίνετε τα χάχανα  δίνουν και παίρνουν. «Ορίστε, ήθελες μήνα του μέλιτος» ανακοινώνεις. Πέφτετε με τα ρούχα στο υπέρδιπλο κρεβάτι. «Λες να πρέπει να τηρήσουμε και τις συζυγικές υποχρεώσεις;»

Το επόμενο πρωί αναχωρείτε με προορισμό το Γιβραλτάρ, ανήκει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Φτάνετε στη συνοριακή πόλη La Linea και αφήνετε εκεί το αυτοκίνητο για να μη μπλέξετε να το περνάτε από τελωνειακό έλεγχο. Περνώντας στην πλευρά του Γιβραλτάρ, μετά από τα πρώτα μέτρα που περπατάτε υπάρχουν λεωφορεία αλλά προτείνεις να συνεχίσετε με τα πόδια. Δεν πρέπει να είναι και τόσο μακριά. Έπειτα θα αγνοήσετε και το τελεφερίκ, συνεχίζοντας ακάθεκτοι την πορεία. Ο βράχος του Γιβραλτάρ θα κατακτηθεί βήμα προς βήμα.

Στους πρόποδες, στο ένα πέμπτο της διαδρομής γκρινιάζετε ο ένας στον άλλον, «είναι πιο μακριά απ’ ό,τι φαίνεται, ποιανού ιδέα ήταν να το κάνουμε με τα πόδια;». Ως από μηχανής θεός ένα αυτοκίνητο Πεζό μπλε πνέει τα λοίσθια, από τη θέση του οδηγού πετάγεται ένας εικοσάχρονος, «ξέχασα τα φώτα ανοικτά όλο το βράδυ, έμεινα από μπαταρία». Ζητάει να σπρώξετε, «ήρθα στο Γιβραλτάρ για να σπρώχνω αυτοκίνητα;» κλαψουρίζεις χαμηλόφωνα και, μετά από αρκετές προσπάθειες, η μηχανή του αυτοκινήτου παίρνει μπροστά, ο νεαρός όλο «ευχαριστώ» και «ευχαριστώ». Το αυτοκίνητο εξαφανίζεται. Ο Σεμπ ισχυρίζεται πως μόνο αυτός έσπρωχνε, εσύ λέει προσποιούσουν ότι έσπρωχνες και κορόιδευες, ίσως να μην είχε άδικο, τα αλαβάστρινά σου μπράτσα δεν είναι φτιαγμένα να σπρώχνουν λαμαρίνες, συνεχίζετε το ανηφορικό μονοπάτι, στο επόμενο πεντάλεπτο ο νεαρός περνάει από δίπλα κορνάροντας: «Στο βράχο ανεβαίνετε; Θα σας πάω εγώ, με σώσατε». Δεν χωράει συζήτηση, μπαίνετε στο Πεζό, φιμέ τζάμια, φτιαγμένο με σαμπ γούφερ και τα έτσι του, παίζει τέκνο στη διαπασών. Φτάνετε στο πρώτο ύψωμα, ο οδηγός κάνει στάση, κατεβαίνετε, καπνίζετε ένα-δύο τσιγάρα.

«Θέλετε να συνεχίσετε πιο πάνω;»

«Ναι, λέμε ν’ ανεβούμε με τα πόδια τώρα που μας έφερες τόσο κοντά»

«Α, πηγαίνει και πιο πάνω το αυτοκίνητο, έχει δρομάκι, ελάτε, ελάτε, μπείτε μέσα ξανά»

Σύμφωνα με τις συστάσεις, ο κύριος Πεζό είναι αραβικής καταγωγής από το Μαρόκο με ισπανικό ταμπεραμέντο και βρετανική υπηκοότητα. Ρωτάς πώς τον λένε, δεν συγκρατείς όνομα. Έχεις ταλέντο να ξεχνάς ονόματα μέσα στο επόμενο λεπτό. Επόμενο ύψωμα, κατεβαίνετε από το αυτοκίνητο εκ νέου, «θα σας ξεναγήσω» – παίρνει πρωτοβουλία ο οδηγός. Σκαρφαλώνετε σ’ ένα σημείο με ντελιριακή θέα.

«Βλέπετε τη στεριά απέναντι; Αφρική, Μαρόκο, το καλύτερο μέρος στη Γη»

Βγάζεις να στρίψεις ένα τσιγάρο.

«Θέλετε αλήθεια να καπνίσουμε; Έχω κάτι καλό, κερνάω», ο ξεναγός σας ξηγιέται. Ο άγιος Σεμπ τσινάει αλλά ο επιρρεπής στην ακολασία μέσα σου αδυνατεί να αντισταθεί. Ορίστε, λοιπόν, ακούτε τέκνο στον βράχο, βλέπετε την Αφρική και καπνίζετε αυτή τη σοκολάτα, παίζει να είναι το τελειότερο μαροκινό που έχεις φουμάρει ποτέ. Περήφανα δηλώνεις: «I got high – Ψηλά, ψηλά στο ύψωμα του Γιβραλτάρ». Λιώμα γίνεσαι, χάνεσαι στον ορίζοντα. Λες στον Σεμπ πως κατά την αρχαιότητα σ’ αυτό το σημείο ήταν το τέλος του κόσμου, οι Στήλες του Ηρακλή. «Κλείσε τα μάτια, Σεμπ, φαντάσου πως ο χρόνος έχει συμπτυχθεί. Φαντάσου τη μυθολογία χιλιάδων ετών αυτού του τόπου στο σήμερα, αυτή  τη στιγμή, βρισκόμαστε στην άκρη του κόσμου. Στο φαράγγι, προχθές, περάσαμε το σημείο χωρίς επιστροφή, διασχίζοντας εκείνο το τούνελ. Και τώρα, προχωρώντας μπροστά -μονάχα μπροστά- έχουμε φτάσει στα πέρατα της Γης». Ο Σεμπ παραμένοντας νηφάλιος λέει να σταματήσεις να καπνίζεις ναρκωτικά και τραβάει φωτογραφίες τριγύρω, έπειτα στρέφει τη μηχανή απειλητικά στο μέρος σου να σε απαθανατίσει στην κατάσταση που βρίσκεσαι. Διαμαρτύρεσαι: «Στην πραγματικότητα δεν είμαι ένας φτωχός φοιτητής, προέρχομαι από μια πλούσια οικογένεια, είμαστε διάσημοι στην Ελλάδα. Αν αυτές οι φωτογραφίες διαρρεύσουν στο διαδίκτυο έχω καεί». «Κι εγώ είμαι το χαμένο παιδί του Steve Jobs». «Βλέπετε το τέμενος εκεί κάτω στην άκρη του βράχου; Το τελειότερο τζαμί στον κόσμο, στην άκρη της Ευρώπης, ατενίζει προς την αφρικανική ήπειρο, ο μεγάλος θεός του Ισλάμ θα κατακτήσει όλο τον κόσμο» ο εικοσάχρονος αγορεύει, τον πιάνει θρησκευτικός οίστρος. Κοιτάζεις προς το μέρος του Σεμπ, μήπως πρέπει να πει και στον οδηγό να σταματήσει τα ναρκωτικά; Οι φονταμενταλιστές σε σκιάζουν είτε πιστεύουν φανατικά σ’ έναν Θεό είτε στον Καρλ Μαρξ ή και σε αόρατα χέρια αγορών. Όχι τόσο το περιεχόμενο των λέξεων που φτύνει, όσο το πάθος στα μάτια του, οι σπίθες που πετά. Πού έχουμε μπλέξει, στέλνεις σήματα καπνού στον Σεμπ.

«Θα σας κατεβάσω πίσω με το αυτοκίνητο», προσφέρεται ο οδηγός στη συνέχεια.

«Όχι, εντάξει, θα συνεχίσουμε ακόμη πιο ψηλά με τα πόδια. Δεν σκοπεύουμε να γυρίσουμε νωρίς»

«Θέλετε να σας περιμένω εδώ;»

«Α, δεν θα το πρότεινα, ήδη έκανες αρκετά»

«Ωραία, κατεβαίνω στο αυτοκίνητο να πάρω το κινητό μου. Θα επιστρέψω. Αν αλλάξετε γνώμη, εδώ είμαι» αντιπροτείνει. Τον βλέπετε να ξεμακραίνει.

«Όλο αυτό με το αυτοκίνητο είναι κόλπο, έτσι;» γυρίζεις συνωμοτικά στον Σεμπ, «ψαρεύει ανυποψίαστους τουρίστες μ’ αυτόν τον τρόπο, τους φέρνει εδώ, κερνάει ναρκωτικά για δοκιμή και μετά τα πουλάει. Ίσως προσφέρει και σεξ, είδες που έβαζε το χέρι του στο εσώρουχο κάτω από τη φόρμα του την ώρα που καπνίζαμε;»

«Όχι, κοιτούσα την Αφρική»

«Θέλω να πω, εντάξει φιλαράκο, μας έφερες μέχρι εδώ, μας ευχαρίστησες, δεν χρειαζόμαστε τίποτα άλλο από τις υπηρεσίες σου. Να μας παρατήσεις ήσυχους. Και ξέρεις τι συμβαίνει στη συνέχεια; Όταν τα θύματα αρνούνται να αγοράσουν ναρκωτικά ή τις υπηρεσίες των γυναικών που εκπορνεύει; Πηγαίνει και ειδοποιεί τους φίλους του από το κινητό να έρθουν. Θα μας μπουζουριάσουν, θα μας κρατήσουν αιχμαλώτους σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο, θα ξυπνήσουμε σε μια μπανιέρα με πάγο έχοντας σκισμένες κοιλιές και βγαλμένα όργανα, θα αφήσουμε τα κοκαλάκια μας στο Γιβραλτάρ, εδώ ακριβώς που τελειώνει ο κόσμος, θα,  θα, χμμ, θα…»

Ο Σεμπ παίρνει πάσα και ντριμπλάρει: «Μην γίνεσαι παρανοϊκός. Θα έκρυψε στα σακίδια μας ναρκωτικά δίχως να πάρουμε είδηση, αυτό είναι το πιθανότερο, μας παρακολουθεί, περιμένει να περάσουμε τα σύνορα πίσω στην Ισπανία. Εκεί θα μας περιμένουν οι φίλοι του –στους οποίους τηλεφωνεί τούτη τη στιγμή- περιμένουν για να πάρουν το μαροκινό και μετά θα μας σκοτώσουν για να εξαφανίσουν τα ίχνη, να αποκλείσουν ότι θα πάμε στην αστυνομία» – κλέβεις μπάλα

«Κι αν δεν καταφέρουμε καν να περάσουμε τα σύνορα; Θα μας τσακώσουν εκεί, στον έλεγχο. Θα γεράσουμε σε μια υπόγεια φυλακή» – σουτάρει

«Νομίζω ότι δεν έχουν φυλακές, εδώ πέρα σε στέλνουν απευθείας στη  γκιλοτίνα».

Η ανάβαση συνεχίζεται προς το ψηλότερο σημείο του βράχου, έχοντας αφήσει πίσω τον εικοσάχρονο, ελπίζοντας να μην τον ξανασυναντήσετε (ή, μάλλον, ενδόμυχα ίσως και να θέλετε να τον ξανασυναντήσετε για να σας συμβεί κάτι από τα παραπάνω), σχεδόν πετάς από το μαροκινό, δεν νιώθεις τα πόδια σου, θα ήταν υπερβολικό αν άρχιζες να τραγουδάς πως για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ; Φτάνοντας κάποτε στο ύψωμα με τις διαβόητες «μαϊμούδες του Γιβραλτάρ» μια ταμπέλα προειδοποιεί: ΜΗΝ ΤΙΣ ΕΞΑΓΡΙΩΝΕΤΕ.

«Ξέρω από μαϊμούδες, πήγα σ’ ένα πάρκο με μαϊμούδες μια φορά παλιότερα, αρκεί να μην τις κοιτάξεις στα μάτια. Τους δίνει στα νεύρα αυτό. Και πρόσεχε τη φωτογραφική σου, παίζει να την αρπάξουν», νουθετείς. Ο Σεμπ φωτογραφίζει τις μαϊμούδες οι οποίες λιάζονται στο μονοπάτι, το μάτι τους γυαλίζει, πραγματικά σαλεμένες. «Τις αφήνουν εδώ έτσι αδέσποτες, παρά το γεγονός ότι είναι επικίνδυνες, έρευνες DNA έδειξαν πως αποτελούν προγόνους των κατοίκων της περιοχής. Ξέρεις, ο Δαρβίνος είχε δίκιο». Καθώς εκφράζεις ένα επιστημονικό γεγονός, από το πουθενά, ή μάλλον, πίσω από ένα βραχάκι, μια μαϊμού πετάγεται επάνω στο κεφάλι σου. Το πιο γελοίο επιφώνημα στον κόσμο είναι το «μαμά!», ακριβώς αυτό δηλαδή το οποίο κραυγάζεις από τον αιφνιδιασμό και τη λαχτάρα, η μαϊμού τρομάζει περισσότερο, εξαφανίζεται, αέρας κοπανιστός, οι υπόλοιπες κοιτάζουν τη σκηνή ενοχλημένες, εξασκείς την ισπανική – «¡Coño¿Que me miras? ¿Tengo monos en la cara?» – ο Σεμπ κυλιέται χάμω κρατώντας το στομάχι του. «Θα μπορούσε να με σκοτώσει. Το θεωρείς αστείο;» λύνεσαι με τη σειρά σου ψελλίζοντας «είναι τρελές, πάμε να φφύγουμε, θα μας σκοτώσουν. Κκαι τι άδοξο ττέλος! Προτιμούσα την άλλη εκδοχή με τον πάγο στη μπανιέρα».

Ψάχνετε το τελεφερίκ για την κατάβαση. Ξεχνώντας τις μαϊμούδες, λες μια ιστορία για έναν τύπο που μετά από εκατοντάδες ταξίδια και ώρες πτήσεων, μια μέρα ξύπνησε, πήγε στο αεροδρόμιο στη Θεσσαλονίκη, το εισιτήριό του έγραφε Μόναχο, και ξάφνου, τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο, έπαθε φοβία. Και μετά; Δεν θυμάσαι πώς τελείωνε η ιστορία. Ο Σεμπ είπε πως η ψυχολόγος του είχε αντιμετωπίσει κάποτε ένα παρόμοιο περιστατικό. Λίγο αργότερα, μέσα στο τελεφερίκ, τυχαία παρατήρησες το σημάδι από ένα κόψιμο, το έκρυβε επιμελώς κάτω από το δερμάτινο λουράκι του ρολογιού του. Ο Σεμπ κρύβει εκεί κάτω τη λύπη του για τη ζωή, συλλογίστηκες.

Κοιμάστε μέσα στο αυτοκίνητο, λόγοι οικονομίας. Το ταξίδι συνεχίζεται.

Την επομένη σε μια παραλία έξω από το Cádiz, ψήνεστε στον ήλιο, ώρες ατέλειωτες, το μόνο που σ’ ενδιαφέρει είναι το μαύρισμά σου. «Ο γυμνισμός είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο!» διαλαλείς. Ο Σεμπ τριγυρνάει παραπέρα από σκιά σε σκιά όπου βρίσκει, κλαψουρίζει ότι θα καεί και παρότι μελαχρινός δεν παύει να είναι βόρειος και πως δεν είναι συνηθισμένος σε τόσο ήλιο. Ο Σεμπ ας κάνει ό,τι θέλει. Εσύ την έχει καταβρεί αραγμένος έτσι να χαζεύεις μέχρι πού φτάνουν τα νερά του Ατλαντικού. Αργότερα κάνετε βόλτα στην πόλη. Χαζεύετε την παλίρροια στο Cádiz.

Το βράδυ στο αυτοκίνητο, επιστρέφοντας στη Μάλαγα, σου πετάει πως «θέλω κι εγώ να λέω μπούρδες συνέχεια όπως κι εσύ και να γελάμε και να περνάμε καλά». Ω, ο κόσμος πιστεύει πως είναι εύκολο να λες μπούρδες συνέχεια, σκέφτεσαι. Ήθελες να κόψεις κι εσύ κάποτε τον καρπό σου, μπαίνεις στον πειρασμό να το μαρτυρήσεις αλλά τ’ αποσιωπάς. Θέλεις να βάλεις τα κλάματα, αλλά όχι μπροστά στον Σεμπ. Συγκρατείσαι. Όχι μπροστά στον Σεμπ. Δεν χρειάζεται αυτό.  «Από μπούρδες δεν τα πηγαίνεις καθόλου άσχημα» αποκρίνεσαι. «Έχεις το πόδι της χήνας όταν γελάς» λέει. «Αυτό σημαίνει ρυτίδες γύρω από τα μάτια; Πολύ κολακευτικό». Ανοίγεις το παράθυρο ώστε να πέφτουν τα λόγια στα χιλιόμετρα που αφήνετε ξοπίσω. Αν τα λόγια γίνονται ψίχουλα ιστορίας που αφήνουν ίχνη, κάποτε θα αναζητήσεις να βρεις το μονοπάτι που ακολουθήσατε. Ίσως λιώσουν από τα λάστιχα των αυτοκινήτων. Όπως λιώνουν καμιά φορά οι φίλοι. Θα είναι ακόμη φίλος σου, τότε; Τι θα έχει μείνει; Η ανάμνηση ενός ταξιδιού. Θα έχεις βρει άλλους φίλους, όπως γίνεται συνήθως. Αλλά πιστεύεις ότι οι άνθρωποι είναι αναντικατάστατοι. Κανένας δεν παίρνει τη θέση κανενός, ποτέ πραγματικά. Ποιος ξέρει αν θα έχει καταφέρει να ολοκληρώσει αυτό που έκρυβε κάτω από το λουράκι. Ίσως ξέρεις, ξέρεις από τότε τη συνέχεια, ένα χρόνο μετά. Ξέρεις επειδή η αδελφή του σε ειδοποίησε. Ή μπορεί να είχε δίκιο: λες μπούρδες. Δεν ξέρεις τίποτα. Δεν σε ειδοποίησε κανείς. Ή μπορεί να  αρνείσαι αυτό που έγινε. Τι σημασία έχει. Δεν μπορείς να σώσεις κανέναν από τον εαυτό του. Ούτε καν τον εαυτό σου.

Αυτό που μετράει είναι να μην ξεχάσεις ποτέ τις μαϊμούδες στο Γιβραλτάρ.

 

Προηγούμενο άρθροΔύο ομότεχνοι για την “Κρυφή πόρτα”
Επόμενο άρθροΕδιμβούργο, η πόλη του μυστηρίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ