Λευτέρης Ξανθόπουλος
Η μικρή Αλεξάνδρα, μοναχοπαίδι, μεγαλώνει στα μέσα της δεκαετίας του 1950 σε ένα μικρό χωριό της Άρτας. Έχει προβλήματα ακοής, μιλάει ελάχιστα, φαντάζεται πως η φωνή τής μάνας της έχει χρώμα μπλε, ένας αδέσποτος σκύλος γκέκας, που – του – φεύγουν – τα – δάκρυα την ακολουθεί, αναρωτιέται κάθε πρωί που ξυπνάει αν πέθανε κάποιος από το χωριό, έχει καιρό να πεθάνει κάποιος συλλογίζεται, ζει με τα οράματα και τα φαντάσματά της, σιωπηλή και αποτραβηγμένη, σχεδόν βουβή στο περιθώριο τής κοινότητας, παρόλο που όλους τους παρακολουθεί μέσα και έξω από το σπίτι, όλα τα αισθάνεται και όλα τα καταλαβαίνει. Η εξάχρονη Αλεξάνδρα με τους δύο εαυτούς δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί.
Περίμενε τον κερομύτη κότσιφα να ’ρθει στη συκιά αλλά μόνο κίτρινα πουλιά πετάριζαν. Άνθιζε το δέντρο κίτρινα πουλιά. Έπεφταν ξαφνικά τα φύλλα και φύτρωναν κίτρινα πουλιά. Ένα κίτρινο ρευστό τρέμιζε και φτεροκοπούσε. Τραγουδούσε. Το δέντρο, ανθισμένο συκοφάγους, τραγουδούσε.
Η μικρή Αλεξάνδρα, ρημάζει το δοχείο με το γλυκό του κουταλιού ενώ η μάνα της αναγκάζεται να του αλλάζει συνεχώς θέση και να το κρύβει, καταβροχθίζει με βουλημία τα σοκολατάκια, μισεί τα λουλούδια σε γλάστρες ενώ αντιθέτως αγαπάει παράφορα τα μεγάλα δέντρα και αναρωτιέται αν μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν μες την ομορφιά δίχως πόνο ενώ απορεί, όμως μαμά, εγώ γιατί δεν έχω μπαμπά; Η έλλειψη του πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, την στοιχειώνει. Στο τέλος η μικρή θα σταματήσει να μιλάει, να επικοινωνεί με τους τριγύρω της, θα πέσει σε ένα είδος βουβαμάρας.
Η Αλεξάνδρα πέρασε μια περίοδο αφωνίας. Την περίοδο αυτή τάραξαν δύο μεγάλες εξαιρέσεις – δύο φορές βρήκε τη φωνή της. Ήταν όμως και δεν ήταν η φωνή της. Κρατούσε την παιδική χροιά, αλλά το ηχόχρωμα – λειωμένο μέταλλο από πολύ βαθιά. Την πρώτη φορά επέστρεφε από το χωράφι. Μισή ώρα δρόμος από το σπίτι τους. Ξεκίνησε για το χωριό μόλις έπεσε ο ήλιος. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά μόλις έφτασε στο νεκροταφείο. Σέρνονταν στα πεσμένα φύλλα ερπετά. Νυχτόβια πλάσματα έτρεχαν στα φρύγανα. Οι θόρυβοι και οι δοξασίες για πεθαμένους που έβγαιναν από τους τάφους τους, την παρέλυαν. Αν τρέξω γρήγορα, σκεφτόταν, θα δώσω στόχο πως φοβάμαι. Αν πάω αργά, θα δώσω χρόνο στα φαντάσματα να με σκοτώσουν Και ξαφνικά ακούει τη φωνή της, κάτι σαν βουή στην αρχή. Σαν την υπόκωφη βουή πριν από τον σεισμό και αμέσως μετά η φωνή της. Τραγουδούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε, με τρόπο σπαραχτικό. Όχι τραγούδι που εξευμενίζει τον θάνατο. Τραγούδι του ίδιου του θανάτου: Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τα αηδόνια… Λάβα ηφαιστείου η φωνή της που την ξερνούσε το στόμα της.
Η ώριμη Αλεξάντρα, που ζει όλη της τη ζωή στοιχειωμένη από την μέγιστη απουσία, εξήντα χρόνια μετά, δηλαδή σήμερα, στον παρόντα χρόνο, θα δει για πρώτη φορά τη φωτογραφία του πεθαμένου της πατέρα καρφιτσωμένη σε πιστοποιητικό με το ιατρικό ιστορικό του, που ζήτησε και παραλαμβάνει από δημόσια υπηρεσία. Είναι η μοναδική φωτογραφία που σώζεται από τον απόντα. Ήρθε η ώρα να συναντηθεί με το ανοίκειο και να κλείσει το κενό, να κλείσει το ρήγμα που άφησε ο σεισμός, το τραύμα μιας ολόκληρης ζωής, την απώλεια. Η Αλεξάντρα ψάχνει τον πατέρα, ψάχνει να βρει τον εαυτό της.
Αν πρόθεση της Γεωργίας Τάτση ήταν να συνομιλήσει στα σημεία, ισότιμα και ανυστερόβουλα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές στο Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, τότε το πετυχαίνει χωρίς περιστροφές και στο ακέραιο. Η Τάτση καταθέτει με αξιοπρέπεια και χωρίς περιττές ωραιοποιήσεις την αλήθεια της.
Η βαρυκοΐα της χειροτέρεψε, ένα είδος βουβαμάρας την κατέλαβε, μιλούσε ελάχιστα, μονολεκτικά, μόνο τα αναγκαία, μόνο ρήματα. Τα έφτυνε απότομα σαν το κουκούτσι της ελιάς. Αντικατέστησε το ναι και το όχι με νεύματα. Κάποιες φορές μάλιστα αντικαθιστούσε και τα ρήματα με σύντομες χειρονομίες.
Η αφήγηση εναλλάσσεται από το δεύτερο στο τρίτο πρόσωπο και πάλι πίσω, χαμηλόφωνη, εξομολογητική. Οι κρίκοι του κόσμου που συγκρατούν το βίωμα, ο τετελεσμένος – ο βιωμένος χρόνος γίνεται μυθοπλασία, πιο δυνατή και από τον σεισμό. Ο χαμένος πατέρας, ο απών πατέρας, η αναζήτηση του άλλου εαυτού, ο πατέρας, που ποτέ δεν γνώρισε η Αλεξάνδρα παίρνει μέσα της όλα τα σχήματα και όλες τις μορφές. Το βάρος του νεκρού το κουβαλάει τώρα στους ώμους της.
Η Γεωργία Τάτση διαχειρίζεται τα γυρίσματα της ζωής με ευγένεια, σοφία και ταπεινωσύνη και αυτή ακριβώς η συμπεριφορά της θα κάνει την Γάμπαρη Αμβρακικού ένα πλούσιο, σπαραχτικό και εν τέλει αισιόδοξο βιβλίο, ένα δοξαστικό της ζωής και του θανάτου.
Κάτι βαθύτερο από σένα την ίδια σε ρίχνει στη θάλασσα, πας κατευθείαν στον βυθό, είσαι γαρίδα, γάμπαρη, τη νύχτα αποκαλύπτεσαι, εξαφανίζεσαι τη μέρα, κρύβεσαι στην άμμο του βυθού -μόνο τα μάτια και οι κεραίες έξω- ρίχνεις το κέλυφος, μένεις γυμνή, κανιβαλίζεις και κανιβαλίζεσαι, τρως και σε τρώνε, αν επιζήσεις αναπλάθεις το χαμένο μέλος και μεταμορφώνεσαι, αλλάζεις εαυτούς, είσαι το χέλι, γυαλόχελο και κολυμπάς ανάδρομα, καλαμόχελο και χώνεσαι στη λάσπη, χέλι καφέ και χέλι κίτρινο, ασημόχελο είσαι, ακολουθώντας τα θερμά νερά του υπόγειου ρεύματος, ανοίγεσαι στο πέλαγος και ταξιδεύεις.
Η Αλεξάνδρα / Γεωργία Τάτση ζει χωρίς καμία βεβαιότητα εκτός από εκείνη του θανάτου και αφηγείται ιστορίες για να γλιτώσει το κεφάλι της!
info: Γεωργία Τάτση, Γάμπαρη Αμβρακικού, εκδ. Γαβριηλίδης