Αναζητώντας τον χαμένο ελληνικό χωροχρόνο (της Έφης Κατσουρού)

0
402
Η Παναγία η Παντοχαρά είναι ένα ξωκλήσι που ανεγέρθηκε στη Σίκινο, μία από τις τελευταίες επιθυμίες που εξέφρασε ο Οδυσσέας Ελύτης στη σύντροφό του Ιουλίτα Ηλιοπούλου όσο ο ίδιος ήταν εν ζωή.

 

της Έφης Κατσουρού

 

          Τα καλοκαίρια μου, διαχρονικά από την εφηβεία ακόμη, έρχονται και φεύγουν μέσα από τους στίχους του, μπλέκονται, κουβαριάζονται, επιπλέουν πάνω στην ανάγλυφη γεύση της τρικυμίας, αναστοχάζονται μέσα από τα δοκίμιά του και ζουν στο έπακρο το φως της ελληνικής εκδοχής του καιρού ή αλλιώτικα της ποιητικής εκφοράς της Ελλάδας. Κάπου στα μέσα της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας που προέβαλε, ανήλικη και άτολμη ακόμη, Τα ρω του έρωτα είχαν έρθει να γεμίσουν το καλοκαίρι μου με έρωτα, κι οι προσευχές μου όλες κι οι όρκοι να απευθυνθούν στον Αύγουστο μήνα και θεό τους, οι πρωινοί περίπατοι στην χώρα του νησιού να ακολουθήσουν την «Πυξίδα» που έδειχνε το επόμενο και το επόμενο βιβλίο, τον Ήλιο τον ηλιάτορα, τον Μικρό Ναυτίλο, το Μονόγραμμα, για να με φτάσει το φθινόπωρο ως τους Προσανατολισμούς και τα Ανοιχτά χαρτιά, με λόγια στο στόμα να τρέμουνε πρώτη φορά, με λόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν: Εσένα . Κάπου εκεί (χωρικά και χρονικά) σε ένα θραύσμα του ελληνικού χωροχρόνου πολύτιμο για τη μνήμη και τον ενήλικο εαυτό μου, ξεκίνησε το δικό μου προσωπικό ταξίδι σε εκείνη τη χώρα που ‘βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ’ όνειρο από τα γεγονότα της ζωής, στην Ελλάδα του Οδυσσέα Ελύτη, που στα σημεία συνόρευε και συνορεύει ή έστω ονειρεύεται με υλικά συναφή, με τη δική μου Ελλάδα. Πάντοτε αυτό το ταξίδι υπήρξε για εμένα, ακόμη και μέσα σε καλοκαίρια δύσβατα, μία φυγή ζωογόνα, μία απόσπαση από το φθαρτό τοπίο της καθημερινής συρροής, που με έκανε να μειδιώ και να βαδίζω άλλοτε πάνω και άλλοτε μέσα στην ποίηση. Με έναν τρόπο, όμως, όλως διόλου αλλότριο, φέτος διαβάζοντας ξανά και ξανά τις σελίδες εκείνες, πρώτη φορά ένοιωσα μία θλίψη βαθειά και εσωτερική, μία μελαγχολία ανερμήνευτη, σε πρώτη ανάγνωση, να με κυριεύει, που, όσο το σκεφτόμουνα, είδα πως εκπορευόταν από το έκπτωτο όνειρο της λιγοσύνης, από την συνειδητοποίηση ότι αυτό που αισθάνομαι όταν κατοικώ την ποίηση του Ελύτη όσο και αν το ποθώ, όσο και αν στην παιδική ηλικία ή στην πρώιμη εφηβεία μου το κατάφερα, μετά από μία δεκαετή κρίση και μια πανδημία που συνεχίζει να επελαύνει, είναι ανέφικτο να συγχρονιστεί με εκείνο που  βλέπω και μυρίζω, με ότι προσλαμβάνω με τις αισθήσεις μου από τον χώρο γύρω μου. Η πραγματική Ελλάδα έχει απομακρυνθεί τόσο από την Ελλάδα του ποιητή, και κατ’ επέκταση την Ελλάδα της διαχρονίας, την οποία πολλάκις και με ιδιαίτερη ένταση επ’ αφορμής της επετείου των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, επικαλείται, που με κάνει να νοιώθω πως δράττομαι και προσπαθώ να κρατηθώ από μια νεφέλη. Όμως κι εκείνος από νεφέλες δεν γραπώθηκε και μέσα από αυτές δεν κοίταξε τις διαθλάσεις του φωτός που ύφαναν την ηλιακή του μεταφυσική και την προσωπική εκδοχή της ελληνικότητας;

          Όταν η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ήδη το 1974, και όχι άδικα από την δική της οπτική, σε τόνους ποιητικής κραυγής, έγραφε: «Ο τόπος μου μού φάνηκε / ένα πρωί / κομμάτι ξεροκόμματο / στο δρόμο πεταμένο / κι η πανιασμένη κόρα του / μυρμήγκια σκεπασμένη· /[…]/  Με βιάση,  χωρίς πάθος / κουνάνε καπέλα κεραίες / αγγίζουν ό,τι φανταχτερό / τους φάνταξε / τις κάρτες, εμένα /  το καφετί γαϊδούρι. /[…]/ Μέρμηγκες άνθρωποι / όλο και πιο τουριστικά φέρονται / στη ζωή / χαϊδεύονται χωρίς ποτέ / να φτάνουν στο κουκούτσι / […]» [«Τουρισμό»,  Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό (1974)] ο Οδυσσέας Ελύτης στα Ετεροθαλή κατοικούσε σθεναρά το δικό του «Ελυτονήσι» όπου «[…] άκουγες τα ευ των δέντρων να ευστοχούν» και «περαστικός ένας μικρός Ιούλιος μοίραζε / Τους Νόμους: ο καθείς και η λυγαριά του διαλαλούσε». Για να έρθει, τέσσερα χρόνια αργότερα, συνομιλώντας με την Μαρία Νεφέλη να διαπράττει άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά, και να φτάνει, δέκα περίπου χρόνια αργότερα, μέχρι την χώρα του Μικρού Ναυτίλου, την Ελλάδα εκείνη που αν την αποσυνδέσεις θα σού απομείνουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι, και με άλλα τόσα θα την ξαναφτιάξεις. Η παράλληλη ανάγνωση των προαναφερθέντων στίχων της Ρουκ με την ποίηση του Ελύτη, δεν γίνεται σε καμία των περιπτώσεων συγκριτικά, και θέλω να καταστήσω σαφές το γεγονός αυτό, καθώς κι εκείνοι αποτελούν ξεχωριστά τιμαλφή στο ερμάριο των ποιητικών μου αποταμιεύσεων. Έρχονται, όμως, να προβάλλουν δύο πραγματικότητες, που ενώ μοιάζει να απέχουνε πολύ, αν κανείς διεισδύσει λίγο περισσότερο στην μνήμη, την κοινωνική, την προσωπική ή την ιστορική, κάπου φαίνεται να συναντώνται και ο κοινός αυτός τόπος είναι η λειτουργία της απώθησης. Μόνο που στην περίπτωση της Ρουκ μπορούμε να μιλάμε για μία απώθηση άμεση, ευθεία και ηχηρή ενώ στην περίπτωση του Ελύτη για μία πράξη σιωπηλή και υποβόσκουσα, συντελεσμένη πρώτα στον χώρο του υποσυνειδήτου, η οποία αποτελεί προϊόν εσωτερικών διεργασιών του φαντασιακού του και ολοκληρώνεται αργότερα στην γεωμέτρηση του στίχου του.

Ο Ελύτης ουδέποτε εθελοτυφλούσε, γνώριζε πολύ καλά τις διαστάσεις της πραγματικής, της κοινόχρηστης Ελλάδας. «Και βέβαια δεν χτίζονται πια σήμερα ξωκλήσια, κι οι ελαφρές βάρκες είναι από πλαστικό και οι περιστεριώνες ανύπαρκτοι. Μάς μένει όμως ο αέρας της ερημιάς πάνω απ’ το ασβεστωμένο πεζούλι, ο ήχος που κάνει κάποιο αρμυρισμένο σχοινί που μαϊνάρει ένα καραβόπανο οικείο στο μάγουλο του ανέμου και η θέση που κατείχαν κάποτε οι μοναχικές οι σκήτες των πουλιών. Χρειάζεται να πετάς τα σημερινά παλιά,  για να σού ‘ρχονται τα περασμένα·  τα παντοτινά περασμένα.  Και να βρίσκεσαι πάντοτε όπως ο ροδαμός, πέραν πολύ του χειμώνος.», έγραφε στον «Κήπο με τις αυταπάτες» το 1995 πια. Απόλυτα συνειδητά επέλεγε μέσα στον ποιητικό χώρο που κατασκεύαζε να αφαιρεί κάθε λεπτομέρεια που έθαλλε περιττή, και κάποιες φορές, ακόμη και παρασιτική, για τον κόσμο του αποσκοπώντας στην κάθαρση του ειδώλου που απομένει από την Ελλάδα των αιώνων. Η δική του κραυγή ήταν και είναι μία κραυγή άλματος προς την ίδια την πηγή του φωτός και η διεργασία που απαιτείτο για να εξαγνιστεί το τοπίο και να αποδοθεί με τις κυανές αποχρώσεις που αποδόθηκε σίγουρα υπήρξε επίπονη και βαθειά εσωτερική, καθώς ο ίδιος, όταν κανείς εμβαθύνει στα πεζά κείμενά και τις συνεντεύξεις του, μοιάζει να καταπίνει όλο το σκοτάδι που συναντά στον πραγματικό κόσμο για να το μετουσιώσει σε φως. Ένα φως υλικό και τραχύ, εκπεφρασμένο με λέξεις και σμιλεμένο σαν μάρμαρο μέσα στους στίχους του, το οποίο δύναται να συνομιλεί με την αθάνατη εκδοχή του ελληνικού τόπου και τρόπου. Και το εξέφραζε αυτό με απόλυτη καθαρότητα το 1988 σε συνέντευξή του όταν έλεγε: «Για μένα υπάρχει η Ελλάδα η δική μου. Δεν είναι η Ελλάδα η τρέχουσα. Και το έργο μου έρχεται σαν βράχος στο κύμα που τη χτυπά. Αντιστέκεται. Και η αντίσταση είναι ουσιαστική. Βγαίνει έμμεσα με κάτι που διαρκεί -αυτό είναι και το ουσιώδες του δημιουργού. Διότι η Ελλάδα μπορεί να είναι και εκατό χρόνια σε πτώση και εγώ να γράφω ένα ποίημα που έχει αντίκρισμα στην Ελλάδα την παντοτινή.» 

Την ώρα που όλη αυτή η δύνη των εαρινών, πλην ατέρμονων, σκέψεων με είχε συνεπάρει και η σύγκρουση αισθήσεων και αισθημάτων απειλούσε να με καταβάλει, έφτασε στα χέρια μου το ευσύνοπτο βιβλίο Η Ελλάδα του Ελύτη, σε επιμέλεια και ανθολόγηση της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, στο οποίο σταχυολογούνται υποδειγματικά τμήματα δοκιμίων και συνεντεύξεων  του ποιητή (από τα βιβλία: Ανοιχτά χαρτιά, Εν λευκώ, Συν τοις άλλοις) με βασικό κοινό παρανομαστή την Ελλάδα. Το ανθολόγιο αρθρώνεται, πολύ εύστοχα σε επτά, διακριτές αλλά ταυτόχρονα και αλληλοδιαπλεκόμενες, ενότητες (Η Ελλάδα του Ελύτη, Η Ιστορία του Ελληνισμού, Η ελληνική γλώσσα, Η ελληνική θάλασσα Το Αιγαίο, Η ελληνική φύση, Η ελληνική τέχνη, Η ελληνική πραγματικότητα) στην κάθε μία από τις οποίες μάς εισάγει, με τη μορφή προμετωπίδας, ένα ποιητικό θραύσμα κινούμενο γύρω από τον ίδιο θεματικό άξονα. Την στιγμή λοιπόν που ένοιωθα την Ελλάδα του Ελύτη να μακραίνει και την Ελλάδα του εδώ και τώρα να κινείται επεκτατικά απέναντι στην ονειρική εκδοχή της πρώτης, το βιβλίο αυτό, με την εστίαση του φακού στον τρόπο που ο ποιητής αντιλαμβανόταν το ελληνικό στοιχείο, ήρθε όχι μόνο, να υπενθυμίσει την Ελλάδα του Ελύτη, την οποία λίγο πολύ όσοι αγαπούν την ποίηση του, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βάθος ο καθένας, την γνωρίζουν, αλλά να διδάξει τον τρόπο που την ατένισε ο ποιητής, τον τρόπο που ύμνησε τις αρετές της και την απέσπασε από την φθορά, να γνωρίσει την ίδια την συνθετική της ύλη.

Το μεγάλο κέρδος αυτού του βιβλίου όμως, είναι ότι δύναται να διαβαστεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: Αφενός, ως ανάγνωσμα θερινό, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, ως  ένα ιδανικό βιβλίο που θα ελκύσει ακόμη και τον αμύητο αναγνώστη και θα τον εισάγει σε μία δεύτερης τάξεως ποιητικότερη Ελλάδα καθώς τα αποσπάσματα έχουν επιλεγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνουν μεν την συνολική εικόνα, αλλά ταυτόχρονα να διευκολύνουν και μία περισσότερο αποσπασματική και ευσύνοπτη ανάγνωση. Αφετέρου ως ένα εγχειρίδιο απευθυνόμενο, τόσο στον μελετητή όσο και στον πιο απαιτητικό αναγνώστη, στον γνώστη ή τον μη-γνώστη του δοκιμιακού λόγου του ποιητή, που επιθυμεί όμως συστηματικά να εμβαθύνει στο ιδεολογικό-ηθικό υπόβαθρο που συνθέτει τελικά την ποιητική φυσιογνωμία του Οδυσσέα Ελύτη. Πέρα και πάνω από όλα όμως, είναι σημαντικό να διαβαστεί από κάθε Έλληνα με το βλέμμα, όχι στο παρελθόν, όπως πολύ σωστά επισημαίνει η επιμελήτρια του βιβλίου στην εισαγωγή της, αλλά με το βλέμμα στο μέλλον, «που και από εμάς θα εξαρτάται η σημασία του, και που τις πολλαπλές δυνατότητές του ανέδειξε συστηματικά ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη.» Με άλλα λόγια μέσα από τα θραύσματα αυτού του ανθολογίου, σε ένα παρόν θρυμματισμένο, που όλοι βαθειά μέσα μας γνωρίζουμε ότι μια ελιά, ένα αμπέλι και ένα καράβι δεν μας αρκούν για να ανασυνθέσουμε την Ελλάδα στο σήμερα, μπορούμε να διδαχτούμε πώς θα επιστρέψουμε σε αυτή την αυτάρκεια της λιγοσύνης αύριο.

Η Ελλάδα του Ελύτη, Ανθολόγηση-Επιμέλεια: Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Ίκαρος, 2021

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΟι ποιητικές προτάσεις του καλοκαιριού (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροThe Big Cringe (διήγημα της Ροζίτας Σπινάσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ