Της Χρύσας Σπυροπούλου.
Θα δυσκολευόμασταν, αν το επιχειρούσαμε, να δώσουμε μόνο έναν ορισμό για το ποιος είναι ο συλλέκτης παλαιών βιβλίων και ποια είναι τα σταθερά χαρακτηριστικά του. Ποια είναι τα κίνητρά του, για ποιον λόγο ανακηρύσσει σε φετίχ το βιβλίο. Και μάλιστα το παλιό βιβλίο. Φοβούμαι ότι όλα αυτά θα μείνουν αναπάντητα, αν και θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω και να προσδιορίσω κάποιες συντεταγμένες της προσωπικότητάς του.
Ο συλλέκτης παλαιών βιβλίων δεν είναι παρά ο σύνδεσμος του ατόμου ανάμεσα στην πραγματική και την τυπωμένη ζωή. Γι’ αυτόν το αντικείμενο του πόθου του είναι το παλιό βιβλίο με ό,τι αυτό περικλείει. Το στήσιμό του, τα στολίδια του, οι χαρακτήρες του τυπωμένου κειμένου, το εξώφυλλο, τα στοιχεία του συγγραφέα, τα παρακειμενικά δεδομένα, η χρονολογία και ο τόπος έκδοσης, το ξεθυμασμένο άρωμα των σελίδων, η σκόνη του, ακόμα και η αφιέρωση των παλιών κατόχων του στις πρώτες σελίδες. Το περιεχόμενο θα αναρωτηθεί κανείς; Ο συλλέκτης δεν είναι κατ’ ανάγκην και αναγνώστης.
Η τάση του συλλέκτη να μένει ανικανοποίητος έχει τις ρίζες της στο πάθος για κάθε βιβλίο, η αξία του οποίου ορίζεται από το βάρος του ονόματος του συγγραφέα, του έργου, του εκδότη και του έτους έκδοσης. Πρόκειται, ωστόσο, για πάθος για το παλιό που στην ουσία προδίδει την ανάγκη του ατόμου για διάρκεια, για να ηττηθεί το εφήμερο και να αποκτηθεί η συνέχεια. Το άτομο, κατά ένα τρόπο, αρνείται την περιορισμένη διάρκεια ζωής των πραγμάτων και της θνητότητας που είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη. Παράλληλα, με πιο ευδιάκριτους όρους, θα έλεγε κανείς ότι o συλλέκτης επιδιώκει να συντηρήσει το παλιό ιστορικό και καλλιτεχνικό «μνημείο», το οποίο, εν πολλοίς, συνδέεται και με το συλλογικό υποσυνείδητο της εποχής, στις περιπτώσεις, κυρίως, εκείνες που τα βιβλία έχουν σχέση με την λαογραφία. Αυτά ως προς το περιεχόμενο, γιατί η αισθητική, καθώς και άλλες επιλογές των εκδοτών της εκάστοτε εποχής, στηρίζονται στις απαιτήσεις της, στις προτιμήσεις της ως προς την έκφραση του ωραίου.
Αυτός που κυνηγάει, αναζητεί, με μανία ενίοτε, το παλιό βιβλίο, ο συλλέκτης, διεγείρεται, εξάπτεται η περιέργειά του, αξιολογεί όταν βρίσκει, οριοθετεί, διεκδικεί και διακινδυνεύει τα χρήματά του. Όσο για τον χρόνο; Αυτός δεν κοστολογείται σε καμία περίπτωση, εφ’ όσον ο χρόνος της αναζήτησης μοιάζει με αιωνιότητα. Και ιδού ένα τρικ, που γίνεται ασυνείδητα, για να επιμηκυνθεί ο χρόνος, για να πάρει νόημα η καθημερινότητα, για να παραμεριστούν οι όποιες ανησυχίες που προκύπτουν από σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα. Όχι, ο συλλέκτης δεν είναι ανεύθυνος. Απλώς έχει την αθωότητα του καλλιτέχνη.
Ο συλλέκτης εκτιμά το καλλιτεχνικό προϊόν, το βιβλίο που ήταν το αποτέλεσμα κοπιώδους εργασίας, αξιολογεί τα στολίδια, το τύπωμα, τις μπορντούρες- το πλαίσιο- στις σελίδες, τις επίχρυσες άκρες των σελίδων, τα φιλοτεχνημένα εξώφυλλα. Πέραν αυτών, ωστόσο, ο συλλέκτης ικανοποιείται και από την περιπέτεια των βιβλίων μέσα στο χρόνο. Από πόσα χέρια πέρασαν, από πόσες βιβλιοθήκες, πόσες ανθρώπινες ιστορίες κρύβονται πίσω από αυτά μέχρι να φτάσει στα χέρια του συλλέκτη, αν και το ταξίδι τους στο χρόνο δεν θα σταματήσει ποτέ! Καταστροφές, χωρισμοί, μετακινήσεις, χρεοκοπίες, δωρεές, κληρονομιές! Σύνδεσμος αναδεικνύονται, ανάμεσα στον παλιό και τον νέο κάτοχο, ακόμα και οι αφιερώσεις που βρίσκονται στις πρώτες σελίδες, τα ονόματα των κατόχων, οι υποτιθέμενες ιστορίες τους. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται η ψευδαίσθηση της αναγέννησης!
Ο συλλέκτης είναι άνθρωπος ευτυχισμένος, είχε πει ο Γκαίτε, αλλ’ όμως είναι τόσο πολύ απορροφημένος από την εμμονή του, το πείσμα του να συλλέγει, που περιχαρακώνεται στον κόσμο του, ενώ σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, όπως σε εκείνη του ήρωα, του Μέντελ, του «τιτάνα της μνήμης, του μνημονικού» στο διήγημα του Στέφαν Τσβάιχ, Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ, που εκδόθηκε το 1929, ο οποίος δεν παρακολουθεί τα γεγονότα, απομονώνεται, βρίσκεται στο περιθώριο της ζωής. Άλλωστε, ο ήρωας του Τσβάιχ δεν είχε καταλάβει ότι είχε ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και συνέχισε να παραγγέλνει παλιά βιβλία από χώρες που ήταν εχθρικές απέναντι στην πατρίδα του, την Αυστροουγγαρία. Έστελνε γράμματα στο Λονδίνο και το Παρίσι και ρωτούσε γιατί δεν είχε λάβει ακόμα τα περιοδικά με τις βιβλιογραφικές αναφορές, ενώ οι αυστριακές αρχές συμπέραναν ότι είναι κατάσκοπος που γράφει στον εχθρό με κωδικοποιημένα μηνύματα. Τον συνέλαβαν και μετά τον πόλεμο , όταν απελευθερώθηκε, ένα ράκος πια, συνέχισε να πηγαίνει στο καφέ «Γκλουκ»-ευτυχία δηλαδή-, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια γωνιά, όπου εργαζόταν και έκανε τις παραγγελίες του. Ο καινούριος ιδιοκτήτης του καφέ, όμως, δεν τον καταλάβαινε, δυσαρεστείτο που έπιανε τραπέζι χωρίς να παραγγέλνει τίποτε, και έτσι τον έδιωξε. Τα χαρακτηριστικά του συλλέκτη, όπως τα καταγράφει ο συγγραφέας, είναι τα ακόλουθα: είναι ο αόρατος κατάλογος, σαν ένας δίποδος κατάλογος βιβλιοθήκης· είναι ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς των καλύτερων βιβλιομνημόνων, ο τιτάνας της μνήμης· αυτός που διαβάζει με τον τρόπο που άλλοι προσεύχονται, που οι παίκτες παίζουν και οι μεθυσμένοι στυλώνουν ναρκωμένοι τα μάτια στο κενό· είναι ένας προϊστορικός βιβλιόσαυρος υπό εξαφάνιση· θυμάται με ακρίβεια και τάξη τη θέση των βιβλίων του, το ιστορικό απόκτησης κάθε τόμου. Μάλιστα, έχει σημασία να τονιστεί ότι ο ήρωας του Τσβάιχ, ο Μέντελ, δεν είναι παρά ένας απλός και αμόρφωτος άνθρωπος, που όμως γνωρίζει πολύ καλά την αξία του παλαιού βιβλίου· το διεκδικεί, το αναζητεί, το βάζει σε καταλόγους, το διακινεί.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο διήγημα του ιδίου συγγραφέα, με τον τίτλο Η αόρατη συλλογή, στο οποίο εξιστορείται η περιπέτεια ενός συλλέκτη και εμπόρου παλαιών και σπάνιων βιβλίων καθώς και χαρακτικών, ο οποίος κατά τη διάρκεια του υπερπληθωρισμού της δεκαετίας του ’20, αναγκάζεται να ζητήσει από τους παλιούς του πελάτες να του πουλήσουν τα βιβλία που είχαν αγοράσει από αυτόν κάποτε. Συναντά έναν τυφλό συλλέκτη που του μιλάει για την πολύτιμη συλλογή του, την «αόρατη συλλογή» του εν τέλει, τα αντικείμενα της οποίας, όμως, είχαν πουληθεί από τα μέλη της οικογένειάς του, για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Τι συμβαίνει, όμως, σήμερα με τη συλλογή παλιών βιβλίων, σήμερα μάλιστα που η τεχνολογία έχει φέρει τα πάνω κάτω. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το είδος του συλλέκτη δεν είναι υπό εξαφάνιση, αν και έχει περιοριστεί. Το μέλλον θα δείξει. Και ως προς αυτό, άλλοι είναι αισιόδοξοι άλλοι απαισιόδοξοι για τη μοίρα του βιβλίου, άλλοι αδιάφοροι. Ένας σπουδαίος αμερικανός συγγραφέας και ποιητής, ο John Updike, προς το τέλος της ζωής του, όπως μας πληροφορεί ο Βρετανός συγγραφέας Julian Barnes, σε άρθρο του σχετικό με την βιβλιοφιλία στην εφημερίδα Guardian, 06.29.2012, και με τίτλο My life as a bibliophile, είχε γράψει σχετικά με την τύχη του τυπωμένου βιβλίου: « For who, in that unthinkable future/ when I am dead, will read? The printed page/ was just a half-millennium’s brief wonder…». …»: « Γιατί ποιος, στο άδιανόητο μέλλον/ όταν θα έχω πεθάνει, θα διαβάζει; Το τυπωμένο χαρτί/ ήταν μόνο μισής χιλιετίας το σύντομο θαύμα…». Απαισιόδοξη ματιά για το τυπωμένο βιβλίο, και όχι αδίκως. Μπορεί ο βιβλιόφιλος να διαφέρει από τον συλλέκτη παλαιών βιβλίων, ωστόσο, το μέλλον του βιβλίου αφορά και τους δύο, και τον αναγνώστη αλλά και τον συλλέκτη.
Μπορούμε, εντούτοις, να διαχωρίσουμε τη ζωή από το διάβασμα ή από την τάση να συλλέγουν κάποιοι παλιά βιβλία; Μήπως και ο κόσμος του βιβλίου δεν είναι οι ποικίλες εκφράσεις της ζωής; Με μια διαφορά όμως: ότι με το βιβλίο έχεις την ψευδαίσθηση της συμμετοχής· και οι ψευδαισθήσεις, όπως και το πλαστό, έχουν πάντα την γοητεία τους.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του συλλέκτη είναι η συνεχής αίσθηση του ανικανοποίητου, η δίψα του και η επιμονή του να ανακαλύψει το επόμενο «θήραμά του», να το κάνει δικό του, το τρόπαιο της νίκης του. Και γι αυτό, εξάλλου, βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει, μια εσωτερική δύναμη τον ωθεί να τολμήσει, να περιπλανηθεί, να γνωρίσει, να αποκτήσει. Και όσο πιο παλιό το βιβλίο, η πρώτη έκδοση, τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν. Μπήκε δυναμικά στο παρελθόν, άρπαξε και κατέκτησε μια έκφρασή του, που είναι το βιβλίο. Τις περισσότερες φορές τού είναι αδιάφορο το περιεχόμενο, εφόσον δεν θα το διαβάσει. Δεν τον ενδιαφέρουν οι ιδεολογικές προτιμήσεις των συγγραφέων ούτε αν αυτοί είναι εκφραστές της μιας ή της άλλης σχολής. Αρκεί το βιβλίο να αποτυπώνει μια περίοδο, να καλύπτει τα όρια, τις αξίες που έθεσε ο συλλέκτης. Με αυτά τα δεδομένα, το όνομα του συγγραφέα, καθώς και το έργο του, παίζουν, επιπλέον, τον ρόλο τους στο «χρηματιστήριο» της ιστορίας και του πολιτισμού. Σε μια συνομιλία που είχα με τον συλλέκτη βιβλίων, τον κ. Νίκο Κιουρκτσόγλου, μου ξεκαθάρισε, λίγο προτού με ξεναγήσει στην βιβλιοθήκη του, ότι είναι πέραν των πολιτικών ιδεολογιών, των θρησκειών και των εθνικοτήτων. Τον ενδιαφέρει η ιστορία, η περιπέτεια του ανθρώπου. Και γι’ αυτό, εξάλλου, στη βιβλιοθήκη του μπορεί να βρει κανείς βιβλία που αφορούν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τον βυζαντινό, στις διάφορες θρησκείες, την οθωμανική αυτοκρατορία.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι δεν κάνει διακρίσεις ο συλλέκτης. Είναι ο τύπος που δρα χωρίς προκαταλήψεις και διαχωριστικές γραμμές. Ζει ελεύθερα εντός του αυτοπεριορισμού του, του περιορισμού που του θέτει η εμμονή του, το πάθος του για συλλογή.
Εν συντομία θα ήθελα να αναφερθώ και στην σχέση μου με το παλιό βιβλίο. Το παλιό βιβλίο το αγοράζω, όταν δεν βρίσκω έργα συγγραφέων που με ενδιαφέρουν μεταφρασμένα στα ελληνικά σε πρόσφατες εκδόσεις. Αυτό γινόταν παλιότερα όταν η εκδοτική παραγωγή ήταν περιορισμένη. Έτσι, έχω κάποιες πολύ παλιές εκδόσεις στα ελληνικά μεταφράσεων έργων του Τζόζεφ Κόνραντ, τις οποίες είχα βρει όταν ήμουν φοιτήτρια στα παλαιοβιβλιοπωλεία που επισκεπτόμουν στο Μοναστηράκι. Εκείνη την εποχή δεν έβρισκα καινούριες εκδόσεις για το έργο του Κόνραντ ή του Τσέχοφ και αναγκαζόμουν να καταφύγω στις παλιές ή στα πρωτότυπα ή σε μεταφρασμένα έργα στα αγγλικά και γαλλικά. Το κίνητρό μου ήταν ο συγγραφέας και το έργο του, όχι η έκδοση. Γι’ αυτό, όταν έρχονται οι ήρωές μου στην Κωνσταντινούπολη, στο νέο μου βιβλίο, Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης, ένα μυστήριο κυριολεκτικό και μεταφορικό, δεν είναι δυνατόν να μην επισκεφτούν παλαιοβιβλιοπωλεία στην Κλειστή Αγορά, στα οποία ανακαλύπτουν παλιές εκδόσεις περιοδικών και κόμικς. Εξάλλου, αναζητούν τις σελίδες από ένα παλιό τετράδιο συνταγών που είχε γράψει ο σεφ του τελευταίου σουλτάνου, ο Νικόλας, και τις είχε κρύψει σε διάφορα μνημεία της Πόλης. Αυτές οι παλιές σελίδες αναζητούν τον σύγχρονο εκδότη τους. Και εδώ συναντώνται το παλιό με το σύγχρονο, τα δύο χρονικά σημεία, παρελθόν και παρόν ενώνονται σε ένα. Τα παιδιά επισκέπτονται, επίσης, το Μουσείο Γραφής που βρίσκεται κάπου κοντά στο Τοπ Καπί, και όπου έχουν την δυνατότητα να παρακολουθήσουν τους καλλιτέχνες να εργάζονται στο εργαστήριό τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, επιχειρώ να φέρω σε επαφή τους ήρωές μου με το παρελθόν και με παλιότερες μορφές έκφρασης, πολύτιμους οδηγούς στο σήμερα, και τους βάζω να παρατηρήσουν τη συνέχεια, να γνωρίσουν και να εκτιμήσουν την καλλιτεχνική αξία και τον κόπο που κατέβαλαν άλλοτε οι καλλιτέχνες, οι δημιουργοί.
Άλλωστε, εμμέσως κι εγώ επιδιώκω να συναρμολογήσω τα κομμάτια του χρόνου, της ιστορίας και της πολιτιστικής έκφρασης. Το αν το επιτυγχάνω είναι στην ευχέρεια του αναγνώστη να μου το πει.
(*) Στη φωτό ο συλλέκτης παλιών βιβλίων David Twiston Davies