του Μάρκου Κρητικού
« – Αντιγόνη, ζει ο Κρέοντας;»
– Ζει και βασιλεύει»
Το Παγωμένο νερό της Έλενας Χουσνή κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Κύφαντα. Ολιγοσέλιδη νουβέλα, ασθματική μονολογική αφήγηση, προσαρμοσμένη στην τραγική ιστορία. Σε όσους γνωρίζουν άλλα βιβλία της συγγραφέως γεννάται αμέσως το ερώτημα αν μπορεί το νέο της βιβλίο να ενταχθεί στην αστυνομική λογοτεχνία, με την οποία συνηθίζουν να συνδιαλέγονται οι πεζογραφικές της προσπάθειες.
Από την άποψη της θεματικής η απάντηση είναι αναμφισβήτητα καταφατική. Στον πυρήνα της νουβέλας βρίσκονται παραβατικές συμπεριφορές και μάλιστα κακουργηματικής φύσης, στο Παγωμένο νερό ιστορούνται γεγονότα σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου, αντεκδίκησης και φόνου. Αρκεί όμως αυτό; Εγκλήματα κάθε είδους συναντάμε στις σελίδες όλου του λογοτεχνικού φάσματος, ακόμα και στη Βίβλο. Φόνους, και μάλιστα ειδεχθείς, βρίσκουμε στον Σοφοκλή –και το κείμενο «συνομιλεί» με την Αντιγόνη– στον Σαίξπηρ, στον Γκαίτε, στον Σταντάλ, στον Ντοστογιέφσκι και πολλούς άλλους. Ο Ερνέστ Μαντέλ, στο βιβλίο του Απολαυστικοί φόνοι, ένα σπουδαίο δοκίμιο που εξετάζει τις ιστορίες εγκλημάτων μέσα απ’ την οπτική των κοινωνικών επιστημών, παρατηρεί ότι στο αστυνομικό αφήγημα η ανθρώπινη τραγωδία, που πάντα εμπεριέχει ένα έγκλημα, υποβιβάζεται σ’ ένα μυστήριο προς διερεύνηση.
Συμβαίνει κάτι τέτοιο εδώ; Θα έλεγα ότι συμβαίνει το αντίθετο. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί το έγκλημα για να αναδείξει, μέσα από τις αντηχήσεις του στο χώρο και στο χρόνο, το ανθρώπινο δράμα και την αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης και της συνέχειας της ζωής. Το έγκλημα, αν και εξακολουθεί να πλανάται πάνω από κάθε παράγραφο, υποβαθμίζεται αφηγηματικά. Ούτε καν περιγράφεται. Και όταν αυτό συμβαίνει, όπως στην περίπτωση της σεξουαλικής κακοποίησης, ο στόχος είναι να αναδειχτούν τα ενοχικά συμπλέγματα του θύματος και όχι να δοθούν στον αναγνώστη πληροφορίες-αποδεικτικά στοιχεία, γι’ αυτή καθαυτή την πράξη. Τη συγγραφέα δεν την απασχολεί η ταυτοποίηση θύτη και θύματος. Στην αφήγηση δεν αναφέρονται ονόματα, διευθύνσεις και περιγραφές. Δεν προσδιορίζεται ο τόπος και ο χρόνος του φόνου. Δεν ανιχνεύονται οι ιδιαίτερες συνθήκες της συγκεκριμένης πράξης. Αντίθετα, αναδεικνύονται οι διαχρονικές τραυματικές επιπτώσεις στην ψυχολογία των ηρωίδων. Τη συγγραφέα δεν την ενδιαφέρει, τελικά, το επί μέρους, αλλά, το όλον. Η σεξουαλική κακοποίηση ως ολιστικό κοινωνικό πρόβλημα.
Από την άλλη μεριά, φυσικά, στο βιβλίο συναντάμε ένα από τα πιο ισχυρά θεματικά μοτίβα του αστυνομικού αφηγήματος. Αυτό της απόδοσης δικαιοσύνης μέσω της τιμωρίας των ενόχων που στο Παγωμένο νερό συντελείται με το έγκλημα της αυτοδικίας. Ευκαιρία να επανέλθουν, με όρους αρχαίας τραγωδίας, γνωστά και αναπάντητα από αρχαιοτάτων χρόνων διλήμματα για τη σχέση του δίκαιου με την ηθική.
«Ήταν δίκαιο που τον σκότωσα; Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι είναι δίκαιο. Τι είναι η δικαιοσύνη και πόσο αφορά την υπόθεσή μου. Ποιός είναι ο ένοχος; Εγώ ή αυτός; Ή ποιός είναι περισσότερο ένοχος; Αυτός που καταστρέφει μια ζωή ή αυτός που την αφαιρεί; Αυτός που αφήνεται ατιμώρητος να καταστρέψει κι άλλες ή αυτός που αποφασίζει να μην το επιτρέψει;»
Τι είναι, όμως, τελικά το Παγωμένο νερό; Κοινωνικό αφήγημα ή μια θλιβερή ιστορία ενηλικίωσης δυο κοριτσιών; Νουάρ με στοιχεία θρίλερ ή ένα εν δυνάμει θεατρικό έργο αφού διατηρεί ξεκάθαρα στοιχεία θεατρικής δομής; Μάλλον, συνδυάζοντας νόρμες, κώδικες και χαρακτηριστικά πολλών λογοτεχνικών ειδών, είναι όλα αυτά ταυτόχρονα.
Η Αντιγόνη και η Ισμήνη είναι οι δυο τραγικές πρωταγωνίστριες οι οποίες μέσα από εσωτερικούς αναδρομικούς μονολόγους ξετυλίγουν το κόκκινο νήμα της ζωής τους, η οποία σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από μια τραγική ιστορία σεξουαλικής κακοποίησης. Οι παράλληλοι μονόλογοί τους εναλλάσσονται σε κάθε κεφάλαιο, το οποίο αρχίζει πάντα με ένα εξαιρετικά εύστοχα επιλεγμένο μότο που λειτουργεί ως τροχιοδεικτικό του νοήματος. Δυο διαφορετικές οπτικές, αυτή του θύτη της εκδίκησης και αυτή του αρχικού θύματος, ακολουθούν η καθεμία τον δικό τους αφηγηματικό χρόνο. Αντί για μια ευθύγραμμη ροή γεγονότων, έχουμε μια σειρά εκρηκτικών στιγμιότυπων που στην πορεία της αφήγησης αρθρώνουν τα βασικά σημεία της ιστορίας.
Ο αναγνώστης εισέρχεται απότομα σ’ ένα περιβάλλον τοξικής εσωτερικής έντασης και βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στον κόσμο της τυφλής οργής των βαριά ψυχικά τραυματισμένων και οριστικά ηττημένων πρωταγωνιστριών οι οποίες έχουν χάσει κάθε πίστη σε οποιαδήποτε έννοια θεϊκής ή ανθρώπινης δικαιοσύνης. Ασφυκτιά, συμπάσχει και αγχώνεται μαζί τους, αλλά προσμένει υποψιασμένος τη στιγμή που η λύτρωση θα δώσει τέλος σε μια προκαθορισμένη πορεία. Αυτό θα συμβεί στο καταληκτήριο κεφάλαιο με τον αφηγηματικό συγχρονισμό των δυο μονολόγων. Η καταλυτική, απέριττη στιχομυθία των δύο αδελφών αποκαλύπτει περισσότερα από όσα αρθρώνονται, και επιφέρει, μιλώντας με θεατρικούς όρους, την κάθαρση, ακριβώς όπως πρέπει, στο τέλος του δράματος.
Το Παγωμένο νερό, που κυκλοφόρησε σε μια περίοδο συγκλονιστικών αποκαλύψεων για περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης στον χώρο του αθλητισμού και του πολιτισμού, φαντάζει σήμερα εξαιρετικά επίκαιρο. Ίσως τώρα που έχει ανοίξει ένας δημόσιος διάλογος για το θέμα να είναι ευκαιρία να το αντιμετωπίσουμε δραστικά. Σε συλλογικό επίπεδο, με την επαγρύπνηση της κοινωνίας και την ουσιαστική παρέμβαση του νομοθέτη, και σε ατομικό, αναλαμβάνοντας ο καθένας από εμάς την ευθύνη που του αναλογεί. Δυστυχώς υπάρχουν ανάμεσά μας άτομα που έχουν συναντήσει τον Κρέοντα σε κάποιο σταυροδρόμι της ζωής τους και άλλα που τον έχουν αντικρύσει κάποιο πρωινό στον καθρέφτη του μπάνιου τους.
Έλενα Χουσνή, Παγωμένο νερό, Εκδόσεις Κύφαντα, 2020, σ. 103
Βρες το εδώ